Οι Σαρακατσαναίοι στη διαχρονική τους πορεία … (2 σχετικά άρθρα)



σαρακατσανοι
Γράφει ο
Νίκος Ζυγογιάννης
Οι Σαρακατσαναίοι είναι ένα πανάρχαιο πρωτοελληνικό φύλο. Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά (βνά-στράτα-χειμαδιά) διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Κοιτίδα των Σαρακατσάνων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα ΑΓΡΑΦΑ, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.
Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες. Σύμφωνα με τη Σαρακατσάνικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους.
Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σ. φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς.

Γι’ αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσάν=φυγάς, ανυπότακτος ), δηλ. «μαύροι φυγάδες». Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος».Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή
σιαρίκ(=κλέφτης) και την τουρκική μετοχή κατσάν=φυγάς,ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι’ αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα οι Τούρκοι.
Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου. Το ίδιο αναλλοίωτοι και αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμειξίες παρέμειναν και οι Σαρακατσιάνοι, οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες» όπως έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας. Διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τους κανόνες συμπεριφοράς και διαβίωσης κατά τρόπο πιστό και αυθεντικό. Στηρίχθηκαν στα παραδοσιακά τους έθιμα και στην ελληνική τους ταυτότητα και δεν επέτρεψαν στην περιβάλλουσα αλλοεθνή και ξενόγλωσση κοινωνία να εισβάλλει στη δική τους. Η οικονομική τους ευρωστία και αυτονομία και η διαβίωσή τους σε καλλίτερες υλικές συνθήκες τους οδήγησε, σε μια ουσιαστικά και τυπικά, εσωτερίκευση, τήρηση και εφαρμογή των εθιμικών κανόνων διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας, της Ελληνικής, αποδεικνύει ότι οι Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους,( Οι Βλάχοι ή Αρμάνοι της Ελλάδας γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές:
Κουτσόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι, κ.τ.λ .ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Βλαχόφωνοι Έλληνες) που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα. Επειδή η λέξη βλάχος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο, επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνο ). Με τη διαφορά όμως ότι οι Σ. ήταν καθαροί νομάδες και δεν είχαν πουθενά χωριό, ενώ οι Βλάχοι ζούσαν νομαδικά και ημινομαδικά, ήταν πριν αιώνες εγκαταστημένοι σε χωριά και ασχολήθηκαν και με το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ οι Σαρακατσάνοι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα εγκατέλειψαν το νομαδισμό. Αλλά και στην ενδυμασία, στα ήθη και έθιμα, στον τρόπο ζωής ξεχωρίζουν οι Σαρακατσαναίοι από τους Βλάχους, που δεν έρχονταν σε επιμειξία μεταξύ τους αλλά ούτε και επαγγελματικό αλισβερίσι είχαν..
            
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας ( αρχιποιμένας ), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος,τολμηρός, έντιμος και δίκαιος…
Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο ( ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη:
συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά ( τεφτέρια ). Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τους έδενε στενή σχέση. Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι’ αυτούς όλη τους η περιουσία.
Το σπίτι των Σαρακατσαναίων ( το κονάκι ), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων: α) το ορθό κονάκι ( κωνοειδής καλύβα ), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία ( φωτογώνι ) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα ( πελεκούδια ) και κλαδιά ελάτων ( μπάτσες ). Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα. Το αντίστροφο όχι.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της.
Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη, η καλή ανατροφή και ο καλός ψυχικός κόσμος. Το αγόρι έπρεπε να ήταν σεμνό, συγκρατημένο στις πράξεις, τα λόγια και τους τρόπους του. Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών. Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες τις δουλειές του νοικοκυριού ( να φέρει ξύλα, ν’ ανάψει φωτιά, να φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, να περιποιηθεί τα παιδιά, να κάμει το νοικοκυριό του κονακιού κ.τ.λ. ), αλλά και τις εξωτερικές δουλειές των προβάτων ( παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριών κ.τ.λ. ).Η ρόκα, για το γνέσιμο του μαλλιού, ήταν η αχώριστη συντροφιά της. Όπου κι αν πήγαινε την είχε μαζί της. Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσάνα ευχαρίστηση και «σκόλη». Εκείνο όμως που την κρατούσε «σκλαβωμένη» ήταν ο αργαλειός. Η Σ. ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής. Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμηση, ιδιαίτερα όταν γίνονταν μητέρα.
Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Κάποια τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο». Είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού γλωσσικού οργάνου. Από τις αφηγήσεις τους διαπιστώνει κανείς μια λιτότητα και παραστατικότητα στην έκφραση, ενώ στα τραγούδια τους φαίνεται μια βαθιά αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου.
Οι Σαρακατσάνοι ήταν πιστοί χριστιανοί, χωρίς μεγάλη θεωρητική κατάρτιση.
Τελούσαν όμως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ένιωθαν δέος για τα μυστήρια, ειδικά του γάμου και της βάπτισης. Τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν. Γλεντούσαν συχνά με χορό και τραγούδια. Τα τραγούδια, προϊόν ιστορικής και συναισθηματικής εσωτερίκευσης γεγονότων και καταστάσεων, κατατάσσονται σε τρεις
ενότητες: στα κλέφτικα, στα ποιμενικά και της λεβεντιάς, της Χαράς ( γάμου ) και της αγάπης, και του χωρισμού και της ξενητειάς. Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό. Το παίξιμο της φλογέρας – το κατεξοχήν μουσικό όργανο – για το Σαρακατσάνο τσοπάνη ήταν μια ιεροτελεστία. Ιδιαίτερα γλεντούσαν, όταν γίνονταν κάποιος γάμος στο τσελιγκάτο. Ο γάμος μαζί με τη γέννηση των παιδιών αποτελούσε τους δυο κύριους πόλους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας. Ο γάμος ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο πολυδιάστατο, με ένα κύκλο πράξεων, στάσεων, συμβόλων και συμπεριφορών. Χαρακτηριστικό του ήταν η ενδογαμία. Κοινωνικός σκοπός του γάμου ήταν η αναπαραγωγή ( γέννηση και ανατροφή παιδιών ) και η κοινωνική κατανομή της εργασίας. Αλλά, και το θάνατο περιβάλουν με ένα κύκλο εκδηλώσεων και πράξεων που φανερώνει ότι ήταν προετοιμασμένοι για το αναπόφευκτο αυτό γεγονός. Στις μετακινήσεις τους, στο ξεκαλοκαιριό ή το χειμαδιό, είχαν πάντα μαζί τους τη νεκροαλλαξιά. Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσιαναίοι ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς – όπως και όλοι οι άνθρωποι του βουνού – και της εξασφάλιζαν τα απαραίτητα. Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Πολλοί ήταν και οι επώνυμοι Σαρακατσάνοι αγωνιστές ( αρματολοί και κλέφτες ) της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου, όπως οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες, ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης ( αδέλφια του Κατσαντώνη ), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, ο Αραπογιάννης, ο Λιάκος και κυρίως τα καμάρια των Σαρακατσαναίων, ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης πολεμιστές και καπετάνιοι των Αγράφων, Τζουμέρκων και Ρούμελης. Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ.
Γαρέφης κ. α. Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σ. Ανώνυμοι αγωνιστές επίσης αντιστάθηκαν σ’ όλους τους κατακτητές…
Αυτό που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά οι Σαρακατσιαναίοι δεν είναι μαρμάρινα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής, βιβλία προγονικά, αλλά μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά, αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη. Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής. Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια στις «παναούλες», τις μικρές ποδιές από χοντρό μάλλινο ύφασμα, ο ολοκέντητος κόκκινος φλάμπουρας του γάμου με θέματα αυστηρής συμμετρίας ανάμεσα και γύρω από τις τέσσερις γωνίες του σταυρού είναι μερικά από τα στοιχεία της Σαρακ. τέχνης.
Σήμερα η ποιοτική μεταβολή και ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων είναι πραγματικότητα. Η κάθοδός τους από τα βουνά στις πεδιάδες, η εγκατάλειψη του πλάνητα βίου, η αγροτική διαβίωση ( ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία ) αλλά και η ενασχόληση με ελεύθερα επαγγέλματα, η συμμετοχή τους στις μισθωτές υπηρεσίες, ιδιωτικές και δημόσιες, η ανάδειξή τους στην επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική διαμόρφωσαν μια Σαρακ. κοινωνία που συνδυάζει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό. Ιδιαίτερα διέπρεψαν στις επιστήμες, αλλά δεν υπάρχει τομέας στον επαγγελματικό χώρο, στον οποίο να μην έχουν συμμετοχή οι Σ. Όμως οι αρχές τους και οι αξίες της ζωής δεν άλλαξαν. Φιλήσυχοι και φιλόξενοι, νομοταγείς, αξιοπρεπείς, εργατικοί και αξιόπιστοι διακρίνονται για το μαχητικό τους πνεύμα, το σφρίγος και την αγωνιστικότητά τους…
Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσάνοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοί σύλλογοι και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων ( ΠΟΣΣ ) προσπαθούν να κρατήσουν
και να συνεχίσουν τη Σ. παράδοση και να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας, με το να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τα Σ. τραγούδια, να μαθαίνουν τους χορούς στους νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικά συγκροτήματα.
Με τα τμήματα γερόντων αναπαράγουν το πλούσιο και ανεξάντλητο υλικό, αφού οι γέροντες είναι οι μοναδικοί αδιάψευστοι μάρτυρες της Σαρακ. ιστορίας. Μεγάλη είναι η προσφορά στη διάδοση του Σαρακ.
τραγουδιού, των Σ. τραγουδιστών, επαγγελματιών και μη, που έχουν ηχογραφήσει σε δίσκους και κασέτες τα τραγούδια τους. Το Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων στις Σέρρες, όπου εκτίθεται αυθεντικό υλικό απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας που έχει σχέση με τη ζωή και τη λαϊκή τέχνη των Σαρακατσάνων, έτυχε Ευρωπαϊκής αναγνώρισης και βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μουσείων. Υπάρχουν όμως μουσεία, μικρότερης ίσως εμβέλειας, και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με υλικό από τη λαϊκή τέχνη και τη ζωή των Σαρακατσαναίων. Υπαίθριοι παραδοσιακοί οικισμοί ( Στάνες ) σε διάφορα μέρη της χώρας κατασκευάστηκαν από συλλόγους και αναβιώνουν σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σ. Έντυπο υλικό κυκλοφορεί για ενημέρωση των απανταχού Σ., όπως η « Ηχώ των Σαρακατσαναίων» που εκδίδεται από την ΠΟΣΣ, το ετήσιο περιοδικό «Σαρακατσαναίοι» από την αδελφότητα Σ. Ηπείρου, η εφημερίδα “Σαρακατσ. Χαιρετήματα” από των εν αθήναις Σαρακ. Ηπείρου, το περιοδικό «Τα Δέοντα των Σαρακατσαναίων» από το Σύνδεσμο Σαρακ. Φθιώτιδας κ.ά. Σε συνέδρια πανελλήνια και ημερίδες με εισηγητές διάφορους επιστήμονες συζητούνται ποικίλα θέματα σχετικά με τους Σαρακατσαναίους. Το Πανελλήνιο Αντάμωμα στο Περτούλι Τρικάλων την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου και άλλα τοπικά, σε θέσεις που συνήθως ξεκαλοκαίριαζαν οι Σ., που γίνονται κάθε χρόνο καθώς επίσης, συνεστιάσεις, συνάξεις και χοροεσπερίδες βοηθούν στη διατήρηση της παράδοσης αλλά και στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των Σ. Τέτοια τοπικά ανταμώματα οργανώνονται στο Βελούχι ( θέση Άγιοι Απόστολοι Μερκάδας ) την δεύτερη Κυριακή του Ιουλίου από το Σύνδεσμο Σ. Φθιώτιδας, στην Πάρνηθα ( στη θέση Μόλα
) του Αγίου Πνεύματος από τους Συλλόγους Συλλ. Αττικής, στο Γυφτόκαμπο ( κεντρικό Ζαγόρι Ηπείρου ) την πρώτη Κυριακή του Αυγούστου από την Αδελφότητα Σαρακ. Ηπείρου, στην Ελατειά Δράμας ( θέση Μπουζάλα ) στις 20 Ιουλίου από τους Συλλόγους Σ. Μακεδονίας και Θράκης,στο όρος Βόρας(Καϊμακτσαλάν) στις 22 Αυγούστου από τους Συλλ. Σαρακ.κεντρικής Μακεδονίας, κ. α. Επίσης στη Βουλγαρία στο όρος Καραντίλα ( Σλίβεν ) από την Ομοσπονδία Συλλ. Σαρακ., που έχουν μείνει εκεί μετά το κλείσιμο των συνόρων, αλλά διατηρούν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα της Σαρακ. παράδοσης…
Πολλοί είναι εκείνοι, Έλληνες και ξένοι, ερευνητές, λαογράφοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί,ανθρωπολόγοι που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη ζωή και τον πολιτισμό των Σαρακαταναίων, όπως η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη που μελέτησε τον ποιμενικό βίο των Σαρακατσαναίων,και οι Ε. Μακρής,Ι.Μποτός,Π.Αραβαντινός,Δ.Γεωργακάς, Ν.Ζυγογιάννης,κ.α. Ο ανθρωπολόγος διδάκτωρ Άρης Πουλιανός που έδωσε νέα διάσταση στο θέμα της προέλευσης των Σαρακατσαναίων, οι καθηγητές κοινωνιολογίας
Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρόγιαννης,και οι Garsten Hoeg,J.K.Campbell,Patrick leigh fermor, Glaube Fauriel. κ.α…
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΖΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ
Καθηγητής
Πρ.Πρόεδρος Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων Πρ.Πρόεδρος Συν.Σαρακατσαναίων Φθιώτιδας
———–

Σαρακατσάνοι Βουλγαρίας και η Ιστορία τους

του
Νίκου Μακρή
Οι Σαρακατσάνοι Βουλγαρίας και η Ιστορία τουςκατσαναίοι είναι ένα αρχαιοελληνικό ποιμενικό φύλο, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ακαρνάνων και Ηπειρωτών ποιμένων, καθαρά ελληνόφωνο και χωρίς επιμειξίες μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, που εξασκούσε από αμνημονεύτων χρόνων το κτηνοτροφικό επάγγελμα της προβατοτροφίας σε νομαδική μορφή. Δεν είχαν ούτε δικό τους χωριό ούτε μόνικη κατοικία. Ζούσαν το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στα χειμαδιά με τα κοπάδια τους, οργανωμένοι πάντα με μεγαλοπρεπή πειθαρχία σε τσελιγκάτα. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σαρακατσάνοι σιγά σιγά εγκαταλείπουν το νομαδισμό και εντάσσονται σταδιακά σε όλα τα επαγγέλματα της ελληνικής και βουλγάρικης κοινωνίας. Οι Σαρακατσάνοι εγκαταστάθηκαν στα χωριά και στις πόλεις και μετέρχονται όλα τα αγροτικά και αστικά επαγγέλματα.
Οι Σαρακατσάνοι σε όλη τους τη ζωη, πάλευαν να επιβιώσουν και με τους ανθρώπους και με τα στοιχεία της φύσης. Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα των δεινοπαθημάτων των ποιμένων νομάδων Σαρακατσάνων μέσα σε ένα άγριο και εχθρικό πολλές φορές περιβάλλον. Πόσοι δεν έχασαν τα πρόβατά τους και από τσελιγκάδες γίνανε τσομπαναραίοι!!!
Όλοι οι Σαρακατσάνοι πιστεύουν πως κάποτε ζούσαν όλοι αντάμα στην ίδια περιοχή. Αυτο αποδυκνείεται από την παράδοση, από το γλωσσικό ιδίωμα που είναι το ίδιο σε όλους τους Σαρακατσάνους, όπου και αν βρίσκονται, από τα κοινά ήθη, έθιμα, τραγούδια, χορούς, γαμήλια έθιμα, ενδυμασία, τέχνη, επάγγελμα, από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που και οι ανθρωπολόγοι βρίσκουν ότι έχουν συνάφεια και τέλος από τα κοινά επώνυμα και το συγγενικό δεσμό που έχουν οι Σαρακατσάνοι στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Σαν τέτοια περιοχή η πλειοψηφία των Σαρακατσάνων μελετητών και μη, ορίζουν την κεντρική και νοτιοανατολική Πίνδο (Ήπειρο- Αιτωλοακαρνανια- Άγραφα).
Ας δούμε λοιπόν πότε και για ποιο λόγο έγινε ο διασκορπισμός και η μεγάλη φυγή των Σαρακατσάνων από την αρχική τους κοιτίδα. Κατα κύριο λόγο η φυγή τους έγινε στα χρόνια που ο Αλής ο Τεπελενλής ήταν πασάς στα Γιάννενα (1788-1822). Οι μετακινήσεις βέβαια των Σαρακατσάνων από τα βουνά της Ηπείρου, του Βάλτου και των Αγράφων, όπου ήταν τα θερινά τους βοσκοτόπια, άρχισαν πολύ πριν τον Αλήπασα και συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδας. Ο διασκορπισμός των Σαρακατσάνων έγινε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για πολλούς λόγους: α) επαναστατικά γεγονότα, β) διωγμοί από τον Αλή πασά, γ) στενότητα των βοσκοτόπων λόγω του μεγάλου αριθμού αιγοπροβάτων, δ) περιστατικά αντιδικίας ή εγκληματικής πράξης ή βεντέτας. Αρκετοί από αυτούς τράβηξαν για την Μακεδονία και τη Θράκη μέχρι την Αδριανούπολη με τα πλούσια βοσκοτόπια και άλλοι προχώρησαν βορειότερα στη Σερβία και τη Βουλγαρία. Σύνορα εθνικών κρατών δεν υπήρχαν και φυσικά για κάθε Σαρακατσάνο η περιοχή ή η χώρα που θα πληρούσε τις προδιαγραφές για την επιβίωσή του, θα μπορούσε να γίνει πατρίδα του. Και φυσικά η Βουλγαρία με τα απέραντα και πολύ πλούσια βοσκοτόπια πληρούσε αυτές τις προυποθέσεις. Με την απελευθέρωση και την οριοθέτηση του νεοελληνικού κράτους του 1830, οι Σαρακατσάνοι χωρίζονται στην μέση. Οι μεν στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος (Πελοπόννησο, Στερεα Ελλάδα, Εύβοια, μέχρι Θεσσαλία), οι δε στο Τούρκικο (Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Σερβία, Βουλγαρία). Οι Σαρακατσάνοι που βρέθηκαν στο Τούρκικο έχουν καλύτερα βοσκοτόπια από τους Σαρακατσάνους στην ελληνική επικράτεια. Και όσο προχωράμε βόρεια και ανατολικά τόσο μεγαλύτερες και καλύτερες είναι οι βοσκήσιμες εκτάσεις και τα κοπάδια των Σαρακατσάνων. Έτσι, το ενιαίο του τουρκικού κράτους τους επιτρέπει να αναζητούν όλο και καλύτερα βοσκοτόπια. Μερικοί περνούν το Βόσπορο και ξεχειμάζουν ακόμη και στα παράλια της ξακουστής Τροίας και της Μικράς Ασίας. Από την Μακεδονία, τη Σερβία και τη Θράκη θα προχωρήσουν στα βουνά της Ροδόπης, της Σίπκας, της Στάρα Πλάνινα. Τα βουνά της Βουλγαρίας είναι θαυμάσια και θα τους γοητεύσουν. Και ενώ στην αρχή κατέβαιναν στα χειμαδιά στο Αιγαίο, μετά ανακάλυψαν τα όμορφα και πλούσια λιβάδια της Ανατολικής Ρωμυλίας, κοντά στην Μαύρη Θάλασσα, στον Πύργο, τη Βάρνα, τη Σωζόπολη, τη Μεσημβρία κτλ. Σε αυτή τη χώρα λοιπόν, ήρθαν από τον ελλαδικό χώρο οι πρώτοι Σαρακατσάνοι κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Και μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο τους άρεσαν τα βοσκοτόπια σε αυτόν τον τόπο, προπάντος τα θερινά, για να μείνουν για πάντα σε αυτή τη χώρα. Ξεκομμένοι από την πάτρια ελληνική γη, μακριά από τα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων, απ’ όπου έφυγαν πριν από δύο αιώνες οι πρόγονοί τους, κρατούν ατόφια τη σαρακατσάνικη Παράδοση και την Ελληνική Γλώσσα.
Ακριβής χρονολογία άφιξης των Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία δεν έχουμε. Είναι πάντως βεβαιωμένο ότι πριν το 1820 οι Σαρακατσάνοι βοσκούσαν τα πρόβατά τους σε βουνά της Βουλγαρίας. Τούτο ισχυρίζονται οι ηλικιωμένοι Σαρακατσάνοι που ζουν σήμερα στη Βουλγαρία. Ο Δημήτρης Γρίβας από το Κότελ (κωμόπολη δίπλα στο Σλίβεν) καταμαρτυρεί πως ο προπάππους του Νικόλαος Γρίβας έζησε πολλά χρόνια στη Βουλγαρία και πέθανε κοντά στη Σωζόπολη, στα χειμαδιά τους, σε μεγάλη ηλικία, το 1844, όπως φαίνεται από την σχετική στο μνήμα του επιγραφή. Συμπερασματικά λοιπόν, αφού έφυγαν το 1807 περίπου από τα βουνά της Πίνδου, γίνεται φανερό ότι σε λίγα χρόνια έφτασαν σε βουλγάρικο έδαφος. Άρα οι πρώτοι Σαρακατσάνοι που έφτασαν στη Βουλγαρια έχουν περίπου διακόσια χρόνια.
Τα πρώτα χρόνια της διαμονής τους στη Βουλγαρία μέχρι και το 1878, έτος απελευθέρωσης της Βουλγαρίας, διαβιούσαν όπως ακριβώς και στον ελλαδικό χώρο που βρισκόταν υπό τουρκικής κυριαρχίας. Είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, χωρίς εμπόδια, αφού δεν υπήρχαν σύνορα. Επειδη τα βουνα της Βουλγαρίας είναι καλύτερα για τα αιγοπρόβατα από τα ελληνικά βουνά, πολλοί Σαρακατσάνοι προτιμούν να ξακαλοκαιριάζουν στα βουνά της Βουλγαρίας, ενώ το χειμώνα οι περισσότεροι κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα παραλιακά λιβάδια της Μακεδονίας και της Θράκης όπου το κλίμα είναι ήπιο και σαφώς καλύτερο από τα παραλιακά λιβάδια του Εύξεινου Πόντου. Ακόμη και μετά το 1878 οι Σαρακατσάνοι συνέχιζαν τα περνούν τα σύνορα της Βουλγαρίας και να κατεβαίνουν στα χειμαδιά τους. Οι δυσκολίες μετακίνησης εκτός συνόρων άρχισαν από το 1885 με την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, εντάθηκαν το 1908 με την επανάσταση των Νεότουρκων αλλά παρόλα αυτά συνέχιζαν να μετακινούνται μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πια διαμορφώθηκαν τα βαλκανικά κράτη και τέθηκαν τα σύνορα. Από το 1924 και μετά οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας ξεχείμαζαν τα ποίμνιά τους στα βουλγάρικα παραλιακά λιβάδια της Μαύρης Θάλασσας.
Οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας θυμούνται τον Μάρτη του 1958 με οδύνη και πόνο, γιατί μέσα σε μια μέρα το κομουνιστικό κράτος της Βουλγαρίας κρατικοποίησε τα πρόβατά τους. Αυτό απαιτούσε το σοσιαλιστικό πρόγραμμα του κολεκτιβισμού της γεωργικής οικονομίας σε όλα τα κομμουνιστικά κράτη. Από το 1954 η κυβέρνηση παροτρύνει τους Σαρακατσάνους να μπουν σε συνεταιρισμούς και να εγκατασταθούν μόνιμα. Οι Σαρακατσάνοι όμως δεν εγκαταλείπουν εύκολα τον συνηθισμένο τρόπο ζωής και δεν υποψιάζονται ότι είναι δυνατόν να μείνουν μια μέρα με την κλίτσα στο χέρι. Πριν το 1958 κάποιοι διορατικοί, πούλησαν τα πρόβατά τους και αγόρασαν ακίνητα. Το 1945 ελάχιστοι προνόησαν ότι οι νομάδες δε θα είχαν πια κανένα μέλλον και πούλησαν τα πρόβατα και αγόρασαν μαγαζιά. Μερικοί μετανάστευαν στην Αίγυπτο και την Αμερική και δεν ξαναγύρισαν. Τον Μάρτη του 1958 το βουλγάρικο κράτος, ακολουθώντας την πολιτική του κομμουνιστικού καθεστώτος περί κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, προέβη στην κατάργηση και στην κρατικοποίηση των αιγοπροβάτων όλων των κτηνοτρόφων της χώρας. Η κρατικοποίηση του ζωικού τους κεφαλαίου έγινε με κάποιο είδος αποζημίωσης. Δηλαδή ένα μέρος της αξίας των κατασχεθέντων προβάτων αντισταθμίστηκε με την είσοδό τους στον Συνεταιρισμό, με την υπόσχεση ότι όταν το πρόσωπο εγκαταλείψει τον Συνεταιρισμό, θα πληρωθεί για τα πρόβατα αυτα. Για τα υπολοιπα πρόβατα πιστωνόταν οι Συνεταιρισμοί οι οποίοι αποζημίωναν τους ιδιοκτήτες σε δόσεις και σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την πραγματική αξία. Η αποζημίωση αυτή όμως ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Μετά την καθεστωτική αλλαγή, έγινε το 1992 στη βουλγάρικη Βουλή συζήτηση για την αποζημίωση των προβάτων των Σαρακατσάνων και οι περισσότεροι βουλευτές τάχθηκαν υπέρ της αποζημίωσης. Σύμφωνα με έρευνες που έκανε η Ομοσπονδία τους στους ίδιους τους Σαρακατσάνους που τους κατάσχεσαν τα πρόβατα, ο αριθμός των κατασχεθέντων προβάτων ανέρχεται σε 176 χιλιάδες πρόβατα. Αν υπολογίσει κανείς και τα πρόβατα που είχαν πουλήσει πριν το 1958 οι Σαρακατσάνοι στη Βουλγαρία είχαν περίπου 200 χιλιάδες πρόβατα. Οι Σαρακατσάνοι μετά την κατάσχεση δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να βρουν άλλη εργασία για να ζήσουν και να εγκατασταθούν κάπουν μόνιμα. Αλλά αν ο βιοπορισμός τους ήταν εκείνη την εποχή πραγματικά δύσκολος, η ψυχολογική τους κατάσταση ήταν οδυνηρή. Πολλοί αρρώστησαν από την στεναχώρια τους και μερικοί ηλικιωμένοι έχασαν ακόμη και τη ζωή τους. Γι’ αυτους ήταν το τέλος του κόσμου. Η αλλαγή ζωής όμως και επαγγέλματος για τους νεότερους ήταν μονόδρομος. Αρκετοί φύλαγαν ως βοσκοί τα ίδια τα πρόβατά τους, άλλοι έγιναν γεωργοί, βιομηχανικοί εργάτες, οδηγοί κλπ. Σε ξένο εθνικό περιβάλλον, μπροστά στην ανάγκη να προσαρμοστούν σε ξένη κουλτούρα και τρόπους ζωής, οι συνήθειες από την παραδοσιακή περίοδο ενεργοποιούνται σαν αμυντικός μηχανισμός. Γι’ αυτό το λόγο οι Σαρακατσάνοι κάνουν μαζί σπίτια, πιο συχνα αδέρφια ή πρώτια κυρίως ξαδέρφια και πιάνουν μαζί δουλειά. Για τους περισσότερους και κυρίως για τις γυναίκες, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η γλώσσα. Λίγοι μιλούσαν τη Βουλγάρικη γλώσσα και ακόμη πιο λίγοι ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, αφού μητρική τους γλώσσα ήταν η Ελληνική. Παρόλα αυτά η προσαρμογή τους στα καινούρια δεδομένα, δύσκολη στην αρχή, έγινε σχετικά γρήγορα και με μεγάλη επιτυχία. Οι Σαρακατσάνοι έχουν τεράστια δύναμη προσαρμοστικότητας λόγω του ότι απέκτησαν καθ’ όλο το βίο τους ως νομάδες ορισμένα εφόδια: αυστηρή πειθαρχία, φιλεργία και σεβασμό στους κανόνες της κοινωνικής ζωής. Έτσι εντασσόμενοι στο κοινωνικό σύστημα της νέας ζωής, κατάφεραν όχι μόνο επιβιώσουν, αλλά και να διακριθούν σε όλους τους τομείς.
Τα χρόνια εκείνα μετά το 1958, όπως είναι φυσικό, συντελέστηκαν αλλαγές στην κοινωνική τους ζωη, στη δομή της σαρακατσάνικης οικογένειας. Από τότε άρχισαν οι μικτοί γάμοι. Στην αρχή με δυσκολίες. Δεν αποδέχονταν εύκολα οι Σαρακατσάνοι να συμπεθερέψουν με τους Βούλγαρους, όπως το επισημαίνουν οι ίδιοι οι Βούλγαροι. Παρά ταύτα πολλές Σαρακατσάνες παντρεύονται με Βούλγαρους αλλά πολύ λιγότεροι άντρες παντρεύτηκαν Βουλγάρες. Ο λόγος είναι προφανής. Μια νύφη Βουλγάρα δεν ήξερε ελληνικά και δύσκολα γινόταν αποδεκτή στη σαρακατσάνικη οικογένεια. Ενώ οι νέες Σαρακατσάνες ήξεραν πολύ καλά και τις δύο γλώσσες. Μια άλλη αλλαγή που συντελέστηκε αφορά τα ονόματα (επώνυμα). Πολλοί αναγκάστηκαν από το καθεστώς και τους κομματικούς ακτιβιστές να βουλγαροποιήσουν τα επώνυμά τους. Οι περισσότεροι κράτησαν τα επώνυμά τους με την προσθήκη της κατάληξης -οφ και χωρίς αυτή, αλλά μεταξύ τους ονοματίζονται με το πραγματικό τους ελληνικό επώνυμο.
Από τις αρχές του 1990, υπήρξαν στα κυβερνητικά επιτελεία της Ελλάδας, με παρεμβάσεις της πανελληνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσάνων, σκέψεις για την μεταφορά στη Θράκη τμήματος στων Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας με κάποια προγράμματα όμοια με εκείνα που υλοποιήθηκαν στους ομογενείς από τις χώρες των πρώην ΕΣΣΔ. Κι ενώ στην αρχή πολλοί από τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας ήταν πρόθυμοι για μια μετεγκατάσταση στην Ελλάδα με προοπτική να δημιουργήσουν ξανά κτηνοτροφικές μονάδες, οι ελληνικές κυβερνήσεις έμειναν στα λόγια και ουδέποτε υλοποίησαν ένα τέτοιο πρόγραμμα. Ύστερα από μια 20ετία και πλεόν από την κατάλυση του κομμουνιστικού συστήματος και την ελεύθερη πια διακίνηση πολιτών του βουλγάρικου κράτους στις άλλες χώρες της Ε.Ε. , οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας έχουν δυνατότητες επιλογής. Η μεγάλη μάζα θα μείνει στον τόπο τους, στις εστίες τους. Εκεί που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, έμαθαν γράμματα, ασκούν το επάγγελμά τους. Οι νέοι και νέες Σαρακατσάνοι δεν έχουν βιώματα και εμπειρίες από την Ελλάδα. Όσο απομακρύνονται οι γενιές, τόσο ξεκόβουν από την πατρίδα καταγωγής των. Ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι έρχεται στην Ελλάδα ως εποχιακοί εργάτες. Έχουν σταθερό το σπιτικό τους στη Βουλγαρία, εξοικονομούν χρήματα με την εργασία τους στην Ελλάδα και επιστρέφουν πάλι στη βάση τους.
Ο Σαρακατσάνος της Βουγαρίας κρατώντας αλώβητη και ανόθευτη την ελληνική του συνείδηση, νιώθει πάντα ότι έχει δύο πατρίδες: τη Βουλγαρία, της οποίας είναι κάτοικος και υπήκοος με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους νόμους του βουλγάρικου κράτους που το σέβεται, το προστετεύει ως Βούλγαρος πολίτης και υπακούει στους νόμους του – ο Σαρακατσάνος είναι παντού νομοταγής πολίτης – και την Ελλάδα που τη θεωρεί ως πατρίδα και χώρα καταγωγής του, προς την οποία αισθάνεται και έχει φυλετική συγγένεια.
Παλμός Παράδοσης
http://palmosparadosis.gr/%cf%83%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%b1%cf%84%cf%83%ce%ac%ce%bd%ce%bf%ce%b9-%ce%b2%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%b3%ce%b1%cf%81%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af/

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply