Οι Βλάχοι της Ελλάδας
των
Νίκου Α. Κατσάνη (αναπλ. καθηγητής φιλολογίας ΑΠΘ)
Κώστα Δ. Ντίνα (αναπλ. καθηγητής γλωσσολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)
Κώστα Δ. Ντίνα (αναπλ. καθηγητής γλωσσολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)
Οι Βλάχοι της Ελλάδας, αποτελούν ένα από
τα εκλεκτότερα και δυναμικότερα τμήματα του ελληνισμού, όπως
αποδεικνύεται από τη συμμετοχή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες, από
τη συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη του νέου Ελληνισμού και από τον
κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο στη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας.
1. Πότε εμφανίζονται οι Βλάχοι;
Δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για τον
ακριβή προσδιορισμό της εμφάνισης των Βλάχων στο προσκήνιο της ιστορίας.
Στους βυζαντινούς συγγραφείς του 10ου αιώνα συναντούμε τις πρώτες μαρτυρίες. Πρώτος τούς αναφέρει ο Κεδρινός (11ος
αι.), αντιγράφοντας τον Ιωάννη Σκυλίτζη, με αφορμή ένα γεγονός του 976
μ.Χ. Στην τοποθεσία «Καλαί Δρύες» μια ομάδα Βλάχων αγωγιατών ή
οδοφυλάκων σκοτώνει έναν από τους αδελφούς του μετέπειτα τσάρου των
Βουλγάρων Σαμουήλ: «Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς
απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας και τας λεγομένας Καλάς
Δρυς, παρά τινων Βλάχων οδιτών». Μια δεύτερη μνεία γίνεται το 1020 σε ένα χρυσόβουλο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου στους «ανά πάσαν την Βουλγαρίαν Βλάχους».
Στη συνέχεια οι αναφορές πυκνώνουν:
✓ H Άννα Κομνηνή αναφέρει έναν βλάχικο
οικισμό μεταξύ Πηλίου και Κισσάβου· ακόμη μας πληροφορεί ότι ο κόσμος
αποκαλούσε Βλάχους εκείνους που εκτρέφαν πρόβατα: “Όσοι τον νομάδα βίον είλοντο τούτους η κοινή οίδε διάλεκτος Βλάχους αποκαλείν”,
✓ O Κεκαυμένος αναφέρεται στους Βλάχους
της Θεσσαλίας και στην επανάσταση που ήθελαν να κάνουν (1066) εξαιτίας
της φορολογικής καταπίεσης επί βασιλείας Κωνσταντίνου Δούκα,
✓ Aργότερα έχουμε αναφορές για Άνω και
Κάτω Βλαχία, για Μεγάλη Βλαχία κ.λπ. από τον ραβίνο Τουντέλα (1166) και
από διάφορους Βυζαντινούς ιστορικούς, όπως τους Νικήτα Χωνιάτη, Γεώργιο
Ακροπολίτη, Γεώργιο Παχυμέρη και άλλους.
Εργαστήριο βλαχοράφτη
2. Κατανομή του Βλάχικου πληθυσμού.
Η παρουσία των Βλάχων εντοπίζεται
ιδιαίτερα στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, χωρίς να αποτελούν
συμπαγή γεωγραφική ενότητα σε καμιά από τις περιοχές αυτές. Οι Βλάχοι
κατοικούσαν αρχικά στα διάφορα βλαχοχώρια, γνωστά ως μητροπολιτικές ή
πρωταρχικές εστίες. Από τις μητροπολιτικές εστίες μετακινούνται ως
«διασπορά» σ’ όλο τον Ελλαδικό και εν μέρει και Βαλκανικό χώρο, όπου
δημιουργούν είτε αμιγείς νέους βλάχικους οικισμούς είτε συγκατοικούν με
άλλους μη βλάχικους πληθυσμούς. Η σύμπηξη βλάχικων οικισμών αρχίζει όταν
οι Βλάχοι εγκαταλείπουν την καθαρά νομαδική ζωή και γίνονται ημινομάδες
(χειμώνα στα χειμαδιά – καλοκαίρι στα βουνά).
Υπάρχει μια ομάδα αμιγών βλάχικων χωριών
που κατοικούνται χειμώνα – καλοκαίρι, όπως το Μέτσοβο, το Λιβάδι του
Ολύμπου, η Κλεισούρα, η Μηλιά κ.λπ. Μια δεύτερη ομάδα κατοικείται μόνο
το καλοκαίρι από ελάχιστους κτηνοτρόφους και από παραθεριστές που έλκουν
την καταγωγή τους από τα χωριά αυτά. Τέτοια είναι η Σαμαρίνα, η Σμίξη, η
Αβδέλλα, το Περιβόλι, τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου κ.λπ. Τέλος υπάρχουν
χωριά που παραμένουν ακατοίκητα ή έχουν έναν ελάχιστο αριθμό κατοίκων,
10-20, όπως το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, το Συρράκο, το Χιονοχώρι κ.ά.
Βλάχους μπορεί κανείς να συναντήσει σε
πολλά χωριά, κωμοπόλεις ή μεγαλύτερα αστικά κέντρα, χωρίς σε κανένα από
αυτά να αποτελούν την πλειοψηφία: Λάρισα, Τρίκαλα, Κατερίνη, Καστοριά,
Φλώρινα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες, Ξάνθη, Καβάλα, και κωμοπόλεις όπως
Ελασσόνα, Τίρναβος, Προσοτσάνη, Ηράκλεια, Νέο Πετρίτσι, Βελεστίνο,
Άργος Ορεστικό κ.λπ.
3. Πόσοι είναι οι Βλάχοι της Ελλάδας
Κατά καιρούς διάφοροι, παρακινημένοι οι
περισσότεροι από ποικίλες σκοπιμότητες, δημοσιοποίησαν εκτιμήσεις για
τον αριθμό των Βλάχων. Όλοι αυτοί οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι,
αλληλοσυγκρουόμενοι και επιστημονικά ατεκμηρίωτοι. Εύκολα αναγνωρίζονται
οπαδοί δυο διαφορετικών τάσεων, της αύξησης ή της μείωσης του αριθμού,
ανάλογα με το στόχο τους.
Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι
Βλάχοι ― ιδίως οι κτηνοτρόφοι― παρουσιάζουν αποκλειστικά ενδογαμικές
τάσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις προς τους ελληνόφωνους. Τελευταία
σημειώνονται ραγδαίες ανακατατάξεις σ’ όλες της δίγλωσσες ομάδες του
ελληνικού χώρου. Η αστυφιλία, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών
επαγγελμάτων, η μετανάστευση, η ανακάλυψη νέων επαγγελμάτων, η προσιτή
παιδεία και οι ευκολότερες μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να σπάσει το
φράγμα της ενδογαμίας και στους Βλαχόφωνους.
Επομένως πριν τον ακριβή προσδιορισμό του
αριθμού των Βλάχων πρέπει να θεσπιστούν συγκεκριμένα κριτήρια
καθορισμού του υπό διερεύνηση πληθυσμού.
4. Η καταγωγή των Βλάχων
Όσον αφορά την καταγωγή των Βλάχων, έχουν
προβληθεί διάφορες θεωρίες, οι περισσότερες απ’ τις οποίες υπηρετούν
πολιτικές σκοπιμότητες: ότι είναι απόγονοι Ιλλυριών, Θρακών, Μοισών,
Δακών, ακόμη και Κελτών ή Ιταλών (Ρωμαίοι άποικοι).
Το πρόβλημα επιμερίζεται στην εθνολογική
σύσταση των Βλάχων, στον τόπο της πρώτης τους εμφάνισης και στη γλώσσα
τους. Από το σύνολο των θεωριών προκύπτουν δύο βασικές απόψεις:
✓η πρώτη, η οποία παρουσιάζεται κυρίως
από Ρουμάνους ιστορικούς και γλωσσολόγους της προπολεμικής περιόδου,
υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι προέρχονται από τα βόρεια της Βαλκανικής,
✓η δεύτερη πρεσβεύει ότι είναι αυτόχθονες
εκλατινισμένοι Έλληνες της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας και
υποστηρίζεται από την ελληνική επιστήμη αλλά και από νεότερους Ρουμάνους
και ξένους ερευνητές.
Τα επιχειρήματα της πρώτης αντλούνται από
μαρτυρίες διαφόρων βυζαντινών συγγραφέων, όπως του Κεκαυμένου και του
Χαλκοκονδύλη, που αναφέρουν ότι οι Βλάχοι κατέρχονται από τα βόρεια και
εγκαθίστανται στην Πίνδο και Θεσσαλία. Όμως και οι δυο, αλλά αργότερα
και άλλοι, μιλούν για γεγονότα τα οποία δε συνέβησαν στις μέρες τους
ούτε μπορούν να τα προσδιορίσουν χρονικά, πβ. «ούτε άλλου ακήκοα περί τούτου διασημάναντος σαφώς οτιούν ούτε αυτός έχω συμβαλέσθαι ως αυτού ωκίσθη» (Χαλκοκονδύλης).
Παρόμοιες ατεκμηρίωτες μαρτυρίες είναι
ανίκανες να θεμελιώσουν την υπόθεση ότι οι Βλάχοι κατεβαίνουν από το
βορρά. Επιπλέον η αντικειμενική κρίση μάς απαγορεύει να δεχτούμε κάθοδο
και μετανάστευση από μια εύφορη και πλούσια χώρα σε μια φτωχή και
ορεινή, όπως η Πίνδος και η Δυτική Μακεδονία. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι
η αντίθετη κίνηση διαπιστώνεται ήδη από τα κλασικά χρόνια, πβ. τις
μεταναστεύσεις των αρχαίων Ελλήνων ή τις νεότερες μετακινήσεις προς την
κεντρική και ανατολική Ευρώπη και προς τις βορειότερες βαλκανικές χώρες
(ελληνικές παροικίες).
Η δεύτερη άποψη, που είναι και πιο
αληθοφανής, υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες εκλατινισμένοι.
Τα στοιχεία που συνηγορούν στην αποδοχή αυτής της άποψης είναι
σοβαρότερα και στερεότερα από τα προηγούμενα. Στον ελληνικό χώρο η
παρουσία των Ρωμαίων, άρα και της λατινικής γλώσσας, ήταν πιο
μακροχρόνια από κάθε άλλη περιοχή της Βαλκανικής. Διαρκεί πάνω από εφτά
αιώνες (146 π.Χ. ως 650 μ.Χ. ) και στο χώρο αυτό συμβαίνουν τα πιο
σημαντικά ιστορικά γεγονότα των Αυτοκρατορικών χρόνων. Οι σπουδαιότεροι
αγώνες των Ρωμαίων διεξάγονται στις περιοχές που σήμερα αποτελούν
προγονικές εστίες των Βλάχων: η ήττα του Φιλίππου Ε’ το 197 π.Χ. στις
Κυνός Κεφαλές, του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., η καταστολή της
επανάστασης του Ανδρίσκου το 148 π.Χ., το 48 π.Χ. η μάχη των Φαρσάλων
μεταξύ Ιούλιου Καίσαρα και Πομπήιου, το 42 π.Χ. στους Φιλίππους μεταξύ
Μάρκου Αντωνίου και Οκταβιανού εναντίον Βρούτου και Κασσίου και το 31
π.Χ. στο Άκτιον.
Τα praesidia armata, είδος πολιτοφυλακής,
αποτελούνταν από ντόπιους οι οποίοι μπορούσαν να κάνουν και άλλες
εργασίες εκτός των στρατιωτικών καθηκόντων. Έσπερναν, εμπορεύονταν, ήταν
τεχνίτες και κτηνοτρόφοι και κατοικούσαν σε επιταγμένα σπίτια
διαδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη λατινική γλώσσα. Επίσης οι Ρωμαίοι
στρατιώτες, πλην του οπλισμού τους και της στολής τους, όλα τα άλλα τα
αγόραζαν από τις αγορές που έστηναν όσοι ακολουθούσαν τα στρατεύματα και
από γεωργούς, κτηνοτρόφους και τεχνίτες που τους εφοδίαζαν με τα
απαραίτητα.
Η Εγνατία οδός και οι δευτερεύοντες
οδικοί άξονες καθιστούσαν την ρωμαϊκή παρουσία εντονότερη στο χώρο της
Ηπείρου και της Μακεδονίας. Κατά διαστήματα στην Εγνατία υπήρχαν
διάφοροι σταθμοί (stationes, mansiones = χάνια), τους οποίους Βλάχοι
χαντζήδες διατηρούσαν μέχρι την τουρκοκρατία, καθώς και mutationes (=
σταθμοί αλλαγής ίππων). Είναι γνωστή η στρατηγική σημασία των παραπάνω
περιοχών, και ιδίως της οροσειράς της Πίνδου, για τον έλεγχο της
Αδριατικής και του Αιγαίου. Η έντονη αυτή παρουσία καθώς και η
στρατολογία εντόπιων πληθυσμών και η συμμετοχή τους στη δημόσια διοίκηση
και στον στρατό απαιτούσε ένα κοινό όργανο επικοινωνίας, κι αυτό ήταν η
λατινική γλώσσα.
Ο Ιωάννης Λυδός, βυζαντινός αξιωματούχος και λόγιος του 6ου μ.Χ. αι., μάς λέει για τη γλωσσική κατάσταση της Βαλκανικής: «Τα δε περί την Ευρώπην (ελληνικός χώρος)
πραττόμενα πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το τους αυτής
οικήτορας καίπερ εκ του πλείονος Έλληνας όντας τη των Ιταλών φθέγγεσθαι
φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας (δημόσιοι υπάλληλοι)».
Μολονότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε την υποχώρηση της ελληνικής
γλώσσας, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την έντονη παρουσία και της
λατινικής.
Αλăξίρįα (alăksίrįa), νυφιάτικη στολή
Ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί στην
εντοπιότητα των Βλάχων είναι και ο θεσμός των οροφυλάκων. Γνωστός από
την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προέβλεπε τη φύλαξη
των βορείων συνόρων από τα γειτονικά φύλα (Ιλλυριούς, Θράκες, Παίονες
κ.λπ.). Η τακτική αυτή κληρονομείται και στους Ρωμαίους με τα praesidia
armata, είδος τοπικής φρουράς και χωροφυλακής, εντεταλμένης να φυλάγει
τις διαβάσεις και να διατηρεί την τοπική ασφάλεια. Ο ίδιος θεσμός
συναντάται και τη βυζαντινή εποχή με τους ακρίτες και στην τουρκοκρατίας με το θεσμό των αρματολών.
Η γεωγραφική διάταξη πολλών βλάχικων οικισμών, οι περισσότεροι από τους
οποίους βρίσκονται σε αυχενοδιαβάσεις και κλεισούρες, μας πείθει ότι
ένα από τα κύρια επαγγέλματα των Βλάχων ήταν και η υπηρεσία τους ως
κλεισουροφυλάκων, διακινητών ανθρώπων και εμπορευμάτων με παράλληλη
εκτροφή ποιμνίων. Το Μέτσοβο, η Μηλιά, η Κλεισούρα, το Νυμφαίο, το
Πισοδέρι, όλος ο Ασπροπόταμος, ο Όλυμπος, το Βέρμιο, κ.λπ. μας
υποβάλλουν τη σκέψη ότι η θέση των βλάχικων οικισμών δεν ήταν τυχαίο
γεγονός.
Τέλος, και γλωσσικά στοιχεία συνηγορούν στα παραπάνω συμπεράσματα.
Τăμπάρι (tămbári), κάπα
5. Η γλώσσα των Βλάχων
Τα βλάχικα (ή αρωμουνική στη λόγια
βιβλιογραφία) είναι γλώσσα νεολατινική, αυτόνομη και ισότιμη με την
ιταλική, γαλλική, ισπανική, ρουμανική και προέρχεται από την λαϊκή
προφορική της Βαλκανικής. Δεν είναι διάλεκτος της Ρουμανικής, όπως ανεπιτυχώς υποστηρίχθηκε, αλλά κόρη
της λατινικής. Είναι γλώσσα χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς γραπτή
παράδοση, όπως χιλιάδες άλλες γλώσσες στην υφήλιο, χωρίς αυτό να
προσδιορίζει εθνολογικά τους Βλάχους, αφού η γλώσσα δεν αποτελεί
μοναδικό στοιχείο εθνικού προσδιορισμού, π.χ. οι Μεξικανοί, που μιλούν
ισπανικά, δεν είναι Ισπανοί, ούτε Γάλλοι οι Αφρικανοί που μιλούν
γαλλικά.
Τα βλάχικα προέρχονται από τη Βαλκανική
Λατινική, τη γλώσσα των Ρωμαϊκών στρατευμάτων. Μέχρι την έλευση των
Σλάβων η λατινική έχει κατορθώσει να εκπορθήσει τις αρχαιότερες γλώσσες
της περιοχής (θρακική και ιλλυρική), ενώ η συνάντησή της με την ελληνική
στα νότια της χερσονήσου δεν υπήρξε τόσο αποτελεσματική, ώστε να
επιβληθεί στον ελληνόφωνο κόσμο. Έτσι, πριν από τις σλαβικές
μεταναστεύσεις και εισβολές στο βαλκανικό χώρο, που αλλάζουν το γλωσσικό
χάρτη, η χερσόνησος διαιρείται σε δυο γλωσσικές ζώνες, μια λατινόφωνη
στα βόρεια και μια ελληνόφωνη στα νότια. Οι ζώνες αυτές διαχωρίζονται
μεταξύ τους με τη «γραμμή Jiriçek»―βασισμένη στην παρουσία ελληνικών και λατινικών επιγραφών―,
που αρχίζει από την Αυλώνα της Αλβανίας, διέρχεται από την Αχρίδα,
περνά από τα Σκόπια, τη Σόφια και καταλήγει στις εκβολές του Δούναβη.
Νότια της γραμμής κυριαρχεί η Ελληνική και βόρεια η Λατινική, χωρίς να
αποκλείονται μεταβατικές γλωσσικές περιοχές όπου συμβιώνουν και οι δυο. Η
Ρωμαϊκή παρουσία ―και η λατινική γλώσσα― στον βόρειο ελληνικό χώρο
διαρκεί πάνω από εφτά αιώνες, 146 π.Χ. – 530 μ.Χ.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του
Ρωμαϊκού στρατού στις δυο σημαντικότερες οδικές αρτηρίες, την Εγνατία
και το Δούναβη. Στον περίγυρό τους αναπτύχθηκαν οι τέσσερις νεολατινικές
γλώσσες: Δακορουμανική (ρουμανική) και Ιστρορομανική στο Δούναβη,
Κουτσοβλαχική[1]
και Μογλενιτική γύρω από την Εγνατία. Στη δημιουργία τους και στη
διαφοροποίηση μεταξύ τους συντελούν η ποικιλία των λατινικών ιδιωμάτων
που μεταφέρθηκαν από την Ιταλική χερσόνησο στο Βαλκανικό χώρο και οι
ιθαγενείς γλώσσες με τις οποίες αυτά έρχονται σε επαφή. Οι βαλκανικές
νεολατινικές γλώσσες, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες της Δύσης,
διαθέτουν έναν αριθμό κοινών γλωσσικών γνωρισμάτων που κληρονομούν από
τη λαϊκή-προφορική λατινική.
Ανάμεσα στην Κουτσοβλαχική και την
Δακορουμανική υπάρχουν πολλές ομοιότητες όπως και διαφορές. Η πρώτη
είναι συντηρητικότερη και εμφανίζει αρχαϊκότερο χαρακτήρα σε σχέση με τη
δεύτερη, γεγονός που την πλησιάζει περισσότερο προς την λαϊκή λατινική.
Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι η μεγαλύτερη γλωσσική επίδραση που δέχτηκε
η Κουτσοβλαχική προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και παιδεία.
Ιδιαίτερα τα γλωσσικά στοιχεία ―μερικά από τα οποία δεν απαντούν σε
νεοελληνικά ιδιώματα― που ενσωματώθηκαν από την αρχαία ελληνική στην
Κουτσοβλαχική μάς πείθουν ότι οι εκλατινισμένοι Βλάχοι πρέπει να είχαν
ως αρχική μητρική τους γλώσσα την ελληνική.
Η χρήση της Κουτσοβλαχικής ήταν πάντοτε προφορική και μόνο στα μέσα του 18ου
αιώνα, κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εμφανίζονται για
καθαρά εκπαιδευτικούς λόγους τα πρώτα γραπτά μνημεία στις ελληνικές
παροικίες του εξωτερικού και ιδιαίτερα στην περιοχή της Μοσχόπολης.
6. Τα ονόματα των Βλάχων
Οι Βλάχοι αποκαλούν τους εαυτούς τους
Αρμ£νÖ (Arm£n%), δηλ. Romanus (πβ. Ρωμανία = το Βυζάντιο), όπως
συνήθιζαν να αποκαλούν «Ρωμαίους» ―και στη λαϊκή γλώσσα «Ρωμιούς»― τους
εαυτούς τους όλοι οι υπήκοοι του Βυζαντινού κράτους. Η λέξη Αρμ£νÖ δεν
έχει καμιά ιστορική σύνδεση με τους όρους Romania, Rοman (= Ρουμανία,
Ρουμάνος), καθώς αυτοί είναι λόγια κατασκευάσματα του 19ου αι. που επιβλήθηκαν μετά την ίδρυση του ρουμανικού κράτους.
Η ονομασία Βλάχος δε χρησιμοποιείται από τους ίδιους, παρά μόνο επειδή τους επιβλήθηκε από μη Βλάχους. Η εμφάνισή της μετά τον 10ο αι. στα βυζαντινά κείμενα ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι τον 6ο-7ο αι. η λατινική γλώσσα ήταν κυρίαρχη στο Βυζαντινό κράτος, οπότε η ονομασία Βλάχος
με την έννοια λατινόφωνος ήταν κάτι κοινό και γνωστό, χωρίς να προκαλεί
τους ξένους για ξεχωριστή ονομασία των λατινόφωνων. Μετά τον 6ο
αι., με τον εξελληνισμό του Βυζαντινού κράτους, οι χρήστες της
λατινικής γλώσσας άρχισαν να προκαλούν την περιέργεια των ξένων, και
μάλιστα των Σλάβων, όταν ήθελαν να ξεχωρίζουν τους λατινόφωνους από τους
ελληνόφωνους της Αυτοκρατορίας. Μόλις τα τελευταία χρόνια οι
επιστήμονες δημιούργησαν τους λόγιους τύπους Αρωμούνοι, Αρουμούνοι,
Aroumains, Macedoroumains κ.λπ., που δεν εκφράζουν πιστά την αυτονομασία
των Βλάχων αλλά ικανοποιούν περισσότερο εκείνους που θέλουν να
συνδέσουν το όνομα των Βλάχων με εκείνα των Romains, Romania κ.λπ.
Η λέξη Βλάχος προέρχεται από την
λατινική λέξη Volcae, Volci (Βόλκοι, Ουόλκοι), που δήλωνε ένα κελτικό
φύλο που ζούσε στη Γαλατία και είχε εκμάθει τη λατινική γλώσσα. Οι
Βόλκοι-Ουόλκοι ήταν οι πιο κοντινοί γείτονες των γερμανικών φύλων,
γεγονός που συνετέλεσε ώστε όλους τους λατινόφωνους οι Γερμανοί να τους
αποκαλούν Βόλκους, όπως και τη γλώσσα τους. Το Volci εξελίχτηκε στα
χείλη των Γερμανών και των γειτόνων τους σε διάφορους τύπους: Walachen,
Welchland, Wallis, Wallais, Βαλλόνοι, Wales (Ουαλία), Welschme κ.λπ.,
που τους συναντούμε ακόμη και σήμερα στις γλώσσες ευρωπαϊκών λαών με τη
σημασία λατινόφωνος. Από τους Γερμανούς πέρασε στους Σλάβους ως: Olahy, Olahi, Valachi, Voloh, Vloh, και εν συνεχεία στους Βυζαντινούς ως: Βλάχοι.
Οι Βλάχοι της Ελλάδας έχουν και άλλα
ονόματα για τα οποία δεν είναι πάντοτε εύκολο να γνωρίζουμε πότε, πώς
και γιατί τους δόθηκαν και τι ακριβώς σημαίνουν. Από τον 11ο αι. το όνομα Βλάχοι αρχίζει να ταυτίζεται με τον νομάδα κτηνοτρόφο (πβ. Άννα Κομνηνή) και στη συνέχεια με τον «χωριάτη, αγροίκοκαιαπολίτιστο». Με δεύτερο συνθετικό τη λέξη Βλάχος έχουμε τα ονόματα Καράβλαχος, που σημαίνει τον αγροίκο αλλά και τον γενναίο, δυνατό Βλάχο. Το: Μπουρτζόβλαχος
περικλείει και αυτό υποτιμητική σημασία για τους Βλάχους, ενώ μερικοί
υποστηρίζουν ότι σημαίνει ανθρώπους που κατάγονται από τα Αμπρούζια όρη
της Ιταλίας. Ο όρος Κουτσόβλαχος από μερικούς ερμηνεύεται ως ΜικρόςΒλάχος(από το τουρκικό küçük) ή από το: κουτσός + Βλάχος, ασήμαντος, μικρόςΒλάχος, πβ. τα κουτσοπίνω, κουτσοπερνώ κ.λπ. Και οι δυο ετυμολογίες είναι μέχρι σήμερα επιστημονικά αναπόδειχτες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι το Κουτσόβλαχος
εμφανίζεται πολύ παλιά σε έγγραφα χωρίς υποτιμητική σημασία. Μερικοί
Βλάχοι αρνούνται αυτό το όνομα ενώ άλλοι το προτιμούν, γιατί δηλώνει
εκείνον που μιλάει βλάχικα και όχι τον κάθε κτηνοτρόφο και προβατάρη,
που μπορεί να είναι Σαρακατσάνος ή οποιοσδήποτε άλλος. Ακόμη το Κουτσόβλαχος
διαστέλλεται από τα άλλα ονόματα που φωνητικά πλησιάζουν προς το όνομα
Ρουμάνος, γεγονός που προκαλεί σύγχυση, ιδίως στους ξένους επιστήμονες ή
στους απλούς ανθρώπους. Υπάρχουν επίσης τα ονόματα: Αρουμούνοι, Αρωμούνοι, λόγια κατασκευάσματα και όχι αρεστά σε πολλούς Βλάχους. Τέλος, τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί και ο νεολογισμός: Αρμάνοι.
Βλάχους εκτός του ελληνικού χώρου
συναντούμε και σε άλλες βαλκανικές χώρες, όπως Αλβανία, πρώην
Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Πολλοί προσπάθησαν για πολιτικούς και
προπαγανδιστικούς λόγους να επιβάλουν την άποψη ότι όσοι μιλούν βλάχικα
στη Βαλκανική αποτελούν μια ενιαία και ξεχωριστή εθνότητα με μόνο
επιχείρημα τη γλωσσική τους συγγένεια. Η κατάκτηση της Βαλκανικής από
τους Ρωμαίους και η επιβολή της λατινικής γλώσσας ήταν πολιτική που
στόχευε στην εκλατίνιση των κατακτημένων περιοχών. Επιπλέον είναι γνωστό
ότι το Ρωμαϊκό κράτος ήταν πολυεθνικό, δηλ. είχε πολιτική αλλά όχι και
εθνολογική ομοιογένεια. Όπως διάφορες νεολατινικές γλώσσες (ισπανική,
πορτογαλική) επιβλήθηκαν σε ιθαγενείς πληθυσμούς της νότιας Αμερικής που
εθνολογικά είναι άσχετοι με τους λατινόφωνους αποίκους, έτσι και στη
Βαλκανική η υιοθέτηση της λατινικής γλώσσας δε σήμαινε και εθνολογική
αφομοίωση από τους Ρωμαίους.
Αν όσοι μιλούν ένα λατινογενές ιδίωμα στη
Βαλκανική ήταν και εθνολογικά συγγενείς, τότε οι Ιστρορουμάνοι της
βόρειας Γιουγκοσλαβίας, οι ρωμανόφωνοι Δαλματοί, οι Βλάχοι της Ελλάδας,
της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και οι Βλάχοι των Μογλενών θα πρέπει
εθνολογικά να είναι συγγενείς, άποψη όχι μόνο αντιεπιστημονική αλλά και
παρανοϊκή για όσους γνωρίζουν έστω και λίγη βαλκανική ιστορία. Παρόλα
αυτά οι διάφορες πολιτικές προπαγάνδες αντί να σεβαστούν τα δικαιώματα
των διαφόρων λατινόφωνων δίγλωσσων πληθυσμών της Βαλκανικής Χερσονήσου
και να τους αφήσουν να ζήσουν και να αναπτυχθούν σύμφωνα με την
αυτόχθονη καταγωγή τους, τον γηγενή πολιτισμό και το φυσικό τους
περιβάλλον, προσπαθούν με κύριο επιχείρημα τη γλωσσική συγγένεια να
σχηματίσουν βλάχικη εθνολογική κοινότητα, γεγονός που θα επιτρέψει
καλύτερη εκμετάλλευση των λατινόφωνων και ογκωδέστερο υλικό για την
προβολή πιέσεων προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις.
Στη χερσόνησο της Ιστρίας συναντούμε τους
Ιστρορουμάνους (λόγια ονομασία) γνωστούς ως Cici (Τσίτσοι) ή Ciri-biri.
Πιο κάτω τους Μορλάκους ή Μαυρόβλαχους, Τσίντσαρους κ.λπ. Στην Αλβανία
υπάρχουν οι Φρασαριώτες Βλάχοι (από την περιοχή Φράσαρι) γνωστοί και ως
Αρβανιτόβλαχοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Ελληνόβλαχοι
βορειοηπειρώτες που κατά καιρούς, λόγω των ιστορικών συνθηκών,
εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο. Το ίδιο ισχύει και για την πΓΔΜ, όπου
συναντούμε Βλάχους από την Μοσχόπολη και τα γύρω χωριά, Νικολίτσα,
Λινοτόπι, Σίπισχα κ.λπ.
7. Θρησκεία
Ένα από τα θεμελιώδη συστατικά του
πνευματικού βίου των Βλάχων είναι η Ορθόδοξη πίστη και η τήρηση της
ελληνοβυζαντινής παράδοσης. Πάντοτε οι Βλάχοι τελούσαν την Θεία
Λειτουργία σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό και στη γλώσσα της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Ουδέποτε πριν από την εμφάνιση της ρουμανικής προπαγάνδας
ακούστηκε το Ευαγγέλιο ή ο Απόστολος στη βλάχικη γλώσσα. Όταν έγιναν
απόπειρες για την καθιέρωση της βλάχικης γλώσσας στη λειτουργία, οι
Βλάχοι δεν έμειναν άπρακτοι, αλλά αντέδρασαν στην κατάργηση της
παράδοσης.
Η κίνηση για την άλωση της θρησκευτικής
συνείδησης των Βλάχων αρχίζει επισήμως το 1881, όταν ομάδα Βλάχων, δήθεν
αντιπροσώπων, υποβάλλει υπόμνημα προς τους πρέσβεις των Μεγάλων
Δυνάμεων και ζητάει την ίδρυση Επισκοπής Βλάχων με πιθανή έδρα το
Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Έγινε μεγάλος αγώνας, αλλά δεν
βρέθηκε κανείς Βλάχος ιερωμένος να δεχτεί το αξίωμα του επισκόπου, ενώ
και η αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν σφοδρή.
Και σήμερα Βλάχοι, οι λεγόμενοι της
διασποράς, που κατοικούν σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, οι
περισσότεροι μη ελληνικής καταγωγής, προσπαθούν με πρόσχημα την οδηγία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ευρώπης
να επαναθέσουν το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας. Όμως η τήρηση της
εκκλησιαστικής παράδοσης είναι θεμελιώδης, όπως αποδεικνύεται και από
την περίπτωση των Αλβανόφωνων της Ιταλίας. Ουνίτες καθολικοί στο
θρήσκευμα αλλά πρώην Ορθόδοξοι και βιαίως αλλαξοπιστήσαντες, ενώ έφυγαν
από την Ελλάδα πριν από αιώνες και μετανάστευσαν στην νότια Ιταλία και
Σικελία, εξακολουθούν να τελούν τη Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το τυπικό
της ελληνοβυζαντινής παράδοσης (rito bizantino) και στην ελληνική
γλώσσα.
8. Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος
Η απαρχή της παρακμής του βλάχικου
στοιχείου της Ελλάδας και της συρρίκνωσης της βλάχικης γλώσσας υπήρξε η
ρουμανική προπαγάνδα. Δύο Ρουμάνοι διανούμενοι ταξιδεύουν το 1853 στην
τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και «ανακαλύπτουν» ένα ομόγλωσσο και
«ομοαίματο» λαό, άγνωστο μέχρι τότε στους Ρουμάνους. Μετά την επιστροφή
τους στη Ρουμανία ζητούν με πύρινη αρθρογραφία να βοηθήσει ο ρουμανικός
λαός τους «αλύτρωτους» αδελφούς της Μακεδονίας. Για το σκοπό αυτό
ιδρύεται η «Αλβανική Εταιρεία» και το «Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο», το
οποίο ανέλαβε δράση σε πρακτικά ζητήματα διαθέτοντας άφθονο χρήμα, που
εν μέρει αντλήθηκε από τους Έλληνες της Ρουμανίας και από τις Ιερές
Μονές του Άθω. Η προπαγάνδα μεταφέρεται στο χώρο της Μακεδονίας από τον
Απόστολο Μαργαρίτη, ελληνοδιδάσκαλο από την Κλεισούρα, ευφυή
τυχοδιωκτικό τύπο με εξαιρετικές ικανότητες, ο οποίος επισκέπτεται το
1862 τη Ρουμανία, όπου γίνεται δεκτός ως εθναπόστολος με τιμές και
αξιώματα. Ιδρύει το πρώτο ρουμανικό σχολείο το 1862 στην Κλεισούρα,
διορίζεται επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της οθωμανικής
αυτοκρατορίας και μεθοδεύει την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στις βλάχικες
κοινότητες.
Συνεργάζεται με τους καθολικούς
Λαζαριστές, οι οποίοι διωγμένοι από την Ανατολή έρχονται στη Βαλκανική
χερσόνησο, για να συνεχίσουν το έργο του προσηλυτισμού ορθοδόξων στον
καθολικισμό και να αυξήσουν τη αυστριακή επιρροή στην περιοχή. Τα δυο
πιο σημαντικά αποτελέσματα του τυχοδιωκτισμού του Απ. Μαργαρίτη ήταν η
δημιουργία θρησκευτικού ζητήματος με πρόσχημα την ίδρυση Επισκοπής
Βλάχων με πιθανή έδρα το Μοναστήρι και η δημοσίευση του Ιραδέ για την
αναγνώριση του Βλάχικου μιλιέτ.
Το τέλος του Μαργαρίτη έρχεται, όταν το
επίσημο ρουμανικό κράτος αντιλαμβάνεται ότι είναι ένας τυχοδιώκτης,
χωρίς εθνική ιδεολογία και έτοιμος να υπηρετήσει και τους εχθρούς της
Ρουμανίας. Μετά το θάνατο του Μαργαρίτη (1903), η Ρουμανία συνεχίζει η
ίδια την πολιτική του, γεγονός που επιδείνωσε τις ελληνορουμανικές
σχέσεις, καθώς ήταν αδύνατο η Ρουμανία να απεμπολήσει τα πολιτικά
πλεονεκτήματα που είχε αποκτήσει απ’ όλη αυτή την κίνηση.
Τα αποτελέσματα αυτής της ρουμανικής
διπλωματικής προσπάθειας ήταν ολέθρια για το ελληνικό κράτος.
Ακολούθησαν δημεύσεις περιουσιών Ελλήνων στη Ρουμανία, απελάσεις πολιτών
και κάθε είδους καταπιέσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και έφτασε μέχρι
τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών. Τις κακές
σχέσεις ενίσχυσε το γεγονός ότι τότε αρχίζει και ο Μακεδονικός Αγώνας
κατά των Βουλγάρων. Ήταν μοιραίο σ’ αυτόν τον αγώνα να εμπλακούν και οι
Βλάχοι και των δυο παρατάξεων, οι «γκραικομάνοι» και οι ρουμανίζοντες. Η
κατάσταση αυτή αναζωπύρωσε και τις προσωπικές ή κοινοτικές έχθρες
μεταξύ των Βλάχων, με αποτέλεσμα να έχουμε συγκρούσεις των ελληνικών
ανταρτικών σωμάτων με τις ρουμανο-κομιτατζήδικες συμμορίες.
Η Ρουμανία παραπονέθηκε στις Μεγάλες
Δυνάμεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για φόνους των οπαδών της, με
αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση των ελληνορουμανικών σχέσεων.
Αυτή η ασφυκτική κατάσταση οδήγησε, με την άνοδο του Βενιζέλου, στην
αλλαγή της ελληνικής πολιτικής. Οι εθνικές προσδοκίες για την επέκταση
των συνόρων στα σημερινά τους όρια εξαρτιόταν από τη βούληση των Μεγάλων
Δυνάμεων και των χωρών της Βαλκανικής, μεταξύ των οποίων ήταν και η
Ρουμανία. Έτσι ο Βενιζέλος (1913) για εθνικούς λόγους αποφασίζει την
παραχώρηση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών ελευθεριών στους Βλάχους τους
προσκείμενους στην ρουμανική προπαγάνδα, που κατά κάποιον τρόπο τούς
αναγνωρίζει. Η ενέργεια αυτή κρίθηκε ποικιλοτρόπως, ιδιαίτερα από τους
Βλαχόφωνους Έλληνες, καθώς παρουσίαζε την εξής αντίφαση: δε ρωτιούνται
οι Βλάχοι ποια θα ήθελαν να είναι η τύχη τους αλλά κάποιος άλλος
αναλάμβανε να αποφασίσει γι’ αυτούς για λόγους εθνικούς. Η απόφαση αυτή
υπήρξε πολλαπλώς επιζήμια για τους Βλάχους.
Αποτελέσματα ρουμανικής προπαγάνδας
Τα αποτελέσματα της ρουμανικής
προπαγάνδας ήταν ολέθρια για το βλαχόφωνο στοιχείο και τη γλώσσα του. Το
πρώτο ήταν η διάσπαση της συνοχής και ο διαχωρισμός των Βλάχων σε δυο
αντίπαλες παρατάξεις: η πρώτη, πολυαριθμότερη και ισχυρότερη, παρέμεινε
σταθερή στην ιστορική της διαδρομή· η δεύτερη, ολιγάριθμη, πιο
φανατισμένη και εχθρική σε κάθε τι το ελληνικό και την ορθοδοξία. Η
αντιπαλότητα αυτή εμφανίστηκε μέσα στο σώμα κάθε βλάχικης κοινότητας,
γρήγορα επεκτάθηκε μεταξύ των οικογενειών συγχωριανών και, τέλος,
εισχώρησε και μέσα στην ίδια την οικογένεια. Τα αποτελέσματα της
διάσπασης της ψυχικής συνοχής ήταν οδυνηρά για όλους, γιατί σε παρόμοιες
περιπτώσεις με πρόσχημα κάποιες ιδεολογικές διαφορές, δίνεται η αφορμή
να αναδυθούν πικρίες, αντιπάθειες και διενέξεις. Η συμπεριφορά των
ρουμανοφρόνων ανάγκασε πολλούς είτε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και
να διασπαρούν ανάμεσα σε ελληνόφωνους πληθυσμούς είτε να σταματήσουν να
μιλούν τη μητρική τους γλώσσα, που τη θεωρούσαν αιτία για τις
περιπέτειες που περνούσαν.
Κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου
πολέμου έχουμε αναζωπύρωση της ρουμανικής προπαγάνδας με αιχμή τα
κατοχικά στρατεύματα ―και ιδίως τα ιταλικά. Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες μπήκαν
στο στόχαστρο των κατοχικών δυνάμεων, μια και υπήρχε κάποιο προηγούμενο
με έναν αριθμό ατόμων προσκείμενων στα ρουμανικά συμφέροντα, τα οποία
στον πόλεμο ταυτίστηκαν με τα συμφέροντα του άξονα.
Δυο γεγονότα σημάδεψαν την όλη κίνηση: η
ίδρυση του Πριγκιπάτου της Πίνδου και της Ρωμαϊκής Λεγεώνας, με
πρωτεργάτες γνωστούς τυχοδιώκτες, τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και τον Νικόλαο
Ματούση. Χωρίς κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο, χωρίς τη συναίνεση ούτε και
μικρής μερίδας Βλάχων, τα δυο αυτά ζητήματα έγιναν αφορμή να εκτοξευθούν
κατηγορίες σ’ όλους τους Βλάχους. Η υπόθεση του «Πριγκιπάτου» εγγίζει
τα όρια του γελοίου, η Ρωμαϊκή Λεγεώνα όμως, ένα είδος Ταγμάτων
Ασφαλείας, υπήρξε μίασμα στην ιστορία των Βλάχων, αλλά και φυσικό
επιγέννημα των ειδικών συνθηκών της εποχής εκείνης.
Η προσέγγιση της πολιτικής πλευράς του
Κουτσοβλαχικού ζητήματος στις σωστές του διαστάσεις άρχισε να
πραγματοποιείται, όταν οι ίδιοι οι Βλάχοι ανέλαβαν την αντιμετώπισή του.
Η αβελτηρία του κράτους και η άγνοια του προβλήματος από μεγάλο μέρος
της ελληνικής διπλωματίας ήταν οι βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν στην
διάδοση και στην αύξηση της επιρροής της Ρουμανίας πάνω στους
Κουτσόβλαχους. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς το ελληνικό
κράτος, ο πνευματικός κόσμος και η ελληνική κοινωνία γνώρισαν την
πραγματική συμβολή και ιστορία των Βλάχων με συνέπεια την αλλαγή της
νοοτροπίας και τον σεβασμό ακόμη και των άσχετων με τα Κουτσοβλαχικά
πράγματα.
Λανάρι, τσικρίκι, ανέμη
9. Η πνευματική προσφορά των Βλάχων
Είναι δύσκολο να οριοθετηθεί η πνευματική
προσφορά των Βλάχων στα πλαίσια της Νεοελληνικής Φιλολογίας για λόγους
προφανείς. Οι Βλάχοι, δίγλωσσος πληθυσμός, ταύτισαν εξαρχής την παιδεία
και την θρησκεία τους με τον Ελληνισμό. Η κλασική παιδεία καθώς και η
βυζαντινή και νεοελληνική παράδοση στα γράμματα και τις τέχνες είναι
ενσωματωμένα στην παιδεία τους, όπως αποδεικνύεται και από τα λεξιλογικά
τεκμήρια της Κουτσοβλαχικής. Εξάλλου η ονοματολογία των Βλάχων είναι
παρόμοια με την ελληνική, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την
διάκριση βλαχόφωνων – ελληνόφωνων και μόνο η γνώση του τόπου καταγωγής
ενός πνευματικού ανθρώπου μπορεί να βοηθήσει στην κατάταξή του.
Γεωγραφικά δεν παρατηρείται ιδιαίτερη
πνευματική ανάπτυξη ενός τόπου που κατοικείται από Βλάχους με εξαίρεση
τη Μοσχόπολη, η οποία κατοικούμενη αποκλειστικά από Βλάχους ανέπτυξε μια
παιδεία υψηλού επιπέδου και έδωσε έναν αστερισμό πνευματικών ανθρώπων
και εξαίρετων φιλολογικών έργων. Υπάρχουν και δευτερεύουσες περιπτώσεις
μικρών βλαχόφωνων πολισμάτων όπου παρατηρούμε πνευματική ανάπτυξη, όπως
π.χ. το Μέτσοβο, το Λιβάδι Ολύμπου κ.λπ., χωρίς όμως να αποτελέσουν
ξεχωριστές Σχολές μέσα στα πλαίσια της Νεοελληνικής
Η Μοσχόπολη, πολιτεία πολυάνθρωπη και
δραστήρια με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, υπήρξε η πνευματική Μητρόπολη
των Βλάχων που έδωσε ένα σεβαστό αριθμό λογίων. Περιτριγυρισμένη από
βουνά, ανάμεσα σε πληθυσμούς αμαθείς, μεταξύ κακοποιών στοιχείων και υπό
τη σκιά της οθωμανικής κυριαρχίας, αναδείχτηκε κατά τον 18ο
αιώνα ένας πνευματικός πυρήνας που καινοτόμησε στη βαλκανική
πραγματικότητα και ασπάστηκε τις νεοτερικές ιδέες της Δυτικής Ευρώπης.
Άνθρωποι σαν τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Μεθόδιο Ανθρακίτη μετέδωσαν τις
νέες ιδέες σε Μοσχοπολίτες μαθητές, που με τη σειρά τους τις διέδωσαν
τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στη Βαλκανική. Η Μοσχόπολη, «αιΑθήναιτηςΤουρκοκρατίας»,
δεν αναφέρεται όσο της αξίζει στην ιστορία της Νεοελληνικής Φιλολογίας,
αφού από τις σελίδες της λείπουν ο Θεόδωρος Καβαλιώτης και ο Δανιήλ ο
Μοσχοπολίτης, που αποτέλεσαν τους προδρόμους της συγκριτικής Βαλκανικής
γλωσσολογίας. Το γεγονός ίσως δικαιολογείται κυρίως από το ότι η βλάχικη
γλώσσα ήταν άγνωστη και απρόσιτη στους περισσότερους ερευνητές.
Η Μοσχόπολη αναδείχτηκε στηριζόμενη στις
δικές της δυνάμεις, στους πνευματικούς ανθρώπους της και στον ευνοϊκό
κοινωνικό της περίγυρο για τα γράμματα και τις τέχνες. Για την ίδρυσή
της και για τις απαρχές της πνευματικής της κίνησης δεν έχουμε
πληροφορίες παρά από τον 18ο αιώνα και μετά. Μια από τις
μεγαλύτερες προσφορές της ήταν η ίδρυση, από τον ιερομόναχο Γρηγόριο
Κωνσταντινίδη, του πρώτου τυπογραφείου στα Βαλκάνια. Μέχρι σήμερα είναι
γνωστές αρκετές εκδόσεις όπως: η Γραμματικήτηςαρχαίαςελληνικήςκαι το τρίγλωσσο λεξικό ελληνο-βλαχο-αλβανικό Πρωτοπειρείατου Θεόδωρου Καβαλλιώτη (1760), το τετράγλωσσο Λεξικόελληνο-βλαχο-αλβανο-βουλγαρικό του Δανιήλ του Μοσχοπολίτη (1802), η ΑκολουθίατουΟσίουΝαούμκαιτωνενΤιβεριουπόλειμαρτυρησάντων (1760), Κωνσταντίνου Ιερομονάχου Μοσχοπολίτου ΠερίεκπορεύσεωςτουΑγίουΠνεύματος, Περίμεταλήψεως (1746), το γνωστό ΒιβλίονκαλούμενονΠίστιςτουΝεκταρίουΤέρπου, ΑκολουθίατουΑγίουΣεραφείμ, επισκόπουΦαναρίου κ.λπ.
Το κυρίως πνευματικό ίδρυμα της
Μοσχοπόλεως ήταν η περίφημη Νέα Ακαδημία (1744), ίδρυμα ανώτατης
εκπαίδευσης για τον καιρό της, στην ίδρυση της οποίας πρωτοστάτησε ο
Μοσχοπολίτης Αρχιεπίσκοπος Αχρειδών Ιωάσαφ. Από το 1750 διευθυντής της
ορίζεται σε νεαρότατη ηλικία ο πρωτοπαπάς Θεόδωρος Καβαλιώτης. Το
επίπεδο της Ακαδημίας θεωρείται υψηλότατο για την εποχή και οι απόφοιτοί
της διασκορπίζονται σ’ όλο τον ελληνικό και βαλκανικό χώρο.
Διδάσκαλοι της Ακαδημίας χρημάτισαν
γνωστά ονόματα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, όπως ο Ιερομόναχος
Χρύσανθος, ο Σεβαστός Λεοντιάδης, ο Γρηγόριος Κωνσταντινίδης ο
τυπογράφος και έπειτα Μητροπολίτης Δυρραχίου, ο Γρηγόριος Αγιοκαστρίτης
και άλλοι.
Από το κλίμα της Νέας Ακαδημίας ξεπήδησε
μια πλειάδα πνευματικών ανθρώπων. Αναφέρουμε ενδεικτικά: τον
Αρχιεπίσκοπο Αχρειδών Ιωάσαφ, τον Μητροπολίτη Καστοριάς Διονύσιο τον
Μάντουκα, τον Ιωάννη Χαλκέα, καθηγητή του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου της
Βενετίας, τον Νεκτάριο Τέρπο, τον Δημήτριο και τον Αμβρόσιο Παμπέρη,
τον Νικόλαο Σαμσάλα, τον Ναούμ Γκούστα, τους αδελφούς Τούρτα, τον
Κωνσταντίνο Τζεχάνη, τον Γεώργιο Παπα Σίμο, τον ιατροφιλόσοφο Ιωάννη
Αδάμη, τον Ποσάμα και πολλούς άλλους.
Κλόπουτι (klόputi), κουδούνια
Εκτός από την Μοσχόπολη έχουμε και
βλάχικα πολίσματα που έχουν να επιδείξουν κάποια αξιόλογη πνευματική
καλλιέργεια. Ένα από αυτά είναι το Μέτσοβο, το πρώτο σχολείο του οποίου
ιδρύθηκε το 1759 με κληροδότημα πλουσίου Μετσοβίτη μεγαλεμπόρου. Τα
σχολεία του χωριού ήταν πολλά και όλων των βαθμίδων και από αυτά
αναδείχτηκαν σημαντικές προσωπικότητες· ένας από τους μαθητές τους
υπήρξε κι ο Νεόφυτος Δούκας. Ο Μετσοβίτης Νικόλαος Τζαρτζούλης, μετά τα
εγκύκλια μαθήματα στο Μέτσοβο, σπούδασε στη Βενετία και την Πάδοβα και
διεύθυνε πολλά σχολεία, όπως την Αθωνιάδα του Αγίου Όρους, την
Πατριαρχική Ακαδημία, την Ακαδημία του Ιασίου και σχολεία του Μετσόβου.
Υπήρξε πολυγραφότατος (πβ. την ακολουθία του μάρτυρα Μετσοβίτη Νικολάου)
με πολυάριθμες μεταφράσεις και από ξένα συγγράμματα. Άλλοι Μετσοβίτες
λόγιοι: ο ιερομόναχος Τρύφων, μαθητής και διάδοχος του Βούλγαρη στην
Μαρουτσαία σχολή των Ιωαννίνων και οπαδός των φιλοσοφικών ιδεών του
διδασκάλου του Ευγενίου Βούλγαρη· ο Παρθένιος Κατζιούλης, ο
επικαλούμενος Παροιμιογράφος, από τους προδρόμους της ελληνικής
λαογραφίας.
Εξίσου σημαντική υπήρξε και η προσφορά
της Κλεισούρας με προεξάρχοντα τον Δημήτριο Δάρβαρη, λόγιο και εκδότη
πολλών έργων με δράση στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Υπήρξε
φιλόσοφος, διδάσκαλος και συγγραφέας ποικίλων έργων μεταξύ των οποίων Γραμματικήαπλοελληνική, Εισαγωγήειςτηνελληνικήνγλώσσαν, ΝέονΑλφαβητάριον, Πρωτοπειρίααπλοελληνική,
κ.λπ. Αξιόλογη υπήρξε κι η συνεισφορά του Λιβαδίου Ολύμπου, το οποίο
διέθετε σχολεία με άριστους διδασκάλους. Το 1700 περίπου λειτουργεί
Σχολείον Κοινών Γραμμάτων στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, όπου δίδαξε ο
Ιωάννης Πέζαρος ή Κωφός. Ο Άνθιμος Ολυμπιώτης ιδρύει την Ανώτερη Σχολή
Λιβαδίου όπου διδάσκει ο Πέζαρος και ο Ι. Σπαρμιώτης. Συνεχιστής του
έργου του Άνθιμου είναι ο Αγαθάγγελος, ιεράρχης φωτισμένος, δυναμικός με
σημαντική εκκλησιαστική και εθνική δράση ως επίσκοπος Πέτρας και
αργότερα Στρωμνίτσης.
Οι παραπάνω αναφορές είναι γενικές και
δεν πρέπει να παραλείπονται πρόσωπα εξίσου σημαντικά, όπως ο Ρήγας
Φεραίος, οι εκδόσεις του οποίου γαλούχησαν τους τροφίμους της ελληνικής
παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σε όλο τον Βαλκανικό χώρο. Το
μεγαλύτερο πλήθος άλλωστε των Βλάχων λογίων ασπάζεται τις νέες ιδέες της
Δύσης. Τέλος ένα κεφάλαιο που χρήζει ιδιαίτερης έρευνας είναι αυτό που
αφορά τους λογίους των νεότερων χρόνων όπως τον Σπυρίδωνα Λάμπρου, τον
Κώστας Κρυστάλλη, τον Γεώργιο Ζαλοκώστα και πολλούς άλλους.
Ο «Θούριος» του Ρήγα Φεραίου
10. Η εθνική προσφορά των Βλάχων
Όταν γίνεται αναφορά στην εθνική προσφορά
των Βλάχων, η έμφαση δίνεται στο πλήθος των μεγάλων Βλάχων ευεργετών
και στα ονόματα οπλαρχηγών των κλεφταρματολών. Η εθνική προσφορά των
Βλάχων, όμως, δεν εξαντλείται στα γνωστά πρόσωπα· υπάρχει μια στρατιά
Βλάχων πνευματικών ανθρώπων και αγωνιστών τα ονόματα των οποίων μας
είναι άγνωστα και φυσικά άγνωστα παραμένουν τα έργα και η προσφορά τους.
Οι Βλάχοι, παρά την λατινογενή γλώσσα
τους, κατόρθωσαν σε δύσκολες περιόδους του ελληνισμού να διατηρήσουν και
να διαδώσουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μοσχόπολης, που με τα σχολεία και
την Ακαδημία διατηρεί άσβεστη τη φλόγα του ελληνισμού με φωτισμένους
δασκάλους που αγωνίζονται να διατηρήσουν τα αγαθά του ελληνικού
πολιτισμού ιδρύοντας τυπογραφεία, εκδίδοντας βιβλία και παράγοντας
δασκάλους και αποστόλους της ελληνικής ιδέας και της ορθοδοξίας. Αυτοί
οι άνθρωποι μέσω της διδασκαλίας μεταλαμπαδεύουν στους μαθητές τους και
όλες τις καινοτόμες ιδέες της εποχής. Δεν απευθύνονται μόνο στους
Έλληνες, αλλά προσπαθούν, όπως έκανε ο βλαχικής καταγωγής Ρήγας Φεραίος,
να διαφωτίσουν και τους αλλόγλωσσους λαούς της Βαλκανικής με στόχο την
ενσωμάτωση όλων των Βαλκάνιων στην ελληνική σκέψη.
Αυτή η πνευματική διαδικασία μέσω της
παιδείας, των εκδόσεων, των εφημερίδων θα αποτελέσει τη βάση για τον
ένοπλο αγώνα που θα ακολουθήσει. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι ελληνικές
παροικίες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βιέννη, η Βουδαπέστη, το
Βουκουρέστι, η Τεργέστη, το Σεμλίνο, η Λειψία κ.ά., στις οποίες
κυρίαρχος είναι ο ρόλος των Βλαχόφωνων Ελλήνων. Εκεί ασπάζονται τα νέα
μηνύματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ιδρύουν σωματεία, εκδίδουν βιβλία
και εφημερίδες και συστήνουν εταιρίες. Επισκέπτονται συχνά τη σκλαβωμένη
πατρίδα, ιδρύουν σχολεία και μεταφέρουν σ’ αυτήν τις καινούριες ιδέες.
Δεν υπάρχει βλαχοχώρι που να μη δέχτηκε τα σπέρματα του Διαφωτισμού από
τα ξενιτεμένα παιδιά του. Δεν υπάρχει Βλάχος αγωγιάτης που να μη
μετέφερε μαζί με τα εμπορεύματά του και τις νεοτερικές ιδέες. Κορυφαία
προσωπικότητα σ’ αυτή τη διεργασία είναι ο Ρήγας Φεραίος, ο οποίος έριξε
τον σπόρο της επανάστασης με τη Χάρτα, τις μεταφράσεις και τα
διαποτισμένα με τις ιδέες του Διαφωτισμού έργα του. Ανάλογο ρόλο στην
ψυχολογική προετοιμασία των υπόδουλων Ελλήνων έπαιξαν με τα έργα τους,
πρωτότυπα και μεταφρασμένα, ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης και ο Δημήτριος
Δάρβαρης.
Τσăρούχį (tsărúx), τσαρούχια
Και στον ένοπλο αγώνα του 1821 η προσφορά
των Βλάχων υπήρξε αποφασιστική. Τα βουνά της Ηπειροθεσσαλίας και
Μακεδονίας στάθηκαν το λίκνο των κλεφταρματολών και των άλλων
επαναστατικών ομάδων προσφέροντάς τους τις κατάλληλες γεωγραφικές
συνθήκες επιβίωσης. Ένα ακόμη στοιχείο για τη στήριξη ενός ένοπλου αγώνα
είναι η δυνατότητα ενός τόπου να προσφέρει τροφή και ανθρώπινο δυναμικό
για την επάνδρωση και διατήρηση των ένοπλων σωμάτων. Αυτές τις δυο
προϋποθέσεις εκπληρώνουν στον ελληνικό χώρο κυρίως οι νομαδικοί
ποιμενικοί πληθυσμοί, Βλάχοι και Σαρακατσάνοι, που κατοικοεδρεύουν στα
ψηλά βουνά, διαθέτουν τροφή, μεταφορικά μέσα και ανθρώπινο δυναμικό για
τη σύμπηξη επαναστατικών ομάδων. Αυτοί οι πληθυσμοί διέτρεφαν, απέκρυβαν
και πληροφορούσαν κλεφταρματολούς και ληστές που αποτελούσαν την
μοναδική ένοπλη δύναμη του σκλαβωμένου ελληνισμού. Η επάνδρωση των
ενόπλων σωμάτων από νομάδες κτηνοτρόφους ήταν φυσικό επακόλουθο, γιατί
με τον τρόπο αυτό υπερασπίζονταν τις οικογένειές τους, την περιουσία
τους και τον ζωτικό τους χώρο. Άλλωστε οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης
στα βουνά, οι συνεχείς μετακινήσεις με τα προβλήματα που παρουσίαζαν και
η διαπραγματευτική τους ικανότητα με κάθε αρχή και εξουσία αποτελούσαν
την καλύτερη προπαιδεία για έναν επαναστατικό αγώνα.
Όλα αυτά συνετέλεσαν στην ανάδειξη ενός
αριθμού αξιόλογων οπλαρχηγών που διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα
επαναστατικά κινήματα και ανέδειξαν ορισμένα γεωγραφικά διαμερίσματα,
όπως την περιοχή του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας, σε ενδιαιτήματα
και φυτώρια επαναστατών.
Πολύ σύντομα, μετά την τουρκική κατάκτηση, εμφανίζεται ο θεσμός των αρματολικίων,
που αποτελούσαν συνέχεια της παράδοσης από την εποχή των Μακεδόνων
βασιλέων με τις συνοριακές φρουρές κατά των Ιλλυριών και Θρακών, των
Ρωμαίων με τα praesidia armata και τα auxilia, των Βυζαντινών με τους ακρίτες.
Πολλές οικογένειες αρματολών, βλάχικης καταγωγής, αποτέλεσαν τους
πρώτους ένοπλους πυρήνες: οι Λαζαίοι του Ολύμπου, οι Ζιακαίοι των
Γρεβενών, οι Βλαχαβαίοι των Χασίων, οι Στουρναραίοι, οι Ζηδραίοι, οι
Ζιουρκαίοι και πολλοί άλλοι αγωνιστές όπως ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο
Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι, ο Νικόλαος Κασομούλης από το Πισοδέρι, ο
Γιάννης Πρίφτης από τη Σαμαρίνα, κ.λπ. πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες
στον ελληνισμό. Κοντά σ’ αυτούς υπάρχει και ένας μακρύς κατάλογος
μικρότερων και άγνωστων σε μας αγωνιστών που πρόσφεραν το αίμα και τις
περιουσίες τους στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων.
Και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα η ένοπλη
προσφορά των Βλάχων είναι σπουδαία και συνέβαλε στην διάσωση του
Μακεδονικού χώρου από τη βουλιμία των Βαλκάνιων γειτόνων μας, όπως
προκύπτει από έγγραφα ελλήνων προξένων και ιεραρχών που αναφέρονται στη
συμβολή των Βλάχων στα κέντρα που διηύθυναν τον Μακεδονικό Αγώνα.
Ορισμένοι μάλιστα ιεράρχες τονίζουν ότι η παρουσία και προσφορά τους
ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ευόδωση του αγώνα. Τα Προξενεία του
Μοναστηρίου, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών κ.λπ. χρησιμοποίησαν Βλάχους
για εκτελεστικά όργανα, για τις μεταφορές και ως τροφοδότες,
πληροφοριοδότες, νοσηλευτές και αγωνιστές.
Τέλος πρέπει να μνημονευθούν οι Βλάχοι
μεγάλοι και μικροί ευεργέτες, καθώς η απόκτηση ενός αγαθού, όπως της
ελευθερίας, είναι μεγαλειώδης και θαυμαστή προσφορά, αλλά η διατήρηση
και διαχείρισή του είναι εξίσου σημαντική. Και στην περίπτωση αυτή
πρωταγωνιστούν οι Βλαχόφωνοι με την οικονομική τους συμβολή στην
ανάπτυξη του κράτους και της κοινωνικής ζωής. Μεγαλέμποροι και
τραπεζίτες Βλάχοι προσφέρουν τεράστια ποσά και ολόκληρες περιουσίες για
έργα υποδομής κατά την αναγέννηση του ελληνικού κράτους.
Μια πλειάδα ευεργετών άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στη συνείδηση του έθνους:
✓ Οι οικογένειες Αβέρωφ και Τοσίτσα
κόσμησαν την Αθήνα με τις ευεργεσίες τους: το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το
Παναθηναϊκό στάδιο, το θωρηκτό Αβέρωφ, οι ομώνυμες Φυλακές, η Σχολή
Ευελπίδων,
✓ Ο βαρώνος Σίνας, μεγαλοτραπεζίτης στη
Βιέννη, και οι γιοι του έχτισαν την Ακαδημία Αθηνών, με το φίλο τους
Γεώργιο Σταύρου συνίδρυσαν την Εθνική τράπεζα, το Εθνικό Αστεροσκοπείο,
την Φιλεκπαιδευτική εταιρεία κ.ά.
✓ Ο Δούμπας, ο βαρώνος Μπέλιος από το
Μπλάτσι, ο Στουρνάρης και πολλοί άλλοι στήριξαν με τα χρήματά τους το
νεοελληνικό κράτος στα πρώτα του βήματα,
✓ Υπάρχει ακόμα ένα πλήθος μικρών
βλαχόφωνων ευεργετών που ίδρυσαν σχολεία στην Ήπειρο και την
Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και σπούδασαν με τα κληροδοτήματά τους μεγάλο
αριθμό νέων.
Νίκος Α. Κατσάνης (αναπλ. καθηγητής φιλολογίας ΑΠΘ)
Κώστας Δ. Ντίνας (αναπλ. καθηγητής γλωσσολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)
Κώστας Δ. Ντίνας (αναπλ. καθηγητής γλωσσολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)
Bιβλιογραφία
Capidan, Th. Aromânii. dialectul Aromân, Bucure@ti 1932
Caragiu-Marioteanu, M. Fono-morfologie aromâna, Bucure@ti 1968
Hâciu A., Aromânii, Foc@ani 1925
Papahagi T., Aromânii, grai si folklor, Ethnografie, Bucuresti 1932
Papahagi T., Dicţionarul Dialectului Aromân, Bucure@ti 1974, Editura Academiei Republicii Socialiste România
Papahagi V., Aromânii Moscopoleani @i comerţul veneţian, Bucure@ti 1935
Rosetti, Al. 1968. Istoria limbii romîne. Bucure@ti
Sandfeld K., Linguistique Balkanique, Paris 1930
Tagliavini C., Le origini nelle lingue neolatine, Bologna 1964
Wace Alan J.B. – Thompson Maurice S., Oι νομάδες των Bαλκανίων, Θεσσαλονίκη 1989, Aφοι Kυριακίδη
Weigand, G. Die Aromunen, Leipzig, I, II, 1895
Αβέρωφ-Tοσίτσας Eυάγγελος, H πολιτική πλευρά του Kουτσοβλαχικού ζητήματος, Aθήνα 1948
Κατσάνης, N. – Nτίνας, K. 1990. Γραμματική της Kοινής Kουτσοβλαχικής. Θεσσαλονίκη: Aρχείο Kουτσοβλαχικών Mελετών.
Κατσάνης, N. 1977. Eλληνικές επιδράσεις στα Kουτσοβλάχικα. Θεσσαλονίκη
Κατσουγιάννης Tηλέμαχος, Περί των Bλάχων των Eλληνικών χωρών, τ. A’ 1964, τ. B’ 1966, Θεσσαλονίκη
Κεραμόπουλος, A. 1939. Tι είναι οι Kουτσόβλαχοι. Aθήνα.
Λαζάρου Aχιλλέας, H Aρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Aθήνα 1983
Μαρτινιανού Iωακείμ Mητροπολίτου Ξάνθης, H Mοσχόπολις, Θεσσαλονίκη 1957
Μπουσμπούκης Aντώνιος, Tο ρήμα της Aρωμουνικής, Aθήνα 1982
Νικολαΐδης Kων/νος, Eτυμολογικόν Λεξικόν της Kουτσοβλαχικής γλώσσης, Aθήνα 1909
Ντίνας, Κ. 1987. Tο κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας (Φωνολογική ανάλυση). (Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη
Χρυσοχόου, Μιχ. Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι
Caragiu-Marioteanu, M. Fono-morfologie aromâna, Bucure@ti 1968
Hâciu A., Aromânii, Foc@ani 1925
Papahagi T., Aromânii, grai si folklor, Ethnografie, Bucuresti 1932
Papahagi T., Dicţionarul Dialectului Aromân, Bucure@ti 1974, Editura Academiei Republicii Socialiste România
Papahagi V., Aromânii Moscopoleani @i comerţul veneţian, Bucure@ti 1935
Rosetti, Al. 1968. Istoria limbii romîne. Bucure@ti
Sandfeld K., Linguistique Balkanique, Paris 1930
Tagliavini C., Le origini nelle lingue neolatine, Bologna 1964
Wace Alan J.B. – Thompson Maurice S., Oι νομάδες των Bαλκανίων, Θεσσαλονίκη 1989, Aφοι Kυριακίδη
Weigand, G. Die Aromunen, Leipzig, I, II, 1895
Αβέρωφ-Tοσίτσας Eυάγγελος, H πολιτική πλευρά του Kουτσοβλαχικού ζητήματος, Aθήνα 1948
Κατσάνης, N. – Nτίνας, K. 1990. Γραμματική της Kοινής Kουτσοβλαχικής. Θεσσαλονίκη: Aρχείο Kουτσοβλαχικών Mελετών.
Κατσάνης, N. 1977. Eλληνικές επιδράσεις στα Kουτσοβλάχικα. Θεσσαλονίκη
Κατσουγιάννης Tηλέμαχος, Περί των Bλάχων των Eλληνικών χωρών, τ. A’ 1964, τ. B’ 1966, Θεσσαλονίκη
Κεραμόπουλος, A. 1939. Tι είναι οι Kουτσόβλαχοι. Aθήνα.
Λαζάρου Aχιλλέας, H Aρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Aθήνα 1983
Μαρτινιανού Iωακείμ Mητροπολίτου Ξάνθης, H Mοσχόπολις, Θεσσαλονίκη 1957
Μπουσμπούκης Aντώνιος, Tο ρήμα της Aρωμουνικής, Aθήνα 1982
Νικολαΐδης Kων/νος, Eτυμολογικόν Λεξικόν της Kουτσοβλαχικής γλώσσης, Aθήνα 1909
Ντίνας, Κ. 1987. Tο κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας (Φωνολογική ανάλυση). (Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη
Χρυσοχόου, Μιχ. Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι
Πηγή:
ημερομ. δημοσίευσης στο παραπάνω blog 20.07.2010
———————————-
———
Οι αρειμάνιοι Βλάχοι
του
Νικόλαου Μέρτζου
Τι είναι οι Βλάχοι και από πού προήλθαν;
Το διπλό ερώτημα τίθεται συνεχώς τα τελευταία χίλια χρόνια και λαμβάνει ποικίλες, αντιτιθέμενες μεταξύ τους, απαντήσεις.
Σύμφωνα με τις κυριότερες εκδοχές, οι Βλάχοι είναι χωριστά, κατά περίπτωση, Δάκες ή Θράκες ή Ιλλυριοί ή Κέλτες ή απόγονοι αρχαίων Ρωμαίων, ή λατινοφωνήσαντες αυτόχθονες κατά τόπον πληθυσμοί. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πολιτική σκοπιμότητα προσέθεσε άλλες τρεις απαντήσεις, εξ ίσου διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους: Οι Βλάχοι είναι Ρουμάνοι, όχι, είναι ΄Εθνος Βλάχων, όχι, είναι Ιταλοί!
Παρ’ ότι καθεμιά απάντηση αναιρεί όλες τις υπόλοιπες, όλες οι απαντήσεις συμφωνούν ότι οι Βλάχοι είναι λατινόφωνοι, απρόοπτοι, ανυπότακτοι, εύστροφοι, και σκληροί πολεμιστές. Επίσης, οι οκτώ από τις εννέα παραπάνω απαντήσεις δεν στηρίζονται στις προηγούμενες ιστορικές πηγές ούτε εξηγούν τα ακόλουθα αυταπόδεικτα γεγονότα:
Παρόμοια με τα βλάχικα γλώσσα, αναγνωρισμένη επίσημα μάλιστα, ομιλούν και γράφουν μέχρι σήμερα στην Ελβετία εκατοντάδες χιλιάδες ορεσίβιοι Ελβετοί.
Η Πολωνία, μέχρι σήμερα, ονομάζει Wloshy, δηλαδή Βλαχία, την Ιταλία.
Οι Γερμανοί ονόμαζαν, και όλοι οι Σλάβοι ακόμη ονομάζουν, Βλάχους όλους τους λατινόφωνους λαούς, ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή καθενός λατινόφωνου λαού, την οποία, ωστόσο, οι Σλάβοι ξεχωρίζουν και αναγνωρίζουν.
΄Ολοι οι Βλάχοι κατανοούν πολύ περισσότερο την ελβετική ραιτορωμανική, την πορτογαλική, την ισπανική και την ιταλική, παρά τη ρουμανική.
Οι Βλάχοι της πατρώας μας Αυτοκρατορίας και, αργότερα, του χώρου της ουδέποτε έγραψαν στην προφορική τους γλώσσα, αλλά μόνο στην ελληνική – περισπούδαστα μάλιστα έργα της νεότερης Ελληνικής Γραμματείας.
Βλάχοι στην Ελλάδα ήσαν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι Εθνικοί Ευεργέτες και αρματολοί, καθώς επίσης ξακουστοί ήρωες της Εθνεγερσίας, πρωθυπουργοί και εκατοντάδες άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής Ιστορίας.
Ο Ρουμάνος Nicolae Jorga, σοφός ιστορικός ερευνητής, καθηγητής, ακαδημαϊκός, πολιτικός και λογοτέχνης έγραψε:1
Από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, οι Βλάχοι ανήλθαν μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Και τα έγραφε αυτά το 1905, όταν το νεαρό τότε κράτος της Ρουμανίας είχε αποδυθεί, με πακτωλούς χρημάτων, σε σχολές και εκκλησιές, σε ολόπλευρη προπαγάνδα για να πείσει τους –αμετάπειστους, όμως– Βλάχους της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου ότι «είναι Ρουμάνοι».
Είναι φανερό ότι οι παραπάνω κατηγορηματικές αλλά αντιφατικές απαντήσεις, που αδυνατούν –ή προφανώς από σκοπού παραλείπουν– να εξηγήσουν τα προαναφερόμενα αυταπόδεικτα γεγονότα, συνθέτουν έναν πολύπλοκο λαβύρινθο. Για να εξέλθεις απ’ αυτόν στο φως της ημέρας, χρειάζεσαι τον μίτο της Αριάδνης. Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τον μίτο της Ιστορίας, καλώντας να καταθέσουν οι εγκυρότεροι και υπεράνω πάσης υποψίας μάρτυρες, από πηγή σε πηγή κι από εποχή σε εποχή –μάρτυρες που αυταποδείκτως δεν υπηρετούσαν καμιά σκοπιμότητα ούτε κατέχονταν από προσωπική εμπάθεια ούτε τους έλειπε η βαθειά παιδεία.
Πρώτος τέτοιος αδιαμφιβήτητος μάρτυρας είναι ο ιστορικός Πλούταρχος. Μελέτησε, συνέκρινε και έγραψε τη ζωή και το έργο μεγάλων αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ανδρών στο βιβλίο του Βίοι παράλληλοι. Επί πλέον, έζησε από το 50 μέχρι το 120 μ.Χ., εκατό μόλις χρόνια μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο και στα Βαλκάνια. Είδε με τα μάτια του την πραγματική κατάσταση και πληροφορήθηκε ζωντανά την παλαιότερη, που την παρέδωσαν αυθεντικά από πατέρα σε γιο οι μόλις τρεις προηγούμενες γενεές. Καταθέτει, λοιπόν, ότι, στον καιρό του, «όλοι οι άνθρωποι στην προφορική τους λαλιά, στον λόγο τους, χρησιμοποιούσαν τη λαλιά των Ρωμαίων». Γράφει:2
Ως δοκεί μοι περί Ρωμαίων λέγειν, ων μεν λόγω νυν ομού τι πάντες άνθρωποι χρώνται.
΄Ηταν φυσικό. Είχε επικρατήσει, εδώ κι έναν αιώνα, ακλόνητη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και όσοι τουλάχιστον υπήκοοί της συναλλάσσονταν με τη ρωμαϊκή εξουσία ή την υπηρετούσαν ή απλώς ήσαν αναγκασμένοι να καταλαβαίνουν τις εντολές της, τους νόμους της, τις δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις, βρέθηκαν αναγκασμένοι να κατανοούν και προφορικά να μιλούν τη λατινική γλώσσα.
Αυτό βεβαιώνει, τετρακόσια χρόνια αργότερα, στο έργο του Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας και ο ιστορικός Ιωάννης Λυδός, σύγχρονος του μεγάλου αυτοκράτορος Ιουστινιανού, ο οποίος, καίτοι λατινόφωνος ο ίδιος, πρώτος καθιέρωσε την ελληνική γλώσσα στη διοίκηση και τη νομοθεσία με τις περίφημες Νεαρές του – τα νέα, δηλαδή, αυτοκρατορικά διατάγματα. Επί εξακόσια τουλάχιστον χρόνια, έως τότε, σε όλες τις κρατικές υποθέσεις και υπηρεσίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των υπηκόων της, αποκλειστική γλώσσα ήταν η λατινική.
Μαρτυρεί 3, λοιπόν, ο Ιωάννης Λυδός:
…τα δε περί την Ευρώπην πραττόμενα πάντα διεφύλαξεν εξ ανάγκης διά το της αυτής οικήτορας, καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας.
Δηλαδή: «Όλα όσα επράττοντο στη Βαλκανική διεφύλαξαν εξ ανάγκης τον αρχαίο νόμο να ομιλούν λατινικά οι κάτοικοί της, αν και οι περισσότεροι ήσαν ΄Ελληνες και μάλιστα οι δημόσιοι αξιωματούχοι».
Εντωμεταξύ, πολύ νερό είχε τρέξει κάτω από τις γέφυρες της Ιστορίας. ΄Ηδη σχεδόν από τον καιρό του Πλουτάρχου, η Αυτοκρατορία άρχισε να συγκροτεί επί τόπου, στον ελληνικό χώρο, τις τρομερές λεγεώνες της, στρατεύοντας διά βίου τους επιχωρίους ΄Ελληνες, ιδιαίτερα τους πολεμικούς ορεσιβίους. Ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος (163-235 μ.Χ.), που γεννήθηκε 43 χρόνια μετά τον θάνατο του Πλουτάρχου, αναφέρει στα Ρωμαϊκά του4 ότι ο αυτοκράτωρ Αντωνίνος ο Ευσεβής, που εβασίλευσε από το 138 έως το 161 μ.Χ., συγκρότησε επί τόπου τρεις λεγεώνες από γηγενείς Μακεδόνες, Ηπειρώτες και Αιτωλούς: την 5η, 6η, και 7η.
Την κάθε λεγεώνα αποτελούσαν 16.000 άνδρες βαρειά οπλισμένοι, που υπηρετούσαν επί 25 συνεχή χρόνια, ακολουθούμενοι στο στρατόπεδο, ακόμη και στις εκστρατείες, από τις οικογένειές τους. Αυτοί όλοι, ένας συνολικός πληθυσμός 150.000 περίπου ενόπλων και επί πλέον αμάχων συγγενών τους, λατινοφώνησαν, φυσικά.
Αμέσως μετά τη συγκρότηση των παραπάνω λεγεώνων με αυτόχθονες ΄Ελληνες, ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας, το 212 μ.Χ., απένειμε σε όλους τους υπηκόους του το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, ανυψώνοντάς τους στην έως τότε απρόσιτη τάξη της έννομης ισοτιμίας και ισοπολιτείας. ΄Ετσι, από τότε, τα επόμενα 1.200 χρόνια, όλοι οι Έλληνες, ως ισότιμοι πολίτες της Ρωμαϊκής και, έπειτα, Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επονομάσθηκαν μόνοι τους Ρωμαίοι και ήσαν υπερήφανοι γι’ αυτό. Πολύ περισσότερο οι Βλάχοι, που ήσαν πάντα επίλεκτοι στρατιώτες και αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας. ΄Ετσι ακριβώς, εμείς οι Βλάχοι επονομάζουμε τον εαυτόν μας: Αρμάνι, δηλαδή Ρωμάνοι – προφέροντας βραχύτατα και κωφά τα δύο τελικά φωνήεντα, όπως οι Πορτογάλοι! Ρωμανία, εξ άλλου, ονομαζόταν συνεχώς κατά τους τελευταίους αιώνες της η πατρώα μας Αυτοκρατορία. Αρειμάνιος, στην ελληνική, σημαίνει αγέρωχος πολεμιστής.
Η επωνυμία Ρωμαίος ήταν πολιτικός τίτλος τιμής: δικαίωμα ισονομίας και ίσης συμμετοχής στην εξουσία. Ουδέποτε, επί δύο χιλιετίες, προσδιόριζε εθνική καταγωγή. Ουδέποτε οι ονομαζόμενοι από όλους τους τρίτους Βλάχοι αυτο-ονομάσθηκαν Βλάχοι. Αναγκάσθηκαν να τη χρησιμοποιούν κατά συνθήκην για να συνεννοούνται με όλους τους άλλους τρίτους, αλλά ποτέ μεταξύ τους.
΄Ετσι, γεννήθηκε η προφορική λαϊκή λατινική λαλιά, που αργότερα ονομάσθηκε βλάχικη. Σ’ αυτήν τη λαλιά τους, που ουδέποτε έγραψαν και άρα δεν καλλιέργησαν ποτέ, οι Βλάχοι κράτησαν μέχρι σήμερα, έστω, φθαρμένους από στόμα σε στόμα, αυθεντικούς πρωτογενείς πυρήνες της επίσημης λατινικής. Γι’ αυτό, σήμερα, κατανοούν πλήρως τις βασικές λέξεις-κλειδιά που διατηρούνται παρόμοιες σε όλες τις λατινογενείς ευρωπαϊκές γλώσσες. Παντού είναι παρόμοιες οι λέξεις-κώδικες όπως π.χ. κεφάλι, αφτιά, μαλλιά, μύτη, δόντι, μέτωπο, χέρι, νύχια, άνθρωπος, γυναίκα, αγόρι, κορίτσι, παλληκάρι, νερό, θάλασσα, σελήνη, ήλιος, άστρα, σπίτι, καπνός, φωτιά, νύχτα, μέρα, όλες οι μέρες της εβδομάδας και οι αριθμοί, αγαπημένη, κατσίκι, ελάφι, αρκούδα, λύκος, γουρούνι, όρνιθα, γάλα, αλάτι, τυρί κ.λπ. κ.λπ.
Στον καιρό του Ιουστινιανού, τα αυτόχθονα αυτοκρατορικά στρατεύματα λατινοφωνούσαν. Ο ιστορικός της εποχής Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, περιγράφοντας την εκστρατεία κατά των Αβάρων στη Θράκη, το 579-582, σημειώνει αποκαλυπτικά ότι η λατινική λαλιά ήταν η «πατρώα φωνή» των πολεμιστών. Το ίδιο επαναλαμβάνει ο Θεοφάνης:5
Ο δε ακολουθών εταίρος εφώνει τη πατρώα φωνή «τόρνα, φράτερ, τόρνα» και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο, οι δε λαοί, ακούσαντες και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν «τόρνα, τόρνα» μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες.
Δηλαδή: Κι ο σύντροφος που ακολουθούσε πίσω φώναζε στην πατρώα φωνή «γέρνει, αδερφέ, γέρνει» (το σαμάρι), αλλά ο ημιονηγός δεν άκουσε τη φωνή, την άκουσαν όμως τα πλήθη των στρατιωτών και, νομίζοντας πως έπεσαν σε ενέδρα των εχθρών, ετράπησαν σε φυγή κράζοντας με δυνατές φωνές «γύρνα, γύρνα».
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην προφορική λατινική λαλιά η λέξη «τόρνα» σημαίνει «γέρνει»-«γυρίζει», το σαμάρι στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτος, και, ταυτόχρονα, «γύρνα πίσω» στο δεύτερο πρόσωπο της προστακτικής. Οι στρατιώτες νόμισαν, λοιπόν, ότι άκουγαν διαταγή να επιστρέψουν για να μη παγιδευθούν.
Ο σύγχρονος του Ιουστινιανού –και περίπου του Θεοφάνη– ιστορικός Προκόπιος, περιγράφοντας κατ’ εντολήν του αυτοκράτορος τα αυτοκρατορικά φρούρια και κτίσματα στο έργο του Περί κτισμάτων, καταγράφει, το 553-555, βλάχικα τοπωνύμια με ελληνική γραφή. Αλλά, στα ελληνικά, αυτά το τοπωνύμια δεν σημαίνουν τίποτε επειδή είναι βλάχικα: Σαπτεκάζας είναι Επτά Σπίτια, Λουποφοντάνα Λυκόβρυση, Μπουργκουάλτου Ψηλό Κάστρο, Γκεμελλομούντες Χαλινάρι του βουνού – αυχένας.
Παρά τη συνεχή μαζική παρουσία και δράση τους, οι λατινόφωνοι αυτοί πολεμιστές δεν αναφέρονται μέχρι τον 10ο αιώνα με το όνομα Βλάχοι. Μήπως δεν υπήρχαν έως τότε; Μήπως κατήλθαν από τον Δούναβη μετά τον 10ο αιώνα, οπότε αναφέρονται εφ’ εξής με το όνομα Βλάχοι; Η απάντηση είναι απλή: Οι λατινόφωνοι αρειμάνιοι προϋπήρχαν ανέκαθεν και, όπως αναφέρθηκε, μνημονεύονται. Αλλά όχι με τέτοιο όνομα, γιατί, απλούστατα, το όνομα Βλάχος δεν υπήρχε. Αυτό ήλθε, όχι οι Βλάχοι!
Οι Γερμανοί επονόμαζαν αρχικά Volcae, δηλαδή Λαούς –της Λατινικής– όλους τους λατινόφωνους, ιδιαίτερα τους πλησιέστερούς τους Κέλτες, και μετά τους είπαν Welsch. Aπ’ αυτό προήλθαν οι ονομασίες Βαλλόνοι και Ουαλλοί, που ήσαν Κέλτες. Οι Σλάβοι, διερχόμενοι από τα γερμανικά εδάφη, βρήκαν αυτό το γερμανικό όνομα και, παρεφθαρμένο σε Wlaschi, ονόμασαν Βλάχους όλους τους λατινόφωνους της Ευρώπης. Αυτό το όνομα έφεραν στα Βαλκάνια της Αυτοκρατορίας όταν άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά ως φόρου υποτελείς Σκλαβηνοί του αυτοκράτορος, και έτσι ονόμασαν τους αυτόχθονες λατινόφωνους που βρήκαν. Οι Ρωμαίοι μας άρχισαν να ονομάζουν πολύ αργότερα κι αυτοί Βλάχους τους λατινόφωνους πολεμιστές τους και τις οικογένειές τους, από τα τέλη πλέον του 10ου αιώνα, όταν πια είχε επικρατήσει η ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό «ξαφνικά» εμφανίσθηκαν από το πουθενά Βλάχοι – είχε εμφανισθεί το όνομα, δάνειο από τους Σλάβους.
Οι Βλάχοι συνέχισαν, φυσικά, να υπηρετούν την Αυτοκρατορία ως πολεμιστές της και οροφύλακές της. Αυτοί, επειδή ήσαν επίλεκτα στρατεύματα και ορεσίβιοι, εγκατεστημένοι με τα αναρίθμητα κοπάδια τους στα βουνά, φύλαγαν μέχρι τέλους τις κλεισούρες και τις βασιλικές οδούς. Γι’ αυτό και αναφέρονται ως Βλάχοι Οδίται. Η πρώτη αναφορά γίνεται στον καιρό του Βουλγαροκτόνου, τέλη του 10ου αιώνα, και τη σημειώνει ο Κεδρηνός, που μνημονεύει τα εξής:6
΄Αρχειν αυτών (Βουλγάρων) προχειρίζονται τέσσαρες αδελφοί, Δαβίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ… Δαβίδ δε αναιρεθείς μέσου Καστορίας και Πρέσπας εις τα λεγομένας Καλάς Δρυς παρά τινων Βλάχων Οδιτών.
Οι Βλάχοι Οδίται φύλαγαν το στενό πέρασμα στα Κορέστεια, που ελέγχει μέχρι και σήμερα τις συγκοινωνίες ανάμεσα στη Φλώρινα, τις Πρέσπες, την Κορυτσά και την Καστοριά. Εκεί σκότωσαν τον έναν από τους αδελφούς του τσάρου των Βουλγάρων, Σαμουήλ, που επαναστάτησε κατά της Αυτοκρατορίας, ενώ ήταν αξιωματούχος της και γιος του κόμητος Νικολάου. Τον πολέμησε σκληρά, επί μακρά έτη, και εντέλει τον συνέτριψε ο Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών, ο επικαλούμενος Βουλγαροκτόνος.
Αργότερα τους Βλάχους μνημονεύει η ΄Αννα η Κομνηνή (1083-1148), στο τεράστιο βιβλίο της Αλεξιάς, αφιερωμένο στον πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, όπου διηγείται ότι τους Κομάνους οδήγησαν οι Βλάχοι γιατί γνώριζαν τις κλεισούρες και τις φύλαγαν, αλλά αποστάτησαν.
΄Εχουν γίνει τόσο ισχυροί εκείνη την εποχή, ώστε η Θεσσαλία ονομάζεται Μεγάλη Βλαχία, και η Αιτωλοακαρνανία Μικρή Βλαχία, η οποία, με σημαντικά διαλείμματα, διατηρήθηκε μέχρι και τον 15ο αιώνα, οπότε την πήραν οι Οθωμανοί και την μετέφρασαν στα τούρκικα Κιουτσούκ Ουλάχ. ΄Ετσι, βγήκε στα ελληνικά το προσωνύμιο Κουτσόβλαχοι. Διατηρώντας ανέκαθεν, λόγω του πολεμικού χαρακτήρα τους, ευρεία αυτονομία στα πλαίσια της Αυτοκρατορίας, επαναστατούσαν συχνά όταν η αυτοκρατορική εξουσία γινόταν πολύ συγκεντρωτική ή τους επέβαλλε φόρους βαρύτερους από τους συμφωνημένους. Εναντίον τους εξεστράτευσε ο Αρμένιος Ιωάννης Κεκαυμένος, ικανότατος στρατηγός, που έφερε το αξίωμα του Κατακαλών. Τον συνέτριψαν, όμως, στη Θεσσαλία, τον 11ο αιώνα, και αυτός έβγαλε όλο το άχτι του εναντίον τους στο Στρατηγικόν του, όπου τους χαρακτηρίζει άπιστον και πονηρόν γένος, αναφέροντας ότι ήσαν βάρβαροι που ήλθαν από τον Δούναβη. Δεν αναφέρει, όμως, πότε και ποιος το μαρτύρησε. Τις δικές του πληροφορίες επαναλαμβάνουν αρκετοί μεταγενέστεροι χρονικογράφοι. Ενωρίτερα, ωστόσο, ο Βουλγαροκτόνος, με χρυσόβουλλό του, τους είχε υπαγάγει στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών, Νέας Ιουστινιάνης και πάσης Βουλγαρίας, που αυτός ίδρυσε όταν διέλυσε το εφήμερο βασίλειο του Σαμουήλ. Αλλά είναι έγκυρη πηγή ο ηττημένος και ταπεινωμένος στρατηγός; Ο μελετητής του, ο Ούγγρος ιστορικός Λ. Ταμάς, υπογράμμισε το 1936:7
Το να θελήσεις να ξεκαθαρίσεις μια πηγή ιστορικών πληροφοριών από τα γραφόμενα του Κεκαυμένου είναι σαν να επιχειρείς το αδύνατον.
Εκατό χρόνια αργότερα, το 1159, ο ραββίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας βρίσκει πιο δυναμωμένους αλλά εξίσου άπιστους, δηλαδή ανυπότακτους, τους Βλάχους, μέχρι έξω από τη Λαμία –τότε Ζητούνι–, που επισκέπτεται, και περιγράφει:8
Εδώ βρίσκονται τα σύνορα της Βλαχίας, που οι κάτοικοί της ονομάζονται Βλάχοι. Μήτε εις Θεόν μήτε εις Βασιλέα πιστεύουν. Είναι αλαφροί και γρήγοροι σαν ζαρκάδια και κατεβαίνουν από τα βουνά τους στους ελληνικούς κάμπους και τους ληστεύουν. Κανείς δεν ριψοκινδυνεύει πόλεμο μαζί τους ούτε μπορεί να τους υποτάξει.
Η διαδρομή τους είναι συναρπαστική κάθε εποχή και η παρουσία τους στην Ιστορία του Γένους συνεχής. Ξεφεύγει από το κεφάλαιο ενός βιβλίου. ΄Αλλωστε, ο συγγραφέας του παρόντος έχει αφιερώσει σ’ αυτούς ογκώδη τόμο9. Η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια, οι εκδοχές και οι θεωρίες αναρίθμητες.
Τη μοναδικότητα και αξεπέραστη ανδρεία τους διασώζει ευλαβικά και αυθεντικά η συλλογική μνήμη του Γένους στα δημώδη τραγούδια του Ακριτικού Κύκλου, όταν ακόμη η πατρώα Αυτοκρατορία ήταν ακμαία και ο λαός τούς ξεχώριζε:
Ώσε να στρώσει ο Κωνσταντής
κι Αλέξης να σελώσει
ευρέθη το Βλαχόπουλο
στον μαύρο καβαλάρης
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός
Στο ξέβγα σαν πετρίτης
Στο έμπα χίλιους έκοψε
Στο ξέβγα δυο χιλιάδες
Και στο καλό το γύρισμα
Κανέναν δεν αφήνει.
Υπερασπίσθηκαν την Αυτοκρατορία μέχρι τέλους. Πριν ακόμη στεφθεί
τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εξορμά από τον
Μυστρά, καταλαμβάνει τη Θήβα, παίρνει τη Βοιωτία και αναμετριέται με
τους Οθωμανούς στη Θεσσαλία. Στο πλευρό του πολεμούν οι Βλάχοι. Ο W. Miller γράφει:10κι Αλέξης να σελώσει
ευρέθη το Βλαχόπουλο
στον μαύρο καβαλάρης
Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός
Στο ξέβγα σαν πετρίτης
Στο έμπα χίλιους έκοψε
Στο ξέβγα δυο χιλιάδες
Και στο καλό το γύρισμα
Κανέναν δεν αφήνει.
Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν από ψηλά κατά των Τούρκων στον μεγάλο θεσσαλικό κάμπο και δέχθηκαν από τον νικηφόρο Κωνσταντίνο έναν διοικητή με έδρα του το Φανάρι (στα Φάρσαλα).
΄Ησαν οι τελευταίες αναλαμπές, όμως. Όταν ωστόσο οι Οθωμανοί επιδρομείς επεκράτησαν και η Πόλη έπεσε, οι Βλάχοι δεν υπετάγησαν. Προκειμένου να διαφυλάξει την ειρήνη και την παραγωγή στα εύφορα νέα τιμάριά του, ο νικητής σουλτάνος τούς παρεχώρησε ευθύς αμέσως το εξαιρετικό προνόμιο να φέρουν όπλα, να αυτοδιοικούνται και να υπάγονται απ’ ευθείας στην εκάστοτε Βαληντέ Σουλτάνα, στην οποία πλήρωναν μειωμένους φόρους. Οι αητοφωλιές τους στα ψηλά βουνά, όπου αποσύρθηκαν, κηρύχθηκαν άβατες. Εκστρατεύοντας να αλώσει τη Βιέννη, ο Σουλεϋμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566), θέλει να έχει τα νώτα του ασφαλή και τις γραμμές των επικοινωνιών του ελεύθερες. ΄Ετσι, αναθέτει στους Βλάχους την αποστολή που ανέκαθεν εκτελούσαν στην Αυτοκρατορία: τη φύλαξη των βασιλικών οδών, των κλεισωρειών και των αμάχων αγροτών. Με επίκεντρο τα βλαχοχώρια, ιδρύει τα πρώτα δεκαπέντε αρματολίκια: Καστανιάς στο Βέρμιο, Σερβίων στα Χάσια, Γρεβενών, Ασπροποτάμου, Μαλακασίου και Γαρδικίου-Λιδωρικίου στην Πίνδο, Μηλιάς, Τεμπών και Ελασσόνος στον ΄Ολυμπο, Ανασελίτσας, Αγράφων, Βάλτου και Ξηρομέρου, Πατρατζικίου σε Βελούχι-Θερμοπύλες, Μαυροβουνίου και Κάρλελι. Η προσωνυμία αρματολός είναι λατινόφωνη βλάχικη: armatul, ο οπλισμένος. Από κει πέρασε στην ελληνική γλώσσα η λέξη άρματα, δηλαδή όπλα, που είναι αμιγώς λατινική.
Περιώνυμοι Βλάχοι αρματολοί αναδεικνύονται, στη Μηλιά οι Λαζαίοι, στον νότιο ΄Ολυμπο ο Πάνος Τσάρας και ο θρυλικός γιος του Νικοτσάρας, στα Τέμπη, με έδρα τη Ραψάνη, οι Τζαχειλαίοι, στον Τύρναβο ο Τζίμας, στα Σέρβια οι Μπιζιωταίοι στα Γρεβενά, ο Γιάννης Πρίφτη –στα βλάχικα ο γιος του παπά– στον Ασπροπόταμο, ο Νικόλαος Στορνάρης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, που υπερασπίσθηκαν το Μεσολόγγι, στα ΄Αγραφα, οι Μπουκουβαλαίοι με γενάρχη τον μυθικό Γερο-Δήμο του δημοτικού τραγουδιού, ο Γιαννάκης Ρόγκος, και αυτός ο αρχιστράτηγος του Ιερού Αγώνος Γεώργιος Καραϊσκάκης, στον Βάλτο οι Στράτοι και οι Σταθά, στο Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι κι ο Σιαδήμας, στη Βόνιτσα οι Γριβαίοι, οι Δράκοι και ο Τζιώγκας κ.ά. Όταν δεν ήσαν συγγενείς, ήσαν σταυραδέρφια. Το γενεαλογικό δέντρο τους κατέγραψε στα Ενθυμήματα Στρατιωτικά11 ο βλαχόφωνος ιστορικός του Αγώνος, Νικόλαος Κασομούλης.
Βλάχος ήταν ο μέγας οραματιστής εθναπόστολος, Ρήγας ο Βελεστινλής.
Αυτοί σηκώθηκαν πρώτοι όταν σήμανε Εθνεγερσία. Αυτοί, από τη Μακεδονία, έτρεξαν στο πλευρό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, στις ηγεμονίες, όπου τη Μονή του Σέκου υπερασπίσθηκαν άχρι θανάτου οι Βλάχοι στρατηγοί του Πρίγκηπος, εθνομάρτυρες Γεωργάκης Ολύμπιος από το Βλαχολείβαδο και Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι.
Με αυτά τα δεδομένα, οι Βλάχοι εγκατέστησαν, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, ένα απέραντο δίκτυο οικονομίας που, μετά τον 16ο αιώνα, θα λειτουργήσει μέχρι την αυγή του 20ού αιώνα, από την Οδησσό μέχρι τη Βιέννη. Στα κοπάδια τους παρήγαγαν την πρώτη ύλη (γάλα, μαλλί και δέρματα) που οι άοκνες γυναίκες τους την επεξεργάζονταν επί τόπου διασφαλίζοντας την προστιθεμένη αξία (τυροκομικά, υφαντά, σκουτιά, κάπες, ρούχα και μαλακά δέρματα). Στα κοπάδια τους παρήγαν, επίσης, χιλιάδες γερά άλογα και μουλάρια, που αρχικά αποτελούσαν τα μεταγωγικά του αυτοκρατορικού στρατεύματος, από τον 6ο κιόλας αιώνα, όπως αναφέρει ανωτέρω ο Θεοφάνης. Αυτοί σχημάτισαν τα επιβλητικά καραβάνια, που επί μακρούς αιώνες διέσχιζαν όλα τα Βαλκάνια ενώνοντας εμπορικά την Ανατολή με τη Δύση. Αυτοί, τέλος, φύλαγαν τις βασιλικές οδούς και τα περάσματα.
Ακολουθούσαν κυρίως την αρχαία Εγνατία Οδό μέχρι το Δυρράχιο. Υπό τους Οθωμανούς, την παρήλλαξαν βορειότερα ώστε να καταλήγει στην αυτόνομη λατινόφωνη Δημοκρατία της Ραγούζας, το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της Ανατολής προς τη Βενετία. Στον κόμβο της παραλλαγής αυτής ανέπτυξαν, κοντά στην Κορυτσά, την ονομαστή Μοσχόπολη. Με βλαχόφωνο πληθυσμό 40.000 έως 60.000 ψυχών, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και παραγωγικά κέντρα των Βαλκανίων. Καλλιέργησε τα ελληνικά γράμματα, ίδρυσε τη Νέα Ακαδημία και εγκατέστησε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο μετά το Πατριαρχείο. Διατηρούσε, επίσης, ιδιόκτητο εμπορικό στόλο στην Αδριατική. Την κατέστρεψαν Τουρκαλβανοί ληστές την ίδια χρονική στιγμή που ο Ναπολέων κατέλυε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Εντωμεταξύ, προσαρμοζόμενοι στις νέες διεθνείς ισορροπίες δυνάμεων, είχαν οδηγήσει έναν βορειότερο κλάδο της Εγνατίας στον περίφημο Ζέμονα, στο Ζεϊμούν της Σερβίας και Σεμλίνο της ελληνικής παράδοσης, μέσω του οποίου έκαναν εμπόριο οι Αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Αψβούργων. Εκεί, τέλη του 18ου αιώνα, ίδρυσαν κοινότητα που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο Κοινότης των Ρωμαίων Μακεδονοβλάχων. Χρηματοδότης είναι ο βαρώνος Γεώργιος φον Σπίρτας, από την Κλεισούρα. ΄Ηλεγχαν όλη τη μεθοριακή περιοχή, γνωστή ως Πόλεις του Σρεμ, όπου καταγράφονται οικογένειες από τις βλαχόφωνες εστίες της Μακεδονίας:12
Από την απογραφή των πόλεων του Σρεμ είναι γνωστό ότι, γύρω στο 1770, ζούσαν εκεί 29 οικογένειες από τη Μοσχόπολη, 20 από την Κατράνιτσα, 11 από το Μπλάτσι, 5 από τη Βέροια, 1 από την Καστοριά και 1 από τη Νάουσα.
Αφού είχαν ανθήσει στη Βενετία, κυριάρχησαν στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη, όπου έκτισαν μνημειώδεις ελληνικούς ναούς και θεόρατα καραβάν σαράι για τα καραβάνια τους, ανέπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν μεγάλοι τραπεζίτες, βαρώνοι και μυστικοσύμβουλοι του Αυτοκράτορος. Εκεί οι Σιατιστείς αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου εξέδωσαν την πρώτη ελληνική εφημερίδα και τύπωσαν μυστικά όλα τα έργα του δικού τους Ρήγα.
Στην Πέστη, οι ΄Ελληνες δεν ανέχονται πια να εκκλησιάζονται στη σερβική εκκλησία και ζητούν άδεια να κτίσουν δική τους. Ιδού τι συμβαίνει:13
Υπογράφουν 300 ελληνικές οικογένειες εξ ων τα 2/3 Μακεδονόβλαχοι. Οι 177 οικογένειες κατάγονται από τη Μοσχόπολη. Ο έρανος για τον ναό απέδωσε 32.454 χρυσά φλωριά. Τα 26.000 έδωσαν Μοσχοπολίτες, 40.000 χρυσά φράγκα ο Αλέξανδρος Λέπωρος, 2.000 χρυσά φλωριά ο Ναούμ Μέσκα και ο Γεώργιος Χριστοδούλου.
Ο μεγαλοπρεπής ελληνικός ναός της Πέστης εγκαινιάζεται το 1770 και αφιερώνεται στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
Την ίδια εποχή, οι Ρωμαίοι Μακεδονόβλαχοι, στη σερβική πόλη Στάμπατς, συντηρούν τέσσερα ελληνικά σχολεία: αρρεναγωγείο, παρθεναγωγείο, γυμνάσιο και επαγγελματική σχολή. Ευημερούν στο Βελιγράδι και το βοηθούν.
Κέντρο όλων των ενεργειών, της πολιτικής ισχύος και του πλούτου τους παραμένει η Βιέννη, όπου μαικήνας της κλασικής μουσικής της και δημιουργός της νέας αυτοκρατορικής πόλης αναδεικνύεται ο βαρώνος Νικόλαος Δούμπας, γιος του τραπεζίτη βαρώνου Στέργιου Δούμπα από το Μπλάτσι. Ο τραπεζίτης βαρώνος Σίμων Σίνας, από τη Μοσχόπολη, ελέγχει την ποταμοπλοΐα του Δουνάβεως, τους σιδηροδρόμους της Ουγγαρίας και απέραντα κτήματα εκτεινόμενα σε τρία κράτη, ενώ πρώτη φορά ενώνει με μεγαλειώδη γέφυρα τη Βούδα με την Πέστη. Θα είναι οι Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες.
Ο εκπαιδευτικός Θ. Νάτσινας την επισκέπτεται το 1933, οπότε βρίσκει άθικτο ακόμη, μα αδειανό, το καραβάν σαράι των Βλάχων μεγαλεμπόρων και το περιγράφει:14
Αι τέσσαρες πλευραί της μεγάλης αυλής κλείονται από τας 23 αποθήκας, εις τας οποίας αποθήκευον εμπορεύματα οι μεγάλοι Μακεδονικοί οίκοι Δούμπα, Σκούρτη, Δούκα, Τόρνα, Σπίρτα, Ντίρα, Γόρα, Κάπρα, Μανούση, Χρηστομάνου, Ανδράση, Τοσίτσα, Τσότα, Οικονόμου, Χερτούρα, Δήμητσα, και πολλοί άλλοι.
Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ακμάζει ο ελληνισμός, και μεταξύ των επιφανεστέρων Ελλήνων προέχουν οι βλαχόφωνοι από το 1805, οπότε αυτόνομος χεδίβης (αντιβασιλεύς) της Αιγύπτου αναγνωρίζεται από την Πύλη ο Μωχάμετ ΄Αλη που εμπιστεύεται ιδιαίτερα τους Βλάχους. ΄Ετσι, ανεβάζει Πατριάρχη Αλεξανδρείας τον Ιερόθεο από τον Κλεινοβό του Ασπροποτάμου. Αναθέτει τη διαχείριση των απεράντων κτημάτων του και τη ναυσιπλοΐα του Νείλου στον Μετσοβίτη Μιχαήλ Τοσίτσα, που, μαζί με τον ανεψιό του Νικόλαο Στουρνάρα, δημιουργούν πελώριο εμπορικό οίκο στη Μεσόγειο με έδρα το Λιβόρνο. Οι Μετσοβίτες αδελφοί Αυγέρης και Γεώργιος Αβέρωφ ελέγχουν το ολιγοπωλιακό εισαγωγικό εμπόριο σίτου από τη Ρωσία και ο Μίχας εφένδης Τσίρλης από το Νυμφαίον ασκεί την προνομιακή συγκομιδή και εμπορεία βάμβακος. ΄Ολοι τους αναδεικνύονται Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες. Κοντά τους προσέρχονται και ακμάζουν οι ανόστρι –οι δικοί μας– συγγενείς, συγχωριανοί κι άλλοι ομόγλωσσοι λατινόφωνοι.
Παράλληλα, στον ελληνικό χώρο ακμάζουν τα διεθνώς δικτυωμένα βλαχοχώρια. Ολόκληρες πόλεις είναι η αυτόνομη Χώρα Μετσόβου, η Σαμαρίνα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Κρούσοβο, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, το Μπλάτσι, το Συρράκο, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο, η Νικολίτσα κ.ά., σε καθεμιά από τις οποίες ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 6.000. Βλαχόφωνος στη συντριπτική πλειοψηφία του είναι ο ελληνικός πληθυσμός στο Μοναστήρι, εμβληματικός στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη.
Οι Καλαρρύτες, με τεράστια κοπάδια, παράγουν και εξάγουν στην Ευρώπη υφαντά και κάπες διατηρώντας στη Μεσόγειο εμπορικό στόλο, με εμπορεία στη Σαρδηνία και τη Μασσαλία. Την παραγωγή κι εξαγωγή ερυθρών νημάτων και στρατιωτικών στολών, όπως και τον πρώτο παραγωγικό συνεταιρισμό, οργανώνει στα Αμπελάκια ο βλαχόφωνος Γεώργιος Λάϊος-Μαύρος, στα ελληνικά, και στα γερμανικά Σβάρτς. Περιώνυμοι αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, στους Καλαρρύτες (πατρίδα των Μπούλγκαρι) και στη Νέβεσκα (Νυμφαίον), αγιογράφοι στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στον Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη και στα ΄Ανω Σουδενά, ξυλογλύπτες στο Μέτσοβο κ.λπ.
Συνάζουν πλούτο και πολιτισμό, κτίζουν και καλλωπίζουν μεγάλα αρχοντικά. Στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα, ο αγωνιστής του 1821, Νικόλαος Κασομούλης, αναφέρει ότι στο Περτούλι και στο Βετερνίκο του Ασπροποτάμου συνάντησε «θεόρατα πυργόσπιτα κατάφορτα πλούτου». Ο Πουκεβίλ, Γάλλος πρόξενος στην Αυλή του Αλή Πασά, επισκέπτεται το 1806 τα βλαχοχώρια της Πίνδου και τη Σιάτιστα.
Αφηγείται:15 Όσοι Βλάχοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό και ταξιδεύουν, ομιλούν ο καθένας τους περισσότερες από μία ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν στα σπίτια τους αξιόλογες βιβλιοθήκες με γαλλικές και ιταλικές εκδόσεις και άριστες εκδόσεις κλασικών συγγραφέων. Αυτοί κι οι συχωριανοί τους ζουν τέτοια ζωή ώστε εκπλήσσεται ο επισκέπτης.
Τη Σιάτιστα την έκτισαν κατά τον 12ο αιώνα τσομπαναραίοι Βλάχοι. Τά ’χασα περνώντας από το παζάρι, που το στόλιζαν ωραία μαγαζιά, και βρήκα καλοχτισμένα σπίτια και χάρηκα το θαύμα μιας πολιτείας μ’ έναν αέρα αρχοντιάς και πάστρας που δεν βρίσκει κανείς πουθενά αλλού στην Τουρκία.
Το 1893 ή 1894, τα βλαχοχώρια επισκέπτεται και περιγράφει λεπτομερώς ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας, Gustav Weigand, με πρόδηλο σκοπό να αποδείξει ότι οι Βλάχοι «είναι» Ρουμάνοι. Όμως, ομολογεί:16
΄Οποιος έχει δει τα φτωχικά βουλγαρικά χωριά με τα μικρά βρώμικα καλύβια από πλιθιά ή τα επίσης φτωχικά ελληνικά χωριουδάκια στην ΄Ηπειρο, τόσο πιο γοητευμένος μένει όταν βλέπει τα αρωμουνικά χωριά. Όχι μόνον επειδή, χωρίς εξαίρεση, βρίσκονται σε πανέμορφη θέση, αλλά πιο πολύ επειδή έχουν επιβλητικά σπίτια, επιπλωμένα ωραία.
Η Νέβεσκα έχει 500 σπίτια, όλα από πελεκητή πέτρα, σκεπασμένα με χονδρές πλάκες από σχιστόλιθο και σχεδόν όλα διώροφα. Αυτή η εντύπωση γίνεται ακόμη εντονότερη όταν μπαίνει κανείς μέσα στα σπίτια. Βρίσκει κανείς τον καλόν οντά επιπλωμένον κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο σε έναν αρκετά μεγάλον αριθμό πλουσίων οικογενειών, που εδώ δεν είναι καθόλου λίγες. Σχεδόν όλα έχουν χαλιά διαλεγμένα με μιαν ιδιαίτερη αίσθηση για την ομορφιά τους, ενώ στους τοίχους βρίσκονται πολυθρόνες. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι χρωματιστοί, τα ταβάνια ασπρισμένα και οι σανίδες γυαλίζουν από το σφουγγάρισμα. Κυριαρχεί μια καθαριότητα που δεν βρίσκει κανείς πουθενά καλύτερη.
Όταν ο Ληκ έγραφε πως οι μεγαλύτερες, ομορφότερες και καθαρότερες ελληνικές πόλεις είναι οι βλάχικες, προφανώς εννοούσε χωριά σαν το Συρράκο, τους Καλαρρύτες, το Μέτσοβο ή το Βλαχολείβαδο… Αν ήξερε το Κρούσοβο, τη Νέβεσκα και τα άλλα χωριά στον Βορρά, δεν θα μιλούσε μόνο με έκπληξη αλλά με θαυμασμό.
Το 1911 παρατηρούν οι Άγγλοι Allan Wace – M.Thomson:17
Στα καλύτερα σπίτια, τόσο στην Κλεισούρα όσο και στη Νέβεσκα, μπορεί να ιδεί κανείς μια περίεργη τοπική μέθοδο διακόσμησης. Το επάνω μέρος των τοίχων διακοσμείται από ένα διάζωμα με θεούς και θεές της αρχαίας Ελλάδος.
Ο Κρητικός Μακεδονομάχος Γιάννης Καραβίτης τούς έζησε μέσα στη φωτιά του Αγώνα επί τέσσερα χρόνια και γράφει στα Απομνημονεύματά του:18
Οι βλαχόφωνοι είναι η πιο πολιτισμένη και η πιο έξυπνη ράτσα. ΄Εχουν κτισμένα τα χωριά τους εις υψηλά και στρατηγικά σημεία όπως το Πισοδέρι, η Νέβεσκα και η Κλεισούρα.
Οι Βλάχοι δεν περιορίζονται μόνο στη Μακεδονία, την ΄Ηπειρο, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, ούτε στη Διασπορά, αλλά εκτείνονται και στον Μοριά, ενώ πολλοί έχουν καταφύγει στα Ιόνια Νησιά, όπως η οικογένεια του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από τη Βαλαώρα της Ηπείρου, εξαδέλφου του ποιητή Γ. Ζαλοκώστα από το Συρράκο. Το 1832, οπότε η παρουσία τους στον Μοριά ήταν ακόμη ζωντανή και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, ο Κων. Κούμας καταθέτει:19
Διεσκορπισμένοι εις διάφορα χωρία, ως επί το πλείστον ορεινά, από της Μακεδονίας έως της Πελοποννήσου, είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι, Μακεδόνες και Θεσσαλοί όντες και ΄Ελληνες το γένος.
Τους συναντά στο παζάρι του ΄Αργους, στον Μοριά, να μιλούν βλάχικα ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Cousinery και μαρτυρεί:20
Βλάχοι δεν υπάρχουν μόνον στη Μακεδονία αλλά ακόμη και στην περιοχή του ΄Αργους, όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα του κτηνοτρόφου και του εμπόρου. Μπορώ να μιλήσω γι’ αυτούς γιατί τους γνώρισα καλά και τους άκουσα στο παζάρι να μιλούν… Με διεβεβαίωσαν ότι κατοικούν στα γειτονικά βουνά, ήταν κτηνοτρόφοι και μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Βλάχους της Μακεδονίας και ταυτόχρονα τα ελληνικά.
Αναφέρεται, επίσης, ότι το 1854 ξέσπασε στη Μεσσηνία Βλαχοεπανάσταση. Δεκάδες τοπωνύμια του Μοριά εξ άλλου αναφέρονται στους Βλάχους: Βλάχοι, Βλαχοράφτη και Βλαχοφτέρη στη Γορτυνία, Βλαχόπουλο στην Πυλία, Βλαχοχώρι στη Λακωνία, Βλαχέικα στην Τροιζηνία, Βλαχοκερασιά στη Μαντινεία, Βλαχέικα στη Πάτρα και Βλαχιώτης στην Επίδαυρο21.
Κυριαρχούν, επίσης, στη Βόνιτσα και στην περιοχή της, όπου τους συναντά κατά την Εθνεγερσία ΄Αγγλος περιηγητής που καταθέτει:22
Αν και η Βόνιτστα ήταν το αρχηγείο, δεν υπήρχε εκεί κανένα άλλο στρατιωτικό σώμα εκτός από αυτό του καπετάνιου Τζιώγκα, αρχηγού των Βλάχων, έναν πληθυσμό που συνέβαλε στην Επανάσταση με έως και δέκα χιλιάδες άντρες σε διάφορες περιόδους. Ο Τζιώγκας είχε μαζέψει διαμιάς μέχρι και δυό χιλιάδες.
Η συμβολή των Βλάχων στην Εθνεγερσία είναι καθοριστική και ήδη έχουν μνημονευθεί οι σημαντικότεροι πολέμαρχοι. Καθοριστική σε πολιτικό επίπεδο υπήρξε και η συμμετοχή του ιατρού Ιωάννη Κωλέττη, από το Συρράκο. Ηγήθηκε του Εμφυλίου Πολέμου εισβάλλοντας στον Μοριά, διετέλεσε ο πρώτος συνταγματικός Πρωθυπουργός της αναγεννημένης Ελλάδος και προ πάντων είναι αυτός που διακήρυξε τη Μεγάλη Ιδέα.
Ανάλογη υπήρξε ενωρίτερα η συμβολή τους στην παιδεία και στην εθνική αφύπνιση του Γένους. Επιτροχάδην αναφέρονται ενδεικτικά οι Βλάχοι Μεγάλοι Διδάσκαλοι:
Ιωάννης Κωτούνιος (Βέροια 1572 – Πάδοβα 1657). Φέρει, μεταφρασμένο στα βλάχικα, το παλαιολόγειο επώνυμο Κυδωνεύς. Ίδρυσε στην Πάδοβα το Κωτουνιανόν Κολλέγιον, όπου δίδαξε ελληνική φιλοσοφία, ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη.
Νεόφυτος Δούκας (1760-1845) από τα ΄Ανω Σουδενά. Διηύθυνε την Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου ΄Ορους, δίδαξε στην Πατριαρχική Ακαδημία, διηύθυνε την βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ. Κατέλιπε σπουδαία έργα.
Αθανάσιος Καβαλλιώτης και Δανιήλ Μοσχοπολίτης. Δίδαξαν στη Νέα Ακαδημία της Μοσχοπόλεως τον 18ο αιώνα. Κατέλιπαν σπουδαία έργα και Λεξικό.
Γρηγόριος Ζαλύκης ή Ζαλύκογλου από τη Θεσσαλονίκη. Ίδρυσε προεπαναστατικά στο Παρίσι το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον.
Στο Αγιολόγιον του Σωφρονίου Ευστρατιάδου μνημονεύονται έξη Βλάχοι ΄Αγιοι και Νεομάρτυρες.
Η ώρα των βλαχοφώνων Μεγάλων Εθνικών Ευεργετών εσήμανε στην ελληνική παιδεία αμέσως μόλις ιδρύθηκε το πρώτο ελεύθερο Κράτος των Ελλήνων. Δωρίζουν:
- Οι Γεώργιος Αβέρωφ, Μιχαήλ Τοσίτσας και Νικόλαος Στουρνάρας το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο. Ενισχύουν το Εθνικό Πανεπιστήμιο και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
- Ο βαρώνος Σίμων Σίνας την Ακαδημία Αθηνών.
- Οι εξάδελφοι Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας τα Ζάππεια Παρθεναγωγεία.
- Ο Απόστολος Αρσάκης τα Αρσάκεια Σχολεία.
- Ο Μιχαήλ Τοσίτσας τα Τοσίτσεια Σχολεία.
- Οι αδελφοί Λάμπρου τον πυρήνα συλλογής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου, ενώ παράλληλα ιδρύουν την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός.3 Ο βαρώνος Κωνσταντίνος Μπέλλιος τη βιβλιοθήκη του στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
- Ο Γεώργιος Αβέρωφ τη Σχολή των Ευελπίδων και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
- Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, ο Γεώργιος Αβέρωφ.
- Ζάππειο, ο Ευαγγέλης Ζάππας.
- Μητροπολιτικό Ναό και Εθνικό Αστεροσκοπείο, ο Σίμων Σίνας, που δωρίζει και στην Σύρο τον Μητροπολιτικό Ναό της.
- Δημοτικόν Νοσοκομείον «Η Ελπίς», ο Κων. Μπέλλιος, που ταυτόχρονα ιδρύει στην Αταλάντη τον οικισμό Νέα Πέλλα, όπου στεγάζονται όσοι Μακεδόνες αγωνίσθηκαν το 1821 στη Νότιο Ελλάδα.
- Εφηβείον και μετέπειτα Φυλακές Αβέρωφ, ο Γεώργιος Αβέρωφ, που, έπειτα, δωρίζει στη Πατρίδα και το ένδοξο καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», ενώ ιδρύει Γεωργικές Σχολές στη Λάρισα και στην Εύβοια.
- Οφθαλμιατρείο, όλοι μαζί με συνεισφορές.
- Το Μπάγκειον ΄Ιδρυμα, με κτήμα το ξενοδοχείο του «Μέγας Αλέξανδρος», ο Ιωάννης Μπάγκας για να χρηματοδοτεί σχολεία και να μοιράζει βιβλία στις υπόδουλες ακόμη ελληνικές χώρες.
Ταυτόχρονα, Βλάχοι πρωταγωνιστούν διαδοχικά στις επαναστάσεις των Θετταλο-Μακεδόνων, το 1854, και των Μακεδόνων, το 1878, στον Μακεδονικό Αγώνα και την Εθνική Αντίσταση. Στην Κατοχή, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί πυρπολούν όλα τα βλαχοχώρια σ’ όλα τα βουνά από το Βίτσι στον Βορρά έως τον Αμβρακικό Κόλπο στον Νότο, αφανίζοντας μια σπάνια κληρονομιά. Ελάχιστα βλαχοχώρια σώζονται, αλλά κι αυτά δεκατίζονται. Η Κλεισούρα πυρπολείται και 280 άμαχα γυναικόπαιδα εξοντώνονται. Βλάχοι είναι ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, στρατηγός Στέφανος Σαράφης, και ο Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βουνού ΠΕΑΕΑ καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος.
΄Ολα τα αμαυρώνουν, ωστόσο, μια χούφτα τυχοδιώκτες: Συντάσσονται με τους ηττημένους αλλά κατακτητές Ιταλούς, που ανακηρύσσουν «χαμένους αδελφούς» –perdutti frateli– τους Βλάχους, ιδρύουν στα χαρτιά το Πριγκηπάτο της Πίνδου και συγκροτούν τη Λεγεώνα των Βλάχων. Αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο ευπατρίδης κι εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας καταθέτει την μαρτυρία του:23
Τυχοδιωκτικά στοιχεία της Λάρισας, που δεν είχαν καμμιά σχέση με τους Βλάχους, ακόμη κι ένας Πελοποννήσιος, γράφονταν στη Λεγεώνα.
Αυτούς αντιμετωπίζουν –και μετά διαλύουν– ευθύς αμέσως οι ίδιοι οι Βλάχοι.
Ο Αβέρωφ και έντεκα κορυφαίοι Βλάχοι προεστοί και επιστήμονες της Λάρισας υπογράφουν αμέσως υπόμνημα διαμαρτυρίας. Οι Ιταλοί τούς συλλαμβάνουν και οι περισσότεροί τους εγκλείονται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ιταλία, έξω από τη Ρώμη. Μαζί τους, για τον ίδιο λόγο, από την Καστοριά, ο ιατρός Μιχαήλ Ι. Τσίρλης, αδελφός της γιαγιάς μου Λίνας, και ο γυμνασιάρχης Κων. Πηχεών. Ο Μιχαήλ εξοντώνεται στο γερμανικό στρατόπεδο του Νταχάου, οι άλλοι επιστρέφουν σκιές. Είχε λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και είχε περιθάλψει τον Παύλο Μελά.
Η Ναταλία Π. Μελά περιγράφει τη σκηνή24:
Το πρωΐ ήλθαν στο δάσος άλλοι δύο από τη Νέβεσκα να δουν τον Παύλο. Ο γιατρός ο Τσίρλης και ο αδελφός του τού έφεραν ρούχα ν’ αλλάξη, στεγνά προσόψια να σφουγγίση το πρόσωπό του, του έφεραν του πολιτισμού τη γλύκα, την αδελφοσύνη.
Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Χρυσοχόου, επιτελάρχης του Βλάχου στρατηγού Τσολάκογλου, κατά το ΄Επος 1940-1941, είχε τοποθετηθεί κατά την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη υπό κάποιον άσχετο υπηρεσιακό μανδύα, με αποκλειστική αποστολή να παρακολουθεί άγρυπνα και, ει δυνατόν, να αντιμετωπίζει την προπαγάνδα των Ιταλών στους βλαχόφωνους Μακεδόνες. Καταθέτει στην Ιστορία την αυθεντική μαρτυρία του:25
Προς μεγίστην τιμήν του ιδιαιτέρου, αλλά και του ελληνικού του ονόματος, το βλαχόφωνον στοιχείον εν τη μεγίστη αναλογία του εστάθη ανώτερον των περιποιήσεων και προσφορών και αψηφούν πάντα κίνδυνον και πάσαν απειλήν δι’ άλλην μίαν φοράν διεκήρυξεν απεριφράστως τους αρρήκτους δεσμούς της υπερηφάνου ταύτης διακλαδώσεως της ελληνικής φυλής προς την Μητέρα Πατρίδα.
Η αντίδρασις, προκληθείσα εκ των σπλάγχνων αυτού τούτου του βλαχικού στοιχείου, ανέτρεψεν άρδην όλους τους χαρτίνους πύργους των Ιταλών και Ρουμάνων.
Ωστόσο, στα επόμενα πενήντα χρόνια, ανταγωνιστές, γραφειοκράτες, «εθνικόφρονες» και άλλοι φθονεροί μισαλλόδοξοι Γραικύλοι, ή απλώς βλάκες, δεν έχασαν ευκαιρία να συκοφαντούν και να υπονομεύουν την περήφανη τούτη ράτσα με το «στίγμα» της ιταλικής και της ρουμανικής προπαγάνδας.
Τώρα, όμως, λάμπει ξανά η Βλαχουριά και όλοι αναζητούν ρίζες στη λατινόφωνη Ρωμιοσύνη μας για να καμαρώσουν – δίκαια.
Ο Νίκος Μέρτζος είναι πρόεδρος της Εταιρείας
Μακεδονικών Σπουδών
1. N. Jorga, Geschihte des rumanischen Volkes, 1905, τόμος 1, σελ. 52.Μακεδονικών Σπουδών
2. Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, VIII, 8.
3. Ιωάννης Λυδός, Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας, έκδοση Βόννης, 1837, σελ. 397.
4. Δίωνος Κασσίου, LXXVIII,7,1, σελ. 380.
5. Θεοφάνης, έκδοση Βόννης, Ι, σελ. 397.
6. Κεδρηνού, Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από της αναιρέσεως Νικηφόρου Βασιλέως, έκδοση Jοhannes Thurn, Βερολίνο, 1973, Β. 435, 11, 78, σελ. 329.
7. Αχιλλεύς Λαζάρου, Βαλκάνια και Βλάχοι, Αθήνα 1996, σελ. 118.
8. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Αθήνα 1972, σελ. 223 επ.
9. Ν.Ι. Μέρτζος, Αρμάνοι, οι Βλάχοι, Θεσσαλονίκη, 2000 και 2001, εκδόσεις Ρέκος.
10. W. Miller, H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960, σελ. 475.
11. Τόμος Α΄, σελ. 3 επ.
12. Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ΄, σελ. 236.
13. Ιωακείμ Μαρτινιανού, Η Μοσχόπολις, σελ. 139.
14. Θ. Νάτσινας, Οι Μακεδόνες πραγματευτάδες εις τας χώρας της Αυστρίας και Ουγγαρίας, 1934.
15. Fr. Pouqueville, Voyages en Gréce, Paris 1820, σελ. 178, 78.
16. G. Weigand, Die Aromounien, σελ. 297, 69-70, 83, 296.
17. Allan Wace – M.Thomson, Οι Νομάδες των Βαλκανίων, σελ. 212 επ.
18. Ι. Καραβίτη, Ο Μακεδονικός Αγών, Αθήνα 1994, εκδόσεις Πετσίβα, τόμος Α΄, σελ. 170.
19. Κωνσταντίνου Κούμα, Ιστορίαι ανθρωπίνων πράξεων, Βιέννη, 1832, σελ. 521.
20. E.M. Cousinery, Voyages en Macedoine, Paris, 1839, I, σελ. 18.
21. Γιώργης ΄Εξαρχος, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, Αθήνα, 1994, σελ. 72.
22. U. Urquhart, Spirit of the East, London, 1830, σελ. 116.
23. Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Τρίκαλα, ΦΙΛΟΣ, 2η έκδοση, σελ. 74.
24. Ναταλίας Π. Μελά, Παύλος Μελάς, Αθήνα 1963, β΄ έκδοση, σελ. 398.
25. Αθανασίου Ι. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, Η δράσις της Ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
Πηγή: Άρδην, τεύχος 76, έτος 2010
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο