H σκηνή που ακολουθεί είναι πέρα έως πέρα ενδεικτική του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβάνονται οι Έλληνες πολιτικοί ταγοί τον ρόλο τους, θα μπορούσε δε να αφορά και άλλα πρόσωπα και κομματικούς σχηματισμούς. Καθώς εισέρχεται στην αίθουσα ο Ζήγκμαρ Γκάμπριελ, αρχηγός των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος τον χαιρετά εγκαρδίως και περνά αμέσως στο θέμα που τον ενδιέφερε περισσότερο από κάθε άλλο να καταγραφεί ενώπιον των δημοσιογράφων και των τηλεοπτικών και φωτογραφικών φακών. Αυτό το θέμα δεν ήταν ούτε το ευρωομόλογο, ούτε η δυνατότητα επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής, η πιθανότητα προσθήκης αναπτυξιακών μέτρων στις μνημονιακές πολιτικές, ή κάποια άλλη μεταρρυθμιστική ή ευρωπαϊκή ενοποιητική επιλογή.
Η ερώτηση ήταν: "Πώς είδατε τον κ. Τσίπρα;" Υποβάλλοντας φανερά μία αναμενόμενη απαξιωτική απάντηση από τον αρχηγό του αδελφού κόμματος για προεκλογικούς σκοπούς, δεν απαξίωνε απλά έναν πολιτικό αρχηγό ή σχηματισμό (κάτι που μικρή σημασία έχει αφ' εαυτού), αλλά έδωσε τη δυνατότητα στον πιθανώς μελλοντικό Καγκελάριο να διατυπώσει μία κάθετη θέση, απολύτως ευθυγραμμισμένη με την πολιτική του αντίπαλο Άγγελα Μέρκελ, απορρίπτοντας κάθε δυνατότητα ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης. Εν ολίγοις, έστω σε επίπεδο συμβολικό, ο Γερμανός πολιτικός κράτησε τη σταθερή γερμανική γραμμή, σε αντίθεση με τον Έλληνα αρχηγό, που παρά τις εξαγγελίες επαναδιαπραγμάτευσης, προτίμησε να υπονομεύσει ή έστω να περιορίσει τις δυνατότητες ελιγμών του, απλώς και μόνο για να πείσει το εκλογικό σώμα ότι δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες, οι Γερμανοί είναι "τόσο" σκληροί.
Μπορεί το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα να φρίττει για τον "Ολαντρέου" του Τσίπρα, στην πραγματικότητα ωστόσο είναι το ίδιο πολύ πιο αποτελεσματικό από κάθε άλλον στον πριονισμό του κλαδιού που το στηρίζει. Σε σατυρικές αφίσες, εμφανίζεται ως δικαιωμένος ο αυτοχαρακτηρισμός του Γ. Α. Παπανδρέου ως "αντιεξουσιαστή στην εξουσία", από τη στιγμή που μέσα σε δύο χρόνια γκρέμισε τον δικομματισμό και επέφερε τεκτονικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Η σατυρική υπερβολή φανερώνει μία κρυμμένη αλήθεια. Οι "δημοσιοϋπαλληλικές" εμμονές των πολιτικών αρχηγών, που αντιλαμβάνονται εαυτούς ως υπό προθεσμία διαχειριστές, αδιάφορους για τις όχι και τόσο μακροπρόθεσμες συνέπειες, αλλά μόνο για το πρόσημο που θα παραδώσουν (όχι στον ελληνικό λαό γενικά, πάντως) με τη λήξη του ρόλου τους, είναι εκείνες που θα τους καταστήσουν τελικά παρωχημένα πολιτικά οχήματα. Η υποτιθέμενη ριζοσπαστική ρητορεία της επαναδιαπραγμάτευσης από μηδενική βάση (που κάθε άλλο παρά ριζοσπαστική είναι, εν τέλει) είναι η καλύτερη πιθανότητα μεταρρύθμισης ενός κλυδωνιζόμενου συστήματος, πριν επέλθει η ανατροπή του. Χωρίς πιθανόν να το αντιλαμβάνονται οι πρωταγωνιστές, ο ένας εξυπηρετεί με ιερό ζήλο τα συμφέροντα του άλλου. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ εκφοβίζοντας και εναγκαλιζόμενοι την διαπλοκή των ΜΜΕ, προσθέτουν δυναμική στον ΣΥΡΙΖΑ. Από την δική του πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ με την εξαιρετικά μετριοπαθή για τους ακραίους καιρούς που ζούμε "πολιτική καταγγελία του Μνημονίου" δίνει σανίδα σωτηρίας στον αυταναιρούμενο αντιπροσωπευτισμό. Μεταρρυθμίζει με τις ηπιότερες δυνατές υποχωρήσεις το σύστημα που απέτυχε, πριν αυτό αναγκαστεί να δώσει κυριολεκτικά μάχες για την αποτροπή της κατάργησής του, με ακόμη μεγαλύτερες θυσίες και για το ίδιο.
Χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αξιολογότατοι άνθρωποι σε όλους τους προαναφερθέντες χώρους, η πνευματική ξηρασία στην οποία καταδίκασαν τον τόπο, τους εκδικείται με καθυστέρηση. Εγκλωβισμένα στο βρεφικό επίπεδο πολιτικής σκέψης της φοιτητικής/οπαδικής παράταξης, τα κόμματα μοιάζουν ανίκανα να συνθέσουν μία πολιτική πρόταση που θα εξασφαλίζει όχι την επιβίωση του έθνους και του λαού (πού καιρός για αλτρουισμούς) αλλά την μεσοπρόθεσμη ή έστω βραχυπρόθεσμη επιβίωση των ίδιων τους των χώρων. Χορεύουν αγκαλιασμένα προς τον δικό τους όλεθρο, απειλώντας να παρασύρουν τα πάντα στο πέρασμά τους.
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.
κανένα σχόλιο