Σεπτέμβριος 1922 Καταστροφή της ΣΜΥΡΝΗΣ δεν ξεχνώ την Γενοκτονία των Ελλήνων…
Τρόμος και θάνατος, όχι «συνωστισμός»
Έρνεστ Χέμινγουέι: “Στην προκυμαία της Σμύρνης”
Η Μικρασιατική Καταστροφή όπως την έζησε και την κατέγραψε ο μεγάλος Νομπελίστας
Η Μικρασιατική Καταστροφή όπως την έζησε και την κατέγραψε ο μεγάλος Νομπελίστας
«Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε
μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν
τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε
μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους … τα πάρουμε με τη βία.» (Από τη συλλογή διηγημάτων του με το γενικό τίτλο «Στην προκυμαία της Σμύρνης»).
Με παραπάνω λόγια κάποιος ήρωας του Χεμινγουέι, αξιωματούχος
πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ αγκυροβολημένου στη Σμύρνη, περιγράφει τη
μεγάλη καταστροφή. Το απόσπασμα είναι από το
πρώτο λογοτεχνικό κείμενο
που εξέδωσε ο αμερικανός συγγραφέας το 1925, μόλις 26 χρονών τότε, και
με το οποίο άρχισε να αποκτά παγκόσμια φήμη. Πρόκειται για τη συλλογή
διηγημάτων του «Στην εποχή μας» (In Our Times), όπου το πρώτο του
διήγημα, ουσιαστικά ο πρόλογος του βιβλίου, έχει τον τίτλο «Στην
προκυμαία της Σμύρνης».
Όσο κι αν μιλάμε για διήγημα, ο συγγραφέας δεν γράφει από απλή φαντασία. Μόλις πριν τρία χρόνια ως πολεμικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας “Toronto Star” ο Χεμινγουέι είχε βρεθεί ως αυτόπτης μάρτυς στον τόπο της καταστροφής και την είχε περιγράψει σε μια σειρά άρθρων του, που εκδόθηκαν το 1985 σε βιβλίο με τον τίτλο: «Dateline: Toronto”.
Ως ανταποκριτής αυτής της εφημερίδας είχε ταξιδέψει από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη της Τουρκίας στέλνοντας κατά την πορεία του τα άρθρα του στην καναδική εφημερίδα.
Στην έκδοση της 20ής Οκτωβρίου 1922 γράφει:
«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».
Τα λόγια αυτά δεν είναι γραμμένα από κάποιον που πρώτη φορά αντικρίζει τη φρίκη του πολέμου. Ο νεαρός Χεμινγουέι είχε ζητήσει να καταταγεί ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω της κακής όρασής του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει εθελοντής νοσοκόμος, να τραυματιστεί σοβαρά δυο φορές στην Αυστρία και τελικά να αποσυρθεί αφού τιμήθηκε με το βραβείο ανδρείας. Κι αυτά πριν να βρεθεί στην Τουρκία ως πολεμικός ανταποκριτής της Toronto Star, μόλις 23 χρονών.
Μέσα από το λογοτεχνικό του ταλέντο, που φανερώθηκε μέσα στα επόμενα χρόνια, ο συγγραφέας δίνει συγκλονιστικές περιγραφές μιας περιόδου που έχει σημαδέψει την ψυχή του Νεοέλληνα, μ’ όλο που κοντεύει να περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε.
Σ’ ένα από τα κείμενα αυτά, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, «Στην προκυμαία της Σμύρνης», που θεωρείται αριστούργημα γραφής και διδάσκεται, καθώς είδαμε στο Ιντερνέτ, στους φοιτητές αγγλικής φιλολογίας σε πολλά πανεπιστήμια, γράφει:
«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα… Το παράξενο ήταν, είπε [ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. …».
Ο Χεμινγουέι ως πολεμικός ανταποκριτής είναι πιο σαφής. Ξέρει ότι 1.250.000 Έλληνες διώχτηκαν από τα σπίτια τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών: «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».
Σε μια άλλη ανταπόκρισή του στη «Σταρ» γράφει:
«Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται…. Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροικία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)
«Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατόλια ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι…. Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί». Κατά τον Χεμινγουέι η προδοσία αυτή πήγασε και από τους συμμάχους, αλλά και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο που αντικατέστησε τους έμπειρους –αλλά βενιζελικούς- αξιωματικούς, με δικούς του «που ποτέ δεν είχαν ακούσει τον κρότο της μάχης». Και τελειώνει με μια πρόταση που δεν θα την έγραφε ποτέ ένας απλός δημοσιογράφος αν δεν είχε μέσα του το ταλέντο του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα: «Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
Μπορεί ο συγγραφέας να ήταν σκληραγωγημένος και από τη φύση του (πλην των άλλων ήταν και μποξέρ) ή από τη ζωή του ως πολεμικός ανταποκριτής, αλλά δε μπορεί αν μη συγκινηθεί με τόσο πόνο. Χρόνια αργότερα, αφού είχε καλύψει δημοσιογραφικά και τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, μιλώντας μέσα από το στόμα ενός ήρωά του γράφει:
«Δε θέλω να κοιμηθώ γιατί έχω τη προαίσθηση ότι αν κλείσω τα μάτια μου στο σκοτάδι και αφεθώ στον εαυτό μου, η ψυχή μου θα βγει από το σώμα».
Σε ένα από τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην Τορόντο Σταρ γράφει:
«Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: «Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!».
Όσο κι αν μιλάμε για διήγημα, ο συγγραφέας δεν γράφει από απλή φαντασία. Μόλις πριν τρία χρόνια ως πολεμικός ανταποκριτής της καναδικής εφημερίδας “Toronto Star” ο Χεμινγουέι είχε βρεθεί ως αυτόπτης μάρτυς στον τόπο της καταστροφής και την είχε περιγράψει σε μια σειρά άρθρων του, που εκδόθηκαν το 1985 σε βιβλίο με τον τίτλο: «Dateline: Toronto”.
Ως ανταποκριτής αυτής της εφημερίδας είχε ταξιδέψει από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη της Τουρκίας στέλνοντας κατά την πορεία του τα άρθρα του στην καναδική εφημερίδα.
Στην έκδοση της 20ής Οκτωβρίου 1922 γράφει:
«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».
Τα λόγια αυτά δεν είναι γραμμένα από κάποιον που πρώτη φορά αντικρίζει τη φρίκη του πολέμου. Ο νεαρός Χεμινγουέι είχε ζητήσει να καταταγεί ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω της κακής όρασής του. Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει εθελοντής νοσοκόμος, να τραυματιστεί σοβαρά δυο φορές στην Αυστρία και τελικά να αποσυρθεί αφού τιμήθηκε με το βραβείο ανδρείας. Κι αυτά πριν να βρεθεί στην Τουρκία ως πολεμικός ανταποκριτής της Toronto Star, μόλις 23 χρονών.
Μέσα από το λογοτεχνικό του ταλέντο, που φανερώθηκε μέσα στα επόμενα χρόνια, ο συγγραφέας δίνει συγκλονιστικές περιγραφές μιας περιόδου που έχει σημαδέψει την ψυχή του Νεοέλληνα, μ’ όλο που κοντεύει να περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε.
Σ’ ένα από τα κείμενα αυτά, στο οποίο αναφερθήκαμε ήδη, «Στην προκυμαία της Σμύρνης», που θεωρείται αριστούργημα γραφής και διδάσκεται, καθώς είδαμε στο Ιντερνέτ, στους φοιτητές αγγλικής φιλολογίας σε πολλά πανεπιστήμια, γράφει:
«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα… Το παράξενο ήταν, είπε [ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. …».
Ο Χεμινγουέι ως πολεμικός ανταποκριτής είναι πιο σαφής. Ξέρει ότι 1.250.000 Έλληνες διώχτηκαν από τα σπίτια τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών: «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».
Σε μια άλλη ανταπόκρισή του στη «Σταρ» γράφει:
«Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται…. Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροικία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο». (Toronto Star, 14 Νοέμβρη 1922)
«Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού ήταν μια θλιβερή υπόθεση, αλλά δε χρειάζεται να κατηγορούμε γι’ αυτό τον απλό Έλληνα φαντάρο. Ακόμα και όταν γινόταν εκκενώσεις περιοχών οι Έλληνες δρούσαν ως πραγματικοί στρατιώτες. Ο Κεμάλ θα είχε μεγάλο πρόβλημα αν ήταν να τους αντιμετωπίσει στη Θράκη. Ο λοχαγός Wittal του Ινδικού Ιππικού, που βρισκόταν στην Ανατόλια ως παρατηρητής κατά τη διάρκεια του πολέμου των Ελλήνων με τον Κεμάλ, μου είπε: «Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν μαχητές πρώτης κατηγορίας. Οι αξιωματικοί τους ήταν άριστοι…. Θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την Άγκυρα και να τελειώσουν τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί». Κατά τον Χεμινγουέι η προδοσία αυτή πήγασε και από τους συμμάχους, αλλά και από τον βασιλιά Κωνσταντίνο που αντικατέστησε τους έμπειρους –αλλά βενιζελικούς- αξιωματικούς, με δικούς του «που ποτέ δεν είχαν ακούσει τον κρότο της μάχης». Και τελειώνει με μια πρόταση που δεν θα την έγραφε ποτέ ένας απλός δημοσιογράφος αν δεν είχε μέσα του το ταλέντο του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα: «Όλη μέρα περνούν δίπλα μου, λεροί, εξαντλημένοι, αξύριστοι, ανεμοδαρμένοι στρατιώτες που βαδίζουν στη γκρίζα γυμνή ύπαιθρο της Θράκης. Χωρίς μπάντες, χωρίς [ανθρωπιστικές] οργανώσεις να τους ανακουφίσουν, χωρίς τόπο να ξαποστάσουν, παρά γεμάτοι ψείρες, με βρώμικες κουβέρτες και κουνούπια όλη τη νύχτα. Είναι οι τελευταίοι από αυτό που ήταν κάποτε η δόξα της Ελλάδας. Κι αυτό είναι το τέλος της δεύτερης πολιορκίας της Τροίας» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
Μπορεί ο συγγραφέας να ήταν σκληραγωγημένος και από τη φύση του (πλην των άλλων ήταν και μποξέρ) ή από τη ζωή του ως πολεμικός ανταποκριτής, αλλά δε μπορεί αν μη συγκινηθεί με τόσο πόνο. Χρόνια αργότερα, αφού είχε καλύψει δημοσιογραφικά και τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, μιλώντας μέσα από το στόμα ενός ήρωά του γράφει:
«Δε θέλω να κοιμηθώ γιατί έχω τη προαίσθηση ότι αν κλείσω τα μάτια μου στο σκοτάδι και αφεθώ στον εαυτό μου, η ψυχή μου θα βγει από το σώμα».
Σε ένα από τελευταία του άρθρα από την Τουρκία στην Τορόντο Σταρ γράφει:
«Ποιος θα θρέψει τόσο πληθυσμό; Κανένας δεν το ξέρει και μέσα στα επόμενα χρόνια ο χριστιανικός κόσμος θα ακούει μια σπαρακτική κραυγή που ελπίζω να φτάσει και ως τον Καναδά: «Μην ξεχνάτε τους Έλληνες!».
Ναι στη φιλία των λαών, αλλά χωρίς πλαστογράφηση ή λήθη της ιστορίας μας.
Χρήστος Μαγγούτας
Τορόντο
Τορόντο
———————-
1, 2, 3 και 4 Σεπτεμβρίου (14, 15, 16 και 17/9, Νέο Ημερολόγιο)Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή
Η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου συνεχίζει τη αφήγηση του Χέμινγουεϊ:
Χιλιάδες κόσμος, απελπισμένος και εξαθλιωμένος, με μάτια άδεια απ’ τα
όσα είχαμε δει και την ψυχή ματωμένη απ’ τον πόνο της απώλειας των
αγαπημένων μας. Κάρα άδειαζαν πεθαμένους δίπλα μας, όπου έβρισκαν. Το
βράδυ, όταν οι Τούρκοι άρχιζαν να βιάζουν και να κακοποιούν όποια
γυναίκα έβρισκαν, οι Αμερικανοί άναψαν τους προβολείς των πλοίων και
τους έριξαν πάνω μας, για να σταματήσει κάπως το κακό.
Τα συμμαχικά πλοία, υπερφορτωμένα πλέον, άρχισαν να αναχωρούν για τα
νησιά του Αιγαίου, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. Και ο Νουρεντίν Πασάς
εξέδωσε διάταγμα, στο οποίο έδωσε προθεσμία δύο εβδομάδων για την
αναχώρηση του χριστιανικού πληθυσμού. Όποιος πρόσφυγας εξακολουθούσε να
παρευρίσκεται στη Σμύρνη μετά τις 18 Σεπτεμβρίου θα εκτοπιζόταν στην
Ανατολία. Οι άνδρες, όμως, μεταξύ 18 και 45 ετών θα παρέμεναν αιχμάλωτοι
έως το τέλος των εχθροπραξιών. Αν και υποτίθεται ότι έδωσαν και στους
άνδρες διορία 15 ημερών για να εγκαταλείψουν τη Μικρασία, στην
πραγματικότητα οι εκτοπίσεις άρχισαν αμέσως. Οι πορείες προς το
εσωτερικό της χώρας, ήταν ασύλληπτα βάναυσες και, όπως είχε συμβεί και
στις αντίστοιχες πορείες εκτόπισης των Αρμενίων πριν από επτά χρόνια, το
1915, οι περισσότεροι κρατούμενοι πέθαιναν μαρτυρικά…
ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
«New York Times: Η Σμύρνη σβήστηκε από τον χάρτη»
«New York Times: Η Σμύρνη σβήστηκε από τον χάρτη»
Φτάνουμε πια στο Κορδελιό. Κοιτάμε πια από αντίκρυ τη Σμύρνη που
καίγεται. Να, πήρε φωτιά το ξενοδοχείο Κρέμερ… Η Ρεζί… Το Γαλλικό
Προξενείο… Το θέατρο… [Φωτιάδης, σ. 202]. Καμία ελπίδα δεν απόμεινε πια
για μας. Το Πρακτορείο Διαβατηρίων (Passeport), που ήταν ολόκληρη σειρά
από συνεχόμενα κτίρια απέναντι από την Προκυμαία, έχει μετατραπεί σε
σωρό στάχτης μέσα σε μια ώρα. Όλα τα μεγαλοπρεπή κτίρια μέσα στην
προκυμαία, η επιβλητική εταιρεία Οριένταλ Κάρπετ, το Σπόρτιννγκ Κλαμπ,
το Θέατρο της Σμύρνης, το Κραίμερ Πάλας και άλλα θαυμάσια κτίρια
γίνονται σε μερικές ώρες παρανάλωμα του πυρός. Το δυνατό μπουμπουνητό,
το ανατριχιαστικό τράνταγμα που προκαλείται από την κατάρρευση των
γυμνών τοίχων επεκτείνεται παντού [Χατζεριάν, σ. 101].
Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες ο ουρανός είχε βαφτεί κόκκινος. Μέχρι
τον Μπουρνόβα έφτανε εκείνο το τρομερό βουητό της φωτιάς, ο καπνός της
που μύριζε θάνατο… Για τρεις ημέρες θαρρούσαμε πως δεν υπήρχε νύχτα…
Διάφορες ειδήσεις έφταναν ως εμάς… Ότι η προκυμαία είχε γίνει στάχτη,
ότι από τον Φραγκομαχαλά δεν είχε απομείνει τίποτα, ως και η θάλασσα
καιγόταν λέγανε… Είχαν καεί και οι ξένες προσβείες, και οι
κινηματογράφοι, και τα θέατρα… κι οι τράπεζες, τα εμπορικά κέντρα, τα
λουτρά… οι λέσχες των ξένων, τα κέντρα διασκέδασής τους… Τα περίφημα
κτίρια, όλα, όλα, είχανε γίνει στάχτη… [Μεχμέτ Τζοράλ, σ. 99]
Για τέσσερις ολόκληρες ημέρες ουρανομήκεις φλόγες δεσπόζουν πάνω από
τη Σμύρνη και οι τουρκικές αρχές δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια για
την κατάσβεσή τους. Η φωτιά διήρκεσε μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου και
αποτέφρωσε τέσσερα εκατομμύρια στρέμματα, κατασπάραξε 65 γειτονιές, 46
εκκλησίες, 55.000 σπίτια (43.000 ελληνικά, 10.000 αρμένικα και 2.000
ξένων υπηκόων) και 5.000 μαγαζιά.
ΙΩΝΙΚΟΝ
Γιατί τα σπάσαμε τα’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των
και κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Κωνσταντίνος Καβάφης
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των
και κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Κωνσταντίνος Καβάφης
Υπολογίζεται ότι τις ημέρες της πυρκαγιάς, παρά τις μερικές χιλιάδες
προσφύγων που είχαν καταφέρει να διασωθούν πάνω στα πλοία των ξένων
δυνάμεων ή με κάποιο άλλο πλωτό μέσο, τις συστηματικές δολοφονίες και
τους πνιγμούς, στην προκυμαία συνέχιζαν να βρίσκονται πάνω από μισό
εκατομμύριο απελπισμένοι άνθρωποι, χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα
διαφυγής. Τα στρατεύματα είχαν σχηματίσει κλοιό γύρω από την πόλη ώστε
οι πρόσφυγες να παραμείνουν μέσα στην καιόμενη περιοχή. Τα πλήθη που
έτρεχαν να διαφύγουν πυροβολούνταν ανελέητα και αναγκάζονταν να
επιστρέψουν. Πολλοί είχαν παραφρονήσει από την πείνα και τη δίψα. Ο
κόλπος της Σμύρνης είχε πλέον κορεστεί από τουμπανιασμένα πτώματα και
ανθρώπινα μέλη. Ο Γ. Τσουμπαριώτης τόλμησε να βγει από την κρυψώνα του
στο νεκροταφείο και να φθάσει στην προκυμαία: «Η θάλασσα ήταν γεμάτη
ανθρώπινα σώματα. Υπήρχαν τόσα πολλά, που αν έπεφτες στο νερό δεν θα
βούλιαζες, επειδή όλα αυτά τα σώματα θα σε κρατούσαν στην επιφάνεια. Και
έβλεπες τις πρησμένες κοιλιές των πτωμάτων να ξεπροβάλλουν πάνω από την
επιφάνεια του νερού» [Μίλτον: 2008, σ. 375].
Και όμως, δεκάδες Τουρκόπουλα, με μαντήλια στο πρόσωπο για να μην
εισπνέουν τη δυσωδία, κολυμπούσαν ανάμεσα στα πτώματα, προσπαθώντας να
αποσπάσουν κάποιο κόσμημα…
Βρισκόμαστε ανάμεσα σε τρία θανάσιμα στοιχεία: τη φωτιά, το ξίφος και
τη θάλασσα. Η κατάστασή μας είναι απελπιστική. Δεν υπάρχει πια τρόπος
να αποφύγουμε την καταστροφή, έχουμε χάσει κάθε ελπίδα. Η φωτιά, οι
πυροβολισμοί και τα ρόπαλα των Τούρκων έχουν στριμώξει το πλήθος των
χριστιανών από τρεις πλευρές […] Πάνω στα ξένα επιβατικά πλοία και στα
πολεμικά, που είναι αγκυροβολημένα κοντά στην ακτή, μπορούμε να
διακρίνουμε κινηματογραφικό εξοπλισμό, τον οποίο έχουν στρέψει προς το
μέρος μας, για να γυρίσουν ταινίες που παρουσιάζουν το μαρτύριό μας.
Αυτοί οι κινηματογραφιστές και οι πανευτυχείς συνάδελφοί τους είναι
απλοί παρατηρητές των βασάνων μας. Απωθούν ακόμα και εκείνους που τους
πλησιάζουν, είτε κολυμπώντας είτε κωπηλατώντας, για να ζητήσουν
καταφύγιο στα πλοία τους, μόνο και μόνο για να επιδείξουν την πολιτική
τους ουδετερότητα [Χατζεριάν: 2008, σ. 103-4].
Από την πυρκαγιά η προκυμαία είχε πλέον υπερθερμανθεί, ενώ μεγάλα
σύννεφα καπνού και η μυρωδιά της καμένης σάρκας πνίγουν τους πρόσφυγες.
Ακόμα και πλοία που είχαν αγκυροβολήσει κοντά στην ακτή αναγκάζονταν να
απομακρυνθούν, από τον φόβο μήπως αναφλεγούν τα εύφλεκτα υλικά τους από
την υπερθέρμανση. Πολλές οικογένειες χριστιανών επέστρεψαν στην
πυρπολημένη πόλη και βρήκαν καταφύγιο μέσα σε οικογενειακούς τάφους των
μεγάλων ελληνικών νεκροταφείων, και παρέμειναν εκεί για τις επόμενες δυο
τρεις ημέρες!
Εκεί, υπό τους θόλους του Ναού, μέσα εις το σκότος της οστεοθήκης, ή,
ακόμα, και την σιωπήν των τάφων και κάτω από το μελαγχολικόν θρόημα των
κυπαρισσιών, κατέφευγεν η καταδιωγμένη από το εκδικητικό και κορανικό
πάθος των Τούρκων Ρωμηοσύνη. [Μιχαήλ Αργυρόπουλος]
Σπάζουν την καγκελένια πόρτα του και ξεχύνονται μέσα στο κοιμητήριο
χιλιάδες. Η κάθε οικογένεια αναζητά έναν άνετο τάφο. Τον περιτριγυρίζει,
κάθεται ολόγυρα κάπως να ξαποστάσει. Μα οι Τούρκοι τους παίρνουν
μυρωδιά, μπαίνουν μέσα, ληστεύουν, κι αρπάζουν κορίτσια να τα βιάσουν.
Οι ζωντανοί, όμως, μη μπορώντας σε τίποτα άλλο πια να ελπίζουν,
πιστεύουν πως οι νεκροί κάπως θα τους προστατέψουν. Ανασηκώνουν τις
ταφόπετρες και χώνουν μέσα στα μνημούρια τα κορίτσια τους και τα πιο νέα
αγόρια τους. Τη νύχτα τα βγάζουν να πάρουν λίγο αέρα. Τι τρώγανε;
Σύναζαν χόρτα φυτρωμένα πάνω και ολόγυρα στους τάφους, παίρνανε από
κάποιο κοντινό χαντάκι βρώμικο νερό, σπάζανε τα νεκροσέντουκα, ανάβανε
φωτιές και βράζανε τα χόρτα. [Δημήτρης Φωτιάδης]
Αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο πρώτο νεκροταφείο, που ήταν το
μεγαλύτερο της Σμύρνης. Μα το βρήκαν γεμάτο κόσμο. Μάνες με μωρά στην
αγκαλιά που έκλαιγαν σπαρακτικά γιατί πεινούσαν, κορίτσια ντυμένα σαν
γριές, άντρες ηλικιωμένοι, παιδιά, γριούλες, όλοι με τη σφραγίδα του
τρόμου και της απόγνωσης στο πρόσωπο, τριγυρνούσαν σαν τους βρικόλακες
ανάμεσα στους μαρμάρινους τάφους, κι όποιος προλάβαινε,, έπιανε θέση
μέσα σε αυτούς. [Βασιλική Ράλλη]
Κρύφτηκαν δυο μέρες μέσα σ’ ένα τάφο, στο νεκροταφείο, δίπλα στον
Πανιώνιο. Μια μέρα τόλμησε και βγήκε από τον τάφο και κανείς μας δεν τον
ξανάδε πια. Έτσι έχασε τη ζωή του ο παλιοελλαδίτης θείος μου, που τόσο
τον αγάπησα γιατί στο πρόσωπό του έβλεπα τον Ελευθερωτή.
[Μανόλη Μεγαλοκονόμος]
[Μανόλη Μεγαλοκονόμος]
Η προκυμαία ήταν μια μικρογραφία της Κόλασης. Χιλιάδες, ίσως και
δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ξεριζωμένοι από την ενδοχώρα της Σμύρνης και
από τα βάθη της Μικρασίας, με αμάξια, με μπόγους στη ράχη, με μπαούλα
στα χέρια και με όσα από τα πράγματά τους είχαν μπορέσει να πάρουν μαζί,
παράβγαιναν μεταξύ τους ποιος θα μπορέσει να βρει ένα πλεούμενο να τον
πάει σε κανένα νησί κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα… [Μεχμέτ Τζοράλ, σ.
301]
Οι εναγώνιες προσπάθειες των προσφύγων να επιβιβασθούν σε ένα πλοίο
συνεχίζονται: απεγνωσμένοι έπεφταν στη θάλασσα και, κολυμπώντας ανάμεσα
στα πτώματα, προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τα συμμαχικά σκάφη
σκαρφαλώνοντας από τις άγκυρες ή τις ανεμόσκαλες, υπερφορτωμένες βάρκες
βούλιαζαν μέσα στο λιμάνι, ενώ οι ξένες δυνάμεις, εκτός από κάποιες
μεμονωμένα δείγματα ευαισθησίας, στο όνομα της «ουδετερότητας» των χωρών
τους, άφηναν τη βία να συνεχιστεί.
Το βράδυ, το μαρτύριο των προσφύγων που παρέμεναν στην προκυμαία
συνεχιζόταν εφιαλτικό. Στους πρόσφυγες επιτίθονταν συστηματικά ληστές
και βιαστές, οπλισμένοι με ξιφολόγχες και ρόπαλα, ζητώντας συνεχώς
χρήματα και χρυσαφικά: Τσικάρ παρά! (Δώστε μας λεφτά). Γκιαούρ, βερ
παρά, τσικάρ παρά, παρά ιστιόρ! Λεφτά, λεφτά, λεφτά… Ο Αμερικανός
υποπρόξενος Μέυναρντ Μπαρνς βγήκε στην ξηρά και είδε πέντε διαφορετικές
ομάδες Τούρκων, οπλισμένων με αιματοβαμμένα ρόπαλα, να περιπολούν
ανάμεσα στο πλήθος, αναζητώντας τη λεία τους [Μίλτον: 2008, σ. 372].
———————-
Δείτε ενδεικτικά σχετικά με τη φωτιά στη Σμύρνη:
http://en.wikipedia.org/wiki/Great_Fire_of_Smyrna
Great Fire of Smyrna..
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF…
Great Fire of Smyrna..
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF…
Сми́рна (Измир) Резня в Смирне..
————————————
1922: Η καταστροφή της Σμύρνης
Ταινία του Νίκου Κούνδουρου που αναφέρεται στην πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης της Μικράς Ασίας και την γενοκτονία των Ελλήνων κατοίκων της, στις 14 Σεπτεμβρίου 1922, από τους Νεότουρκους του Κεμάλ, με σκοπό την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού κράτους.
Η ταινία βασίστηκε σε αυθεντικές μαρτυρίες από το μυθιστόρημα «Το νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη και στην οποία απαγόρευσαν την προβολή της στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Μια ταινία που όχι μόνο κατέγραψε τη βαρβαρότητα των Νεοτούρκων, αλλά ανέδειξε και την Ελλαδική νοοτροπία των Νεοελλήνων να συγκαλύπτουν για λόγους σκοπιμότητας τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικρασίας.. αφηγείται μέσα από την προσωπική τραγωδία τριών προσώπων, την Μικρασιατική καταστροφή και την μαρτυρική πορεία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που συνελλήφθησαν και οδηγήθηκαν στο θάνατο από τα στρατεύματα του Κεμάλ αλλά και τις ένοπλες ομάδες Μουσουλμάνων. Η γυναίκα ενός εμπόρου, μια δασκάλα και ένας δεκαεφτάχρονος προσπαθούν να επιβιώσουν ακολουθώντας την φάλαγγα των αιχμαλώτων στα βάθη της Μικράς Ασίας. Η δασκάλα θα δολοφονηθεί από έναν Τούρκο, η γυναίκα του εμπόρου θα χάσει τα λογικά της και μόνο ο νεαρός θα καταφέρει να σωθεί.Για λόγους διπλωματικούς και πολιτικούς, η προβολή της ταινίας υπήρξε απαγορευμένη μέχρι το 1982.παιζουν ΛΑΓΓΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
ΑΜΑΝΙΤΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΚΟΛΟΒΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΟΝΩΡΑ
ΒΑΛΑΣΗ ΜΠΕΤΤΥ
ΤΟΥΡΝΑΚΗ ΟΛΓΑ
ΡΟΧΑΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ
ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ ΟΛΙΑ
ΚΑΠΠΙΟΣ ΝΙΚΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ ΑΛΚΗΣ κ.α παραγωγή 1978
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο