Το πρόσωπο ως μετάβαση από το "δυνάμει" στο "ενεργεία"

του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα

(Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Μάξιμο Ομολογητή.)

«Δυνάμει» όλοι οι άνθρωποι είναι πρόσωπα. «Ενεργεία» όμως όχι. Η αριστοτελική διάκριση «δυνάμει» και «ενεργεία», εφαρμοζόμενη επί του προσώπου, παραπέμπει σε συγκεκριμένο ψυχοκοινωνικό πρόσκτημα. Αν αυτό υπάρχει τότε έχουμε πρόσωπο, όχι μόνο ως δυνατότητα, αλλά και στην πράξη. Η εισήγησή μου θα έχει ως αντικείμενο την περιγραφή του εν λόγω προσκτήματος στην ελληνική παράδοση. Θα ξεκινήσει από το «τι δεν είναι», θα επικεντρωθεί στο «τι είναι» και θα ολοκληρωθεί με τους «περιορισμούς», που δεσμεύουν σήμερα την κατανόηση και την «ενεργοποίηση» του προσώπου. Λόγω της επιβεβλημένης συντομίας θα αποφύγω τις κειμενικές αναφορές.



1.- Τι δεν είναι

Το πρόσωπο είναι τύπος υποκειμένου, το δε υποκείμενο υπόσταση πολιτισμικού κοινωνικού πεδίου, εκδηλούμενη α) ως ενέργεια αυτοεπιβεβαιωτική, διά της οποίας ο άνθρωπος αναπαράγεται ως άτομο και β) ως ενέργεια αυθυπερβατική, μέσω της οποίας αναπαράγει το πολιτισμικό του οικοσύστημα: το σύστημα πατρίδος του.

Οι βασικοί ιστορικοί τύποι υποκειμένου είναι ο κολεκτιβιστικός και ο ατομοκεντρικός.

Αν ως  «δυνάμει» κολεκτιβιστικό, ορίσουμε το υποκείμενο όπου η κοινωνική συνοχή τίθεται σε προτεραιότητα έναντι της ατομικής ελευθερίας, τότε ως «ενεργεία» κολεκτιβιστικό θα αναγνωρίσουμε το κυρίαρχο υποκείμενο των ιστορικών δεσποτικών πολιτισμών.

Επίσης, αν ως  «δυνάμει» ατομοκεντρικό, ορίσουμε το υποκείμενο όπου το συλλογικό έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία έναντι της ατομικής ελευθερίας, τότε ως «ενεργεία» ατομοκεντρικό θα αναγνωρίσουμε το κυρίαρχο υποκείμενο δύο μόνο πολιτισμών: του ελληνικού, στον οποίο είχαν προσηλυτιστεί και οι ρωμαίοι και του κυρίαρχου στον σύγχρονο κόσμο νεωτερικού πολιτισμού.

Δεδομένου ότι η κοινωνική συνοχή προϋποθέτει ένα ελάχιστο ατομικής ελευθερίας και η ατομική ελευθερία ένα ελάχιστο κοινωνικής συνοχής, οι δύο βασικοί τύποι πολιτισμού, ο κολεκτιβιστικός και ο ατομοκεντρικός, πάσχουν από την ενδογενή ανθρωπολογική τους πόλωση, την οποία και εξατομικεύουν ως ψυχικό διχασμό και αμοιβαία συμμετρική υπανάπτυξη και αναπηρία του υποκειμένου τους, ενώ παράλληλα η ανάπτυξή τους, ως διαδικασία τείνουσα στην εξάλειψη του εντός τους αντιθέτου, εμπεριέχει την προοπτική της κατάρρευσής τους, της αποσύνθεσης του αντιστοίχως κυρίαρχου υποκειμένου και της περιαγωγής του εν λόγω πολιτισμού σε μια οιονεί «κατάσταση μηδέν».

Η έννοια του «δυνάμει» προσώπου παραπέμπει στην δυνατότητα υπέρβασης της πόλωσης κολεκτιβισμού – ατομοκεντρισμού, οπότε η «ενεργεία» εμφάνιση του προσώπου είναι εύλογο να συνδέεται με συνθήκες ψυχοκοινωνικής κρίσης του βασικού ανθρωπολογικού διπόλου. Ιστορική εμπειρία του «ενεργεία» προσώπου έχουμε κατά την εμφάνισή του, ως απάντησης στην κρίση της αρχαιοελληνικής εξατομίκευσης και κατά την εν συνεχεία παρουσία του στα χίλια χρόνια της ρωμέηκης - «κοσμοπολιτειακής» φάσης του ελληνικού πολιτισμού.


2.- Τι είναι

Η επί του προσώπου χριστιανική εφαρμογή της λεκτικής διάκρισης «δυνάμει» και «ενεργεία», παραπέμπει στη διάκριση «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωση». Η «Εικόνα», το «πρότυπο» Πρόσωπο, ο ολοκληρωμένος-ακέραιος άνθρωπος, είναι ο ενανθρωπήσας Θεός: ο ιστορικός Ιησούς, ο κατά Παύλο «πρωτόκτοκος αδελφός» μας. Πλήρες «ενεργεία» πρόσωπο γίνομαι, έτσι, όταν μπορώ να επαναλάβω το παύλειο: «δεν ζω εγώ, ζει εν εμοί Χριστός».  Όταν δηλαδή το «θείο θέλημα» έχει γίνει δικό μου θέλημα.

Το εξατομικευμένο-εσωτερικευμένο «θείο θέλημα», είναι η πηγή του «ενεργεία» προσώπου, του προσωποκεντρικού «προσκτήματος». Συνδέεται δε με μια ειδική ποιότητα ψυχής,  χαρακτηριστικά της οποίας είναι η άρση του διχασμού «Νου» και «Καρδίας» και η «Αρετή», ως διακριτική-σπλαχνική Δικαιοσύνη. Μπορούμε να προσεγγίσουμε το νόημα αυτής της ποιότητας αν λάβουμε υπόψη την προβληματική που συνοδεύει την μετάλλαξη του «ενεργεία» ελληνικού ατόμου σε «ενεργεία» πρόσωπο, μετάλλαξη η οποία έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της μακράς κρίσης-αποσύνθεσης της ελληνικής ατομικότητας, από τον τέταρτο π.Χ. αιώνα και ως την πρόσληψη του χριστιανισμού.

Κατά την αρχαία σύλληψη η Αρετή είναι ήθος και το ήθος «δαίμων» – υποκειμενικότητα υπερβατική - ανάμεσα στο ζωώδες και στο θείο επίπεδο. Ή πιο απλά: συνειδητή συνήθεια «επαινετών πράξεων», κατ’ Αριστοτέλη. Προϊόν ασκήσεως και εγκρατείας. Σύστημα ρύθμισης των δυνάμεων της ψυχής. Του Επιθυμητικού, του Θυμοειδούς και του Λογιστικού, ώστε να υπαχθούν αντίστοιχα στις αρετές Σωφροσύνη, Ανδρεία, Φρόνηση, ώστε οι τρεις μαζί να παράγουν την Δικαιοσύνη, ως ψυχική αρμονία, καθ’ ομοίωση της ουράνιας Αρμονίας-Δικαιοσύνης. Η Αρετή-Δικαιοσύνη, ως το πλήρωμα των αρετών («εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσα αρετή εστί»), ανάγεται σε υπέρτατη αξία. Μετρά την αξία της ατομικής ελευθερίας, της ζωής και του θανάτου («κατ’ αλήθειαν ζην» / «κατ’ αλήθειαν θνήσκειν»). Ως σκοπός υπερβαίνει το ατομικό και το συλλογικό και ζητά την επ’ αυτού θεμελίωσή τους.

Η αρχαία σύλληψη υπονοεί ότι η Αρετή-Δικαιοσύνη είναι η ενδεδειγμένη λύση στην αντίθεση ατομικής ελευθερίας και κοινωνικής συνοχής. - Ο αναγκαίος ενοποιητικός τρίτος παράγοντας. Κάτι το μετα-φυσικό-αυθυπερβατικό και συνάμα εντελώς πραγματικό-τεκμαρτό στο πεδίο των σχέσεων.

Παρατηρήθηκε όμως, ότι το κεκτημένο της Αρετής είναι αδύνατο να σταθεροποιηθεί επί μακρόν, λόγω του εριστικού ταραγμού της ανθρώπινης φύσης. «Έχουσι γαρ ταραγμόν αι φύσεις βροτών». Όλα γίνονται «κατ’ έριν και χρεών». Σύμφωνα με την έριδα και την ανάγκη.

Η εμφατική αυτή τραγική επισήμανση συμπίπτει με την κρίση της ελληνικής εξατομίκευσης, δηλαδή με την ανάπτυξη του σχετικισμού-μηδενισμού και την ηθική αποσύνθεση προσώπων και θεσμών, από τον τέταρτο π.Χ. αιώνα ως την ελληνορωμαϊκή εποχή. Απέναντι στο πρόβλημα αυτό ανπτύχθηκαν δύο στάσεις: Η σοφιστική και η μετα-παραδοσιακή. Η πρώτη συνιστούσε συμβιβασμό με το πρόβλημα. «Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου» έλεγαν. Το πρόβλημα δεν επιδέχεται λύση. Οι δεύτεροι απέρριψαν την συνθηκολόγηση με το πρόβλημα και αναζήτησαν εναγωνίως θετική απάντηση. Μέσω αυτών ο Ελληνισμός την βρήκε τελικά στο πρόσωπο του Χριστού, από τον οποίο και αρπάχτηκε σαν από σωσίβιο. -Ναι βέβαια, «αυτή είναι η φύση του ανθρώπου». Πρόκειται όμως για την «πτωτική» και όχι για την αληθινή του φύση. Αν η Αρετή-Δικαιοσύνη θεμελιωθεί στην θεία Αγάπη, που αγκαλιάζει τα πάντα, ακόμα και τον εχθρό, δύναται να αφομοιώσει και να υπερβεί τον αποσταθεροποιητικό ταραγμό, την έριδα και την ανάγκη.

Στην «πτωτική» κατάσταση της ψυχικής τριάδας λογιστικό–επιθυμητικό-θυμοειδές, αντιστοιχεί κατά τον άγιο Μάξιμο, η τριάδα άγνοια Θεού φιλαυτία - τυραννία. Η άγνοια Θεού γεννά την φιλαυτία και η φιλαυτία γεννά την τυραννία, την αξίωση επιβολής επί των άλλων, στάση η οποία διασπά την ψυχή και την υποδουλώνει στο εκάστοτε πάθος της. Εξ ου και ο αποσυνθετικός «ταραγμός». Επιδέχεται όμως θεραπεία η ψυχική τριάδα. Για το λογιστικό είναι η θεογνωσία. Για το φίλαυτο επιθυμητικό η θεοεπιθυμία, η γεννώμενη από τη θεογνωσία. Δηλαδή ο βαθύς έρως προς το πρόσωπο του Χριστού. Για το τυραννικό θυμοειδές θεραπεία είναι η αγάπη προς το πρόσωπο του Πλησίον, η γεννώμενη από την υποστολή και άρση της φιλαυτίας. Τα «τέκνα» της φιλαυτίας, τα «πάθη» θεραπεύονται και ενοποιείται η θρυμματισμένη ψυχή, με αποτέλεσμα την εν Διακρίσει και Ευσπλαχνία Δικαιοσύνη, ως εμπράγματη υπέρβαση της αντίθεσης ατομικού-συλλογικού, όχι μόνο στις διυποκειμενικές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις με τις διάφορες μορφές του συλλογικού, όπου και διαδραματίζεται -διά του «εγώ εν δράσει»- η θεραπεία. Με τον τρόπο αυτό η ψυχή του ανθρώπου «μεγαλώνει», για να συμπεριλάβει την ολότητα της ζωής: την πόλη-Κοινό, την Οικουμένη και την Κτίση ολάκερη. Πράγμα που είναι και ο σκοπός της ζωής του προσώπου πάνω στη γη.

Η τεκμαρτή ενσάρκωση του προσώπου στο πεδίο των σχέσεων είναι πάντοτε αβέβαιη και σταδιακή, με ταλαντεύσεις και πισωγυρίσματα. Εν γένει ακολουθεί τυπολογικά την κλίμακα Δούλος, Μισθωτός, Φίλος (του θεϊκού Προσώπου). Οι τρεις αυτοί τύποι συντονίζονται με το θείο θέλημα (κάνουν το Καλό). Ο μεν  πρώτος από φόβο, ο δεύτερος επειδή θα αποκομίσει κέρδος και ο τρίτος από αγάπη προς το θείο Πρόσωπο. Τρεις, λοιπόν, οι «τάξεις των σωζομένων», πιστοποιούσες επί του κοινωνικού πεδίου (εκκλησιαστικού, κοινοτικού, οικογενειακού, εθνικού) το «ενεργεία» πρόσωπο.

Οίκοθεν νοείται η, ψυχογνωστικού ενδιαφέροντος, αντίστοιχη περί τους τρεις ελκυστές -τον φόβο, την αμοιβή και την αγάπη- ετεροβαρής δόμηση της προσωπικότητας, η παρατηρούμενη κατά την «ενεργοποίηση» του προσώπου στην «Οδό» της «καλής αλλοίωσης».

3.- Οι περιορισμοί

Η κατανόηση προϋποθέτει πάντοτε εμπειρικές προσλαμβάνουσες και εν προκειμένω κάποια επαφή με την προσωποκεντρική παράδοση και κάποια αυθυπερβατική «πρόγευση». Οι προϋποθέσεις όμως αυτές είναι εξαιρετικά απίθανες σήμερα. Οι λέξεις γνωστές αλλά το νόημά τους ασύλληπτο.

Η προσωποκεντρική παράδοση ζητά «αφύπνιση» και αλλαγή εαυτού. Ως βολεμένος όμως ενήλιξ, με τις αντισταθμισμένες ψυχικές αναπηρίες μου, είμαι απρόθυμος να αλλάξω και εξ υπαιτιότητός μου μάλλον ανίκανος. Κάποια πιθανότητα υφίσταται, κατ’ εξαίρεση, σε συνθήκες «εσωτερικής κατάρρευσης» -όταν τα «αντισταθμίσματα» ανατρέπονται, λόγω συμφορών, ασθενειών, κρίσεων κλπ.

Σε ευνοϊκότερη βεβαίως θέση θα βρισκόταν ο έφηβος, επειδή υπόκειται στην αυθυπερβατική ορμή της ηλικίας του. Η φυσική όμως δεκτικότητά του έχει βαθιά υπονομευθεί. Αφ’ ενός γιατί έχει καταστραφεί η πατρότητα στον σύγχρονο κόσμο και αφ’ ετέρου, γιατί υπόκειται -εξ’ απαλών ονύχων- σε ακατάπαυστο νακισσιστικό βομβαρδισμό από τα επικοινωνιακά δίκτυα.

Αν η κατανόηση της προσωποκεντρικής γνώσης είναι δύσκολη σήμερα, κατά μείζονα λόγο είναι η εφαρμογή της. Βέβαια αν δεν υπήρχε ανθρωπολογική διαφορά μεταξύ του νεωτερικού και του ελληνικού πολιτισμού, η δυσκολία θα μετριαζόταν. Όμως παρά την ομοιότητά τους (κατά το ότι το διακύβευμα και των δύο είναι η ατομική ελευθερία και κατά το ότι η κρίση της εξατομίκευσης είναι η κοινή τους κατάληξη), διαφορά υπάρχει και είναι ιλιγγιώδης.

Ο σύγχρονος πολιτισμός απέρριψε καταστατικά το ζητούμενο από τους Έλληνες ψυχοκοινωνικό πρόσκτημα, επαιρόμενος για την «ελευθερία των νεωτέρων», ως «ανώτερης» από την «ελευθερία των αρχαίων». Ως ανώτερης και συνάμα φιλανθρωπικότερης και αποτελεσματικότερης, καθώς μετέθεσε το βαρύ φορτίο της Αρετής από τους αδύναμους ώμους του ατόμου στα απρόσωπα συστήματα. Το νεωτερικό ψυχοκοινωνικό πρόσκτημα, είναι το Τεχνοσύστημα, όπου το «ενεργεία» πρόσωπο υποκαθίσταται από το «ενεργεία» άτομο, ως σύνολο απρόσωπων συστημικών «ρόλων». Και όπου ο τραγικός «ταραγμός» υποκαθίσταται από τον ενδοσυστημικό και διασυστημικό ανταγωνισμό, ο οποίος εκβάλλει σήμερα στην κατάρρευση, του μεν ατόμου σε σωρούς άχρηστων συστημικών «χρονο-ανταλλακτικών», του δε Τεχνοσυστήματος στον Αρμαγεδώνα, που κατ’ ευφημισμόν ονομάζουμε «κρίση».

Οι ως άνω περιορισμοί ευνοούν τον συμβιβασμό, ακόμα και των ειδότων, με την τερπνή φαντασίωση του «δυνάμει» ως «ενεργεία», με την αντίληψη του προσώπου ως κοινωνικώς άσαρκης ύπαρξης. Την «καλή αλλοίωση» την αντιλαμβάνονται, στην καλύτερη περίπτωση, ως αυστηρώς «ενδοψυχική» και το όποιο πρόσκτημά της ως τεκμαρτό  μόνο στα «έσχατα», στον «άλλο κόσμο». (Για αρετή θα μιλάμε τώρα;) Δεν αντιλαμβάνονται, ότι με τον τρόπο αυτό μεταποιούν την παράδοση την οποία επικαλούνται σε «φυσική θρησκεία» και την ενσωματώνουν στη «μεταμοντέρνα κατάσταση», ως «ιδιωτική υπόθεση», ως «καταναλωτικό αγαθό».

Θα μπορούσαμε, πάντως, να σκεφθούμε την δυνατότητα να αξιοποιηθεί η προσωποκεντρική γνώση στο πλαίσιο της αναζήτησης διεξόδου από την κρίση της εξατομίκευσης και τις παθολογίες της.

α) Γνωσιολογικώς: Ως «αρχιμήδειο στήριγμα» για την κριτική του κολεκτιβιστικού και του ατομοκεντρικού προτύπου και των σχετικιστικών/μηδενιστικών αποβλήτων τους, σε όλους τους δυνατούς τομείς (μαζί και τους «ψυχο-λογικούς»).

β) Πραγματολογικώς: Ως εναλλακτική πρακτική αναζήτηση στο πεδίο των καθημερινών συγκρούσεων και των «αδόμητων καταστάσεων», που δημιουργεί η εν εξελίξει μεγάλη συστημική κρίση του νεωτερικού ατομοκεντρικού παραδείγματος.

(Ομιλία σε εκδήλωση της Διεθνούς Νευροψυχιατρικής Εταιρείας στην Αθήνα την 29η 11ου 2012.)

Πηγή: Αντίφωνο

κανένα σχόλιο

Leave a Reply