Το σημαντικότερο ίσως αίτιο της ηθικής και οικονομικής κατάρρευσης στην Ελλάδα του σήμερα, είναι αυτό που ονομάζουμε πρωθυπουργικοκεντρισμός. Δηλαδή η δυνατότητα του ενός (του πρωθυπουργού) να παρεμβαίνει άμεσα και ανέλεγκτα σε όλες τις δημοκρατικές εξουσίες και θεσμούς. Νομοθετεί (μέσω της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην βουλή), διοικεί (μέσω της επιλογής των Γενικών Γραμματέων των υπουργείων), δικάζει (μέσω της κυβερνητικής κάλυψης επίορκων υπουργών Συντ. αρ. 86) και ποδηγετεί τον Πρ. της Δημοκρατίας (αφού, κατά τον κανονισμό της Βουλής, μόνο κόμματα μπορούν να προτείνουν υποψήφιο Πρ. Δημ.). Είναι δε προφανές ότι ο εκάστοτε Πρωθυπουργός έχει πάντα τον πρώτο λόγο (παρά την πλειοψηφία των 2/3) στην επιλογή του Πρ. Δημοκρατίας και ο Πρ. Δημ. μια αέναη σχέση «ευγνωμοσύνης» (=δουλικότητας) με τον Πρωθυπουργό.
Έτσι λοιπόν, και στην περίπτωση της κλήσης του Κ. Καραμανλή να εξεταστεί ως μάρτυρας στην επιτροπή για το Βατοπέδι, φάνηκε περίτρανα η αόρατη επίδραση του ενός (Πρωθυπουργού) σε διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης. Όχι ότι είναι κακό το γεγονός της κατάθεσης από μόνο του. Κακό όμως είναι το ότι ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του χρησιμοποίησαν την κλήση του Καραμανλή στην επιτροπή, ως «κρυφό χαρτί» για καθαρά προεκλογικούς σκοπούς: αφενός να μειώσουν τα ποσοστά της ΝΔ, που έντρομοι είδαν να ανεβαίνουν ύστερα από την κατά γενική ομολογία καλή εμφάνιση του Σαμαρά στην ΔΕΘ, και αφετέρου να δημιουργήσουν εντυπώσεις στους πολίτες. Μπορεί δηλαδή ο Καραμανλής να μην καλείται ως κατηγορούμενος, ωστόσο οι ιθύνοντες του ΠΑΣΟΚ ξέρουν ότι σε μια τόσο μεγάλη υπόθεση όπως το Βατοπέδι, στην συνείδηση του απλού κόσμου οι έννοιες «μάρτυρας» και «ύποπτος» είναι δυσδιάκριτες.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τον σχολιασμό του ατοπήματος του ΠΑΣΟΚ να καλέσει το Καραμανλή να καταθέσει, έστω και ως μάρτυρας, λέγοντας ότι τόσο καιρό δεν τον καλούσαν και περίμεναν ένα περίπου μήνα πριν τις εκλογές. Ή λέγοντας ότι δεν καλούν τον Κώστα Σημίτη τόσο για το Βατοπέδι, όσο και για τη SIEMENS, ή ακόμα ότι του βάζουν την παγίδα της ψευδορκίας (ΠΚ 224 παρ. 2). Θα ήταν όμως περιττό να ασχοληθούμε περισσότερο με αυτονόητα πράγματα, έστω και αν αυτή η κίνηση θα πυροδοτήσει σοβαρές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό. Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με το φαινόμενο του Πρωθυπουργικοκεντρισμού, το οποίο δυστυχώς αν και υπαρκτό, δεν είναι προφανές στην συνείδηση των πολιτών ως ρίζα της διαφθοράς και της όλης σύγχρονης κατάρρευσης στην Ελλάδα. Οι πολίτες τα ρίχνουν στην αόριστη έννοια της κομματοκρατίας, χάνοντας όμως την ουσία του προβλήματος.
Α) Δημοκρατία και πρωθυπουργικοκεντρισμός.
Απαραίτητο στοιχείο σε κάθε δημοκρατία είναι ο διαχωρισμός των τριών εξουσιών: της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής. Δεν πρέπει να είναι ο ίδιος αυτός που παίρνει μία απόφαση (νομοθέτης) με αυτόν που την εφαρμόζει (δημόσιο υπάλληλο) και με αυτόν που ελέγχει την τήρησή του (δικαστή). Αυτή δε η διάκριση αποτελεί τόσο σπουδαίο στοιχείο για την δημοκρατία, όσο ακριβώς και το έτερο στοιχείο της: πάσα εξουσία πηγάζει από τον λαό και υπάρχει υπέρ αυτού.
Στο Σύνταγμά μας είναι αποτυπωμένες και οι δύο ανωτέρω θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας. Και η πηγή των εξουσιών από τον Λαό (Συντ αρ. 1 παρ. 2 και 3) και η διάκριση των εξουσιών (Συντ. αρ. 26). Γιατί άλλωστε, ποιο θα ήταν το νόημα της Δημοκρατίας αν ο κάθε δημοκρατικά εκλεγμένος αρχηγός, αποκτούσε εξουσίες δικτάτορα («αποφασίζουμε και διατάζουμε»), και η Δημοκρατία του λαού εξαντλούνταν μόνο στην ελευθερία επιλογής μεταξύ μερικών δικτατόρων, έστω και με τετραετή θητεία;
Στο σημερινό μας πολίτευμα (και κατά το πρότυπο της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας) διακρίνουμε την Βουλή ως έναν από τους καθ’ ύλην αρμόδιους για την Νομοθετική εξουσία (Συντ. αρ. 73 παρ. 1), τον Πρ. της Δημοκρατίας ως έναν από τους καθ’ ύλην αρμόδιους για την Εκτελεστική εξουσία (Συντ. αρ. 42 παρ. 1, αρ. 46 βάσει του οποίου διορίζει τους δημόσιους υπαλλήλους) και τους Δικαστές ως καθ’ ύλην αρμόδιους για της Δικαστική εξουσία (Συντ. αρ. 26 παρ. 3, αρ. 87 παρ. 2).
Μέχρι εδώ καλά. Όμως, όπως φαίνεται από το Συντ. αρ. 26, η νομοθετική εξουσία ασκείται, εκτός από την Βουλή, και από την Κυβέρνηση. Όπως επίσης και η εκτελεστική εξουσία ασκείται, εκτός από τον Πρ. της Δημοκρατίας, και από την Κυβέρνηση. Αφού λοιπόν κατανοήσαμε το τι σημαίνει νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, πρέπει να αναρωτηθούμε για το τι σημαίνει νομικά, αλλά και πολιτειολογικά ο όρος Κυβέρνηση (αρχηγός της οποίας είναι ο Πρωθυπουργός).
Ποιος ο νομοθετικός ρόλος της Βουλής, αν ψηφίζονται μόνο οι νόμοι που προτείνει η Κυβέρνηση; Ποιος ο ρόλος του Πρ. της Δημοκρατίας ως φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, αν οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων διορίζονται από την Κυβέρνηση; Ποιος επίσης είναι και ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας όταν για σοβαρά οικονομικά εγκλήματα τα μέλη της Κυβέρνησης καλύπτονται από την κυβερνητική πλειοψηφία στην Βουλή (Συντ. αρ. 86);
Στην πράξη λοιπόν φαίνεται ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται καμία διάκριση των εξουσιών, και ο εκάστοτε πρωθυπουργός (Κυβέρνηση) έχει εξουσίες δικτάτορα: αποφασίζει μόνος του για τον κάθε νόμο (χάραξη γενικής πολιτικής της χώρας), δίνει εντολή στους βουλευτές του να τον ψηφίσουν, διορίζει μόνος του τους γενικούς γραμματείς που είναι οι κυρίως αρμόδιοι για να τους εφαρμόσουν και επιπλέον κάνει και τον δικαστή, καλύπτοντας με την κυβερνητική πλειοψηφία επίορκους βουλευτές και υπουργούς.
Είναι προφανές ότι αυτές οι «δικτατορικές» αρμοδιότητες του πρωθυπουργού («αποφασίζουμε και διατάζουμε») είναι η ρίζα των δεινών της Ελλάδας, της κατασκευής «φωτογραφικών» νόμων για «ημέτερους» (οικονομική ολιγαρχία), της έλλειψης δικαστικού ελέγχου για παραβάσεις κυβερνητικών στελεχών κτλ.
Απαντήσεις του ότι με τις εκλογές, ο λαός δεν αναδεικνύει μόνο το κυβερνόν κόμμα που θα νομοθετεί, αλλά και Κυβέρνηση, για να «διοικηθεί ο τόπος» και να μην υπάρχει ακυβερνησία (!!!), ίσα ίσα που οξύνουν, αντί να δικαιολογούν, το πρόβλημα της ανυπαρξίας διαχωρισμού της εκτελεστικής με την νομοθετική εξουσία. Δηλαδή ο τόπος μπορεί να διοικηθεί μόνο με δικτάτορα τετραετούς θητείας; Από την άλλη, απόψεις μερικών συνταγματολόγων ότι ο διαχωρισμός των εξουσιών υφίσταται, απλά, είναι χαλαρός (χαλαρή διάκριση των εξουσιών), δεν αποτελούν τίποτα άλλο από σοφιστείες που χρυσώνουν το χάπι.
Τελικά με τις εκάστοτε εκλογές, ο λαός ψηφίζοντας πρωθυπουργό, επιλέγει τον Νομοθέτη, αλλά και τον Αρχηγό της Εκτελεστικής εξουσίας (Πρ. Δημοκρατίας), αλλά και έναν ανώτατο Δικαστή. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί και η άμεση, χωρίς προσχήματα πρωθυπουργική παρέμβαση στην προαγωγή των δικαστικών και των στρατιωτικών (επιλογή «ημέτερων»), τότε δεν έχουμε να κάνουμε με έναν απλό δικτάτορα. Έχουμε πια ένα επίγειο «θεό», έναν «εθνάρχη», ή ακόμα πιο εύστοχα, έναν «φύλαρχο» Αφρικανικής φυλής, ο οποίος για 4 χρόνια μπορεί να κάνει «ό,τι του γουστάρει», τις περισσότερες φορές μάλιστα, χωρίς να έχει ενημερώσει προεκλογικά τους ψηφοφόρους του για το πρόγραμμά του για κρίσιμα εθνικά ζητήματα.
Και αν αυτός ο Πρωθυπουργός είναι εξαρτώμενος από διάφορους εξωθεσμικούς οικονομικούς παράγοντες (εσωτερικούς και εξωτερικούς), τότε γίνεται σαφές το πως όχι μόνο τα κοινωνικά δικαιώματα θα εξαφανιστούν, αλλά και η ίδια η εθνική κυριαρχία. Και όλα αυτά «νόμιμα» πάντοτε, με «συνταγματικές» διαδικασίες...
Β) Ο ρόλος του Πρ. της Δημοκρατίας.
Άμεσο κλειδί στο σύγχρονο πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος, όπως είπαμε, είναι σήμερα άμεσα εξαρτημένος από τον Πρωθυπουργό, αφού ο Πρωθυπουργός (κατά τον Κανονισμό της Βουλής) έχει τον πρώτο λόγο στην επιλογή του (πρόταση υποψηφίων μόνο από τα κόμματα της Βουλής).
Η εν τοις πράγμασι «δικτατορία» του πρωθυπουργού, θα αντιμετωπιστεί μόνο αν αποκατασταθεί ο Πρ. της Δημοκρατίας ως ο μόνος αρμόδιος φορέας της Εκτελεστικής εξουσίας, ώστε να υπάρξει η απόλυτη διάκριση της νομοθετικής εξουσίας από την εκτελεστική. Πρέπει δηλαδή η Κυβέρνηση (ο Πρωθυπουργός) να περιοριστεί μόνο στην επιλογή και ψήφιση νόμων, και η κρίσιμη διοικητική αρμοδιότητα της επιλογής των γενικών γραμματέων των υπουργείων (κατά το Συντ. αρ. 46), πρέπει να γίνεται μόνο από τον Πρ. της Δημοκρατίας.
Άλλος πρέπει να ψηφίζει και άλλος πρέπει να εφαρμόζει. Είναι δε πασίγνωστο το πόσο ευθύνονται οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων, είτε ως δράστες, είτε από αμέλεια, ανικανότητα και αδιαφορία, για πλήθος σκανδάλων κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος και αδικιών εις βάρος των πολιτών (ανοχή στην φοροδιαφυγή, ανοχή στα αυθαίρετα κτήρια κτλ), με την γνωστή πλέον πρωθυπουργική κάλυψη.
Καθώς μάλιστα η συντριπτική πλειοψηφία των επίορκων γενικών γραμματέων και δημοσίων υπαλλήλων έχουν πολιτική κάλυψη, δεν μπορεί ούτε η δικαιοσύνη να παρέμβει. Αντίθετα, μία θεσπιζόμενη λογοδοσία τους στον ίδιο τον Πρ. της Δημοκρατίας, ως στην ουσία, καθ’ ύλην προϊστάμενό τους, θα είναι πολύ πιο αποτελεσματική.
Το ότι ο Πρ. της Δημοκρατίας (και όχι η Κυβέρνηση) είναι ο πραγματικός αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας (Διοίκησης), προκύπτει και από άλλα άρθρα του Συντάγματος. Αυτός υπογράφει και δημοσιεύει τους νόμους (Συντ. αρ. 42 παρ. 1), αυτός εκπροσωπεί το Κράτος διεθνώς (Συντ. 36 παρ. 1), και αυτός είναι και ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων (Συντ. 45).
Γι’ αυτό και σωστά (μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986), όσον αφορά τους νόμους, ο Πρ. της Δημ. περιορίζεται μόνο στον έλεγχο νομιμότητάς τους και δεν επεκτείνεται στον έλεγχο σκοπιμότητας. Χαρακτηριστικά, ακόμα και στο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου (ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι), για τους νεκρούς ήρωες των Θερμοπυλών, φαίνεται καθαρά η πλήρης διάκριση της νομοθετικής εξουσίας (Γερουσία) από την εκτελεστική (θυσία του Βασιλιά της Σπάρτης, ο οποίος ως αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, εφάρμοσε χωρίς αντιρρήσεις τα «ρήματα»- νόμους των άλλων).
Επίσης, επειδή το ελληνικό Κράτος έχει τον χαρακτήρα του εθνικού Κράτους, ο Πρ. της Δημοκρατίας συμβολίζει και το ελληνικό Έθνος (ή καλύτερα τον εθνικό χαρακτήρα του Κράτους), αφού κατά το Συντ. αρ. 31: Πρ. της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί όποιος είναι Έλληνας πολίτης πριν από 5 τουλάχιστον έτη, έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή (απάντηση σε όσους αποσυνδέουν την έννοια της καταγωγής από την έννοια του Έθνους), έχει συμπληρώσει το 40 έτος της ηλικίας του και έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.
Με την αναβάθμιση του ρόλου του Πρ. της Δημοκρατίας ως μόνου και αδιαφιλονίκητου αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας (χωρίς βεβαίως καμία νομοθετική αρμοδιότητα, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις), όχι μόνο η διαφθορά, αλλά και τα πολιτικά δρώμενα στην Ελλάδα, θα γίνουν τελείως διαφορετικά.
α) Μία ισχυρή διοίκηση από έναν Πρ. Δημοκρατίας άμεσα εκλεγμένο από τον λαό (με πχ τετραετή θητεία), θα απαλλάξει τους Έλληνες πολίτες από τον γνωστό εκβιασμό που υφίστανται από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις: «αν δεν μας ψηφίσετε, αν δεν υπακούσετε κτλ θα οδηγήσουμε την χώρα σε ακυβερνησία». Είναι γνωστά τα ρητά «Καραμανλής ή χάος», όπως επίσης είναι γνωστή και η δράση των κουκουλοφόρων, να τρομάζουν τους πολίτες με τις καταστάσεις χάους που επιφέρουν (βλέπε τον θάνατο των υπαλλήλων της Μαρφίν), και όχι για να τρομάζουν την κάθε κυβέρνηση.
Αλήθεια, είδε κανείς κανέναν κουκουλοφόρο στην ΔΕΘ, παρά το ότι άλλες χρονιές στην ΔΕΘ γινόταν πανικός, ενώ τους τελευταίους μήνες έχουν θεσπιστεί πρωτοφανή αντιλαϊκά μέτρα, όπως μισθοί 560 ευρώ, μειώσεις συντάξεων κτλ, για χρέη που δημιούργησε το 1% των Ελλήνων στο υπόλοιπο 99%;
β) Είναι επίσης βασικό το ότι ένας ισχυρός Πρ. Δημοκρατίας, θα μπορέσει να καλύψει με δημοψηφίσματα, το σοβαρό κενό που δημιουργούν κρυφές ατζέντες πρωθυπουργών και νέα θέματα που ανακύπτουν μετεκλογικά.
Αφού διευκρινίσουμε πάλι ότι το σωστό είναι η κυβέρνηση να περιορίζεται αποκλειστικά στην νομοθετική της αρμοδιότητα, ψηφίζοντας νόμους για την χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας (όπως καθορίζει και το Συντ. αρ. 82 παρ. 1), πρέπει να τονίσουμε ότι οι νόμοι αυτοί πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά σε ζητήματα και προγράμματα που οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί γνωστοποίησαν προεκλογικά στον λαό. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να νομοθετούν για ζητήματα που δεν είχε υπόψη του ο λαός πριν τις εκλογές.
Για κάθε ζήτημα που παρουσιάζεται μετεκλογικά και για το οποίο ο λαός δεν ρωτήθηκε προεκλογικά, όπως επίσης και για την περίπτωση που «αλλάζουν» ξαφνικά τα πολιτικά δεδομένα (πχ «υπάρχουν λεφτά πριν τις εκλογές» και «δεν υπάρχει σάλιο» μετά τις εκλογές), πρέπει να θεσπιστεί άμεση δυνατότητα και υποχρέωση του Πρ. της Δημοκρατίας να προκηρύσσει δημοψηφίσματα, ώστε ο λαός να αποφασίζει άμεσα για κάθε νέο δεδομένο που παρουσιάζεται και το οποίο δεν είχε πριν τις εκλογές υπόψη του. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία έδειξε ότι το υπάρχον καθεστώς των προαιρετικών δημοψηφισμάτων (Συντ. αρ. 44 παρ. 2) είναι τελείως ανεπαρκές.
Γ) Κυβέρνηση και αντιπροσωπευτική Δημοκρατία
Τελικά στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, οι βουλευτές ποιον ρόλο παίζουν; Είναι νομοθέτες, ή απλοί αντιπρόσωποι των τοπικών κοινωνιών (αντιπροσωπευτικό σύστημα) που θα ψηφίσουν ή όχι τους νόμους που φτιάχνει η Κυβέρνηση; Είναι αντιπρόσωποι του Έθνους, ή των τοπικών κοινωνιών που τους ψήφισαν; Από την άλλη είναι γνωστό, ότι Κυβέρνηση (ως νομοθετικό σώμα) δεν σημαίνει μόνο τους βουλευτές, αλλά, κατά κύριο λόγο, ένα πλήθος από εξωκοινοβουλευτικούς συνεργάτες, Καθηγητές Πανεπιστημίου, Συμβούλους, επιχειρηματίες κτλ οι οποίοι, ως «γνώστες της αγοράς» φτιάχνουν τα νομοσχέδια.
Το Συντ. αρ. 51 υπενθυμίζει στους βουλευτές ότι εκλέγονται για να αντιπροσωπεύουν το Έθνος ολόκληρο, με τους νόμους που θα ψηφίζουν στην Βουλή και όχι για να αντιπροσωπεύουν την τοπική κοινωνία που τους ψήφισε. Ωστόσο, για να αντιπροσωπεύει κάποιος το έθνος πρέπει να λαμβάνει μέρος ενεργά στην ψήφιση των νόμων. Και για να παίρνει ενεργό μέρος στην ψήφιση των νόμων (με προτάσεις και αιτιολογημένες αντιπροτάσεις και όχι με ένα ξερό ναι ή όχι), πρέπει να έχει γνώσεις επιστημονικές, τεχνοκρατικές κτλ, όπως επίσης και μία απαραίτητη επαγγελματική εμπειρία. Γιατί αν είναι επαγγελματικά άπειρος, και επιστημονικά άσχετος, τότε δεν αντιπροσωπεύει το Έθνος, όπως θεσπίζει το Σύνταγμα, αλλά μόνο την τοπική κοινωνία που τον ανέδειξε και τα «ρουσφέτια» που αυτή ζητάει από τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Ο ανωτέρω προβληματισμός για το ποιον τελικά αντιπροσωπεύουν οι βουλευτές παίρνει μια πιο σοβαρή τροπή, από τον βαθύ νομοθετικό μηχανισμό της Κυβέρνησης, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και εξωκοινοβουλευτικοί τεχνοκράτες, σύμβουλοι, επιχειρηματίες κτλ. Έτσι γιγαντώνεται το φαινόμενο των πελατειακών σχέσεων και της διαπλοκής ανάμεσα στην Κυβέρνηση και τους εκάστοτε τεχνοκράτες και συμβούλους επιχειρηματίες που την στελεχώνουν: από την έλλειψη κατάρτισης των βουλευτών, οι οποίοι, ή θα ψηφίζουν τυφλά ότι τους παρουσιάζουν, ή θα το καταψηφίζουν με ένα «πομπώδες», αλλά «ξερό» όχι, χωρίς κάποια αιτιολογημένη αντιπρόταση.
Είναι πασιφανές, ότι η Βουλή δεν πρέπει να στελεχώνεται από «άσχετους» και άπειρους βουλευτές. Γιατί αυτοί οι άσχετοι βουλευτές είναι αυτοί που θα αναγκάσουν τον αρχηγό τους (και Πρωθυπουργό) να αναζητήσει «γνώσεις» και λύσεις σε εξωκοινοβουλευτικούς τεχνοκράτες, οι οποίοι όμως θα ζητούν ανταλλάγματα. Τελικά οι άσχετοι επιστημονικά και επαγγελματικά βουλευτές είναι μία ακόμα από τις βαθύτερες ρίζες των διαπλεκομένων συμφερόντων που οργιάζουν σήμερα στην Ελλάδα και έχουν δημιουργήσει την γνωστή σε όλους μας Οικονομική Ολιγαρχία. Ο δε συνδυασμός της Οικονομικής Ολιγαρχίας με τον «δικτάτορα» και ανέλεγκτο Πρωθυπουργό που προαναφέραμε είναι αυτός που οδήγησε την Ελλάδα στην χρεοκοπία και όχι γενικά και αόριστα η κομματοκρατία.
Ως εκ τούτου, είναι θεμελιώδες, εκτός της πλήρους διάκρισης της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία, η Βουλή να πάψει να αποτελεί τον τόπο συνεδρίασης αντιπροσώπων των τοπικών κοινωνιών, οι οποίοι, όντας άσχετοι με βασικές επιστημονικές γνώσεις και επαγγελματικές εμπειρίες, εκμεταλλεύτηκαν τις δημόσιες σχέσεις τους με τοπικούς παράγοντες για να μπουν στην Βουλή. Και όταν τελικά μπουν, γίνονται έρμαια των ορέξεων του κάθε τεχνοκράτη εξωκοινοβουλευτικού παράγοντα για τον απλούστατο λόγο του ότι δεν έχουν να αντιπροτείνουν (ως άσχετοι) τίποτα.
Επίλογος.
Παρά το ότι ο σημερινός Πρ. της Δημοκρατίας έχει απωλέσει από την Κυβέρνηση το σύνολο σχεδόν των διοικητικών του αρμοδιοτήτων (έχει χάσει τον έλεγχο της κρατικής μηχανής και των υπαλλήλων της) και έχει μπει στο «ντουλάπι» (ούτε διάγγελμα στον ελληνικό λαό δεν μπορεί να απευθύνει χωρίς άδεια από τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης Συντ. αρ. 44 παρ. 3), διατηρεί έναν πολύ σημαντικό τίτλο, τον οποίο του απονέμει το Συντ. αρ. 30 παρ. 1: είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος.
Αυτό σημαίνει ότι: είναι εγγυητής της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας του εθνικού εδάφους, φύλακας του Συντάγματος, εγγυητής της συνέχειας της κρατικής μηχανής, σύμβολο ενότητας όλων των Ελλήνων, ανεξάρτητα από επάγγελμα και οικονομική κατάσταση και διαιτητής της κανονικής λειτουργίας των δημόσιων εξουσιών («Συνταγματικό Δίκαιο Κ. Μαυριά εκδ. Σάκκουλα 2002, σελ. 441).
Με βάση λοιπόν το Σύνταγμα, ο Πρ. Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος (ως φύλακας του Συντάγματος) να πάρει θέση σε ορισμένες αντισυνταγματικές διατάξεις του μνημονίου, που προσβάλλουν το δημοκρατικό αίσθημα του λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάργηση κατώτατου νομίμου ορίου αποδοχών δια Π.Δ, που θίγει το δικαίωμα στην εργασία (πχ. 560 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα).
Οι ιθύνοντες της Κυβέρνησης, βασίστηκαν στο ότι το δικαίωμα στην εργασία, κατά το Συντ. αρ. 22 παρ. 1 είναι κοινωνικό. Δηλαδή, μπορεί να περιστέλλεται με νόμο, κατά το δοκούν κάθε κυβέρνησης, καθότι με βάση το Συντ. αρ. 22 παρ. 1, η κυβέρνηση πέρα από μία γενική και αόριστη μέριμνα για δημιουργία συνθηκών απασχόλησης, δεν αναλαμβάνει καμία άμεση υποχρέωση για την κατοχύρωσή του (δεν γεννάται αγώγιμη αξίωση από κοινωνικά δικαιώματα). Ο δε χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ δεν κατοχυρώνει την αρχή του κοινωνικού κράτους, ενώ στο ελληνικό Σύνταγμα και νομολογία επικρατεί η θεωρία του σχετικού κοινωνικού κεκτημένου (που επιτρέπει περιορισμούς στην αμοιβή του εργαζομένου) και όχι αυτή του απόλυτου.
Ξεχνάνε όμως ότι, μπορεί να μην υφίσταται απόλυτο κοινωνικό κεκτημένο αλλά σχετικό (= δυνατότητα αιτιολογημένων μειώσεων αποδοχών), όμως εξακολουθεί να υπάρχει το σχετικό κοινωνικό κεκτημένο: δηλαδή το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία, μπορεί να περιοριστεί (όσον αφορά την αμοιβή), δεν μπορεί όμως να εξαφανιστεί. Είναι δε προφανές, ότι με την ακρίβεια που υπάρχει στην Ελλάδα (προϊόντα, ενοίκια κατοικιών κτλ) και τον πληθωρισμό, οι μισθοί των 560-600 ευρώ, ΕΞΑΛΕΙΦΟΥΝ το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία και δεν το περιορίζουν απλά. Επομένως μιλάμε για αντισυνταγματικότητα.
Είναι στο χέρι του Πρ. της Δημοκρατίας ως φύλακα του Συντάγματος και ρυθμιστή του πολιτεύματος, να ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ ως αντίδραση στην καταπάτηση του Συντάγματος, αλλά και για να προκηρυχθούν εκλογές, όπου θα φανεί η πραγματική βούληση του ελληνικού λαού, ο οποίος ανέδειξε το ΠΑΣΟΚ εξαπατημένος με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» (άρα δεν υπάρχει κίνδυνος χρεοκοπίας).
Όσο για τον δημοψηφισματικό χαρακτήρα που θα έχουν (και πρέπει να έχουν) οι εκλογές του Νοεμβρίου του 2010, ίσως τελικά το αποτέλεσμά τους αλλοιωθεί από το άρθρο 14 του ν. 3838/2010 (νέος κώδικας ιθαγένειας), με βάση τον οποίο θα ψηφίσουν και αλλοδαποί με 5ετή διαμονή στην Ελλάδα.
κανένα σχόλιο