Ενισχυμένος δυσανάλογος πατερναλισμός



Του Αλέξανδρου Ντάσκα

O εκλογικός νόμος, στα πλαίσια της γενικότερης αμφισβήτησης του ισχύοντος κοινοβουλευτικού συστήματος, έχει δεχθεί κριτική πολύπλευρη και σε πολλές περιπτώσεις δικαιολογημένη. Η κυβερνητική αυτοδυναμία αποδοκιμάστηκε από τον ελληνικό λαό ως δήθεν εθνική ανάγκη, και απαιτήθηκε η συνεργασία περισσότερων κομμάτων. Επομένως, το μπόνους των 50 εδρών νοθεύει το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς δεν αντανακλά στο Κοινοβούλιο τους κοινωνικούς συσχετισμούς και παραμένει πλήρως αδικαίωτο.

Ταυτοχρόνως, η εκλογική ρήτρα του 3% επίσης δεν υπηρετεί κάποιον σκοπό άξιο επιδιώξεως, καθώς ό,τι έχει προβληθεί ως τώρα ως ratio της εισαγωγής της, έχει αναιρεθεί στην πράξη. Η πρόθεση αποκλεισμού των «ακραίων», «μη σοβαρών» φωνών, ενόψει και των προηγούμενων εκλογικών αποτελεσμάτων, αποδείχθηκε ελπίδα μάταιη και αφελής ως προσέγγιση. Ο αποκλεισμός από τη Βουλή μάλλον συνέβαλε στη μυθοποίηση και γιγάντωση κάποιων χώρων, παρά στην εξουδετέρωσή τους. Η δε περιθωριοποίηση ενός ενδεχόμενου πολιτικού φορέα της μουσουλμανικής μειονότητας , που αριθμητικά δεν είναι δυνατό να υπερβεί το 1%, πέρα από τα ηθικά και δημοκρατικά προβλήματα που θέτει ως σκεπτικό, έχει αντιστραφεί: Υποψήφιοι ελεγχόμενοι από το προξενείο της Κομοτηνής και προβάλλοντες τον τουρκικό επεκτατισμό νομιμοποιούνται πολιτικά παραμένοντας κρυπτόμενοι, καθώς στεγάζονται στα μεγάλα πολιτικά κόμματα, ενώ το προξενείο δίδει κατευθύνσεις για την υπερψήφιση ή καταψήφιση ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Έτσι συνέβη, κόμμα που συγκέντρωσε το 2,6% των ψήφων πανελλαδικώς, να έχει ποσοστά άνω του 30 ή ακόμα και 65% σε μειονοτικές περιοχές.

Κοινό σημείο όλων αυτών των προνοιών του εκλογικού νόμου είναι μία διάθεση πατερναλιστικής χειραγώγησης του εκλογικού σώματος. Το εκλογικό αποτέλεσμα αντιμετωπίζεται σαν «πρόβλημα» που χρήζει διόρθωσης, αν όχι επίλυσης. Πρόβλημα για ποιόν άραγε; Υποτίθεται, για την σοφή και επιστημονικοφανή αντίληψη για την πραγματικότητα που έχουν οι επικρατούντες σχηματισμοί. (Πώς αυτοδιορίσθηκαν τιμητές του εκλογικού σώματος, παραμένει ερώτημα αναπάντητο.) Πίσω από την προβολή της ανάγκης κυβερνητικής σταθερότητας, πίσω από την προβολή της «γνώσης» ως κεντρικού μεγέθους στην πολιτική, κρύπτεται η αποσιώπηση της αληθούς κεντρικής έννοιας στα πολιτικά πράγματα: του συμφέροντος. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, είναι φανερό ότι το υφιστάμενο σύστημα υπηρετεί τα συμφέροντα του πρωθυπουργοκεντρισμού, που χρησιμοποιεί τους βουλευτές σαν πειθήνια όργανα, υπερβολικά φοβισμένα για να διαφοροποιηθούν με βάση την ατομική τους συνείδηση. Υποβαθμίζει επομένως το Κοινοβούλιο στο επίπεδο του παρακολουθήματος της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία κατ’ ουσίαν εισβάλλει στον χώρο επιρροής της νομοθετικής και αναιρεί στην πράξη τη διάκριση των εξουσιών σε βάρος της νομοθετικής εξουσίας. Ένα Κοινοβούλιο, αντίθετα, στο οποίο η συναίνεση των βουλευτών, τόσο λόγω της πληθώρας κυβερνητικών εταίρων όσο και λόγω της σχετικής ευκολίας ανάδειξης στο βουλευτικό αξίωμα με άλλους σχηματισμούς, δεν είναι a priori αυτονόητη, μεταθέτει το επίκεντρο της άσκησης της πολιτικής από το Υπουργικό Συμβούλιο στο Κοινοβούλιο, όπως αρμόζει σε ένα λειτουργούν δημοκρατικό πολίτευμα.

Κατά μία άποψη που προβάλλεται από συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους, η κεντρική θέση του κόμματος στο πολιτικό σύστημα είναι προβληματική, και θα έπρεπε να αντικατασταθεί από την προσωποκεντρική δόμηση των πολιτικών λειτουργιών. Η προσέγγιση αυτή, όμως, αγνοεί δύο παραμέτρους. Η πρώτη αφορά την συλλογική λειτουργία των θεσμών, ιδίως της Κυβέρνησης, που δεν είναι δυνατόν να εδράζεται επί διαπροσωπικών σχέσεων ή αυθαίρετων και πολιτικά ανέλεγκτων κρίσεων, αλλά μόνο επί προγραμματικής συμφωνίας και κοινής πολιτικής κατεύθυνσης, όπως αυτή προκύπτει από την κομματική λειτουργία. Επιπλέον, το πολιτικό κόμμα, διεκδικώντας την ψήφο, τίθεται στην κρίση του πολίτη σε κάθε του έκφανση. Όχι μόνο στην ιδεολογία που τύποις προβάλλει ή στα πρόσωπα που το στελεχώνουν, αλλά στα αληθινά χαρακτηριστικά του, όπως αυτά προκύπτουν από τη διαχείριση της εξουσίας (αν είναι κυβερνών) ή των εσωτερικών του υποθέσεων. Πράγματι, δεν υφίσταται καλύτερη δοκιμασία για την αληθινή και όχι την προσχηματική αντίληψη ενός κόμματος περί δικαιοσύνης, δημοκρατίας, οικονομικής διαφάνειας και χρηστής διοίκησης, σοβαρότητας και αξιοκρατίας από την εξέταση της εσωτερικής λειτουργίας του. Ο τρόπος που διοικεί το εσωτερικό του δεν μπορεί να είναι διαφορετικός στην ουσία του, από τον τρόπο που θα διοικήσει τη χώρα, π.χ. ένα κόμμα ανεύθυνο στα οικονομικά του και υπερχρεωμένο πιθανότατα θα έχει ανάλογη επίδοση και ως κυβέρνηση. Αυτό είναι ίσως και το πλέον ουσιώδες κριτήριο που πρέπει να έχει ο πολίτης, όταν κλείσει πίσω του το παραβάν του εκλογικού τμήματος.

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.

κανένα σχόλιο

Leave a Reply