Η κρίση χρέους στην Ελλάδα αλλά και η υπερχρέωση του δυτικού κόσμου συνδέεται με το νομισματικό σύστημα που επικρατεί. Όπως έχω τονίσει σε προγενέστερες τοποθετήσεις μου, η δημιουργία του χρήματος σε πραγματική ή λογιστική μορφή συνοδεύεται απαραίτητα από ισοδύναμους τίτλους χρέους, κατά τρόπον ώστε να μην είναι εφικτή από οικονομικής και νομικής απόψεως η εξάλειψη του χρέους αυτού. Όπως, μάλιστα αποδεικνύεται περίτρανα, φθάνει κάποτε η στιγμή που το εν λόγω χρέος γίνεται εργαλείο ποδηγέτησης των κυριάρχων κρατών και των δημοκρατικών κοινωνιών. Και η απειλή δεν αφορά μόνο την Ελλάδα που από πρώτο χέρι βιώνει την κοινωνική και οικονομική ισοπέδωση των μνημονίων αλλά και κάθε προηγμένη χώρα που εξαρτά την ανάπτυξη της από τον υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό.
Δεν είναι τυχαίο ότι την εποχή της μεγάλης ύφεσης που ακολούθησε το κραχ του 1929
διαπρεπείς οικονομολόγοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, με πρωτοστάτη τον διεθνούς εμβέλειας καθηγητή του Γέιλ Irving Fisher ζήτησαν να αφαιρεθεί από το τραπεζικό σύστημα η εξουσία να ελέγχει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος, που ήταν η γενεσιουργός αιτία των κερδοσκοπικών εξάρσεων και των καταστροφικών υφέσεων. Απαίτησαν
να περιέλθει στο κράτος ο έλεγχος της παραγωγής του χρήματος και να αντικατασταθεί κάθε τίτλος δημοσίου χρέους με νόμιμο κρατικό χρήμα. Απέδειξαν ότι η αντικατάσταση του χρέους με κρατικό νόμισμα θα απάλλασσε το Δημόσιο και τους φορολογούμενους από το υπέρογκο κόστος εξυπηρέτησης των τοκοχρεολυσίων, χωρίς την παραμικρή επίδραση στο επίπεδο τιμών ή την πίστη του νομίσματος.
Το ίδιο αίτημα προέβαλλαν, εκτός από τους οικονομολόγους και διαπρεπείς νομικοί, όπως ο δικαστής Patrick Carmack,σχέδιο νομισματικής μεταρρύθμισης, του οποίου φιλοξένησα σε
προηγούμενη καταχώρισή μου. Αφετηρία του αιτήματος αποκατάστασης της κρατικής νομισματικής κυριαρχίας υπήρξε
η αμφιλεγόμενη διάταξη του αμερικανικού Συντάγματος (άρθρο 1 κεφ. VIII, παρ. 5), σύμφωνα με την οποία
το Κογκρέσο έχει την εξουσία «να κόβει νόμισμα και να προσδιορίζει την αξία του, ως και την αξία των ξένων νομισμάτων, και να ορίζει τη μονάδα μέτρων και σταθμών». Η διάταξη αυτή ερμηνεύτηκε περιοριστικά ως αφορώσα τις κοπές μεταλλικών νομισμάτων και όχι την έκδοση χαρτονομίσματος, που είχε παραχωρηθεί το 1913 στην «ανεξάρτητη» Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα.
Στην Ελλάδα, ουδέποτε έγινε μια παρόμοια συζήτηση. Ήδη από την ίδρυση του, το κράτος αυτό παραιτήθηκε από κάθε έννοια νομισματικής κυριαρχίας. Με το πρωτόκολλο της Γενεύης του 1927 (ΦΕΚ Α΄ 298/7.12.1927) εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα της Ελλάδος», κατ’ απαίτηση των διεθνών πιστωτών που χορήγησαν στην πατρίδα μας δάνειο, απαραίτητο εκείνη την εποχή για την αποκατάσταση των προσφύγων και την σταθεροποίηση του νομίσματος. Έτσι, η αντίστοιχη με εκείνη του αμερικάνικού συντάγματος διάταξη του άρθρου 41 Συντάγματος του 1952, σύμφωνα με την οποία «ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να κόπτει νομίσματα κατά τον νόμον», ουδέποτε αντιπαραβλήθηκε με το εκδοτικό προνόμιο της Τράπεζας της Ελλάδος, που στηριζόταν στην δανειακή σύμβαση του 1927.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είχαν ανατραπεί μετά το 1975. Αρκεί να διαβάζαμε προσεκτικά το Σύνταγμα που έχουμε σήμερα. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 80 του Συντάγματος μας ορίζεται ότι ««Νόμος ορίζει σχετικά με την κοπή ή την έκδοση νομίσματος». Η διάταξη αυτή επαναλάμβανε εν μέρει την προαναφερθείσα διάταξη του συντάγματος του 1952 ως προς την κοπή του νομίσματος, επεξέτεινε όμως τη εξουσία του νομοθέτη στην έκδοση νομίσματος. Το κράτος, που μέχρι τότε είχε το δικαίωμα να κόβει μόνο μεταλλικό νόμισμα, απέκτησε και την εξουσία εκτύπωσης του χαρτονομίσματος, που αποτελούσε, όπως είπαμε, προνόμιο μιας ιδιωτικής ανώνυμης εταιρείας. Το ακριβές νόημα και τη σημασία της διάταξης αυτής αντιλήφθηκε ο βουλευτής της «Ενωμένης Αριστεράς» Ηλίας Ηλιού, ο οποίος, ατυχώς, με παρέμβαση του στη συζήτηση του άρθρου 80 στην Α’ Υποεπιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος ζήτησε να απαλειφθεί η προσθήκη της λέξης «έκδοση», προκειμένου να μην αμφισβητηθεί το εκδοτικό προνόμιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο εισηγητής της πλειοψηφίας (Ν.Δ.) Ι. Φικιώρης, με μια εν πολλοίς ασυνάρτητη τοποθέτηση δεν έδωσε σαφή απάντηση, πλην όμως προσπάθησε να μετριάσει τη σημασία της νέας αυτής ρύθμισης. Ακολουθεί η αποκαλυπτική συζήτηση στην κοινοβουλευτική υποεπιτροπή (αποσπάσματα από τα πρακτικά Α΄ Υποεπιτροπής σελ. 197-198 & 202, η υπογράμμιση δική μου):
-Η. ΗΛΙΟΥ: […] Άρθρον 80. Το άρθρο 80 στην παρ. 2 εισάγει ένα νεωτερισμό, ο οποίος μπορεί να έχει επιπτώσεις τις οποίες δεν μπορώ να καταλάβω και θα ήθελα να διαφωτισθώ από τους κυρίους εισηγητάς, είτε από οποιουσδήποτε αρμοδίους. Στην παρ. 2 λέει «Νόμος, ορίζει τα της κοπής ή εκδόσεως νομίσματος». Κατά την εν χρήσει τρέχουσαν ορολογίαν, όπως τουλάχιστον την ξέρω, κοπή λέγεται προκειμένου περί μεταλλικού νομίσματος, έκδοσις δε προκειμένου περί χαρτονομίσματος. Σε εμάς το εκδοτικόν προνόμιον δεν το ασκεί το Κράτος αυτό τούτο, αλλά δια της εκδοτικής Τραπέζης, δια της Τραπέζης της Ελλάδος εχούσης το εκδοτικό προνόμιο. Τι σημαίνει ότι ο νόμος ορίζει τα της κοπής ή εκδόσεως; Δηλαδή στο χαρτονόμισμα τι προβλέπει, ότι θα χρειάζεται νόμος κάθε φορά που θα εκδώσει η Τράπεζα της Ελλάδος νόμισμα; Μα κάθε τόσο εκδίδει. Είναι ένα πολύπλοκο, αλλά ελεγχόμενο οπωσδήποτε σύστημα, το οποίον προβλέπει πως γίνεται η έκδοσης του χαρτονομίσματος. Χρειάζεται κάθε φορά ειδικός νόμος; Είναι κάτι που δεν το αντελήφθην και επειδή είναι καινοτομία θα παρακαλούσα να έχω κάποια διευκρίνιση τουλάχιστον αν μπορεί να μου δώσει ο κ. εισηγητής της πλειοψηφίας. […]
-Ι. ΦΙΚΙΩΡΗΣ: Ο αξιότιμος κ. Ηλιού διετύπωσε την απορίαν του όσον αφορά τι αποσκοπεί η διάταξις της παρ. 2 του άρθρου 80, η οποία πράγματι προσέθεσε και της «εκδόσεως νομίσματος». Είναι πράγματι γεγονός ότι μέχρι σήμερον τουλάχιστον είχαμε μόνον την κοπήν των κερμάτων, προσθέτω μάλιστα ότι, όπως εκείνος βέβαια γνωρίζει πολύ καλλίτερα από εμένα, και τα έσοδα εκ της κοπής νομισμάτων ήσαν έσοδα του Κράτους, ενώ τα έσοδα εκ της εκδόσεως χαρτονομίσματος είναι έσοδα της Τραπέζης της Ελλάδος. Νομίζω η έννοια της προσθήκης «η της εκδόσεως νομίσματος» είναι πλέον ότι η νομοθετική εξουσία εν πάση περιπτώσει εις παν ό,τι αφορά εφεξής την έκδοσιν χαρτονομίσματος, διότι μέχρι σήμερα, όπως είναι γνωστόν η έκδοσις εγένετο δι’ αποφάσεων της Τραπέζης της Ελλάδος και της Νομισματικής Επιτροπής, της πρώτης δε εξ αυτών εχούσης και το προνόμιον της εκδόσεως, ηθέλησεν δια του τρόπου αυτού να περιέλθει εις την νομοθετικήν εξουσίαν η άσκησις εποπτείας όσον αφορά την έκδοσιν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μέχρι σήμερα βέβαια θα ήταν δυνατόν ποτέ η Τράπεζα της Ελλάδος να εκδώσει χαρτονόμισμα, εάν προηγουμένως δεν συνεννοείτο με την υπεύθυνον εκτελεστικής εξουσίαν. […]
-ΠΡΟΕΔΡΟΣ: […] Ερχόμεθα τώρα εις το άρθρον 80.
-Η. ΗΛΙΟΥ: Έχω ορισμένας επιφυλάξεις ως προς το «εκδόσεως». Τι θα πει «Νόμος ορίζει». Εδώ υπάρχουν διακανονισμοί, τι συνάλλαγμα υπάρχει εδώ, πόσον επιτρέπει η Διεθνής Τράπεζα κ.λ.π.
- ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή θέλετε να απαλειφθεί η λέξις «εκδόσεως».
- Η. ΗΛΙΟΥ: Μάλιστα, διότι διαφορετικά θα υποτεθεί, ότι το Κράτος καταργεί το εκδοτικό προνόμιο και αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την διαχείρησιν της εκδόσεως και από εκεί και πέρα κάθε φορά που θα πρέπει να εκδοθούν χάρτινα νομίσματα θα γίνεται και ένας νόμος.
-ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ερωτάται η Επιτροπή εάν δέχεται το άρθρον 80 ως έχει εν τω σχεδίω.
Η Επιτροπή απαντά καταφατικώς.
-ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γίνεται δεκτόν και το άρθρον 80 κατά πλειοψηφίαν ως έχει εν τω σχεδίω […].
Εν συνεχεία, το άρθρο 80 ψηφίστηκε και από την Ολομέλεια της Βουλής, αφήνοντας στο νομοθέτη ακέραιη την εξουσία να καθορίσει «τα της εκδόσεως» του νομίσματος. Το αν τελικώς οι επισημάνσεις του Ηλία Ηλιού ήταν ορθές δεν θα το μάθουμε ποτέ, διότι ουδέποτε η Βουλή τόλμησε να ερμηνεύσει την εν λόγω διάταξη κατά τρόπον που να εκτείνει τις εξουσίες, που διέθετε, πάνω στο εθνικό νόμισμα. Πέραν τούτου, το Κοινοβούλιο, με την αναθεώρηση του 2001, φρόντισε να προστεθεί ερμηνευτική δήλωση κάτω το άρθρο 80, σύμφωνα με την οποία «η παράγραφος 2 δεν κωλύει τη συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 28».
Είναι θλιβερό, πως ό,τι βιώνουμε σήμερα οφείλεται εν πολλοίς στην αβουλία και την απρονοησία της πολιτικής μας ηγεσίας πριν την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
Δυστυχώς, ελάχιστοι γνωρίζουν, πως το Δημόσιο Χρέος πριν μπούμε στο ευρώ ήταν σε ποσοστό 76% σε δραχμές [δελτίο δημοσίου χρέους - Δεκέμβριος 2000]. Το δραχμικό αυτό χρέος, ήταν αποτέλεσμα δανεισμού από τις ελληνικές, κυρίως, ιδιωτικές τράπεζες και την Τράπεζα της Ελλάδος για την κάλυψη δημοσίων δαπανών και πανωτοκιών. Δαπανών, που θα μπορούσαν να καλυφθούν χωρίς κόστος και τόκων πάνω σε τόκους που θα μπορούσαν, έτσι απλά, να αποφευχθούν, με την έκδοση νόμιμου κρατικού χρήματος, κατ’ εφαρμογή του 80§2 του Συντάγματος, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επίπτωση στον πληθωρισμό ή την συναλλαγματική ισοτιμία. Αντί, όμως να απαλλαγεί από το βραχνά του δραχμικού της χρέους, η χώρα μας προτίμησε, μέσα σε τρεις νύκτες (29, 30 και 31-12-2000), να το μετατρέψει προς όφελος της τραπεζικής κερδοσκοπίας σε ευρώ. Σε αυτές τις μοιραίες τρεις νύκτες, που σα μεθυσμένη πολιτεία πανηγυρίζαμε την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ, τέθηκαν οι βάσεις για το μακρύ σκοτάδι των επομένων τριών δεκαετιών...
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Το φαύλο καθεστώς της αποικιοκρατούμενης νεώτερης Ελλάδας - και όχι μόνο της μεταπολίτευσης - θα καταρρεύσει. Και τότε δεν θα πράξουμε το ίδιο λάθος με τους προπάτορές μας. Κυρίαρχο δημοκρατικό κράτος, δεν υπάρχει χωρίς κυρίαρχη οικονομία. Και κυρίαρχη, απελευθερωμένη από το τεχνητό χρέος, οικονομία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κυρίαρχο νόμισμα, νόμισμα εκδιδόμενο ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. Τρεις λέξεις ικανές να αλλάξουν το οικονομικό σύνταγμα της πατρίδας μας. Τρεις μονάχα λέξεις που αν προστεθούν στο ακρωτηριασμένο ερμηνευτικά 80§2 του Συντάγματος θα αποκαταστήσουν το αληθές νόημα που το άρθρο αυτό είχε εξ αρχής: «Νόμος ορίζει σχετικά με την κοπή ή την έκδοση νομίσματος από το κράτος».
Ας είναι αυτή, τουλάχιστον, η συνεισφορά μου στο δημόσιο διάλογο που έχει ανοίξει για ένα νέο δημοκρατικό Σύνταγμα…
κανένα σχόλιο