Τα γερμανικά χρέη (Συνέντευξη του καθηγητή Hagen Fleischer από τον Δημήτρη Αγγελίδη – ‘Εψιλον, 26.06.2011)




«Το κατοχικό δάνειο είναι μια γερμανική υποχρέωση που δεν έχει σχέση με τις πολεμικές αποζημιώσεις»

Εξι δισεκατομμύρια ευρώ! Αυτό είναι το ύψος σε σημερινές τιμές του κατοχικού δανείου που υποχρεώθηκε να καταβάλει το ’42 η χώρα μας στη ναζιστική Γερμανία. Τι(ς) πταίει και τελικά αυτά τα δανεικά παραμένουν αγύριστα; Η πολιτική τού ένα βήμα μπρος – δύο πίσω που ακολούθησαν όλες οι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Ατολμία; Αδυναμία; Δουλοπρέπεια; Το βέβαιο είναι ότι μπροστά στο θρύλο της «γερμανικής ισχύος» η χώρα συμπεριφέρθηκε με ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας. Το αντιλαμβάνεται κανείς και από το 70ετές παρασκήνιο που ξετυλίγει ο καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ.

 Τον Μάρτιο του 1942, ενώ ο λιμός θέριζε ήδη την κατεχόμενη Αθήνα, η Γερμανία και η Ιταλία αποφάσισαν στη Ρώμη ότι οι μηνιαίες δαπάνες των κατοχικών στρατευμάτων στην Ελλάδα πάνω από το ποσό του 1,5 δισεκατομμυρίου πληθωριστικών δραχμών θα καλύπτονται με ποσά που η Ελλάδα θα δάνειζε άτοκα στις κατοχικές δυνάμεις. Ηταν μια λύση της τελευταίας στιγμής προκειμένου κάπως να αποτραπεί η κατάρρευση της οικονομίας, καθώς και να αμβλυνθεί η διογκούμενη αντίσταση των Ελλήνων εξαιτίας των άθλιων συνθηκών που είχε δημιουργήσει η Κατοχή. Πράγματι, υπήρξαν πολλές τέτοιες μεταφορές χρημάτων από την Τράπεζα της Ελλάδος στις γερμανικές (και ιταλικές) αρχές, οι οποίες με τη σειρά τους άρχισαν να αποπληρώνουν το δάνειο, επιστρέφοντας περίπου το ένα έκτο των χρημάτων. Μετά την Απελευθέρωση, ο αναβαθμισμένος ρόλος της Γερμανίας στον Ψυχρό Πόλεμο και το αντικομμουνιστικό μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα τη σθεναρή διεκδίκηση του χρέους. Μάλιστα, η Συμφωνία του Λονδίνου του ’53 για τη ρύθμιση των γερμανικών χρεών ανέβαλε -ντε φάκτο- την εξέταση όλων των διεκδικήσεων που πηγάζουν από τον Πόλεμο μέχρι τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με μια ενωμένη πια Γερμανία. Οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν το 1990, αλλά έκτοτε η γερμανική πλευρά σφυρίζει αδιάφορα κάθε φορά που, με κάποια χαλαρότητα, βάζει το ζήτημα η ελληνική πλευρά. Το θέμα εξηγεί στο «ΕΨΙΛΟΝ» ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και 26 χρόνια έλληνας πολίτης. Παρά τις γερμανικές ρίζες του, συγκαταλέγεται στις λίγες φωνές που επιμένουν να θυμίζουν το ζήτημα του κατοχικού δανείου.
Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του κατοχικού δανείου (Κ.Δ.); «Το Κ.Δ. αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας προς την Ελλάδα, που έχει αναγνωριστεί έμπρακτα ακόμη και από τους Ναζί. Είναι ειδική περίπτωση. Κανένα άλλο κράτος δεν έχει παρόμοια αξίωση προς τη Γερμανία. Η ελληνική πλευρά πρέπει να τονίζει ότι το Κ.Δ. δεν αφορά τα έξοδα κατοχής, τα οποία, σύμφωνα με το πολεμικό δίκαιο, τα πληρώνει η κατεχόμενη χώρα, αλλά χρήματα που υπερέβαιναν το ποσό που είχαν ορίσει οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ως οροφή των εξόδων κατοχής. Η ελληνική πλευρά πρέπει επίσης να τονίζει ότι το Κ.Δ. δεν έχει σχέση με τις επανορθώσεις, διότι μη βαυκαλιζόμαστε: 70 χρόνια “μετά το φόνο” (την εισβολή), καμία γερμανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να πληρώσει πολεμικές επανορθώσεις».
Υπάρχουν ακόμα σήμερα περιθώρια διεκδίκησης του Κ.Δ.; «Θα ήταν σίγουρα καλύτερα αν η Ελλάδα είχε ξεκινήσει να διεκδικεί σθεναρά το δάνειο αμέσως μετά τη γερμα- νική ενοποίηση. Δεν υπάρχει, βέβαια, χρονικό όριο παραγραφής του δανείου, αλλά τότε η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας δεν βρισκόταν στα σημερινά χάλια. Σήμερα οι Γερμανοί προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι Ελληνες θυμήθηκαν το Κ.Δ. τώρα που φοβούνται μη χρεοκοπήσουν».
Εχουν δίκιο; «Οχι. Δεν αληθεύει πως η Ελλάδα θυμήθηκε μόλις τώρα το Κ.Δ. Το έβαζε το ζήτημα και παλιότερα, αν και, είναι αλήθεια, χωρίς ιδιαίτερο σθένος. Αλλωστε, πρέπει να θυμίζουμε στους Γερμανούς ότι από τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953 ώς τη γερμανική ενοποίηση το 1990 το ρολόι είχε σταματήσει. Η Συμφωνία αυτή είχε παγώσει τη ρύθμιση “των αξιώσεων που πηγάζουν από τον πόλεμο” (ντε φάκτο) μέχρι τη σύναψη συνθήκης ειρήνης με μια ενωμένη πια Γερμανία. Η ρύθμιση αυτή αποτελούσε καρπό συμπαιγνίας των ΗΠΑ και της Δυτ. Γερμανίας, αφού με τα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου κανείς δεν περίμενε πια μια τέτοια εξέλιξη. Σε μια μελέτη μου στα γερμανικά με τον τίτλο “Οι ελληνικές καλένδες της γερμανικής διπλωματίας” επισήμαινα πως είναι ανήθικο να επικαλείσαι σήμερα την παρέλευση του χρόνου, την οποία εσύ ο ίδιος έχεις προκαλέσει μέσω μιας στρατηγικής συνεχών αναβολών».
Υπήρξαν άλλα επιχειρήματα της γερμανικής πλευράς κατά της αποπληρωμής του Κ.Δ.; «Κάποια στιγμή οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κατά την επίσκεψή του στη Βόννη το ’58, είχε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του Κ.Δ. και των επανορθώσεων. Ομως ο ίδιος ο Καραμανλής το διέψευσε και οι Γερμανοί, που δεν μπόρεσαν να βρουν κάποιο σχετικό έγγραφο, αναγκάστηκαν να πουν ότι η παραίτηση ήταν προφορική – κάτι που βέβαια δεν έχει καμία νομική ισχύ. Επειτα η γερμανική πλευρά επικαλέστηκε το επιχείρημα ότι το Κ.Δ. εξατμίστηκε, διότι η Αθήνα, κατά τη νομισματική μεταρρύθμιση μετά την Απελευθέρωση, κατά την οποία μία καινούργια δραχμή ήταν ίση με 50 δισεκατομμύρια πληθωριστικές δραχμές, δεν φρόντισε να εξαιρέσει τις διεκδικήσεις της από το εξωτερικό. Αλλά η Γερμανία δεν προχώρησε σε διαπραγμάτευση αυτού του θέματος με οικονομικά και νομικά κριτήρια. Μόνο αν καθίσεις στο ίδιο τραπέζι με την άλλη πλευρά μπορείς να καταλήξεις σε συμβιβασμό».
Σήμερα πώς μπορεί να κινηθεί η ελληνική πλευρά; «Νομίζω ότι μπορεί τουλάχιστον να χρησιμοποιήσει το Κ.Δ. ως διαπραγματευτικό χαρτί στις ελληνογερμανικές συνομιλίες. Εφόσον οι δύο χώρες διαφωνούν σ’ αυτό το θέμα πρέπει να αναγνωριστεί η διαφωνία τους και να παραπεμφθεί το θέμα σε διεθνές δικαστήριο ή άλλο βήμα. Υπάρχει, άλλωστε, ιστορικό προηγούμενο. Για δεκαετίες η Ελλάδα διεκδικούσε γερμανικές αποζημιώσεις σχετικά με την πρώτη περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ελλάδα ήταν ουδέτερη. Η υπόθεση τελικά κρίθηκε σε διαιτητικό δικαστήριο το 1974: 60 χρόνια μετά το γεγονός. Το δικαστήριο επιδίκασε στην Ελλάδα 47 εκατομμύρια μάρκα, πολύ καλό ποσό για εκείνη την εποχή. Ακόμα και τότε οι Γερμανοί επικαλούνταν το μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε περάσει. Μάλιστα, οι γερμανικές εφημερίδες έγραφαν κοροϊδευτικά ότι σε λίγο οι Ελληνες θα ξεκινήσουν δικαστική αντιπαράθεση με το Ιράν, διεκδικώντας πολεμικές αποζημιώσεις για τη Σαλαμίνα και τον Μαραθώνα!»
Σήμερα ποια είναι η στάση του γερμανικού Τύπου στο θέμα του Κ.Δ.; «Επικρατεί πλήρης άγνοια. Το θέμα δεν υπάρχει, ακόμη και σε σοβαρές εφημερίδες. Για να είχε γίνει γνωστό στον γερμανικό Τύπο, στη “δημόσια ιστορία”, έπρεπε να είχε κινηθεί κατάλληλα η Ελλάδα σε ανύποπτο χρόνο. Στη δεκαετία του ’60, για το θέμα των αποζημιώσεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με μεγάλο γερμανικό νομικό γραφείο, είχε δημο- σιεύσει πληρωμένες καταχωρίσεις για το θέμα σε έγκυρες εφημερίδες της ΟΔΓ».
Πώς βρίσκετε το επιχείρημα ότι, όπως και να ‘χει, οι Γερμανοί μάς έχουν επιστρέψει τα χρεωστούμενα είτε μέσω της Ε.Ε. είτε με τον τουρισμό; «Το βρίσκω υποκριτικό και άστοχο. Η ΟΔΓ “υποστηρίζει” μέσω του τουρισμού ή υπερεθνικών οργανισμών και χώρες όπως την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, στις οποίες ποτέ δεν πάτησε πόδι στρατιώτης της Βέρμαχτ. Επί πλέον, η προώθηση του μοντέλου της δυτικής Ευρώπης εξυπηρετεί κυρίως τις εξαγωγικές χώρες, διότι δημιουργεί νέες αγορές για τα προϊόντα τους. Η Γερμανία είναι από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες. Ας δούμε, π.χ., τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων. Πάντα μας λέγανε σπάταλους οι διπλωμάτες και πολιτικοί της ΟΔΓ, όπως και άλλων δυτικών χωρών, και μας συνιστούσαν να “νοικοκυρευτούμε”. Παράλληλα, όμως, μας πίεζαν να αγοράσουμε πρώτα τα υπέροχα δικά τους τανκς, υποβρύχια και αεροπλάνα. Υπάρχει φαρισαϊσμός σ’ αυτήν τη στάση. Ο μέσος Γερμανός πρέπει να καταλάβει ότι για την κατάσταση της οικονομίας και των δομών της Ελλάδας οι αιτίες είναι και εξωγενείς».
Η επιστημονική κοινότητα της Γερμανίας είναι πιο ανοιχτή στο ζήτημα του Κ.Δ.; «Ναι, εν μέρει τουλάχιστον. Αλλά στις διαλέξεις μας, στο Βερολίνο ή αλλού, πόσοι έρχονται; Μερικές εκατοντάδες, οι μισοί μάλιστα Ελληνες ή φιλέλληνες. Τις σχετικές επιστημονικές μελέτες πόσοι θα τις διαβάσουν άραγε; Δυο-τρεις χιλιάδες; Ενώ τη λαϊκή φυλλάδα “Μπιλντ”, με το μεγαλύτερο τιράζ της Ευρώπης, τη διαβάζουν κάθε μέρα 15 με 20 εκατομμύρια Γερμανοί. Και “ενημερώνονται” ότι οι Ελληνες παίρνουν σύνταξη στα 45, ότι έχουν όλοι τους εξοχικό, δεν πληρώνουν φόρους, ότι πάνε 5-6 βδομάδες το χρόνο διακοπές. Η εικόνα της Ελλάδας σε κάποιες “σοβαρές” εφημερίδες (όπως η ομόσταβλη της “Μπιλντ” WELT ή η FAZ της Φραγκφούρτης) δεν είναι πολύ καλύτερη, απλώς το στυλ λιγότερο χυδαίο. Γι’ αυτό ο μέσος Γερμανός νιώθει σαν κορόιδο που δουλεύει για να κάθονται οι Ελληνες. Πρόσφατα μάλιστα μια παιδική εκπομπή της τηλεόρασης προέτρεπε τα Γερμανάκια πώς να αποταμιεύουν “για να μην την πάθουν σαν τους Ελληνες”. Σκεφτείτε, σε παιδική εκπομπή!»
Δεν υπάρχει στη Γερμανία εναλλακτική ανάγνωση της ελληνικής κρίσης; Τι στάση τηρούν τα κόμματα; «Υπάρχουν τέτοιες προσπάθειες σε ορισμένα ΜΜΕ, σε συνετούς αναλυτές, στην αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων, ακόμη και σε κυβερνητικά στελέχη, αναφέρω ενδεικτικά τον Σόιμπλε. Αλλά δεν αποτελούν κύριο ρεύμα. Ενιαία στάση τηρεί μόνο το μετακομουνιστικό κόμμα, που όμως εκπροσωπεί μονοψήφιο ποσοστό στην άλλοτε Δυτική Γερμανία και 20-25% στην Ανατολική. Αλλά οι δυτικοί θεωρούν και τους Ossies, τους ανατολικούς, λίγο τεμπέληδες, και έτσι η φραστική υποστήριξη της Ελλάδας από τους μετακομουνιστές λειτουργεί μάλλον ως μπούμεραγκ. Βέβαια, όσο ήταν καγκελάριος ο Κολ, η αντιπολίτευση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων επιβεβαίωνε τους “συντρόφους” στο ΠΑΣΟΚ ότι ήταν πρόθυμοι να συζητήσουν ακόμη και την εκκρεμότητα του Κ.Δ. μόλις θα έρχονταν αυτοί στην εξουσία. Ομως, από τη στιγμή που το 1998 οι Σρέντερ – Φίσερ ανέλαβαν την κυβέρνηση, το ξέχασαν. Δεν αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα, άλλα να λένε τα κόμματα στην αντιπολίτευση και άλλα στην κυβέρνηση».
Η ελληνική πλευρά έπρεπε να έχει κάνει κάτι διαφορετικά; «Νομίζω ότι έπρεπε να έχει κρατήσει πιο σθεναρή στάση. Ενδεικτικά αναφέρω τις διαπραγματεύσεις για το Σύμφωνο του Λονδίνου που κράτησαν έναν ολόκληρο χρόνο. Τότε η Ελλάδα ήταν η μόνη ενδιαφερόμενη χώρα που δεν είχε στείλει μόνιμη αντιπροσωπία».
Αυτή η στάση οφείλεται σε ανικανότητα ή σε δουλοπρέπεια των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων; «Δουλοπρέπεια είναι κάπως βαριά λέξη, αλλά φοβάμαι ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Στην Ελλάδα έχουμε την ιδιαιτερότητα του Εμφυλίου. Η μεγαλύτερη αντιστασιακή δύναμη, το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ, ήταν η ηττημένη παράταξη του Εμφυλίου, ενώ στην εξουσία βρέθηκαν όλοι οι άλλοι, ανάμεσά τους και εκείνοι που ποτέ δεν πολέμησαν τους κατακτητές ή ενδεχομένως συνεργάστηκαν κιόλας μαζί τους. Ετσι, όταν τον Δεκέμβριο του ’50 έφτασαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες οι πρώτοι διπλωμάτες της νεοϊδρυθείσας ΟΔΓ, η μόνη χώρα στην οποία ο γερμανός πρέσβης μπορούσε να χρησιμοποιήσει την κατοχική ορολογία και ν’ αποκαλέσει τους αντάρτες “συμμορίτες” ήταν η Ελλάδα, αφού η κυβερνώσα παράταξη χρησιμοποιούσε την ίδια γλώσσα.
»Σε ποιαν άλλη χώρα ο πρώτος πρόεδρος της επανιδρυθείσας Εταιρείας Γερμανο-Ελληνικής Φιλίας θα ήταν πρώην υπουργός κατοχικής κυβέρνησης; Πού αλλού θα εκλιπαρούσαν κορυφαίοι παράγοντες (όπως ο στρατάρχης Παπάγος) τον γερμανό πρέσβη ότι η χώρα χρειάζεται τις “στρατιωτικές αρετές” των Γερμανών για να αντιμετωπίσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο; Έτσι, στην Ελλάδα οι Γερμανοί δεν βρέθηκαν στην ανάγκη να ελέγξουν, να αναθεωρήσουν αυτά που έλεγαν και έκαναν».
Αυτή η στάση συνεχίστηκε και μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου; «Ναι. Τη δεκαετία του ’90 η κυβέρνηση Κλίντον απέσπασε από το γερμανικό κράτος και τη γερμανική βιομηχανία μεγάλες αποζημιώσεις υπέρ εμιγκρέδων και πρώην καταναγκαστικά εργαζόμενων δούλων. Ανώτερο στέλεχος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών μου παραπονιόταν (το 1995) πως “οι Αμερικανοί κατάφεραν να μας εκβιάσουν, και τώρα οι Ελληνες επιχειρούν το ίδιο” – προσθέτοντας με μπόλικο σαρκασμό, “έεε, υπάρχει και μια μικρή διαφορά στο εκτόπισμα των δύο χωρών”. Περίπου την ίδια περίοδο, ένας γερμανός πρέσβης, όταν τον ρώτησα ποια είναι η γερμανική στάση στο θέμα των χρεών του πολέμου, απάντησε εξίσου κυνικά: “Πολύ απλή: δεν θέλουμε να πληρώσουμε”. Και πρόσθεσε: “Παρακαλώ, όμως, μην επικαλεστείτε τα λόγια μου”…»
Οι ελληνικές κυβερνήσεις τι στάση κράτησαν μετά την ενοποίηση; «Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που τότε ήταν στα πράγματα, τηρούσε πολύ χαμηλούς τόνους στο ζήτημα των διεκδικήσεων. Φοβάμαι όμως πως τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μάλλον ούτε το ΠΑΣΟΚ το πίστευε σθεναρά. Θυμάμαι συγκεκριμένα περιστατικά, συζητήσεις με ηγετικά στελέχη, που θεωρούσαν το θέμα λήξαν, “πεθαμένο”!
»Και όταν το ΠΑΣΟΚ επανέκαμψε στην εξουσία, διίσταντο οι απόψεις τους περί του πρακτέου, δηλαδή ποια στάση τελικά συνέφερε τη χώρα. Συζητούσα επανειλημμένα το ζήτημα με ανθρώπους που ήταν κοντά στον Ανδρέα, και τον “έσπρωχναν”, π.χ. με τον Χυτήρη, τον Λιβάνη, τον Κ. Παπούλια. Πραγματικά, λίγο πριν μπει στο Ωνάσειο, ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε μια κίνηση να θέσει το ζήτημα στους Γερμανούς. Δυστυχώς, όμως, προτού ακόμα παραδοθεί η ελληνική νότα, βγήκε μεγάλη εφημερίδα (το “ΕΘΝΟΣ”) με μεγάλους, επιθετικούς τίτλους και, ουσιαστικά, το έκαψε το θέμα. Είχε βγει τότε ο Μπουρλογιάννης, ο πρέσβης μας στη Βόννη, και διαμαρτυρήθηκε ότι τον αχρήστευσαν με τέτοιους χειρισμούς.
»Αργότερα, ο Σημίτης, παρόλο που τον κατηγορούν, προσπάθησε να θεμελιώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις. Το 2001, π.χ., συγκρότησε επιτροπή εμπειρογνώμων από υπηρεσιακούς παράγοντες με πρόεδρο τον νομικό του σύμβουλο και αλησμόνητο συνάδελφο Γιώργο Παπαδημητρίου. Ημουν ιστορικός σύμβουλος της Επιτροπής. Το πόρισμά μας, το δίκιο της ελληνικής διεκδίκησης, ιδίως και ως προς το Κ.Δ, το προέβαλε τότε η ελληνική πλευρά στον καγκελάριο Σρέντερ και στον υπουργό Εξωτερικών Φίσερ. Ο Παπαδημητρίου μου περιέγραψε πολύ χαρακτηριστικά την αντίδραση των Γερμανών: “Σαν να υψώθηκε μπροστά μας ένας γυάλινος τοίχος – ξαφνικά πάγωσαν τα χαμόγελα των συνομιλητών μας, απέκλεισαν κάθε σχετική συζήτηση”».
Τελικά για ποιο ποσό μιλάμε; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να υπολογιστεί; «Είναι δύσκολο να υπολογιστεί, διότι τότε υπήρχε καλπάζων υπερπληθωρισμός. Οι τιμές και οι ισοτιμίες άλλαζαν συνεχώς, ανέβαιναν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ανακάλυψα, όμως, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, στα υπόγεια των γερμανικών αρχείων, ένα εκτενέστατο υπόμνημα της τράπεζας του Ράιχ. Υπολογίζει ότι τα ποσά του Κ.Δ. ανέρχονται στα 568 εκατομμμύρια μάρκα, από τα οποία οι Γερμανοί είχαν επιστρέψει 92 εκατομμύρια μάρκα – την τελευταία δόση, μάλιστα, στις 6/10/1944, έξι μέρες προτού να αποχωρήσουν από την Αθήνα. Το γεγονός αυτό αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση του Κ.Δ. ως γερμανικού χρέους προς την Ελλάδα!
»Υπολογισμοί της Τραπέζης της Ελλάδος (με αντιστοιχία 215 εκατ. δολάρια για το 1944-45) δεν απέχουν πολύ από τη γερμανική εκτίμηση. Με τη σημερινή αγοραστική αξία, το χρέος του Κ.Δ. -άτοκα, όπως το επέβαλαν οι κατακτητές το 1942!- ανέρχεται περίπου στα 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Από κει και πέρα υπάρχουν πολλές εναλλακτικές ερμηνείες για το τι επιτόκιο (και ενδεχομένως ανατοκισμός) θα έπρεπε να προστεθεί. Πολλά νούμερα που κυκλοφορούν, συχνά ανεύθυνα και ανεξέλεγκτα, βρίσκονται ψηλά στα τρισεκατομμύρια. Η μόνη έξοδος από αυτόν τον στείρο “πληθωρισμό των αναλύσεων” θα ήταν να δεχθεί η Γερμανία να καθίσει στο ίδιο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, να συνυπολογίσει το ιστορικό και ηθικό χρέος της, να διατυπώσει τα όποια (αντ)επιχειρήματά της και να εξεταστούν αυτά. Μόνο τότε θα μπορούσαν οι δύο πλευρές -ενδεχομένως με κάποια ουδέτερη διαιτησία- να καταλήξουν σε συμβιβασμούς και συμψηφισμούς με τα σημερινά χρέη της χώρας. Το πρόβλημα είναι πώς η άλλη πλευρά θα “πειστεί” να καθίσει σ’ αυτό το τραπέζι…»
Αναδημοσίευση από:
http://www.solnth.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1246:—hagen-fleischer&catid=86:epikairotita&Itemid=61

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply