Ο λαός πρέπει να κληθεί να αποφασίσει για το μέλλον του. Το δημοψήφισμα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός της χώρας, αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία που δίνεται στους Έλληνες για να πάρουν τις τύχες στα χέρια τους. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, οι κυβερνήσεις, στο όνομα μιας τεχνητής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, έλαβαν μείζονες αποφάσεις, οι οποίες προκαθόρισαν εν τέλει, τις εξελίξεις του σήμερα, χωρίς να ρωτήσουν ποτέ τον ελληνικό λαό. Στις εκλογές, ουδέποτε έγινε σοβαρή συζήτηση για τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές της χώρας, αλλά αντιπαρετίθεντο πάντοτε οι κομματικοί στρατοί και οι πελατειακοί μηχανισμοί. Η κομματική φαμφάρα επικάλυπτε τις βαρύτατες συνέπειες από την εκχώρηση της δημοσιονομικής κυριαρχίας με τη συνθήκη του Μάαστριχτ και της νομισματικής κυριαρχίας με την ένταξη της χώρας στο ευρώ. Ελάχιστοι επέσεισαν τον κίνδυνο από την αδυναμία της χώρας να προσαρμοστεί έγκαιρα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της οικονομικής και της νομισματικής ένωσης. Πολλοί όμως, αποθεματοποίησαν χάρη στο "ισχυρό ευρώ" τις αρπαχτές τους στο χρηματιστήριο και τις μεγάλες εργολαβίες. Οι ίδιοι επωφελήθηκαν από την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, βγάζοντας, πρώτοι εκείνοι, τα χρήματα τους στο εξωτερικό.
Σήμερα το πολιτικό σύστημα, γαντζωμένο από αυτή τη χρεωκοπημένη στρατηγική επιλογή, προσπαθεί, με κάθε τίμημα να την υπηρετήσει, γιατί από αυτήν εξαρτάται και η δική του επιβίωση. Δέχεται ασμένως τη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο της γερμανικής ευρωπαϊκής ηγεμονίας και την καταδίκη μιας ολόκληρης γενιάς νέων ελλήνων στην εξαθλίωση και την απελπισία. Η Ελλάδα, όμως, δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει το τρένο της ανάπτυξης των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων μετά από 20 και 30 χρόνια. Δεν την είχε, ούτε πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, όταν η δημογραφική συρρίκνωση έθετε, ήδη από τη δεκαετία του ΄90, ένα πραγματικό υπαρξιακό ζήτημα για την επιβίωση του ελληνικού Έθνους.
Σήμερα, η παρουσία του Έθνους μας στον ιστορικό του χώρο εξαρτάται από την δέσμευση τεράστιων κοινωνικών δυνάμεων και πόρων στην κατεύθυνση μιας πραγματικά ανεξάρτητης εθνικής στρατηγικής. Εξαρτάται πρωτίστως, από την ενίσχυση της νέας γενιάς, που μετά την επικύρωση και της νέας δανειακής σύμβασης, θα ριχθεί στον καιάδα της ανεργίας ή του εκπατρισμού.
Η αντιπολίτευση, μέσα σε αυτές τις περιστάσεις, ξορκίζει το δημοψήφισμα, γιατί δεν θέλει να λάβει οιαδήποτε δέσμευση απέναντι στον -κατά τα άλλα- κυρίαρχο ελληνικό λαό. Για αυτήν, ο λαός είναι ώριμος για να αναδεικνύει τους πολιτικούς του ταγούς στους θώκους της εξουσίας, όχι όμως αρκετά ώριμος για να λαμβάνει αποφάσεις για συγκεκριμένα ζητήματα.
Και τώρα, που η καρέκλα της εξουσίας είναι πιο κοντά από ποτέ, η Νέα Δημοκρατία ζητά, ως συνήθως, μια νέα λευκή επιταγή, για να παζαρέψει με τη σειρά της, το βαθμό εκποίησης της χώρας. Διότι ούτε η Νέα Δημοκρατία αρνείται την πολιτική του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων, αλλά τις λεπτομέρειες των επιμέρους κυβερνητικών μέτρων. Φοβάμαι πως η επαναδιαπραγμάτευση, που έχει γίνει σημαία του πολιτικού προγράμματος της "νέας διακυβέρνησης", θα εξελιχθεί σύντομα, σε φύλλο συκής, με το οποίο, απογυμνωμένη από πραγματική εξουσία, θα περιφέρει στην κοινή γνώμη της χώρας τις ενδεχομένως, βελτιωμένες, εντολές των ξένων επιτηρητών.
Το αποτέλεσμα όμως θα είναι το ίδιο και χειρότερο. Μόλις ο λαός ξυπνήσει από τις φρούδες ελπίδες που καλλιεργεί κάθε φορά το γαϊτανάκι της εναλλαγής των κομμάτων εξουσίας θα αντιδράσει χειρότερα, απ’ όσο αντιδρά απέναντι στην σημερινή κυβέρνηση. Και τότε, το πολιτικό σύστημα θα αντιμετωπίσει την ανεξέλεγκτη οργή του λαού. Και τότε, θα είναι πολύ αργά για δημοψηφίσματα.
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αριστοτέλης Κατράνης είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. Έχει ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και την προωθούμενη απαγόρευση των μετρητών χρημάτων στις συναλλαγές.
κανένα σχόλιο