Το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας και το θέμα των προσφύγων



kolovosτου Γιάννη Κολοβού *

 Μία παράμετρος η οποία πρέπει να διαφοροποιηθεί από το γενικότερο πρόβλημα της μετανάστευσης προς την Ελλάδα είναι αυτή των προσφύγων. Σύμφωνα με την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 πρόσφυγας είναι «κάθε πρόσωπο, το οποίο, επειδή έχει δικαιολογημένο φόβο διωγμού λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικής προέλευσης, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται έξω από τη χώρα της υπηκοότητάς του και δεν μπορεί, ή εξαιτίας αυτού του φόβου, δεν θέλει να προσφύγει στην προστασία της χώρας αυτής» (1). Ο πρόσφυγας, δηλαδή, διαφέρει ουσιαστικά από τον οικονομικό μετανάστη καθώς έχει εγκαταλείψει την χώρα του όχι για αναζήτηση εργασίας ή καλύτερης οικονομικής προοπτικής, αλλά επειδή κινδύνευε η ζωή του ή η σωματική του ακεραιότητα εξ’ αιτίας των προαναφερθέντων λόγων. Και όμως, παρά αυτόν τον σαφή και ξεκάθαρο διαχωρισμό, βλέπουμε υποστηρικτές της αθρόας εισροής και νομιμοποίησης μεταναστών πολλές φορές να συνδέουν ή και να ταυτίζουν τον πρόσφυγα με τον οικονομικό μετανάστη και να χρησιμοποιούν ακόμα και όρους-εκτρώματα όπως «οικονομικός πρόσφυγας».



Αναφορικά με την χώρα μας, τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό των παρανόμως εισερχομένων είναι πρόσφυγες. Ενδεικτικό είναι το εύρημα έρευνας της εταιρείας MRB, σύμφωνα με το οποίο μόλις το 9,2% των μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα εγκατέλειψαν τις χώρες τους λόγω πολέμου ή λόγω της επικρατούσας πολιτικής κατάστασης (2). Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, από τους 762.191 (νόμιμους και παράνομους) μετανάστες που απεγράφησαν, μόλις το 1,6% δήλωσε ως λόγο παρουσίας του στην χώρα μας την προσφυγική ιδιότητα ή την αίτηση παροχής ασύλου [12.348 άτομα] (3). Όπως παραδέχεται και ο επικεφαλής του γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα κ. Γιώργος Τσαρμπόπουλος «οι πρόσφυγες είναι μία μειοψηφία μέσα στις μάζες των μετακινούμενων πληθυσμών» (4).

Αν συγκρίνουμε τις συλλήψεις για παράνομη είσοδο και παραμονή στην χώρα κατά τα τέσσερα τελευταία έτη (5) με τις αιτήσεις για παροχή ασύλου (6) βλέπουμε ότι μόλις το 16% των παρανόμως εισελθόντων υποβάλλει αίτηση ασύλου.


2004


2005


2006


2007


ΣΥΝΟΛΟ


Αιτήσεις παροχής ασύλου


4.469


9.050 (+103%)


12.267 (+36%)


25.113 (+105%)


50.899


Συλλήψεις για παράνομη είσοδο και παραμονή στην χώρα


44.987


66.351 (+48%)


95.239 (+44%)


112.364 (+18%)


318.941



 Από τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα προκύπτει ότι κατά την τελευταία τετραετία ο αριθμός των αιτούντων άσυλο στην χώρα μας υπερπενταπλασιάσθηκε (σημειώνοντας αύξηση +462%) ενώ ο αριθμός των συλληφθέντων για παράνομη είσοδο και παραμονή στην χώρα υπερδιπλασιάσθηκε (σημειώνοντας αύξηση +150%).


Αυτή η διόγκωση του αριθμού των αιτούντων άσυλο κατεγράφη και στην σχετική ετήσια έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (7). Σε αυτήν επισημαίνεται η ανοδική τάση της χώρας μας κατά τα τελευταία έτη όπου από την 19η θέση σε αριθμό αιτήσεων ασύλου μεταξύ 43 βιομηχανοποιημένων χωρών του κόσμου στην οποία βρισκόταν το 2004 βρέθηκε στην 6η το 2007. Σύμφωνα με την έκθεση η Ελλάδα «αναδύθηκε ως ένας μεγάλος νέος υποδοχέας αιτούντων άσυλο στον βιομηχανοποιημένο κόσμο» (σελ. 7).

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η σύγκριση των έξη αυτών χωρών που δέχονται τις περισσότερες αιτήσεις ασύλου σε σχέση με τον πληθυσμό τους. Πιό συγκεκριμένα, οι χώρες, ο αριθμός αιτήσεων ασύλου κατά το 2007 (7) και ο πληθυσμός τους (14) είναι οι εξής:


Χώρα


Αιτήσεις ασύλου


Πληθυσμός


Αιτήσεις ασύλου / 1000 κατοίκους


ΗΠΑ


49.200


304.105.000


0,16


Σουηδία


36.200


9.045.000


4,00


Γαλλία


29.200


64.137.000


0,46


Καναδάς


28.300


33.694.000


0,84


Βρετανία


27.900


60.949.000


0,46


Ελλάς


25.100


10.721.000


2,34



Βλέπουμε δηλαδή ότι, σχετικά με τον πληθυσμό της, η Ελλάδα δέχεται δυσανάλογα μεγάλη επιβάρυνση από αιτούντες άσυλο – την δεύτερη μεγαλύτερη μεταξύ των έξη χωρών. Μεγαλύτερη επιβάρυνση από την χώρα μας δέχεται μόνο η Σουηδία, ενώ σημαντικά μικρότερη επιβάρυνση σε σχέση με την Ελλάδα δέχονται ισχυρές χώρες του κόσμου όπως ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ!

 Ένα θέμα που αφορά τους πρόσφυγες στην χώρα μας είναι η αδυναμία των κέντρων φιλοξενίας για τους αιτούντες άσυλο να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τα μέσα του 2008 η συνολική χωρητικότητα των κέντρων αυτών δεν υπερέβαινε τα 700 άτομα (8). Όταν παρατηρείται αλματώδης αύξηση των αιτήσεων παροχής ασύλου από έτος σε έτος, οι οποίες το 2007 υπερέβησαν τις 25.000, είναι προφανές ότι το Κράτος δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί και μόνο λόγω της μεγάλης αύξησης των αριθμών. Με τέτοιους αυξητικούς ρυθμούς το Κράτος θα έπρεπε να διαθέτει τεράστια ποσά προκειμένου να ανεγείρει τέτοια κέντρα τα οποία θα φιλοξενούν τους νέους αιτούντες άσυλο που εισέρχονται στην χώρα μας κάθε χρόνο. Φυσικά, τα κονδύλια αυτά θα προέλθουν είτε από χρηματοδοτήσεις της ΕΕ, είτε και από τον κρατικό προϋπολογισμό και άρα θα αφαιρεθούν από έργα ή παροχές που θα δίνονταν προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες των Ελλήνων πολιτών. Όταν λοιπόν το Ελληνικό Κράτος δεν έχει ακόμα αντιμετωπίσει τις ανάγκες των πυροπλήκτων της Ηλείας είναι μάλλον αναμενόμενο ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ταχέως αυξανόμενου πληθυσμού αιτούντων άσυλο. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος, το Κράτος προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες φιλοξενίας των αιτούντων άσυλο μόνον του έτους 2007 θα έπρεπε να αυξήσει την χωρητικότητα των υφισταμένων εγκαταστάσεών του κατά 35 φορές!

 Ένα άλλο θέμα που αφορά τους πρόσφυγες στην χώρα μας είναι το πολύ μικρό ποσοστό παροχής ασύλου. Για παράδειγμα, κατά το 2007 από τα 25.113 αιτήματα ασύλου εξετάσθηκαν τα 20.692 και δόθηκε άσυλο μόνο σε 8 αιτούντες. Σε δεύτερο βαθμό δόθηκε άσυλο σε άλλα 138 άτομα ενώ επίσης για άλλα 23 άτομα αναγνωρίσθηκε «ανθρωπιστικό καθεστώς» (6). Από τα νέα αιτήματα δηλαδή μόνο το 0,82% είχε θετική κατάληξη για τους αιτούντες. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι πολλοί από εκείνους που αιτούνται άσυλο είναι στην ουσία οικονομικοί μετανάστες οι οποίοι, προκειμένου να καθυστερήσουν τις διαδικασίες απέλασής τους και να κερδίσουν χρόνο γενικότερα, ισχυρίζονται ότι είναι πρόσφυγες και αρχίζουν την διαδικασία χορήγησης ασύλου.

 Σε πολλές περιπτώσεις συλλήψεως παρανόμως εισερχομένων μεταναστών αυτοί δεν διαθέτουν κανένα έγγραφο που να πιστοποιεί την χώρα προέλευσής τους και ισχυρίζονται ότι προέρχονται είτε από χώρες προέλευσης προσφύγων (π.χ. Ιράκ), είτε από χώρες στις οποίες δεν υπάρχει η δυνατότητα επαναπατρισμού τους (π.χ. Αφγανιστάν). Οι οικονομικοί μετανάστες που μετέρχονται αυτήν την πρακτική έχουν «δασκαλευθεί» είτε από συγγενείς και φίλους τους που επίσης την μετήλθαν επιτυχώς, είτε από τους διακινητές τους. Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει και ένας (άγνωστος) αριθμός ατόμων που όντως θα εδικαιούντο να τους αναγνωρισθεί η προσφυγική ιδιότητα, αλλά λόγω του χαμηλού επιπέδου παροχών στην Ελλάδα και λόγω των αργών διαδικασιών αποτρέπονται από το να υποβάλλουν αίτηση χορήγησης ασύλου.

Όπως παραδέχεται και ο επικεφαλής του γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα κ. Γιώργος Τσαρμπόπουλος «το πολύ χαμηλό ποσοστό χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος δεν οφείλεται μόνο στο ότι πολλοί άνθρωποι που υποβάλλουν αίτημα ασύλου στην Ελλάδα είναι αμιγώς οικονομικοί μετανάστες και το υποβάλλουν για να κερδίσουν χρόνο νομιμοποίησης – το οποίο υπάρχει και θα ήταν εθελοτυφλία να μην το δει κανείς -, αλλά σαφώς και στο ότι πάρα πολλά αιτήματα ασύλου χάνονται στο δρόμο, δηλαδή όσοι απορρίπτονται σε πρώτο βαθμό, δεν είναι σίγουρο ότι θα κάνουν προσφυγή για να έχουν καλύτερη τύχη σε δεύτερο βαθμό που είναι και η τελική απόφαση. Κατά δεύτερον, πάρα πολλοί άνθρωποι που έχουν δικαίωμα να ζητήσουν άσυλο και να το πάρουν, δεν προτιμούν να κάνουν αίτημα ασύλου στην Ελλάδα, διότι ξέρουν ότι η διαδικασία είναι πάρα πολύ αργή, ότι οι εγγυήσεις δεν είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι, ότι τα ποσοστά είναι πολύ χαμηλά και ότι τα κοινωνικά δικαιώματα και οι παροχές σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι επίσης πάρα πολύ χαμηλά» (4).


Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμισθούν τα εξής:

1) ο πραγματικός πρόσφυγας θα πρέπει να μένει στην πρώτη ασφαλή χώρα που συναντά αφού εγκαταλείψει την δική του. Δεν δικαιούται τον χαρακτηρισμό του πρόσφυγα κάποιος π.χ. από το Πακιστάν ή από την Λιβερία ο οποίος, έχοντας διασχίσει πολλές ασφαλείς χώρες (όπου δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο), δεν παρέμεινε σε αυτές, αλλά συνέχισε φθάνοντας π.χ. στην Ελλάδα ή στην Σουηδία και εκεί υπέβαλλε αίτηση για άσυλο. Σκοπός του πρόσφυγα είναι η εξασφάλιση της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας και όχι η, υπό το πρόσχημα του ασύλου, εγκατάστασή του στην χώρα στην οποία θα έχει τις καλύτερες οικονομικές προοπτικές ή τις πλουσιότερες κρατικές παροχές (asylum shopping).

2) ο πρόσφυγας θα πρέπει να επιστρέψει στην χώρα προέλευσής του μόλις ομαλοποιηθεί η κατάσταση εκεί ή μόλις εκλείψουν οι λόγοι που τον έκαναν να την εγκαταλείψει, εκτός εάν αυτή η αλλαγή των συνθηκών προκύψει μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γενικά, οι αιτήσεις παροχής ασύλου θα πρέπει να τυγχάνουν άμεσης επεξεργασίας και όσοι αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες θα πρέπει να λαμβάνουν σημαντική βοήθεια. Όμως, οι αιτήσεις αυτές θα πρέπει να εξετάζονται με πολλή προσοχή και η προσφυγική ιδιότητα θα πρέπει να χορηγείται με φειδώ και με σύνεση. Όπως τονίζει και ο ειδικός σε θέματα Οικονομικής της Μετανάστευσης καθηγητής του Πανεπιστημίου του Harvard George J. Borjas: «Μπορεί να υπάρξει κίνδυνος από την επέκταση της έννοιας του πρόσφυγα σε όσους ζουν υπό πολιτισμικές και κοινωνικές νόρμες τις οποίες οι Αμερικανοί θεωρούν προσβλητικές. Ο ευρύτερος ορισμός για το ποιά χαρακτηριστικά έχει κάποιος πρόσφυγας είναι καταφανώς πρόσφορος για κατάχρηση, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την δικαιολόγηση απόδοσης της ιδιότητας του πρόσφυγα σε εκατομμύρια άτομα που υφίστανται πολλά είδη προσβλητικής συμπεριφοράς. Ο κίνδυνος, φυσικά, είναι ότι όσο πιό χαλαρός είναι ο ορισμός της προσφυγικής ιδιότητας, τόσο πιό δύσκολο γίνεται να διατηρηθεί η πολιτική νομιμότητα προγραμμάτων που δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε μία συγκεκριμένη τάξη μεταναστών. Και μπορεί να γίνει δυσκολότερο να δοθεί άσυλο σε εκείνους που πραγματικά το χρειάζονται και όταν το επιβάλλουν τα γεγονότα» (9, σελ. 210).

 Μία χαρακτηριστική περίπτωση μη-συνετής παροχής ασύλου είναι η παρακάτω: Στις 21/7/2005 στο Λονδίνο έγιναν δύο απόπειρες τρομοκρατικής επίθεσης οι οποίες απέτυχαν καθώς οι βόμβες δεν εξερράγησαν. Ο 27χρονος Muktar Said Ibrahim προσπάθησε να ενεργοποιήσει βόμβα που είχε στο σακίδιό του μέσα στο λεωφορείο 26 στην οδό Hackney στο ανατολικό Λονδίνο. Ο Yassin Hassan Omar προσπάθησε να ενεργοποιήσει την βόμβα του εντός του τραίνου της Victoria Line ανάμεσα στους σταθμούς Oxford Circus και Warren Street. Το αξιοσημείωτο με τις περιπτώσεις αυτών των δύο είναι ότι ο Ibrahim έφθασε σε ηλικία 14 ετών με την οικογένειά του στην Βρετανία το 1992 ως αιτών άσυλο από την Ερυθραία και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής κατ’ εξαίρεση ως εξαρτώμενο μέλος. Έναν χρόνο πριν την τρομοκρατική ενέργεια του είχε χορηγηθεί βρετανικό διαβατήριο παρ’ όλο που είχε καταδικαστεί για ένοπλη ληστεία. Ο Omar είναι Σομαλός υπήκοος και το 1992 σε ηλικία 11 ετών του χορηγήθηκε άδεια εισόδου κατ' εξαίρεση. Τον Μαϊο του 2000 του χορηγήθηκε άδεια παραμονής αορίστου χρόνου ενώ του χορηγούνταν και επίδομα στέγασης (10). Και οι δύο αυτές περιπτώσεις δείχνουν ότι άνθρωποι στους οποίους χορηγήθηκε άσυλο ώστε να γλιτώσουν από τις σπαρασσόμενες χώρες τους, έδειξαν αχαριστία απέναντι στην χώρα που τους χορήγησε το άσυλο στρεφόμενοι με βόμβες εναντίον της.


Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι οι μόνες. Σύμφωνα με στοιχεία του Βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών (Home Office) από τους 717 άνδρες και γυναίκες που έχουν συλληφθεί από το 2001 και μετά ως ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές ομάδες οι 182 (το 25%) είχαν κάνει αίτηση παροχής ασύλου (11). Έρευνα των Ρόμπερτ Λάϊκεν και Στίβεν Μπρούκς του ερευνητικού κέντρου Νίξον της Ουάσιγκτον αναφορικά με το προφίλ των ισλαμιστών τρομοκρατών η οποία παρουσιάσθηκε από την Frankfurter Allgemeine Zeitung είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική (12). Οι ερευνητές έφτιαξαν μία βάση δεδομένων με τα στοιχεία για 373 ισλαμιστές οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί ή καταδικασθεί για τρομοκρατία ή είχαν σκοτωθεί κατά την διάρκεια τρομοκρατικών ενεργειών από το 1994 μέχρι το τέλος του 2004. Ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας των Λάϊκεν και Μπρουκς είναι ότι το 23% των τρομοκρατών εισήλθε ζητώντας άσυλο. Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι η μη-συνετή παροχή ασύλου οδηγεί όχι μόνο σε κατάχρηση αυτού του ευεργετήματος, αλλά μπορεί να έχει και σημαντικές επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια μία χώρας.


Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο εκδότης της Βρετανικής εφημερίδας “The Daily Telegraph” Charles Moore (13): «Το σύστημα παροχής ασύλου έχει μεταβληθεί σε μαζική μετανάστευση με άλλο όνομα, και μάλιστα σε μαζική μετανάστευση χωρίς έλεγχο ή επαρκή πληροφόρηση. Και αν έχεις ένα σύστημα το οποίο, ενώ δεν λειτουργεί, επιτρέπει την είσοδο σε 100.000 νέους εισερχόμενους τον χρόνο, τότε έχεις μία διοικητική κρίση, μία κρίση πολιτικής θέλησης και κοινής γνώμης. Έτσι, με μία αισχρή αντιστροφή, ένα σύστημα σχεδιασμένο να παρέχει ελευθερία και ασφάλεια σε όσους δεν την έχουν στην χώρα τους μετατρέπεται σε κύριο εργαλείο καταστροφής της ελευθερίας και της ασφάλειας στην δική μας χώρα. Η σύμβαση του ΟΗΕ του 1951 που διαχειρίζεται τα θέματα αυτά παρέχει το δικαίωμα του ασύλου στον καθένα που έχει έναν βάσιμο φόβο δίωξης στην χώρα του. Το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απαγορεύει τον επαναπατρισμό ανθρώπων σε χώρες στις οποίες μπορεί να υποστούν «απάνθρωπη ή μειωτική μεταχείριση». Όπως μεταφράζεται σήμερα, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να απελάσουμε την μεγάλη πλειονότητα εκείνων των οποίων τις αιτήσεις για άσυλο απορρίπτουμε. Για να μείνει κάποιος μακριά από την χώρα του και να παραμείνει εδώ το μόνο που χρειάζεται είναι να προέρχεται από μία δυσάρεστη χώρα. [Η Βρετανία] θα πρέπει να επιμείνει σε αλλαγές στην Σύμβαση [και] να αποσυρθεί από αυτήν μέχρι αυτές να πραγματοποιηθούν. Μία μόνη χώρα δεν μπορεί να εκτείνει «δικαιώματα» σε ολόκληρο τον κόσμο άνευ όρων. Προκειμένου η λέξη [άσυλο] να αποκτήσει ξανά νόημα, θα πρέπει να μπορούμε να αποφασίζουμε για τον εαυτό μας ποιός εισέρχεται και ποιός όχι, και με ποιούς όρους. Είναι καταπληκτικό ότι το πιό βασικό δικαίωμα μίας χώρας έχει (αντιδημοκρατικά) αφαιρεθεί».

 Παραπομπές

 1) Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες [Πρόσβαση στις 23/8/2008]

2) «Αισθάνονται κοντά μας, θέλουν να μείνουν», Ελευθεροτυπία 4/7/2002.

3) Χατζητσάκος Νάσος «Μετανάστης ένας στους δέκα απασχολούμενους», Τύπος της Κυριακής 31/10/2004.

4) «Χαμηλά στην ατζέντα το προσφυγικό πρόβλημα», Σκριπ 12/7/2008.

5) «Κέντρο φιλοξενίας παράνομων μεταναστών στη Λακωνία», Καθημερινή 9/8/2008.

6) Σωτήρχου Ιωάννα και Κυριακόπουλος Αλέξανδρος «Φάκελος Πρόσφυγες: Στοιβαγμένοι σε κολαστήρια», Ελευθεροτυπία 21/6/2008.

7) UNHCR Asylum levels and trends in industrialized countries, 2007, Έκθεση που δημοσιοποιήθηκε στις 18/3/2008 [Πρόσβαση στις 27/8/2008].

8) «Στο άσυλο και τα δικαιώματα των προσφύγων η Ελλάδα παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις», Ελεύθερη Ώρα της Κυριακής 15/6/2008.

9) Borjas George J. “Heaven’s Door: Immigration policy and the American economy”, Princeton University Press, Princeton, New Jersey 1999.

10) Gardham Duncan και Johnston Philip “Terror suspect is a convicted mugger”, The Daily Telegraph 27/7/2005.

11) Leppard D. and Walsh G. “Britain lowers terror alert”, The Sunday Times 21/8/2005.

12) «Ιερός πόλεμος με ευρωπαϊκό...διαβατήριο», Καθημερινή 24/7/2005.

13) Moore Charles “The reign of terror, or the rule of British law?”, The Daily Telegraph 16/1/2003.

14) Population Counter [Πρόσβαση στις 27/8/2008]

 

* Ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Το τέλος μίας ουτοπίας: η κατάρρευση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών στην Δυτική Ευρώπη» μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πελασγός.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply