Η ελληνική κοινωνία μαστίζεται από τής επαναστάσεως και εντεύθεν, από μία εξαιρετικά μεγάλη, ‘κληρονομούμενη’ παθογένεια: η κυβέρνησή της δεν προέρχεται από τούς ανθρώπους τής ίδιας τής Κοινωνίας και τής πρώτης της γραμμής.
Εξηγούμαι: στην επαναστατημένη Ελλάδα δεν ανέλαβαν την διακυβέρνηση οι πολέμαρχοι, που με την σειρά τους θα καλούσαν τούς κατάλληλους, για τα εκτός στρατιωτικού αντικειμένου, θέματα, όπως πχ οικονομικά, νομικά, ναυτιλία, διεθνείς σχέσεις κλπ, αλλά από ανθρώπους που δεν είχαν κανένα έρεισμα συμμετοχής στο Κοινωνικό Σώμα, στην τοπική κοινωνία. Με μοναδικά προσόντα τους την .... προστασία και την ροπή προς την ...κουτάλα, δηλαδή την πλήρωση τών αναγκών τής γαστέρας. Με ολέθρια αποτελέσματα για την κατάληξη τής επανάστασης.
Στην δε μετεπαναστατική και σύγχρονη Ελλάδα, η διακυβέρνηση βασίζεται και συνεχίζεται από τα ίδια πολιτικά τζάκια, εν είδει ‘χειροτονίας’, που με την μέθοδο τού εκμαυλισμού και διαχρονικού γενιτσαρισμού διαιωνίζουν την σταθερή παρουσία τους και όχι στούς αναδεικνυόμενους μέσα από το κοινωνικό σύνολο, διά τής εργασίας, επιτυχούς σταδιοδρομίας και κοινωνικής συμμετοχής τους. Συμμετοχής φυσικά σε επίπεδο σχέσεων κοινωνίας και όχι σε επίπεδο ατομικής περιχαράκωσης και αποκλεισμού.
Με άλλα λόγια, υπήρχε και υπάρχει τεράστια αντίφαση μεταξύ τών αντιλήψεων αναφοράς τού κοινωνικού συνόλου και τής εξουσίας. Μια διαφορά η οποία δεν γεφυρώνεται ούτε με προσπάθειες ηθικοπλαστικού τύπου, ούτε με οικονομικίστικες προτάσεις. Οι λεγόμενες παθογένειες τού πολιτικού συστήματος, που με την σειρά του κατηγορεί την κοινωνία για ... ‘αντικοινωνική’ συμπεριφορά (όπως πχ φοροαποφυγή) είναι απόρροια αυτής τής διαφοράς.
Και επειδή το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται την αντίφαση αυτή, ως κίνδυνο, μοναδικός τρόπος επιβίωσής του είναι η άμετρη και άκριτη προσκόλλησή στην προστασία τής νεωτερικότητας. Σε ένα σύστημα δηλαδή που απέχει εξαιρετικά πολύ από το Κοινόν τών Ελλήνων και τις Κοινότητες που ελειτούργησαν διαχρονικά.
Στο Ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα προηγείται η οντολογική νοηματοδότηση τών σχέσεων συνύπαρξης και συνακόλουθα ιεραρχούνται οι ανάγκες τού βίου. Δεν απαξιώνονται βεβαίως οι χρηστικοί θεσμοί εξασφάλισης (Οικονομία, δίκαιο, κρατικές και εξουσιαστικές δομές) αλλά σχετικοποιούνται και έπονται. Αλλοιώς, υπάρχει ‘επίγνωση τών ορίων ανάμεσα στούς υπαρκτικούς στόχους και στα χρηστικά μέσα’ όπως το θέτει ο Χρ. Γιανναράς στην «Απανθρωπία τού Δικαιώματος».
Ο κοινωνιοκεντρικός χαρακτήρας συγκρότησης τής εκκλησίας τού Δήμου (και τής -μετέπειτα, κοινότητος) αποτρέπει τον τεμαχισμό τού βίου και θεωρεί κάθε μέλος ως πολιτικό όν (Αριστοτέλης). Γι αυτό και δεν έχει νόημα στην ελληνική αντίληψη το κόμμα ή η διαχωριστική ταμπέλλα ‘εμείς οι πολιτικοί’ η οποία έντεχνα διαχωρίζει το κοινωνικό σύνολο σε εξουσιαστές και υπηκόους. Με σαφή ‘στεγανοποίηση’ τών διαχωριστικών γραμμών που δεν μπορεί να υπερβεί ο λαός. Και όποτε αποτόλμησε εκλήθη η ... ‘προστασία’. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην κατ΄εξοχήν δυτική χώρα, την Αμερική.
Η όλη εφαρμογή τού κατ’ ευφημισμόν ‘αντιπροσωπευτικού’ συστήματος κατά το Δυτικό παράδειγμα, έχει μοναδικό στόχο την σαλαμοποίηση τών πάντων, έτσι ώστε να παραμείνει μοναδικός συνεκτικός ιστός η διαπλοκή. Δηλαδή το πλέγμα πολιτικής ισχύος που αποτελείται από τους εκάστοτε πολιτικούς σε συνεργασία με τους εκάστοτε εξωκοινωνικώς δρώντες τού οικονομικού συστήματος, με απλή βιτρίνα τα αντίστοιχα κόμματα.
Μόλις, λοιπόν, το νεωτερικό σύστημα κινδύνευσε από την αμφισβήτηση τού, εν πολλοίς βλακώδους, πολέμου τού Βιετνάμ, από μεγάλα τμήματα τής αμερικανικής και δυτικής κοινωνίας, αμέσως εφευρέθηκε η έννοια τής ‘πολιτικής ορθότητος’ δηλαδή τής διάσπασης τής κοινωνίας σε αμοιβαία αποκλειόμενα τμήματα, με πρόσχημα την έννοια τού ατομικού δικαιώματος, στο όνομα ενός ανέμου φιλελευθερισμού δήθεν, που μάλλον ελευθεριότητα έφερνε (και όχι μόνο με την τών ηθών έννοια).
Αμέσως μετά επεβλήθη επίτηδες και στανικά η πολυπολιτισμικότητα (sic) ως ενδοκρατική διαφορά, αντί τών εθνοτήτων που δύσκολα ανιχνεύονταν στα λίγο πολύ ομογενοποιημένα κράτη – έθνη, ώστε διαλυομένου τού εθνικού προτάγματος κοινωνικής και κρατικής συγκρότησης, να εφαρμοσθεί, χωρίς αμφισβήτηση, η παγκοσμιοποίηση (δια τών αγορών). Δηλαδή η αφαίρεση από το Κράτος (ειδικά τών μή μητροπολιτικών κρατών) κάθε κανονιστικής δικαιοδοσίας και παρεμβατισμού στην εξασφάλιση και προστασία αυτών τών ίδιων κοινωνικών, ιδιωτικών, ατομικών δικαιωμάτων, που υποτίθεται ότι προστάτευε το νεωτερικό κράτος και για τα οποία είχε συγκροτηθεί για να υπηρετεί το συγκεκριμένο ‘αντιπροσωπευτικό’ ‘πολιτικό’ σύστημα.
Αφού όμως η λογική τής εγγύησης αυτής, οδηγούσε κατ’ ευθείαν στην υπό τού κράτους άσκηση δημοσιονομικής (καθορισμού δημοσίων δαπανών, φορολογίας και χρήσης της) και νομισματικής πολιτικής (ρύθμιση τής ροής χρήματος, τής σταθερότητος τής αγοραστικής αξίας, ισοτιμιών για το εμπορικό ισοζύγιο καθώς και για την ρύθμιση τής εργασίας), έπρεπε να αφαιρεθεί από αυτά αυτό το δικαίωμα παρέμβασης δια τής παγκοσμιοποιήσεως (sic)
Να χάσει δηλαδή το κράτος οποιοδήποτε λόγο και δυνατότητα παρεμβατισμού στον σχεδιασμό και ρύθμιση τής παραγωγής, στην προσφορά και εξασφάλιση εργασίας και αμοιβών, στην νομισματική σταθερότητα, στην διανομή τών αγαθών και στην αναδιανομή τού πλούτου. Στις βασικές δηλαδή προϋποθέσεις κοινοτικής συμβίωσης και συντεταγμένης λειτουργίας τής κοινωνίας. Με άλλα λόγια να χάσει εσωτερικά την οποιαδήποτε δυνατότητα διαμόρφωσης τής ποιότητος ζωής, τών κοινωνικών και ιδιωτικών σχέσεων τών πολιτών και εν τέλει την επίτευξη πολιτισμού και εξωτερικά να χάσει οποιοδήποτε κύρος Ισχύος.
Και επειδή στην ΕΕ ήταν ελαφρώς αδύνατη η ανά μέλος ‘παγκοσμιοποίησή’ του, εφευρέθηκε το ...Ευρώ. Ωστε αφ’ ενός να υποταχθούν τα κράτη μέλη στην προτεραιότητα τών αγορών ανεξάρτητα από το πολιτισμικό τους υπόβαθρο, χάνοντας το εκδοτικό τους προνόμιο και αφ’ ετέρου να αυτονομηθούν και καθιερωθούν οι ιδιωτικές τράπεζες και τα παρατραπεζομάγαζά τους ως μοναδικοί ‘παραγωγοί’ και ανενόχλητοι ρυθμιστές χρήματος δια τού δανεισμού, έναντι εκχώρησης κάθε ιδιωτικής ή κρατικής πλουτοπαραγωγικής πηγής.
Τα δε ενοχλητικά ‘μικροπροβλήματα’ τής προστασίας τής Υγείας, τής εξασφάλισης Εργασίας και τών Μισθών, να μετατραπούν, δια τής διάλυσης τού κοινωνικού ιστού, σε αλληλοφάγωμα εργαζομένων, ώστε να γίνουν αποδεκτές ρυθμίσεις προς τα κάτω.
Ακόμη χειρότερα ενισχύθηκε με πακτωλούς ευρωχρημάτων για λόγους ‘πολιτικής’ ορθότητος και ‘πολυπολιτισμικότητος (sic) η διάλυση εκ τών έσω τής Παιδείας και η ανάδειξη και επιβολή τής κατευθυνόμενης ‘εκπαίδευσης’, ώστε να θεωρείται πλέον ώς απαξία η οιαδήποτε μη τεχνοκρατική, μη οικονομικίστικη προσέγγιση και αναφορά σε Παιδεία, δηλαδή σε Πολιτισμό τού συγκεκριμένου κοινωνικού Σώματος.
Ιδιαίτερα χώρες όπως Ελλάδα, Βαλκάνια, Ρωσσία, όπου για αιώνες επικρατούσε η έννοια τής Εκκλησίας τού Δήμου, όπως ζυμώθηκε από την Χριστιανική Ορθοδοξία, θεωρήθηκαν πρόκληση αλλοίωσης τής φυσιογνωμίας τους, δηλαδή τής διαστροφικής πρόταξης τών ατομικών αναγκών (που είναι επακόλουθο), αντί τής οντολογικής νοηματοδότησης τού βίου, η οποία θα ιεραρχήση τις ‘ανάγκες’. Με αποτέλεσμα διά τού εκμαυλισμού, γενιτσαρισμού και χρηματισμού, τήν οργάνωση τών ‘ατόμων’ σε διαφοροποιημένες ομάδες διεκδίκησης ‘κοινών’ συμφερόντων και άσκησης στα όρια τού ‘επιτρεπτού’, φενάκης εξουσίας δια τού ‘αντιπροσωπευτικού’ συστήματος.
Ο παραλογισμός ύπαρξης και διατήρησης αυτού τού πολιτικού ‘αντιπροσωπευτικού’ συστήματος τού Διαφωτισμού, χωρίς τις αρμοδιότητες που το ίδιο το νεωτερικό υπόδειγμα επιτάσσει, για την προστασία και εξασφάλιση τών ατομικών δικαιωμάτων τών ατόμων, με ταυτόχρονη βάναυση καταπάτηση αυτών τών δικαιωμάτων, είναι ακριβώς η σχιζοειδής κατάσταση που υφίσταται η ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία.
Φυσικά είναι αδύνατον με αυτές τις συνθήκες να μπορεί, ιδιαίτερα η ελληνική, ‘πολιτική’ ηγεσία, που έχει αποδεχθεί ασμένως τις προϋποθέσεις αχρηστίας της, να αρθρώσει ρεαλιστικό λόγο έναντι τής προϊούσας διάλυσης τού Ευρωπαϊκού, δηλαδή νεωτερικού πολιτικού συστήματος. Και το μόνο που αρθρώνει είναι για την μείωση εκατοστιαίων μονάδων επιτοκίου και την παράταση χρόνου αποπληρωμής δανείων. Παράταση δηλαδή τής ατομικότητος, τής χρησιμοθηρίας και εν τέλει τής δικής της πολιτικής ζωής. Τού φέουδου τού τζακιού.
Είναι πολύ κρίμα για ένα λαό που το ίδιο το όνομά του σημαίνει ως φησίν το Φώς.
*Ο Γιώργιος Κακαρελίδης είναι Καθηγητής Εφαρμογών στην Επιχ. Ερευνα & Στατιστική τού ΤΕΙ Πατρών.
gkakarel@gmail.com
8 Ιουνίου 2012 στις 3:24 π.μ.
Δε θα αναφερθώ στις λοιπές παραδοχές ή συμπεράσματα του άρθρου παρά μόνο σε μια ιστορική αναφορά που για εμένα είναι παντελώς ανακριβής. Αναφέρει ο συγγραφέας στην αρχή του άρθρου: "Στην επαναστατημένη Ελλάδα δεν ανέλαβαν την διακυβέρνηση οι πολέμαρχοι, που με την σειρά τους θα καλούσαν τούς κατάλληλους, για τα εκτός στρατιωτικού αντικειμένου, θέματα". Πρώτον, πώς ξέρουμε ότι οι στρατιωτικοί θα καλούσαν τους κατάλληλους; Εξ ορισμού επειδή είναι στρατιωτικοί; Δεύτερον, ποιος μας διαβεβαιώνει ότι οι στρατιωτικοί, αμόρφωτοι άνθρωποι στην πλειοψηφία τους, είχαν τα εχέγγυα να κυβερνήσουν καλύτερα; Άλλο πράγμα το πεδίο της μάχης και άλλο η διοίκηση. Ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύθηκαν όταν συγκέντρωσαν στα χέρια τους πολιτική εξουσία μάλλον το αντίθετο δείχνει. Η ετσιθελική καθαίρεση του Μαυροκορδάτου από τη θέση του εκλεγμένου Προέδρου του Βουλευτικού και η απότομη αλλαγή συμμαχιών μεταξύ των παρατάξεων των οπλαρχηγών, των προεστών και των Πελοποννησίων ελάχιστα τιμούν έναν από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης, το Θ. Κολοκοτρώνη. Ο κορυφαίος στρατιωτικός μας την εποχή εκείνη, ο Γ. Καραϊσκάκης, αναλώνεται μέχρι το 1826 στην καταδίωξη Ελλήνων αδελφών του στο πλαίσιο ενός αιματοβαμμένου εμφυλίου, ενώ κατά τη διάρκεια της ένδοξης διετίας 1826-1827 ο γιος της καλόγριας φαίνεται να έχει τύψεις για τον πρότερο βίο του. Η δεύτερη φάση του εμφυλίου εξελίσσεται σε μια λυσσαλέα αλληλοεξόντωση των πολέμαρχων της Ρούμελης και της Πελοποννήσου. Τι μας κάνει λοιπόν να πιστεύουμε ότι αυτοί οι άνθρωπο θα κυβερνούσαν καλύτερα από τους προεστούς και τους Φαναριώτες; Οι στρατιωτικές επιτυχές ή αγάπη των στρατιωτών σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν εχέγγυο κυβερνητικής επιτυχίας και αξιοκρατικών επιλογών. Ούτε άλλωστε οι προεστοί και οι Φαναριώτες συγκέντρωσαν στα χέρια τους την εξούσια με τρόπο εντελώς αυθαίρετο και αντιδημοκρατικό. Αναδείχθηκαν μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες και θεσμούς κοινοτικής και ευρύτερης αυτοδιοικητικής οργάνωσης που είχαν καθιερωθεί και λειτουργούσαν με επιτυχία για αιώνες. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για δημοκρατία (υπό την αρχαιοελληνική ή τη σύγχρονη έννοια του όρου) ή για σύγχρονο αντιπροσωπευτικό σύστημα. Σε καμία περίπτωση. Ασφαλώς, δεν έλλειψαν οι αυθαιρεσίες, οι φατριαστικές τακτικές και τα λάθη από τη συμμαχία προεστών-Φαναριωτών-νησιωτών και Ρουμελιωτών οπλαρχηγών που εντέλει επικράτησε. Τίποτε, όμως, δε μας διαβεβαιώνει ότι μια καθαρά στρατιωτική διοίκηση θα ήταν πιο αποτελεσματική ή πιο δημοκρατική (και αφού θα ήταν στρατιωτική γιατί να μη ρέπει πιότερο προς δικτατορικές δομές;). Τουλάχιστον, οι Φαναριώτες είχαν μια μόρφωση, μια καλλιέργεια και μια διοικητική-διπλωματική εμπειρία, που ο Αγώνας είχε ανάγκη την περίοδο εκείνη. Το ότι δεν επήλθε η δέουσα ισορροπία μεταξύ αγνών Φιλικών αγωνιστών, νεοφερμένων Φαναριωτών, κατεστημένων προεστών και ιεραρχών, εμπόρων αστών και οπλαρχηγών με λαϊκό έρεισμα είναι κάτι που ως έθνος το πληρώσαμε την περίοδο εκείνη. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς αρκετούς από τους προεστούς και τους Φαναριώτες για λιγότερο πατριωτισμό σε σχέση με τους οπλαρχηγούς. Π.χ. μπορεί να μην έλλειψε η "καμαρίλα" από την πολιτική σταδιοδρομία από το Μαυροκορδάτου, αλλά ο άνθρωπος αυτός που διαπραγματεύθηκε το δάνειο με τους Άγγλους και πέρασε από τόσες σημαντικές θέσεις, έχοντας την ευκαιρία να διαχειρισθεί άφθονο χρήμα, πέθανε στην ψάθα. Δε νομίζω ότι συνέβη το ίδιο με το Μακρυγιάννη, ας πούμε, ο οποίος είναι γνωστό ότι κατά περιόδους ασκούσε τοκογλυφικές δραστηριότητες
12 Ιουνίου 2012 στις 10:02 μ.μ.
Αγαπητέ Γιάννη,
Δεν μπορώ να υποκαταστήσω τον συγγραφέα. Νομίζω όμως ότι η επισήμανση του άρθρου στο γεγονός ότι οι οπλαρχηγοί που συντέλεσαν τα μέγιστα στην ανεξαρτησία της χώρας δεν ανέλαβαν την εξουσία, αλλά παραγκωνίστηκαν ως επί το πλείστον από τα επίδοξα "πολιτικά τζάκια" της εποχής - που παρεμπιπτόντως ήταν και ευνοούμενα των μεγάλων δυνάμεων και στηρίζονταν από αυτές -, είναι μόνο ενδεικτική. Ασφαλώς και κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι οι οπλαρχηγοί θα διοικούσαν τη χώρα συνετότερα.
Θεωρώ ότι ο συγγραφέας θέλει να τονίσει με αυτή την ίσως κάπως ασαφή διατύπωση, ότι η πολιτική ελίτ που ανέλαβε τη διοίκηση της χώρας, ιδίως μετά τη σύντομη θητεία της Κυβέρνησης του Ι. Καποδίστρια, δεν προερχόταν κατά κανόνα από τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας και δεν ήταν επομένως σε θέση να αντιληφθεί επαρκώς τις ανάγκες της και να ασκήσει συνεπή εθνική, κοινωνικοοικονομική πολιτική. Εξάλλου η ηγεσία αυτή ήταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξαρτημένη από ξένους πολιτικοοικονομικούς παράγοντες και σε πολλες περιπτώσεις έπαιρνε έμμεσα ή άμεσα το χρίσμα της εξουσίας από αυτές. Αυτή η τάση δυστυχώς εξακολουθεί με ορισμένες εξαιρέσεις να κυριαρχεί έως σήμερα στα ελληνικά πράγματα και επαναλαμβάνεται, αλλάζοντας μορφές.
Ορμώμενος από αυτήν την τάση ο αρθρογράφος διατυπώνει και την επίμαχη φράση που σε προβληματίζει.
Θα μπορεσει άραγε ο ελληνικός λαός να ξεφύγει από την ανωτέρω περιγραφόμενη τάση;
Ελ. Δικαίος
12 Ιουνίου 2012 στις 10:22 μ.μ.
Kύριε Μαρούτσο συμφωνώ μαζί σας απόλυτα όσον αφορά την απαγόρευση ανάμειξης του στρατού στην πολιτική. Όποτε έγινε κάτι τέτοιο οδηγηθήκαμε σε εμφύλιο και εθνικές τραγωδίες τύπου Μικρασιατικής καταστροφής. Βλ. και το άρθρο μου στο Δικαιόπολις "ένα ψυχογράφημα των Τούρκων".
Όμως όταν οι πολιτικοί αφήνουν μία χώρα χωρίς εθνική άμυνα, με απαρχαιωμένα οπλικά συστήματα και άχρηστες μηχανές απέναντι σε έναν πάνοπλο και θρασύ αντίπαλο όπως η Τουρκία, τότε φοβάμαι ότι οι στρατιωτικοί αποκτούν και νομικό (κατάσταση ανάγκης) και ηθικό (400 χρόνια τουρκοκρατίας) έρεισμα για πιο αυστηρή κριτική στους πολιτικούς.
Αν πχ γίνει απόβαση σε κάποιο ελληνικό νησί (όπως ο Αττίλας στην Κύπρο) και ελληνόπουλα σφαγιαστούν λόγω στρατιωτικής ήττας από ελληνικά τεθωρακισμένα άρματα χωρίς βλήμματα, από ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη χωρίς ανταλλακτικά, και από ακινητοποιημένες ελληνικές φρεγάτες χωρίς βενζίνη, τότε καταλαβαίνετε ότι το ζήτημα παρέμβασης του στρατού στην πολιτική ...περιπλέκεται. Ιδιαίτερα μάλιστα αν κάποιος από τους σκοτωμένους φαντάρους είναι γιος, αδελφός ή πατέρας μας, για να μην μιλήσω για τους παρά φύσει βιασμούς των μανάδων, γυναικών και θυγατέρων μας στους οποίους ανέκαθεν "αρέσκονταν" οι γείτονές μας.
Μπορεί οι πολιτικοί που ευθύνονται για την χρεοκοπία της χώρας (όσοι βέβαια είναι) να γλίτωσαν την ποινική Δικαιοσύνη λόγω του άρθρου 86 του Συντάγματος, όμως με τον ημιδιαλυμμένο και συρρικνωμένο στρατό που άφησαν στην χώρα λόγω της δόλιας (ή μη) κακοδιαχείρισής τους, δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι "θηλιά" έχουν περάσει στον λαιμό τους, αν γίνει κάποια στραβή (κατά το κοινώς λεγόμενο) με τους γείτονες.
14 Ιουνίου 2012 στις 3:27 π.μ.
Αλέξανδρε και εγώ τόνισα την απαγόρευση ανάμειξης του στρατού στην πολιτική γιατί πάντα οδηγεί σε εμφύλιο. Έγραψα όμως ότι τα πράγματα περιπλέκονται μετά από εθνικές τραγωδίες.
Μετά από τόσα αναρίθμητα σκάνδαλα και τέτοια απαξίωση του πολιτικού συστήματος όπως σήμερα, μία εθνική τραγωδία θα οπλίσει το χέρι πολιτών που θα έχουν χάσει αδέλφια και μανάδες, και οι οποίοι θα κηνυγούν τους πολιτικούς με ανθρωποκτόνα πρόθεση, θα δημιουργηθεί χάος, αναρχία και εμφύλιος, οπότε αναγκαστικά θα επέμβει ο στρατός στην πολιτική για να αποτραπεί ο εμφύλιος. Μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα.
14 Ιουνίου 2012 στις 3:47 π.μ.
O στρατός, εκ της φύσης του, άπαξ και επέμβει, παίρνει μέρος σε μία σύγκρουση. Δεν αστυνομεύει, ούτε επιβλέπει, ούτε ειρηνεύει, αλλά πολεμά. Επομένως, συντάσσεται με μία πλευρά και παύει να είναι ο "στρατός όλων των Ελλήνων", αλλά ο στρατός της ελληνικής κυβέρνησης, δημοκρατικής ή παράνομης. Αν ο στρατός υπηρετεί μία δημοκρατική κυβέρνηση, ακολουθεί τις εντολές της, αυστηρά μέσα στα όρια και στα πλαίσια που θέτει το Σύνταγμα (και τέτοια όρια και πλαίσια τίθενται και στις καταστάσεις ανάγκης, πολιορκίας κ.ο.κ.). Αυτό όμως δεν συνιστά ανάμειξη του στρατού στην πολιτική, αλλά υποταγή του στρατού στην πολιτική, όπως ακριβώς αρμόζει σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Εάν αντίθετα ο στρατός δρα ως αυτόνομος πολιτικός παράγων (π.χ. 21η Απριλίου), τίθεται εκτός δημοκρατικού πλαισίου. Εάν το δημοκρατικό πολίτευμα υφίσταται ακόμα κατά τη στιγμή της αυτονόμησης του, η αυτονόμηση είναι προδοτική και πραξικοπηματική, και τιμωρητέα με την εσχάτη των ποινών. Καμιά κατάσταση ανάγκης και καμιά κοινωνική αναταραχή δεν δικαιολογεί την ανατροπή της δημοκρατίας.
Βεβαίως, έχεις δίκιο ότι σε ανώμαλες περιόδους τέτοιου είδους εκτροπές είναι πιθανές (όπως και άλλου είδους, π.χ. εκλογή ναζιστικών κομμάτων), αλλά πιστεύω ότι συμφωνούμε πως αυτές είναι αδικαιολόγητες, δεν είναι αναγκαστικές, αλλά εγκληματικές πράξεις, κατά των οποίων έχουμε δημοκρατικό και πατριωτικό καθήκον να αντιστεκόμαστε με κάθε μέσο.
14 Ιουνίου 2012 στις 10:42 μ.μ.
Πιστεύω ότι συμφωνούμε. Και εγώ αναφέρθηκα σε ζητήματα κατάστασης ανάγκης με βάση το Σύνταγμα.
15 Ιουνίου 2012 στις 2:08 π.μ.
Επί τη ευκαιρία και για γόνιμο προβληματισμό, προσθέτω δύο απλές ερωτήσεις:
1) εφόσον παραδεχτήκαμε ότι ο στρατός μπορεί να παρέμβει στην πολιτική ΜΟΝΟ σε κατάσταση ανάγκης, με τις εντολές των πολιτικών και με βάση το Σύνταγμα, τι θα γίνει στην περίπτωση που στην χώρα όντως υπάρξει κατάσταση ανάγκης (υποθετικά) και οι πολιτικοί δεν λένε να το καταλάβουν; Η ερώτηση είναι υποθετική αλλά χρειάζεται να απαντηθεί.
2) Επίσης, το Σύνταγμα παραβιάστηκε επανειλημμένως λόγω της κατάστασης ανάγκης που επέφερε ο κίνδυνος χρεοκοπίας (βλ. χαράτσι της ΔΕΗ, την αντισυνταγματική Κυβέρνηση Παπαδήμου, την διάλυση των συνταγματικών δικαιωμάτων στην εργασία και την ιδιοκτησία, την θέση της χώρας υπό κηδεμονία).
Σε τι διαφέρει η παραβίαση του Συντάγματος από τους πολιτικούς λόγω κατάστασης ανάγκης, από την τυχόν παραβίαση του Συντάγματος από τους στρατιωτικούς πάλι λόγω κατάστασης ανάγκης..;;
18 Ιουνίου 2012 στις 10:15 μ.μ.
1) Οι στρατιωτικοί υποχρεούνται να πειθαρχήσουν στην άποψη των πολιτικών τους προϊσταμένων. Οι εκτιμήσεις ανήκουν στην πολιτική ηγεσία. Επομένως εκείνη και η Δικαιοσύνη είναι η κατά τεκμήριο αρμόδια να κρίνει πότε υπάρχει κατάσταση ανάγκης. Ο στρατός, αντίθετα, στηρίζεται στην πειθαρχία και στην εκτέλεση εντολών, επομένως, από τη φύση του οφείλει να πειθαρχεί στις εντολές των πολιτικών προϊσταμένων του. Η σύγχυση των δύο ρόλων είναι στρεβλωτική όχι μόνο του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά και της φύσης των δύο θεσμών. Παρ' όλα αυτά, δεν κατανοώ το γιατί είναι ανάγκη να απαντηθούν τέτοιου είδους ερωτήματα σήμερα. Υπάρχει κάποιου είδους επικαιρότητα σε στρατιωτικά πραξικοπήματα;
2) Νίκο, εφόσον είσαι ένας καλός νομικός, κατανοείς άριστα τη διαφορά ανάμεσα στην αντισυνταγματικότητα ενός νόμου και την κατάλυση της συνταγματικής τάξης. Η δεύτερη είναι συμπεριφορά εγκληματική και προδοτική. Η πρώτη δεν γεννά προσωπική ευθύνη κατ' αρχήν, γιατί τα όρια της αντισυνταγματικότητας είναι ρευστά και σε κάθε περίπτωση δεν στοιχειοθετείται αδίκημα, εκτός ακραίων περιπτώσεων (παρέλκει το να εξετάσουμε αν συντρέχουν στα παραδείγματα που αναφέρεις τέτοιες ακραίες περιστάσεις, προσωπικά το θεωρώ πιθανό). Εξακολουθώ να μην κατανοώ το πώς η παραβίαση του Συντάγματος από μία πλευρά δικαιολογεί την κατάλυση (ούτε καν παραβίαση) του Συντάγματος από άλλη πλευρά. Τι κάνουμε δηλαδή εδώ, διαγωνισμό για το ποιός είναι χειρότερος εχθρός της Δημοκρατίας; Και οι δύο πλευρές οφείλουν να σέβονται το Σύνταγμα. Όποιος δεν το σέβεται, πρέπει να υποστεί τις συνέπειες που το Σύνταγμα ορίζει, με τον τρόπο και τη διαδικασία που το Σύνταγμα ορίζει. Προφάσεις εν αμαρτίαις δεν παρέχονται. Πού είναι το ζήτημα;
19 Ιουνίου 2012 στις 8:28 μ.μ.
Δεν τίθεται κανένα ζήτημα. Συμφωνούμε σε όλα και κυρίως στο γεγονός ότι οι πολιτικοί πρέπει να έχουν πάντοτε τον πρώτο λόγο. Αν θέλει κάποιος στρατιωτικός να παρέμβει στα πολιτικά για να προσφέρει, δεν τον εμποδίζει κανείς να κατέβει υποψήφιος σε εκλογές, είτε ως βουλευτής είτε ως αρχηγός κόμματος.
19 Ιουνίου 2012 στις 10:07 μ.μ.
H όλη συζήτηση έγινε για να τονιστούν δύο πράγματα:
α) το πόσο θεμελιώδες και αδιαπραγμάτευτο είναι το να διοικεί την χώρα κάποιος εκλεγμένος από τον λαό (δηλαδή πολιτικός)
και
β) ένας στρατιωτικός που ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΚΛΕΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΟ διοικεί την χώρα στο όνομα του Δημοσίου συμφέροντος για να την "σώσει", δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΗ, ο οποίος χωρίς να εκλεγεί από τον λαό, και αυτός διοικεί την χώρα για να την "σώσει".
Ας προσέξουν πολύ οι πολιτικοί μας στο ζήτημα των Κυβερνήσεων "τεχνοκρατών", πριν εξευτελίσουν τους εαυτούς τους και την Δημοκρατία μας.
19 Ιουνίου 2012 στις 10:37 μ.μ.
Προσυπογράφω ανεπιφύλακτα τη διαπίστωσή σου. Υπάρχει βέβαια μία ουσιώδης διαφορά, στο ότι ακόμα και η κυβέρνηση τεχνοκρατών έχει τη δεδηλωμένη υποστήριξη της δημοκρατικά εκλεγμένης Βουλής και επομένως δεν καταλύει τυποις και οριστικά το πολίτευμα. Από την άλλη όμως, πέρα από την τυπική δημοκρατική νομιμοποίηση της, είναι εξόφθαλμο και αποκρουστικό το έλλειμμα ουσιαστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης της διακυβέρνησης από δήθεν πεφωτισμένους, δήθεν παντογνώστες και αυτονοήτως, υποτίθεται, "εντίμους", "ουδετέρους" και "ανιδιοτελείς" τεχνοκράτες.
21 Ιουνίου 2012 στις 9:12 μ.μ.
Mιας και έγινε λόγος για κατάσταση ανάγκης και κατάλυση του Συντάγματος, θέλω πολύ συνοπτικά να σημειώσω το εξής: Στην περίπτωση της παρούσας κρίσης στην Ελλάδα ναι μεν η χώρα δεν έχει κηρυχτεί επίσημα σε κατάσταση ανάγκης, όπως ορίζει το Σύνταγμα, από την άλλη όμως κατά παράδοξο και αντιφατικό τρόπο η Κυβέρνηση επικαλείται την κατάσταση ανάγκης, για να νομιμοποιήσει και επιβάλλει τα γνωστά σκληρά μέτρα λιτότητας. Αυτήν την κατάσταση μάλιστα επικαλέστηκε και ενώπιον της Ολομ.ΣτΕ κατά την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης του ΔΣΑ κ.ά. κατά των σχετικών μέτρων του πρώτου Μνημονίου, χωρίς ωστόσο να την έχει επισήμως διακηρύξει!
Σε ό,τι αφορά την έννοια της κατάλυσης του Συντάγματος, θέλω πολύ συνοπτικά να συπμπηρώσω ότι αυτή συντελείται, όταν από πράξεις ή παραλήψεις προσώπων προσβάλλονται αυθαίρετα και σε ουσιώδη βαθμό θεμελιώδη στοιχεία του πυρήνα του πολιτεύματος, όπως π.χ. η λαϊκή και κρατική κυριαρχία, η λειτουργία της νομοθετικής, της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση της κατάλυσης του Συντάγματος δεν αρκεί απλώς η ψήφιση ή η εφαρμογή επιμέρους νόμων που αντίκεινται στο Σύνταγμα.
Το αν μία τέτοιου είδους προσβολή ώστε να καταλύεται το Σύνταγμα έχει συντελεστεί υπό τις παρούσες συνθήκες αποτελεί ζήτημα που επαφίεται στην κρίση του ελληνικού λαού, αλλά και της ιστορίας.
Με αφορμή και τα παραπάνω ζητήματα, θεωρώ ότι θα ήταν σκόπιμη η σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου και στην Ελλάδα για την καλύτερη διαφύλαξη και προστασία της συνταγματικής λειτουργίας του ελληνικού πολιτεύματος.
Ελ. Δικαίος