του Θεόδωρου Ζιάκα
[Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο του Πολυτεχνείου και το φαινόμενο της μετατροπής της ως χθες «γενιάς των ηρώων» σε αποδιοπομπαίο τράγο του τέλους της Μεταπολίτευσης, σκέφτηκα ότι είναι επίκαιρο ένα κείμενο που είχα γράψει για μια άγνωστη στους πολλούς αλλά κεντρική μορφή εκείνης της εποχής: τον Νίκο Μανίκα. Όχι τίποτε άλλο παρά για να μαθαίνουν όσοι δεν ξέρουν, ότι κάποιοι απ’ αυτούς που πράγματι «έκαναν τον αγώνα» δεν συγκαταλέγονται σ’ αυτούς που τον εξαργύρωσαν.]
[Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο του Πολυτεχνείου και το φαινόμενο της μετατροπής της ως χθες «γενιάς των ηρώων» σε αποδιοπομπαίο τράγο του τέλους της Μεταπολίτευσης, σκέφτηκα ότι είναι επίκαιρο ένα κείμενο που είχα γράψει για μια άγνωστη στους πολλούς αλλά κεντρική μορφή εκείνης της εποχής: τον Νίκο Μανίκα. Όχι τίποτε άλλο παρά για να μαθαίνουν όσοι δεν ξέρουν, ότι κάποιοι απ’ αυτούς που πράγματι «έκαναν τον αγώνα» δεν συγκαταλέγονται σ’ αυτούς που τον εξαργύρωσαν.]
Τον Νίκο Μανίκα τον γνώρισα το 1975. Στη Μεταπολίτευση. Ήδη τριάντα ετών. Από τότε και ως τον θάνατό του, στις 5 Οκτωβρίου 2004, οι ταινίες της ζωής μας διασταυρώθηκαν.
O Νίκος Μανίκας ήταν ένας σημαντικός άνθρωπος. Όχι μόνο για μας τους δικούς του, αλλά και αντικειμενικά. Σκέπτομαι όμως ότι η λέξη «σημαντικός» μάλλον δεν αποδίδει σήμερα το αρχικό της νόημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αναγκαία μια παραστατική διατύπωση. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, μιλώντας για τον Σωκράτη Κουγέα, έγραψε ότι με τον θάνατό του «φύρανε ο τόπος». Σαν το δάσος που αποψιλώνεται από τα μεγάλα δέντρα και μένουν οι θάμνοι. Είναι μια διατύπωση που θα ταίριαζε. Μια άλλη διατύπωση, που μου έρχεται στο νου από τη μαοϊκή μου νεότητα, είναι η εξής: «Υπάρχουν δύο είδη θανάτου. Ο ένας είναι ελαφρύς σαν το φτερό. Ο άλλος είναι βαρύς σαν το βουνό Ταϊσάν.»
Αλλά αν ο Νίκος ήταν μια τόσο σημαντική προσωπικότητα, όπως ήδη υποστήριξα, γιατί δεν είναι ευρύτερα γνωστός;
Αν σκεφθούμε τι σημαίνει σήμερα «να είσαι γνωστός», θα αντιληφθούμε γιατί, κατά κανόνα, το ποιοτικό μέγεθος δεν μπορεί παρά να περνά απαρατήρητο. Το στερέωμα της δημοσιότητας καταλαμβάνεται από τις προσωπικότητες του main stream. Που α) πηγαίνουν με το ρεύμα και β) «τα καταφέρνουν» να «πηγαίνουν μπροστά», επειδή το δέρμα τους έχει την κατάλληλη γλιστερή υφή. Και επειδή είναι τόση η ψυχική τους ρηχότητα, που φαντασιώνονται την ισχύ του ρεύματος για δική τους δύναμη. Είναι οι χιμαιρικές προσωπικότητες, οι οποίες ουκ έχουσι ρίζαν εν εαυτοίς, πρόσκαιροι γαρ εισιν. Αντιθέτως: Η ικανότητα να κολυμπάει κανείς κόντρα στο ρεύμα απαιτεί Σθένος. Εσωτερική δύναμη υπέρτερη της ισχύος του ρεύματος. Απαιτεί ρίζαν εν εαυτώ. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το βάρος για το οποίο μιλώ.
Η στάση του Νίκου Μανίκα στα μεγάλα θέματα της εποχής του (Δικτατορία του 1967, κρίση της Αριστεράς, πασοκικός κρατισμός, εθνικό και κοινωνικό ζήτημα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, νεοθρησκευτικός φουνταμενταλισμός), δείχνουν άνθρωπο με δυνατή «ρίζα μέσα του».
Στη Δικτατορία
Είσαι, ας πούμε, στα εικοσιδύο σου. Σε μια εποχή γενικότερου ηθικού και πολιτικού αναβρασμού στη χώρα. Ως φοιτητής μετέχεις στα κοινά της λεγόμενης εκπαιδευτικής κοινότητας. Και ξαφνικά γίνεται πραξικόπημα. Επιβάλλεται δικτατορία. Τι κάνεις;
Οι πολλοί της γενιάς σου πηγαίνουν με το ρεύμα: Είτε πρωτοστατώντας, για να επωφεληθούν. Είτε παθητικά συνεργώντας, για να μη βρουν το μπελά τους. Άλλωστε η προηγούμενη κατάσταση δεν ήταν και η καλύτερη. Δικαιολογίες πάντοτε υπάρχουν. Οι λίγοι όμως αποφασίζουν να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Διακινδυνεύοντας. Τη βολή τους, αλλά και τη ζωή τους.
Το ποιοι ήταν αυτοί οι λίγοι το ξέρουμε. Με τα ονόματά τους. Ένας από τους πρώτους, λέγεται Νίκος Μανίκας. Ως φοιτητής στη σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων του ΕΜΠ (δούλευε συγχρόνως στην ΙΖΟΛΑ), είχε δραστηριοποιηθεί στα πλαίσια της νεολαίας της Δεξιάς (ΕΡΕΝ). Το 1967 ήταν στον ηγετικό της πυρήνα. Η επιβολή της δικτατορίας προκάλεσε τη ριζική μεταστροφή του: από δεξιός έγινε αριστερός. Αριστερά ίσον μαρξισμός-λενινισμός εκείνα τα χρόνια. Ίσον κομμουνισμός. Δηλαδή ό,τι πιο επικίνδυνο τότε.
Επειδή στο μεταξύ είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο, γράφεται στη Νομική Αθηνών το 1971, για να μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Η συμβολή του, μέσα από τις ΦΕΑ (Φοιτητικές Επιτροπές Αντίστασης), ήταν αποφασιστική. Ίσως ήταν η σημαντικότερη της περιόδου εκείνης. Αλλά γι’ αυτά υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι να μιλήσουν.
Εγώ τον γνώρισα μετά την πτώση της Δικτατορίας. Καθώς αυτός βρισκόταν στο κέντρο του κύκλου των επιστρατευμένων φοιτητών του 1973, με τους οποίους γνωρίστηκα και συνδέθηκα στην Τρίπολη, στο Ναύπλιο και στην Αλεξανδρούπολη, ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή να συναντηθούμε.
Η κρίση της Αριστεράς
Με την πτώση της Δικτατορίας άρχισαν όλοι να εμφανίζονται ως «αντιστασιακοί». Ολόκληρος ποταμός. Το main stream ήταν τώρα αριστερό, σοσιαλιστικό, επαναστατικό και στην αιχμή του «πάρα πολύ επαναστατικό». Σε σημείο που θα έπρεπε να τρέμει ο καπιταλισμός.
Οι περισσότεροι ακολούθησαν και πάλι το ρεύμα. Από τους χτεσινούς αγωνιστές αρκετοί, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου, κοιτούσαν πώς θα εξαργυρώσουν τις αντιστασιακές δάφνες τους. Πρόκειται για το γνωστό λόμπυ των «ηρώων του Πολυτεχνείου»…
Η χώρα χρειαζόταν βαθιές αλλαγές. Υπήρχαν όμως μεγάλα και ανοιχτά ζητήματα για την Αριστερά. Οι αριστερές ιδεολογικές και πολιτικές αρχές, μέσω των οποίων ορίζονταν και σχεδιάζονταν οι προτάσεις για τις αναγκαίες αλλαγές, δεν ήταν λιγότερο χρεοκοπημένες από τις προτάσεις της Δεξιάς. Κι αυτό αντικειμενικά. Και σε διεθνή κλίμακα. Τα θέματα είχαν ήδη τεθεί από τη σοβιετική Αποσταλινοποίηση, την κινέζικη Μορφωτική Επανάσταση, τον Μάη του ’68. Και γενικότερα από τη μεταμοντέρνα πολιτιστική επανάσταση στη Δύση. Πώς θα μπορούσαμε, εμείς εδώ, να παριστάνουμε τις ανύποπτες αριστερές παρθένες; Ο επίσημος σοσιαλισμός είχε εμφανίσει σοβαρότατα προβλήματα, στον ίδιο του τον πυρήνα. Και αν μη τι άλλο, χρειαζόταν κριτικό ξανακοίταγμα.
Το μεγάλο αυτό μεταπολιτευτικό αριστερό ρεύμα, παρασέρνοντας στην ορμή του κορμούς και κοτρόνια, είχε τους ανάλογους προπομπούς: ανθρώπους που ήξεραν να χειρίζονται με άνεση την αριστερή φρασεολογία, αλλά η σχέση τους με τα οράματα και τις ηθικές αρχές της Αριστεράς, ήταν απλώς εξωτερική-συνθηματολογική. Ήταν οι γνωστοί «Σαδδουκαίοι» του Κατσαρού. Αλλά και «αρκετοί προοδευτικοί» (από την τάξη των «Φαρισαίων»). Ενώ ολόκληρο το ιδεολογικό σύμπαν της αριστεράς κατέρρεε γύρω τους, αυτοί συμπεριφέρονταν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο ανθρωπότυπος αυτός, ο επικεφαλής των αριστερών κομμάτων, ήταν ο «φορέας» του «ρεβιζιονισμού», όπως τον αποκαλούσε η εξωκοινοβουλευτική τους πτέρυγα. Αυτή η τελευταία, με τα μυαλά θολωμένα από τη φουνταμενταλιστική χίμαιρα της «επιστροφής στην κομμουνιστική καθαρότητα», δεν έβλεπε ότι η διέξοδος από την «κρίση της Αριστεράς» απαιτούσε μια εντελώς διαφορετική κριτική-δημιουργική αναζήτηση.
Εδώ έχουμε το δεύτερο σημείο όπου ο Νίκος Μανίκας γυρίζει κόντρα στο ρεύμα, το αριστερό αυτή τη φορά. Αναπτύσσει, κατ’ αρχάς, μια εντυπωσιακή δράση στο εργοστασιακό-εργατικό κίνημα. Σκοπός: Η χειραφέτηση του εργατικού κινήματος από τους εγκάθετους α) της εργοδοσίας και β) των αριστερών κομμάτων. Ας σημειώσουμε ότι, αυτή την εποχή, τα «προοδευτικά κόμματα» ανταγωνίζονταν λυσσαλέα μεταξύ τους, με στόχο να «καπελώσουν» το εργατικό κίνημα. Να το κάνουν «ιμάντα μεταβίβασης της γραμμής του κόμματος». Αδιαφορώντας, βεβαίως, αν τούτο συνεπάγεται τη διάσπαση, τη διαφθορά και την «απομαζικοποίηση» του συνδικαλιστικού κινήματος.
Παράλληλα και σε συνδυασμό, ο Νίκος Μανίκας μετέχει στις ζυμώσεις με θέμα την «κρίση της Αριστεράς». Ένας από τους φορείς αυτών των ζυμώσεων είναι και η οργάνωση «Προλεταριακός Αγώνας», της οποίας υπήρξε ο κυριότερος εκ των ιδρυτών και εμψυχωτών. Δεν είναι η στιγμή να αναφερθώ με λεπτομέρειες στην εργώδη δραστηριότητα αυτής της οργάνωσης. Θα δώσω μόνο το ιδεολογικό της στίγμα και θα περιγράψω έναν από τους ειδικούς συστατικούς σκοπούς της, σχετιζόμενο άμεσα με το θέμα της περίφημης «κρίσης της Αριστεράς».
Το ιδεολογικό στίγμα της Οργάνωσης ήταν η μαρξιστική αταξική κοινωνία, μαζί με ορισμένες βασικές παραδοχές, ως προς τους όρους του αγώνα για την επίτευξή της. Πρώτη παραδοχή: Το προς ανατροπή καπιταλιστικό σύστημα είναι παγκόσμιο, άρα οι νόμοι που το διέπουν είναι διεθνείς και το πεδίο της επαναστατικής πάλης επίσης. Δεύτερη παραδοχή: Στο καπιταλιστικό σύστημα ανήκει και ο υπαρκτός σοσιαλισμός, διότι δεν είναι σοσιαλισμός, αλλά κρατικός καπιταλισμός. Ο εχθρός των λαών είναι έτσι δικέφαλος: είναι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και ο σοβιετικός «σοσιαλιμπεριαλισμός». Τρίτη παραδοχή: Επειδή η εργατική τάξη των αναπτυγμένων χωρών είναι εξαγορασμένη από τον ιμπεριαλισμό και εν πολλοίς συνένοχη μ’ αυτόν στην εκμετάλλευση του κόσμου, το κύριο «μπλοκ» των επαναστατικών δυνάμεων το συγκροτούν τα επαναστατικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Εκεί το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα, το νεωτερικό και το προνεωτερικό πολιτισμικό στοιχείο, συγχωνεύονται σε μιαν αξεδιάλυτη ενότητα. Επομένως το ζητούμενο της επαναστατικής σοφίας και επιδεξιότητας, είναι η εναρμόνιση των εναντιωματικών αυτών παραγόντων σε μια επαναστατικώς συνεπή και συγχρόνως αποτελεσματική «γραμμή».
Ο ειδικός συστατικός σκοπός, για τον οποίο μίλησα, βασιζόταν στο συμπέρασμα, που οι ιδρυτές της Οργάνωσης είχαν βγάλει από τον απολογισμό της ιστορικής πείρας του αριστερού κινήματος. Σύμφωνα με αυτό υπάρχει ένας αδιάγνωστος, ως προς τη φύση του, μηχανισμός μετατροπής των επαναστατικών οργανώσεων στο αντίθετό τους – ένα φαινόμενο παγκόσμιο, χωρίς εξαιρέσεις. Ενώ δηλαδή ξεκινούμε με τις καλύτερες αντικαπιταλιστικές και αντιεξουσιαστικές προθέσεις, καταλήγουμε, μέσα από την οργάνωση που φτιάχνουμε για να υλοποιήσουμε αυτές τις προθέσεις, να μετατραπούμε σε άθλιους εξουσιομανείς καιροσκόπους, μηχανορράφους, υποκριτές και παλιανθρώπους. Κατά κανόνα, μάλιστα, χωρίς καν να το καταλάβουμε... Το θέμα είναι να δούμε, πριν απ’ όλα, γιατί συμβαίνει αυτό. Είναι κάποιος ανυπέρβλητος νόμος; Ή είναι κάποιος «μηχανισμός», που μπορεί να εξουδετερωθεί με τα κατάλληλα μέτρα;
Το πρωτότυπο μ’ αυτή την οργάνωση ήταν ότι είχε αποφασίσει να βλέπει τον εαυτό της και λίγο σαν «πειραματόζωο». Θα εξέταζε δηλαδή στον εαυτό της το «φαινόμενο της μετατροπής στο αντίθετο». Για να επαληθεύσει (ή όχι), in vitro, τη «νομοτελειακότητά» του. Και για να επιβεβαιώσει (ή όχι) τις όποιες ειδικές ερμηνευτικές υποθέσεις, για την αιτιολογία και τις δυνατότητες αντιμετώπισης του «φαινομένου». Για να μη μακρολογώ διαπιστώθηκε, όντως, ότι το φαινόμενο αναπαραγόταν και στους δικούς της κόλπους. Επισημάνθηκε όμως ότι η σχετική συλλογική αυτοπαρατήρηση είχε ευεργετική επίδραση: ανασταλτική, αν και όχι προληπτική. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο «Προλεταριακός Αγώνας» δεν γνώρισε τις συνηθισμένες αριστερές «διασπάσεις», όπου ξεσπά η πρακτορολογία, κατασκευάζονται αποδιοπομπαίοι τράγοι και «βγαίνουν τα μαχαίρια». Διάσπαση έγινε. Δεν μπόρεσε να προληφθεί. Οι διαφωνούντες αποχώρησαν, αλλά «ησύχως». Ορισμένοι μάλιστα, ανυπόπτως ευστοχούντες, είπαν και «καληνύχτα». Ο θυσιαστικός μηχανισμός μόλις που έδειξε τα δόντια του. Ανθρωποθυσίες δεν έγιναν…
Περιττό να αναφέρω, ότι επί της ουσίας του φαινομένου, η γνώση όλων μας ήταν μηδενική. Μιλάμε άλλωστε για γνώση «σφραγισμένη», ανήκουσα στα «κεκρυμμένα από καταβολής». Άμα την υποψιαστεί ο επαναστάτης απλώς θα απορρίψει έντρομος την «ιερή βία». Αν μη τι άλλο θα πάψει να είναι επαναστάτης νεωτερικού τύπου: αριστερός (κοινωνική απελευθέρωση) ή δεξιός (εθνική απελευθέρωση).
Ο πασοκικός κρατισμός
Επειδή ποτέ ένας «πραγματικός αριστερός» δεν πρέπει να κρατιέται μακριά από τη δίνη των αλλαγών, αλλά να βουτά με το κεφάλι, κατ’ ευθείαν στο πιο επικίνδυνο σημείο, στο κέντρο της δίνης (βασική αρχή της εν λόγω Οργάνωσης), τέθηκε το «ζήτημα ΠΑΣΟΚ».
Καλώς ή κακώς οι «μάζες», των οποίων θέλαμε να είμαστε «ταπεινοί υπηρέτες», είχαν στραφεί προς το ΠΑΣΟΚ. Η αναδεικνυόμενη από τους αγώνες τους εργατική πρωτοπορία «καταστρεφόταν». Όχι μόνο δεν σκεπτόταν αυτό που θέλαμε εμείς, την «επαναστατική μετεξέλιξη του καθοδηγητικού της ρόλου», αλλά έτρεχε με ορμή να «καπελωθεί» από το ΠΑΣΟΚ. Από παντού τα πιο έξυπνα, ανιδιοτελή και ριζοσπαστικά στοιχεία, έτρεχαν προς την πασοκική Κίρκη. Μαζί βέβαια με όλη τη θολούρα των καριεριστών, των σαλταδόρων, των χαμαιλεόντων, ακόμα και «χουντικών», που κατέβαζε το απέραντο σοσιαλιστικό ποτάμι. Οι ζητούμενες αλλαγές αναμένονταν, πλέον, από το ΠΑΣΟΚ. Όλα περνούσαν μέσα από την απαίτηση για την άμεση ανατροπή της Δεξιάς από την εξουσία και την κατάληψή της από τον πασοκικό λαό. «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση ο λαός στην εξουσία».
Μπορούσες βέβαια να κάθεσαι στην όχθη «καθαρός». Και να οικτίρεις το μαζικό ποτάμι. Αλλά μια τέτοια στάση ήταν για τους εστέτ της Αριστεράς. Όχι για μας. Χώρια που το «νεομαρξιστικό» ιδεολογικό μας στίγμα δεν ήταν καθόλου ασύμβατο με τα θεωρητικά θέσφατα του χαρισματικού αρχηγού του φοβερού μας «Κινήματος». Τι κάνουμε λοιπόν; Τρίτη και ριζικότερη τώρα αλλαγή πλεύσης: να μπούμε στο ΠΑΣΟΚ και να αγωνιστούμε μέσα από τις γραμμές του. Να διαλύσουμε την Οργάνωσή μας, εξηγώντας δημόσια τους λόγους. Και να προσχωρήσουμε εκεί άνευ όρων. (Όχι με ανταλλάγματα.) Καλώντας συνάμα και όλους τους ομολόγους του «χώρου», να πράξουν το ίδιο. Πρωτοστάτης της μεταστροφής: ο Νίκος Μανίκας.
Η δημοσίευση της απόφασης διάλυσης-προσχώρησης έγινε τον Ιανουάριο του 1980 στο τεύχος 30 (τελευταίο) της μηνιαίας εφημερίδας «Προλεταριακός Αγώνας».
Το ΠΑΣΟΚ μας δέχτηκε. Παρά την αντίδραση του Αλευρά και χάρη στη θετική εισήγηση του Γεννηματά (όπως μάθαμε εκ των υστέρων). Καταταγήκαμε στις αντίστοιχες Τοπικές Οργανώσεις και στις αντίστοιχες Κλαδικές. Γρήγορα, όπως ήταν επόμενο, οι επικεφαλής της διαλυμένης οργάνωσης βρέθηκαν στα κεντρικά όργανα του «Κινήματος». Ο Νίκος Μανίκας στην «Επιτροπή Συνδικαλιστικού».
Η εμπειρία της διαδρομής στο ΠΑΣΟΚ ήταν ό,τι έπρεπε, για να αποκτήσει κανείς μια άμεση γνώση, σχετικά με τις δυνάμεις που διαμορφώνουν την πολιτική σκηνή της χώρας και σχετικά με τη φύση του ελληνικού κράτους.
Η «πάλη των τάξεων διεξάγεται παντού», όπως προέβλεπε η θεωρία. Άρα «και μέσα στο ΠΑΣΟΚ». «Σε κάθε του όργανο», χαμηλό ή ψηλό, μεγάλο ή μικρό. Το θέμα ήταν «ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων» σε κάθε «αναβαθμό της ταξικής πάλης». Και οι δυνατότητες επηρεασμού του προς τη «σωστή κατεύθυνση». Κόντρα, δηλαδή, στις «αντιδραστικές δυνάμεις».
Αλλά ποιες ήταν οι «προοδευτικές» και ποιες οι «αντιδραστικές» δυνάμεις στην «Επιτροπή Συνδικαλιστικού», από την οποία και εκπορεύονταν όλες οι μέχρι τότε πασοκικές πρακτικές κομματικής άλωσης και καπελώματος του συνδικαλιστικού κινήματος; -«Εμείς οι αριστεροί», οι μεν. –«Εμείς οι αριστεροί», οι δε. Σε σημείο, που ο μοναδικός εργοστασιακός εργάτης της Επιτροπής, εξερράγη κάποια στιγμή, λέγοντας το αμίμητο: -«Εγώ δεν βλέπω κανέναν αριστερό εδώ. Μόνο τραπεζοϋπαλλήλους βλέπω.»
Κι ο Νίκος, εξομολογούμενος τον πόνο του: -«Κάθε φορά που είναι να πάω στην Επιτροπή, ενώ το μυαλό μου λέει πήγαινε, τα πόδια μου λένε φύγε.» Κάποια στιγμή τα «πόδια» υπερίσχυσαν... Αν και δεινός συζητητής και σκληρός μαχητής, απέφευγε τις άγονες διαμάχες. Προτιμούσε να «αποχωρήσει ησύχως», όταν ήταν βέβαιος για τη ματαιότητα της σύγκρουσης.
Έκτοτε η κομματική του συμμετοχή περιορίστηκε στην Τ.Ο. απ’ όπου πολύ σύντομα «πέρασε στους φίλους». Υπήρξε και η «παρα-κομματική» συμμετοχή στις εναλλακτικές δυνατότητες που παρείχε το ΠΑΣΟΚ (μέσα στο ΠΑΣΟΚ, αλλά όχι υπό την εποπτεία του Μηχανισμού). Πρόκειται για την ομάδα Χαραλαμπίδη Οι ζυμώσεις στον κύκλο των «Ιταλών» φαίνονταν ενδιαφέρουσες. Στο επίκεντρό τους είχαν το «Εθνικό Ζήτημα» και την ανάγκη ενός «Νέου Διεθνισμού», θέματα στα οποία οι επεξεργασίες του «Προλεταριακού Αγώνα» ήταν παραπλήσιες. Μια άλλη ήταν η ομάδα που είχε στο κέντρο της τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο Νίκος προσπάθησε να κάνει κάτι και μ’ αυτήν, αλλά διαπίστωσε ότι πρόκειται για παιδική χαρά και δεν ασχολήθηκε.
Η παρέμβαση του Νίκου στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ διατηρούσε πάντοτε μια σαφή αντικρατιστική αιχμή, επειδή ο κρατισμός ήταν το αρνητικό σημείο σύγκλισης όλων των ετερόκλητων συνιστωσών του.
Το νέο Εθνικό Ζήτημα
Ως βασική αρχή μιας σοβαρής πολιτικής πρακτικής, θεωρούνταν να βρίσκεις ποιος είναι κάθε φορά ο «κεντρικός κρίκος» της «συγκυρίας», ώστε άμα τον αδράξεις, να έχει η παρέμβασή σου επίδραση σε όλη την αλυσίδα και να μην πηγαίνει στο βρόντο.
Ως τέτοιος «κρίκος» εκτιμήθηκε το Εθνικό Ζήτημα. Αναμενόταν, δηλαδή, η έξαρση των εθνικών προβλημάτων, γενικότερα και στην περιοχή μας. Η αναγκαία «παρέμβαση» όφειλε να αναπτυχθεί σε δύο μέτωπα: α) Εναντίον του ενδοτισμού (κοσμοπολιτισμού κλπ.) και β) εναντίον του αστικού εθνικισμού (ρατσισμού κλπ.), που αναπόφευκτα θα αναπτύσσονταν μαζί με το πατριωτικό κύμα. Στη βάση αυτή ο Νίκος Μανίκας πρωτοστατεί στην έκδοση του περιοδικού «Ελλοπία» – «περιοδικού για τα εθνικά θέματα».
Με κύριο στυλοβάτη τον ίδιο, η «Ελλοπία» άνοιξε νέο δρόμο στον προβληματισμό γύρω από τα εθνικά θέματα. Εισήγαγε, π.χ. και τεκμηρίωσε την ιδέα, ότι το έθνος είναι μια πολυεκδοχική ολότητα, με πλουραλιστική εσωτερική δομή. Είναι σχηματισμός διαφορετικών παραδόσεων, ή «εθνισμών», όπως ο ίδιος ονόμαζε τους δρόμους υποκειμενοποίησης, οι οποίοι σχηματίζονται γύρω από τα ανθρωπολογικά πρότυπα ή «ελκυστές» του εκάστοτε πολιτισμού. Η κυρίαρχη αντίληψη για το έθνος, ως μονοπαγούς ολότητας, είναι απλώς η αντίληψη του αστικού εθνικισμού για το έθνος, την οποία βλακωδώς αναπαράγει και η Αριστερά κάθε απόχρωσης, πετώντας μαζί με το νερό της σκάφης (τον αστικό εθνικισμό) και το μωρό (το σύστημα των πολιτισμικών αξιών που όχημά τους έχουν τον εθνισμό). Την άποψή του για το έθνος, τον εθνισμό και τον Ελληνισμό, τη βρίσκουμε στο κείμενό του με τίτλο «Συνειρμοί με αφορμή ένα όνομα», στο 1ο τεύχος της «Ελλοπίας» (Μάϊος 1990).
Όπως κατά κανόνα συμβαίνει, στις περιπτώσεις που η πολιτική πρόβλεψη επαληθεύεται, αυτό που πριν ήταν κολύμπι ανάποδα στο ρεύμα, γίνεται παρασυρμός από το ρεύμα. Όταν εκρήγνυται η κρίση στα Βαλκάνια και χτυπούν παντού τα τύμπανα του εθνικισμού, η «Ελλοπία» ανακαλύπτει ξαφνικά ότι μπορεί να βγαίνει από μόνη της. Τα κείμενα έρχονται βροχή, από κάθε κατεύθυνση και οι συνδρομητές πολλαπλασιάζονται. Το εγχείρημα έχει λοιπόν τον αέρα στα πανιά του. Τι πιο ευχάριστο για τους συντελεστές του; Αυτό όμως σήμαινε, απλώς, ότι ο χτεσινός πολεμούμενος ήταν πλέον ο σημερινός επωφελούμενος. Ήταν τέτοια η ορμή του ρεύματος που η γραμμή πλεύσης δεν μπορούσε να κρατηθεί.
Το σκάφος έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Και βέβαια εισηγητής της εγκατάλειψής του ήταν ο Νίκος Μανίκας. Η «Ελλοπία» αφέθηκε στην τύχη της. Και συνέχισε, κούφιο αντηχείο της εθνικιστικής βουής. Χωρίς δική της δημιουργική πνοή.
Το νέο Κοινωνικό Ζήτημα
Και πού ήταν τώρα το σημείο αιχμής, ο κεντρικός κρίκος, η πρακτική-όχημα μιας ριζοσπαστικής παρέμβασης;
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Νίκου Μανίκα το Κοινωνικό Ζήτημα έρχεται πάλι στο προσκήνιο, αλλά με νέα μορφή. Η αιχμή του θα βρίσκεται τώρα στη δουλοκτητική καταπίεση και τα βάσανα του προλεταριάτου των ξένων μεταναστών. Ήδη τα φράγματα είχαν σπάσει στα Βαλκάνια και το αλβανικό στοιχείο άρχισε να πλημμυρίζει τη χώρα.
Υπολόγιζε πως η πρόταση του Γιώργου Καραμπελιά, για ένα πολιτικό περιοδικό πολυδιάστατο – εθνικής, κοινωνικής και οικολογικής ευαισθησίας, θα μπορούσε να είναι το όχημα της αναγκαίας παρέμβασης. Έτσι υπήρξε συνιδρυτής του «Άρδην» (Μάρτιος 1996) και ήταν αποφασισμένος να το συνδράμει ολόψυχα. Τον στενοχώρησε όμως πολύ και τον ανάγκασε να αποσυρθεί από την προσπάθεια, η θεμελιώδης αδυναμία που διαπίστωσε: Η αδυναμία να λειτουργήσει η Συντακτική Επιτροπή, ως συλλογικό όργανο. Θεωρούσε θεμελιώδη την αδυναμία αυτή για δύο λόγους: Ο πρώτος και βασικότερος ήταν ότι απέκλειε τη ζητούμενη οργανωμένη παρέμβαση. Ο δεύτερος και γενικότερος, σχετιζόταν με την παλιά θέση, ότι ένα προοδευτικό περιοδικό δεν μπορεί να υπηρετήσει τις ιδέες που αναπτύσσει, όσο «υψηλές» κι αν είναι, αν δεν «οικοδομεί» συγχρόνως μια συλλογική ποιότητα. Ότι η έλλειψη «συλλογικής οικοδόμησης» μετατρέπει τις καλές ιδέες σε μέσα άλλων, αντίθετων προς αυτές, σκοπών. Ουδέποτε ο Νίκος Μανίκας έστερξε να αντιληφθεί τις ριζοσπαστικές ιδέες ξέχωρα από την πρακτική-συλλογική ενσάρκωσή τους.
Αποσύρθηκε λοιπόν. Κατά βάθος γιατί δεν υπήρχε «κίνημα», με το οποίο να συνδυαστεί η προσπάθεια. Δεν έβλεπε κανένα «ρεύμα» γύρω του. Μόνο βαλτόνερα. Και το πήρε απόφαση να ασχοληθεί μόνο με την οικογένειά του και με τη δουλειά του, που ποτέ βέβαια δεν είχε παραμελήσει.
Έκτοτε, φανερά αυτοσαρκαζόμενος, απαντούσε ως εξής στο ερώτημα «και τώρα τι κάνεις;»: -«Παραμένω οπαδός της χήρας του Μάο και φανατικός ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ. Ιδιαιτέρως δε του Κ. Σημίτη. Άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα λιγότερο δεξιό από το ΠΑΣΟΚ. Αν γνωρίζετε να μου το πείτε.»
Τελευταία είχε προσθέσει στο θυμοσοφικό του ρεπερτόριο και τη ρήση ότι είναι καιρός να σταματήσουμε να λέμε τον Παπανδρέου «Γιωργάκη». Διότι έγινε πλέον «Γεώργιος».
Θα αναφερθώ και σε μια τελευταία προκλητική θέση του, για να μεγιστοποιήσω την εικόνα. Αυτή κι αν φάνταξε τερατώδης αντίσταση στο ρεύμα: Εκφράστηκε υπέρ του Κλίντον. Υπέρ των βομβαρδισμών της Σερβίας. Και υπέρ της παραπομπής του Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου. Πίστευε ακράδαντα ότι οι καταγγελλόμενες σερβικές θηριωδίες κατά των μουσουλμάνων της Βοσνίας και των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, ήταν απολύτως βάσιμες. Και δεν έβλεπε άλλον τρόπο, για να σταματήσει η θηριωδία και να ανακοπεί η παρανοϊκή πορεία της Σερβίας προς την αυτοκαταστροφή.
Για να μην παρεξηγήσει ο αναγνώστης τη θέση του, θα προσθέσω ότι δεν είχε αναθεωρήσει τις βασικές απόψεις του περί ιμπεριαλισμού. Ήταν εξ ίσου ενάντιος στην αποικιοκρατική επέμβαση και τις θηριωδίες των ΗΠΑ στο Ιράκ. Όπως, βεβαίως, και εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Ο εθνικο-θρησκευτικός φουνταμενταλισμός
Ο Νίκος Μανίκας δεν πήγαινε μόνο κόντρα στο πολιτικό ρεύμα, αλλά και στο θρησκευτικό. Δήλωνε πεπεισμένος άθεος και φανατικός αντικληρικαλιστής. Είχε αφήσει, μάλιστα, ρητή παραγγελία στους δικούς του να μην του κάνουν θρησκευτική κηδεία. Η επιθυμία του έγινε σεβαστή.
Έχω την εντύπωση, πως την εποχή της «Ελλοπίας», πρέπει να προβληματίστηκε για την πιθανή αξία του «νεορθόδοξου» ρεύματος. Αλλά κάτι συνέβη, που τον επανέφερε στις συνολικά απορριπτικές απόψεις του για κάθε τι το «θρησκευτικό». Τι ακριβώς δεν ξέρω. Καθώς, από το 1986 ως το 1999, είχα «αποκεντρωθεί» στη Θεσσαλονίκη, δεν είχα άμεση εικόνα για την εξέλιξη των ζυμώσεων στον κύκλο της «Ελλοπίας». Έκτοτε τις διαβεβαιώσεις μου, ότι «η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία», ότι αυτό που σήμερα αυτοαποκαλείται έτσι είναι «δυτικής κοπής και εισαγωγής», τα άκουγε βερεσέ: «Αυτά είναι δικές σου ερμηνείες. Το τι είναι η Ορθοδοξία το βλέπω», αντέτεινε.
Πεπεισμένος ότι η «αθεΐα» του ήταν μόνο διανόημα, μια φορά του το είπα ξεκάθαρα: «Η άποψή μου για σένα είναι ότι στην πράξη είσαι χριστιανός. Περισσότερο από μένα, που είμαι μόνο στα λόγια». Πήρε την παρατήρησή μου για χωρατό.
Επέμεινε ως το τέλος στα αθεϊστικά στερεότυπα του αριστερού Διαφωτισμού. Το επιχείρημά μου, ότι δεν υπερβαίνει κανείς τη θρησκεία όταν απλώς την «απορρίπτει», ότι πίσω από τη θρησκεία υπάρχουν «κεκρυμμένα από καταβολής», που πρέπει να αποκαλυφθούν στη συνείδησή μας, του φαινόταν πολύ αλλόκοτο. Έκλεινε τη συζήτηση με παραλλαγές του αντικληρικαλιστικού επιχειρήματος: -«Ρίχνεις νερό στο μύλο του Χριστόδουλου και απορώ πώς δεν το καταλαβαίνεις.»
Η «εσωτερική ρίζα»
Απ’ όλα αυτά προκύπτει η εικόνα ενός ανθρώπου με «εσωτερική ρίζα», που του επέτρεπε να έχει μια ασυνήθιστα σθεναρή προσωπικότητα. Ενός ανθρώπου στους αντίποδες ακριβώς του κυρίαρχου σήμερα μεταμοντέρνου (πρωτεϊκού - χαμαιλεοντικού) ανθρωπότυπου.
Θα αναρωτηθώ τώρα για τη φύση αυτής της «εσωτερικής ρίζας». Κατ’ αρχάς πρέπει να παρατηρήσω ότι την προσωπικότητα του Νίκου Μανίκα τη συνείχε ένας υπερβατικός σκοπός, ένα ιδανικό. Αυτό το ιδανικό, ήταν που εννοημάτωνε την περίπλοκη, όσο και επώδυνη βιοτική διαδρομή του, στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Το ιδανικό του, ο «θεός» του, ήταν η αταξική κοινωνία: η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφοσύνη. Το ιδεώδες της Γαλλικής Επανάστασης, όπως περαιτέρω το επεξεργάστηκε ο Καρλ Μαρξ. Ή, κατά τη δική μου ανάγνωση, η νεωτερική προσαρμογή της παραδοσιακής ιδέας για την εσχατολογική χριστιανική βασιλεία.
Η επίτευξη του κοινωνικό αυτού ιδανικού απαιτούσε, για τον Νίκο Μανίκα, τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων: του κατάλληλου τύπου ανθρώπου και του κατάλληλου συλλογικού οργάνου. Η πρώτη ήταν το αυτόνομο ανιδιοτελές Άτομο. Η δεύτερη ήταν η Αριστερά.
Τόσο το ιδανικό, όσο και η πρώτη προϋπόθεσή του, ήταν πάντοτε ξεκάθαρα, αναμφισβήτητα και αδιαπραγμάτευτα, για τον φίλο μας. Είμαι πεπεισμένος ότι ουδέποτε ταλαντεύθηκε, ως προς την πίστη του στην αξία και την ορθότητά τους. Κι αυτό όχι μόνο στο επίπεδο της σκέψης, αλλά και στο επίπεδο του προσωπικού ήθους, της συνέπειας λόγων-έργων. Σαν τον πολικό αστέρα, που βοηθά τον ποντοπόρο να ακολουθεί σταθερή πορεία, παρά τις εναλλαγές του ανέμου και την κατεύθυνση των ρευμάτων, το ιδανικό αυτό προσανατόλιζε τις κινήσεις του. Αν κατέγραφε κανείς την καμπύλη της ζωής του, σε αναφορά προς τον εν λόγω σταθερό ελκυστή, θα διαπίστωνε αμέσως ότι οι μεταστροφές, στις οποίες αναφέρθηκα, δεν είναι παρά φαινομενικές. Έμοιαζαν ανακόλουθες και αντιφατικές, στα μάτια εκείνων γύρω του, που άγονταν και φέρονταν από το εκάστοτε ρεύμα. Μοιάζουν σήμερα ανακόλουθες μόνον σε όποιον δεν βλέπει την κεντρομόλο δύναμη που συνείχε τη ζωή του.
Εκεί όμως που ο φίλος μας είχε μονίμως πρόβλημα, διαρκή έγνοια και αγωνία, αμφιβολία, ταλάντευση και ανησυχία, ήταν στη δεύτερη προϋπόθεση: ποια Αριστερά; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό κατέληξε να τη συλλάβει και να τη διατυπώσει με βεβαιότητα, μόνο λίγο πριν από τον θάνατό του, όταν βρήκε το κουράγιο να υπερνικήσει το βάσανο της αρρώστιας του και εν είδη διαθήκης, να γράψει το τηλεγραφικό κείμενο των πέντε σημείων με τίτλο: «Για ποιαν Αριστερά;». Σ’ αυτό το λιτό κείμενο και αφού κάνει την προσωπική αυτοκριτική του, εκθέτει τι για κείνον σημαίνει Αριστερά σήμερα.
Για όσους γνωρίζουν ότι δεν πέθανε η Αριστερά γενικά, αλλά μόνο η μαρξιστική ιστορική μορφή της, ότι πάντοτε θα είναι ζωτικό και επίκαιρο το αίτημα για μια «σωστή Αριστερά», αυτοί μπορούν να εκτιμήσουν την αξία που έχει το μικρό αυτό κείμενο για τη δική μας Αριστερά.
Στη δια βίου σταθερότητα σε έναν υψηλό ηθικό σκοπό και τη συνεπαγόμενη αδιάκοπη πάλη κόντρα στο ρεύμα, αναγνωρίζω το ιδανικό της προνεωτερικής ελληνικής παιδείας: το κατ’ αλήθειαν ζην. Ένα ιδανικό που τα θέλει όλα ή τίποτα. Το να μπορέσει κάποιος να ενσαρκώσει το ιδανικό αυτό, στην αντι-ιδανική μεταμοντέρνα εποχή μας, τον καθιστά αναμφισβήτητα έναν αληθινά σημαντικό άνθρωπο.
Διάβασα κάπου και μου άρεσε, ότι σημαντικός είναι ο άνθρωπος που ξεχωρίζει από τους γύρω του: 1) Για την επινοητικότητα του μυαλού του. 2) Για την ικανότητά του να συγκρατεί τις εκδηλώσεις που προέρχονται από τη φύση του. 3) Για τη δικαιοσύνη και την ανοχή του προς τις αδυναμίες των άλλων. Λαμβάνοντας υπόψη το παράδειγμα του Νίκου Μανίκα, το οποίο καλύπτει και τα τρία αυτά γνωρίσματα, θα πρόσθετα σαν 4) την «εσωτερική ρίζα»: τη σταθερή πίστη σε έναν υψηλό ηθικό-αυθυπερβατικό σκοπό.
Το αίνιγμα είναι τελικά αυτή η εσωτερική πίστη-δύναμη, η ρίζα της σθεναρής συνείδησης. Απ’ όσο μπόρεσα να εμβαθύνω, συνθέτοντας εμπειρίες ανθρώπων, μελέτες και διαβάσματα, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή η εσωτερική δύναμη, αυτή η «ρίζα ψυχής», δεν προκύπτει από τη διανοητική καλλιέργεια. Συνδέεται μάλλον με μια «μυθική» αγωγή του συναισθήματος, κατά την παιδική ηλικία, μαζί με την αντίστοιχη χειραγώγηση του ενστίκτου. Αλλά για την αγωγή που έλαβε ο φίλος μου, στην προκαταρκτική αυτή φάση της ζωής του, στην Κωνσταντινούπολη των ετών 1945-1955 και μετά στην Αθήνα, δυστυχώς δεν έτυχε να τον «ανακρίνω» ποτέ. Ο ίδιος πάντα απέφευγε να μιλά για τον εαυτό του.
[Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΙΚΑΣ (1945-2004), Εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005.]
Πηγή: Aντίφωνο
κανένα σχόλιο