Βασική αρχή του νομικού μας πολιτισμού αποτελεί η απαγόρευση και η απόλυτη ακυρότητα συμφωνιών, οι οποίες δεσμεύουν υπέρμετρα την ελευθερία του ανθρώπου και οδηγούν σε επαχθή αποτελέσματα για τον ίδιο και την περιουσία του. Παρεμφερής είναι η αρχή ότι «ουδείς μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα», να αναλάβει δηλαδή μια υποχρέωση, που εξ υπαρχής δεν μπορεί να εκπληρώσει.
Ενώ όμως, όλα τα παραπάνω είναι αυτονόητα όταν μιλάμε για τις έννομες σχέσεις των προσώπων, ξαφνικά χάνουν το περιεχόμενο τους μόλις εξετάσουμε τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας συνολικά, υπό το βάρος της λειτουργίας του σύγχρονου χρηματοοικονομικού συστήματος. Σύσσωμη η δημόσια και ιδιωτική οικονομία βρίσκεται χρεωμένη απέναντι σε όσους παράγουν, διακινούν και κατέχουν το χρήμα στην πραγματική ή τη λογιστική του μορφή.
Το παράδοξο όμως είναι ότι το χρέος, που παράγεται προκειμένου να δημιουργηθεί το χρήμα, υπό στενή ή ευρεία έννοια, δεν μπορεί να εξοφληθεί συνολικά χωρίς να εξαφανισθεί το ίδιο το χρήμα ως μέσο συναλλαγής. Έτσι, η αποπληρωμή του χρέους των οικονομιών είναι ανέφικτη, διότι απλούστατα συνεπάγεται την επιστροφή σε μία πρωτόγονη αχρήματη οικονομία αντιπραγματισμού. Συνδέοντας όμως αυτή τη διαπίστωση με τον αρχικό συλλογισμό, δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε αυτό το χρέος επαχθές και ανήθικο για την κοινωνία συνολικά, διότι απλούστατα εν τη γενέσει του είναι αδύνατο να αποπληρωθεί, παρά μόνο με την ανάληψη ενός νέου, ακόμη βαρύτερου, χρέους.
Αφελώς, αναφέρεται ότι το χρέος αυτό θα μπορούσε να εξαλειφθεί αν οι κεντρικές τράπεζες «τύπωναν νέο χρήμα». Πράγματι, το τύπωμα νέου χρήματος θα διευκόλυνε τις υπερχρεωμένες σήμερα δημόσιες και ιδιωτικές οικονομίες να αποπληρώσουν τις πιεστικές απαιτήσεις των πιστωτών. Δεν θα έλυνε όμως το πρόβλημα του χρέους το οποίο είναι δομικό και εγγενές χαρακτηριστικό του σύγχρονου χρηματοοικονομικού συστήματος.
Για να καταλάβουμε στην καθαρότερη μορφή του αυτό το δομικό χαρακτηριστικό, πρέπει να εξετάσουμε τη θέση του πρωτογενούς χρήματος, δηλαδή των τραπεζογραμματίων, στην πυραμίδα του χρέους. Για την ακρίβεια, η βάση του προβλήματος του χρέους βρίσκεται στη νομική και λογιστική αντιμετώπιση του χρήματος τη στιγμή που αυτό γεννάται, τη στιγμή που «τίθεται σε κυκλοφορία».
Μιλώντας ειδικά για το ευρώ, από τη στιγμή που τίθεται αυτό σε κυκλοφορία, εγγράφεται στο παθητικό του ισολογισμού της εκδότριας τράπεζας. Αντιμετωπίζεται, δηλαδή, ως χρηματοοικονομική υποχρέωση της τράπεζας, σύμφωνα με την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2010/21 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας «σχετικά με το νομικό πλαίσιο για τη λογιστική παρακολούθηση και την υποβολή χρηματοοικονομικών εκθέσεων στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών». Σύμφωνα με το άρθρο 6 της εν λόγω κατευθυντήριας γραμμής «η σύνθεση του ισολογισμού της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ για τους σκοπούς της υποβολής χρηματοοικονομικών εκθέσεων του Ευρωσυστήματος βασίζεται στη διάρθρωση του πίνακα του παραρτήματος IV». Σύμφωνα με το παράρτημα αυτό, καταχωρούνται υποχρεωτικά ως το 1ο στοιχείο του παθητικού στον ισολογισμό των Κεντρικών Τραπεζών τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία, τα οποία αποτιμώνται στην ονομαστική τους αξία. Σχετική, επίσης είναι η ΕΚΤ/2010/22 Απόφαση της Ε.Κ.Τ. «σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας».
Έτσι και το πρώτο ευρώ που εκτυπώνεται, αποτελεί τίτλο χρέους, μια υποχρέωση της τράπεζας που το εκδίδει. Σε τι συνίσταται, όμως, αυτή η υποχρέωση;
Παλαιότερα, όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού ή του αργύρου, η νομισματική μονάδα αντιστοιχούσε σε μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού ή αργύρου. Έτσι, η εκδότρια τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί σταθερή την ποσότητα του κυκλοφορούντος χαρτονομίσματος, ούτως ώστε να μη διαταράσσεται η περιεκτικότητα του σε πολύτιμο μέταλλο. Πέραν αυτού, ήταν υποχρεωμένη είτε προς όλους, είτε ειδικά για τις ανάγκες των διεθνών συναλλαγών, να αποδίδει μετά από αίτημα του κατόχου των τραπεζογραμματίων, την αντίστοιχη ποσότητα του μετάλλου. Υπό την ανωτέρω έννοια, υπήρχε μια πραγματική υποχρέωση, που μπορούσε να αποτιμηθεί στην αξία του μεταλλεύματος που απαιτείτο να αποκτηθεί, προκειμένου να εκδοθούν καλυμμένα σε χρυσό ή άργυρο τραπεζογραμμάτια.
Σήμερα όμως, που εγκαταλείφθηκε ο μεταλλικός κανόνας, το νόμισμα στερείται εσωτερικής αξίας, η οποία να είναι μετατρέψιμη σε κάποιο αντικείμενο του υλικού κόσμου. Η μόνη υποχρέωση της τράπεζας έγκειται στην αποδοχή των τραπεζογραμματίων κατ’ αίτηση του κατόχου τους με σκοπό είτε την ανταλλαγή τους με τραπεζογραμμάτια ευρώ της ίδιας αξίας είτε την πίστωση λογαριασμού του τηρουμένου στην κεντρική τράπεζα. Στην ευρωζώνη, η υποχρέωση αυτή θεσπίζεται με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 3 της ΕΚΤ/2010/29 απόφασης της Ε.Κ.Τ., σύμφωνα με τις οποίες:
«2. Οι ΕθνΚΤ αποδέχονται όλα τα τραπεζογραμμάτια ευρώ κατ’ αίτηση του κατόχου για ανταλλαγή τους με τραπεζογραμμάτια ευρώ της ίδιας αξίας ή —στην περίπτωση δικαιούχων λογαριασμών— για πίστωσή τους σε λογαριασμούς που τηρούνται στην παραλήπτρια ΕθνΚΤ. 3. Οι ΕθνΚΤ αντιμετωπίζουν ως υποχρεώσεις και επεξεργάζονται όλα τα τραπεζογραμμάτια ευρώ που αποδέχονται, με τον ίδιο τρόπο».
Στην περίπτωση της ανταλλαγής των τραπεζογραμματίων, η Κεντρική Τράπεζα τυπώνει και διαθέτει νέα τραπεζογραμμάτια και λαμβάνει στα ταμεία της τα παλαιά. Τα τραπεζογραμμάτια που επιστρέφονται στην Κεντρική Τράπεζα είτε μένουν στα ταμεία της, είτε καταστρέφονται. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις δεν λογίζονται ως γραμμάτια σε κυκλοφορία, με αποτέλεσμα να μην επέρχεται, μετά την ανταλλαγή, οιαδήποτε μεταβολή στην ποσότητα του κυκλοφορούντος νομίσματος. Αυτό προκύπτει, από το άρθρο 12 της ΕΚΤ/2010/20, με το οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία λογιστικού χειρισμού των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία.
Η μοναδική μεταβολή, που επέρχεται με την ανταλλαγή των τραπεζογραμματίων αφορά το κόστος εκτύπωσης των νεώτερων (και της τυχόν καταστροφής των αποσυρθέντων). Αυτή είναι η πραγματική επιβάρυνση της τράπεζας, που αποτελεί ταυτόχρονα και την πραγματική αποτίμηση της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης ανταλλαγής των παλαιών τραπεζογραμματίων με νεώτερα. Κατ’ επέκταση, η αποτίμηση της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης που απορρέει από την κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων, θα έπρεπε να ισούται με το κόστος εκτύπωσης τους, δηλαδή το κόστος που απαιτείται για την αντικατάσταση τους, εφόσον εμφανιστούν από τους κατόχους τους για ανταλλαγή.
Στον κόσμο, δυστυχώς της δημιουργικής λογιστικής, που διέπει τη λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος, δεν ισχύει τίποτε από τα ανωτέρω. Αντίθετα, η υποχρέωση της Κεντρικής Τράπεζας, που απορρέει από την θέση σε κυκλοφορία των εκδιδομένων τραπεζογραμματίων αποτιμάται στην ονομαστική τους αξία (βλ. παράρτημα 4 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2010/21), η οποία προφανώς είναι πολύ μεγαλύτερη από το κόστος εκτύπωσης και από τα λειτουργικά κόστη της Τράπεζας.
Πρόκειται στην ουσία για μια λογιστική αλχημεία πρώτου μεγέθους, η οποία δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής σε μια επιχείρηση της πραγματικής οικονομίας. Φανταστείτε, για παράδειγμα, μια επιχείρηση που παράγει λ.χ. στρώματα κρεβατιών και η οποία παρέχει 10ετή εγγύηση αντοχής και αντικατάστασης. Αν ακολουθούσε το λογιστικό κανόνα των κεντρικών τραπεζών θα μπορούσε, όλα αυτά τα έτη, να μην εμφανίζει ποτέ κέρδη από τις πωλήσεις, αφού για κάθε εγγραφή στο ενεργητικό των εσόδων από πώληση νέων στρωμάτων θα διενεργούσε μια ισοδύναμη εγγραφή στο παθητικό της, λόγω της πιθανής μελλοντικής αντικατάστασης τους. Θα αποτιμούσε δε την εγγύηση αυτή, όχι στο κόστος της αντικατάστασης, των συγκεκριμένων φθαρμένων προϊόντων αλλά στην αγοραστική αξία του συνόλου της παραγωγής.
Αυτό, δηλαδή, που θα ήταν αδιανόητο για μια άλλη εμπορική επιχείρηση, αποτελεί τον κανόνα για τις κεντρικές τράπεζες. Οι πρακτικές συνέπειες της αντιμετώπισης του νομίσματος ως χρηματοοικονομικής υποχρέωσης είναι τεράστιες:
1) Το χρήμα που τυπώνεται και εγγράφεται στο παθητικό ως υποχρέωση της κεντρικής τράπεζας, θα πρέπει να αντιλογίζεται με μια αντίστοιχη απαίτηση προς τον λήπτη του χρήματος. Το χρήμα τίθεται σε κυκλοφορία, μόνο κατόπιν ανάληψης αντίρροπης χρηματοοικονομικής υποχρέωσης του λήπτη του χρήματος και όχι με κάποια άλλη μορφή διάθεσης, λ.χ. στο κράτος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (Ε.Σ.Κ.Τ.), οιαδήποτε πιστοδοτική πράξη της κεντρικής τράπεζας, θα πρέπει να συνοδεύεται από επαρκείς εγγυήσεις. Επομένως είναι ανέφικτη η εκτύπωση χρήματος μηδενικού χρέους, αφού, στην περίπτωση αυτή η εκδοτική τράπεζα θα πρέπει να εγγράψει ζημία στον ισολογισμό της, το δε όργανο που θα την αποφάσιζε θα ήταν υπόλογο για το ποινικό αδίκημα της απιστίας, απέναντι στους μετόχους αυτής.
Κάθε λήπτης επομένως του χρήματος και κυρίως οι τράπεζες που αναχρηματοδοτούνται απευθείας από τις κεντρικές τράπεζες, είναι οφειλέτες προς αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι με τη σειρά τους θα πρέπει να αντιλογίσουν την οφειλή τους προς την Κεντρική Τράπεζα με μια αντίστοιχη απαίτηση τους προς κάποιον νέο δανειολήπτη. Με τον τρόπο αυτό, κτίζεται μια πυραμίδα χρέους, που δεν μπορεί να αποσβεστεί ποτέ αλλά θα πρέπει να εξυπηρετηθεί με νέο δανεισμό, μέσα σε ένα φαύλο κύκλο, που διαρκώς διευρύνεται και βαθαίνει εξαιτίας των επιτοκίων που κάθε φορά προστίθενται στο πιστούμενο κεφάλαιο.
Στην περίπτωση που λήπτης των χρημάτων είναι το κράτος, το οποίο τα θέτει σε πραγματική κυκλοφορία μέσω των δημοσίων δαπανών, η πρακτική συνέπεια του δανεισμού είναι η μετακύλυση του χρέους στην πραγματική οικονομία μέσω της φορολογίας.
2) Με την εγγραφή του κυκλοφορούντος νομίσματος στο παθητικό των λογαριασμών των εκδοτικών τραπεζών, εξασφαλίζεται δια παντός η μη φορολόγηση του εκδιδόμενου νέου νομίσματος από το κράτος. Έτσι, το κράτος, από τη μία δεν μπορεί να τυπώσει το δικό του νόμισμα και από την άλλη δεν μπορεί να λάβει μερίδιο του χρήματος που εκδίδει η κεντρική τράπεζα, μέσω της απευθείας φορολόγησης του. Θα έπρεπε, δηλαδή, το χρήμα που τυπώνεται εκ του μηδενός και με μοναδικό κόστος, τη δαπάνη εκτύπωσης του, να αντιμετωπίζεται ως νομισματικό εισόδημα, δηλαδή ως έσοδο της τράπεζας και να φορολογείται αναλόγως στη συνολική του αξία και όχι απλώς στην αξία της πιθανής τοκοφορίας του.
Για να γίνει κατανοητή η ανωτέρω πρόταση, ας υποθέσουμε ότι σε ένα κράτος που κυκλοφορούν μόνο χρυσά νομίσματα, υπάρχει ένα ιδιωτικό χρυσωρυχείο. Το κράτος, θα έχει το δικαίωμα να εκλάβει ως φορολογητέο εισόδημα το καθαρό κέρδος από την αξία του μεταλλεύματος και να εισπράξει απευθείας την ποσότητα που αντιστοιχεί στο φόρο εισοδήματος του εξορυκτικής εταιρείας. Θα μπορούσε εν συνεχεία, να χρησιμοποιήσει το μετάλλευμα αυτό για την απευθείας κοπή κρατικού νομίσματος, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιας ιδιωτικής Κεντρικής Τράπεζας.
Στην περίπτωση μας, όπου εγκαταλείφθηκε ο χρυσός κανόνας, η φυσική διαδικασία της εξόρυξης και της απόκτησης του μεταλλεύματος από την Τράπεζα αντικαταστάθηκε από την τεχνητή διαδικασία της εκτύπωσης χαρτονομίσματος εκ του μηδενός. Αν και οι διαδικασίες διαφέρουν, τόσο στη μία, όσο και στην άλλη περίπτωση παράγεται νομισματική αξία –και επομένως πλούτος- που δεν υπήρχε πριν την εξόρυξη του χρυσού ή πριν την εκτύπωση του χαρτονομίσματος. Και ενώ στη μία περίπτωση η φορολόγηση αυτού του πλούτου είναι αυτονόητη υποχρέωση μιας δικαιοκρατούμενης πολιτείας, στην άλλη περίπτωση αυτονόητη γίνεται η τραπεζική αυθαιρεσία και ασυδοσία.
Σε μία πολιτεία, όπου τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια θα εκδίδονταν από το κράτος, όλα τα παραπάνω δεν θα είχαν καμία σημασία. Στην περίπτωση μας, όμως, όπως και στην περίπτωση των περισσότερων κεντρικών τραπεζών του δυτικού κόσμου, ο έλεγχος της παραγωγής του χρήματος έχει περάσει στο ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μια ανώνυμη εταιρεία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απολαμβάνει πλήρους θεσμικής αυτονομίας έναντι των κυβερνήσεων και των συλλογικών οργάνων της Ε.Ε. (άρθρο 130 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης –Σ.Λ.Ε.Ε.). Τόσο αυτή, όσο και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες απαγορεύεται να δανείσουν απευθείας τα Κράτη ή άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα (άρθρο 123 Σ.Λ.Ε.Ε.). Έτσι, τα κράτη, τη στιγμή που στερούνται της δυνατότητας πρόσβασης σε φθηνό δανεισμό, την ίδια στιγμή παραιτούνται από το αναφαίρετο δικαίωμα τους να φορολογήσουν τον χρηματικό πλούτο που παράγει το τραπεζικό σύστημα από το μηδέν. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η φοροαπαλλαγή της κεντρικής τράπεζας έχει ρυθμιστεί νομοθετικά. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 73 του Καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος ορίζεται ρητά ότι «η Τράπεζα απαλλάσσεται παντός φόρου ή τέλους. Ιδία απαλλάσσεται της πληρωμής οιουδήποτε φόρου ή τέλους επί των εκδιδομένων τραπεζικών γραμματίων …».
Όλα όμως, όσα ανέφερα παραπάνω βρίσκονται, μόλις, στην κορυφή του παγόβουνου. Η μη φορολόγηση του ιδιωτικά παραγόμενου νομισματικού εισοδήματος αποτελεί ένα μικρό μόνο τμήμα του διαφυγόντος πλούτου που έχει παραχθεί από το τραπεζικό σύστημα. Διότι το κυκλοφορούν νόμισμα αποτελεί μόλις το 1/10 του χρήματος που κυκλοφορεί υπό πραγματική ή λογιστική μορφή. Και για τα υπόλοιπα 9/10 του χρηματικού πλούτου ισχύουν όσα ειπώθηκαν παραπάνω. Ουδέποτε οι τράπεζες φορολογήθηκαν για αυτό το πλασματικό κεφάλαιο που παρήγαγαν, παρά το γεγονός ότι το διέθεσαν σε δάνεια και εισέπραξαν από αυτό τεράστια ποσά από τόκους. Για αυτό όμως το ζήτημα θα αναφερθώ σε μελλοντική μου τοποθέτηση.
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αριστοτέλης Κατράνης είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. Έχει ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας και την προωθούμενη απαγόρευση των μετρητών χρημάτων στις συναλλαγές.
κανένα σχόλιο