Τετάρτη, 22 Αύγουστος 2012 09:00
Με αφορμή την 3η έκδοση του εξαντλημένου βιβλίου του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα «Αυτοείδωλον εγενόμην…» (Εκδόσεις Αρμός), αναδημοσιεύουμε εδώ τον Πρόλογό του.
“Πιστεύω ότι η Ελλάδα προσεγγίζει το σημείο εκείνο της ωριμότητας που θα της επιτρέψει ν’ αντικρίσει, χωρίς προκατάληψη και με τρόπο ενιαίο, όλες τις παραδόσεις, αρχαίες, μεσαιωνικές και νέες.” Γ. Σεφέρης
Το ζητούμενο της έρευνάς μας, τόσο στο προηγούμενο έργο[2] όσο και στο παρόν, είναι το νόημα της ελληνικής ταυτότητας.
Για να φτάσουμε σ’ αυτό έπρεπε να δημιουργήσουμε ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Η πρώτη ήταν να εξασφαλίσουμε τη νομιμότητα του ζητουμένου. Το προηγούμενο βιβλίο διατύπωσε την αναγκαία προς τούτο «γενική θεωρία». Απέδειξε, δηλαδή, ότι είναι δυνατή η ύπαρξη διαπολιτισμικής εθνικής συνέχειας. Ότι, με άλλα λόγια, έχουν νόημα οι εξής δύο υποθέσεις: α) ότι υπάρχει εθνική ταυτότητα και β) ότι μπορεί η εθνική ταυτότητα να έχει διαχρονική συνέχεια, όχι μόνο εντός του αυτού πολιτισμού, αλλά και μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.[3] Αυτό όμως ήταν το ήμισυ του ζητουμένου. Διότι η γενική θεωρία αποδεικνύει απλώς ότι η υπόθεση περί υπάρξεως διαπολιτισμικής ελληνικής ταυτότητας δεν είναι παράλογη, είναι θεωρητικά νόμιμη και θα μπορούσε να ισχύει. Δεν αποδεικνύει όμως ότι πράγματι ισχύει. Κι αυτό διότι υπάρχουν συγκεκριμένα ιστορικά χάσματα (Αρχαιότητα-Βυζάντιο και Βυζάντιο-Νεωτερικότητα), τα οποία πρέπει να γεφυρωθούν, με συγκεκριμένες απαντήσεις: να μελετηθούν και από τη μελέτη τους να εξαρτηθεί η τελική απάντηση. Χρειαζόταν, με άλλα λόγια, μια «ειδική θεωρία», μια «ειδική εισαγωγή στο αίνιγμα της ελληνικής ταυτότητας». Κι αυτήν ακριβώς επεξεργάζεται το παρόν έργο.
Γιατί όμως και πάλι μια «θεωρία»; Επειδή δεν υπάρχει ποτέ καθαρή αντικειμενικότητα. Επειδή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αλήθεια, η οποία θα έχει παραχθεί «από τα γεγονότα και μόνο», -χωρίς τη μαιευτική μεσολάβηση κάποιας προδεδομένης θεωρητικής υπόθεσης. Κοντολογίς: δεν υπάρχει αλήθεια χωρίς υποκείμενο.
Τούτου δοθέντος ο νόμιμος δρόμος είναι να σκεφθεί κανείς πρώτα τη δική του υπόθεση-πρόταση, να τη συγκρίνει με τις υποθέσεις-προτάσεις που υποβαστάζουν τις υφιστάμενες παρουσιάσεις του ιστορικού «υλικού» (των «γεγονότων») και αν η δική του είναι παραγωγικότερη, αν δηλαδή δίνει λύσεις συμβατές με το ιστορικό «υλικό» και συνάμα λογικότερες και «ευρετικότερες», τότε έχει πετύχει τον στόχο: έχει παρουσιάσει μια «καλύτερη» υπόθεση-πρόταση. Κι αυτό ακριβώς πιστεύω ότι κατορθώνει το παρόν έργο. Ξεκινώντας από τις τέσσερις υφιστάμενες θεωρητικές υποθέσεις, την κλασικιστική, την ελληνοχριστιανική, την κοινωνιστική και την εθνομηδενιστική και επισημαίνοντας τις θεμελιώδεις ανεπάρκειές τους, νομιμοποιεί πριν απ’ όλα την αναζήτηση μιας «καλύτερης» λύσης.
Επειδή σε κάθε αντικείμενο έρευνας το πρώτο-πρώτο θέμα είναι να δει κανείς ποια είναι τα κεντρικά ερωτήματα, δώσαμε μεγάλο βάρος στην επισήμανση και στο ξεκαθάρισμά τους. Ορίσαμε, ως κεντρικά ερωτήματα τα εξής τρία: Γιατί έγιναν οι Έλληνες χριστιανοί; Γιατί έγιναν ρωμαίοι; Γιατί έγιναν «ευρωπαίοι»; Τα θεωρήσαμε κεντρικά, γιατί μέσα σ’ αυτά είναι που εδρεύει κάθε πιθανή αμφισβήτηση της εθνικής συνέχειας. Το ξεκαθάρισμά τους αναφέρεται, ακριβώς, στα εμφιλοχωρούντα παραπειστικά και παρελκυστικά επιχειρήματα. Ορισμένα απ’ αυτά έχουν ως βάση το φαινομενικώς αυτονόητο, ότι εφόσον οι τρεις ελληνόφωνοι πολιτισμοί (ο αρχαίος, ο βυζαντινός και ο νεωτερικός) είναι ριζικά διαφορετικοί, η αναζήτηση συνέχειας δεν έχει νόημα. Αυτού του είδους τα επιχειρήματα τα ανέλαβε η γενική θεωρία, δείχνοντας ότι η εθνική συνέχεια υπάρχει (αν υπάρχει) όχι παρά την όποια ριζική διαφορά, αλλά χάρις ακριβώς στη ριζική διαφορά. Ορισμένα άλλα εστιάζονται στους δεδομένους ιστορικούς εξαναγκασμούς: ότι δηλαδή οι Έλληνες έγιναν χριστιανοί, ρωμαίοι και νεωτερικοί, παρά τη θέλησή τους, εξ ανάγκης, με τη βία. Απορρίπτοντας επιχειρηματολογημένα τις αναγκαιοκρατικές αυτές απόψεις, χωρίς συγχρόνως να παραβλέπει τους δεδομένους ιστορικούς καταναγκασμούς, το βιβλίο περνά κατ’ ευθείαν στην ουσία, η οποία είναι η επιλογή (ο εθελοντικός χαρακτήρας και) των τριών μεγάλων πολιτισμικών μεταλλάξεων του ελληνοφώνου πληθυσμιακού φορέα τους. Η παραδοχή μας περί ελευθέρας επιλογής αποδεικνύεται, άλλωστε, πολύ καλύτερα στηριγμένη στα γεγονότα, από την αντίθετη άποψη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη σύμφωνα με τα τρία θεμελιώδη ερωτήματα: γιατί εκχριστιανιστήκαμε, γιατί εκρωμαϊστήκαμε και γιατί εκδυτικιστήκαμε. Μια εκτενής Προεργασία διαμορφώνει το έδαφος για τη διαπραγμάτευση των τριών αυτών ερωτημάτων.
Επειδή ο σκοπός του βιβλίου δεν είναι η μελέτη για τη μελέτη, αλλά ο έλεγχος του προσανατολισμού μας στη σύγχρονη πολιτισμική πραγματικότητα, το πού δηλαδή πατάμε και πού πηγαίνουμε, θα δώσω εδώ και το «ιδεολογικό στίγμα» του.
Η κεντρική ιδέα, που «χωρίς προκατάληψη και με τρόπο ενιαίο» διαμορφώνεται εδώ από τη μελέτη των παραδόσεων που συνθέτουν την ελληνική διάρκεια, έχει δύο βασικές πλευρές: α) Την «απολογιστική», η οποία συμπίπτει με μια παραδοσιακή διάγνωση για τις διαχρονικές συλλογικές αποτυχίες (α-στοχίες / «αμαρτίες») μας. Και β) την «οραματική», η οποία αναφέρεται στο μέλλον και συμπίπτει με μια, παραδοσιακή επίσης, πρόβλεψη-προσδοκία, για την ελληνική πολιτισμική ανάκαμψη. Η διάγνωση έδωσε στο βιβλίο τον τίτλο του, ενώ η πρόβλεψη το «μότο» κάτω από τον τίτλο. Και τα δυο μαζί δίνουν, ας πούμε, τις «συντεταγμένες» του Ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο. Πιο συγκεκριμένα:
Ο τίτλος Αυτοείδωλον εγενόμην… είναι παρμένος από την Tετάρτη ωδή του Μεγάλου Κανόνα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης. Ο στίχος αναφέρεται στις υπαρκτικές πτώσεις-αποτυχίες του ατομικού υποκειμένου, αλλά το βιβλίο επεκτείνει την ισχύ του και στις υποστροφές-πτώσεις του συλλογικού υποκειμένου. «Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και την ευπρέπειάν μου και άρτι κείμαι γυμνός και καταισχύνομαι.» (Δευτέρα ωδή, ειρμός α’). Κάλλιστα θα μπορούσαν να το πουν τόσο ο ελληνικός όσο και ο νεωτερικός πολιτισμός: αυτοείδωλον εγενόμην… και να πού κατάντησα.[4]
Το μότο-προσδοκία του βιβλίου είναι παρμένο από το έργο Αποδείξεις ιστοριών του βυζαντινού ιστορικού Λαόνικου Χαλκοκονδύλη (1423-1490), ο οποίος (μέσα από τον βυθό της τρίτης και φοβερότερης ελληνικής υποστροφής -αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453) έγραψε: «Και όταν έρθει ο καιρός… τα τέκνα των Ελλήνων θα συγκεντρωθούν και θα συστήσουν κράτος δικό τους και θα ζουν τη ζωή τους με τρόπο που θα αρέσει στους ίδιους και θα θαυμάζουν οι ξένοι.»[5]
Με τη λέξη Έλληνες ο Χαλκοκονδύλης εννοεί τους βυζαντινούς και όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες-ειδωλολάτρες, όπως συνέβαινε στην εποχή της βυζαντινής ακμής. Τέσσερις αιώνες πριν τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο ο Χαλκοκονδύλης συνδέει τον νεώτερο Ελληνισμό με τον Αρχαίο, μέσω του Βυζαντινού -προτού καν υπάρξει νεώτερος Ελληνισμός. Έλυσε έτσι προκαταβολικά το κυριότερο πρόβλημα της νεοελληνικής αυτοκατανόησης: το πρόβλημα της διαπολιτισμικής εθνικής συνέχειας του Ελληνισμού. Κατά τον ιστορικό Διονύσιο Ζακυθινό «ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης είναι ο πρώτος μέγας ιστορικός του Νεωτέρου Ελληνισμού».
Η εκπληκτική ιστορική πρόβλεψη του Χαλκοκονδύλη θα μπορούσε να συστήνεται ως αντίδοτο στον θανατερό πεσιμισμό των καθ’ ημάς λογίων… Στο πρώτο σκέλος της, τη συγκέντρωση και την πολιτειακή αναγέννηση των Ελλήνων, η πρόβλεψη έχει εκπληρωθεί. Απόδειξη: η ύπαρξη του νεωτερικού ελλαδικού κράτους. Το δεύτερο σκέλος, -αν δηλαδή μας αρέσει ο τρόπος που ζούμε και αν είναι στους ξένους θαυμαστός-, προβάλλει πολυτρόπως αμφιλεγόμενο. Μπαίνοντας, μάλιστα, στον 21ο αιώνα οι αμφιβολίες εντείνονται. Ακόμα και η διατήρηση των νεωτερικών «κεκτημένων» παύει πλέον να θεωρείται δεδομένη.
Οι κολοσσιαίες ανακατατάξεις, που συνόδευσαν την εκπνοή του 20ου αιώνα, μπορεί να μην αναγγέλλουν το «τέλος της Ιστορίας», μιλούν όμως καθαρά για το τέλος της Νεωτερικότητας: της δεδομένης από τον Διαφωτισμό και επιβεβλημένης από τις νεωτερικές επαναστάσεις, ατομοκεντρικής ταυτότητας του «παγκοσμιοποιημένου» σύγχρονου πολιτισμού. Αναφερόμαστε, ειδικότερα, στην ανάπτυξη και κυριαρχία, πολύ ισχυρών «υπερεθνικών» συνδρόμων, με εστία τους τον μεταμοντέρνο μηδενισμό. Καθώς οι μηδενιστικές τάσεις είναι κυρίαρχες και διαπερνούν όλους τους ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους, η σχετική αφασία καθίσταται ακαταγώνιστη. Τούτο σημαίνει ότι έχουμε ήδη εισέλθει, ως Ελληνισμός, στη φάση του τέλους της νεωτερικής εθνικής μας ταυτότητας. Ένας μεγάλος ιστορικός κύκλος κλείνει και ένας άλλος φαίνεται να κυοφορείται.
Στο κατώφλι αυτής της «νέας εποχής» έρχεται και το παρόν έργο να καταθέσει τον προβληματισμό του. Όπως και τα προηγούμενα δεν κομίζει γλαύκαν εις Αθήνας. Ούτε προσωπικές επινοήσεις του συγγραφέα του. Μιλά για δεδομένα, τα οποία κάθε στοιχειωδώς μορφωμένος συνέλλην γνωρίζει. Και επ’ αυτών θέτει ερωτήματα και επιχειρεί απαντήσεις. Σημασία βεβαίως δεν έχουν οι απαντήσεις που δίνει, αλλά τα ερωτήματα που θέτει. Οι απαντήσεις αποσκοπούν απλώς στη διευκρίνιση των ερωτημάτων. Ομολογούν, κατ’ αρχάς, την πίστη του συγγραφέα και στο δεύτερο σκέλος της νεοελληνικής προφητείας. Ότι η ολοκλήρωσή της αφέθηκε για τη μετανεωτερική εποχή, εξαρτώμενη από την ικανότητα των σημερινών Ελλήνων να συμβάλλουν δημιουργικά στη διαμόρφωσή της.
Φιλοδοξία του βιβλίου είναι να χρησιμεύσει σε όσους διαβλέπουν την έλευση ενός άλλου πολιτισμού και αγωνιούν για την αναγκαία ανανέωση των αυτοκατανοήσεών μας. Σ’ αυτούς απευθύνεται. Δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον για όσους αρέσκονται να μηρυκάζουν τα στερεότυπα του νεωτερικού μας παρελθόντος.
Πηγή: www.antifono.gr
κανένα σχόλιο