Ναύπλιο: Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη (27.09.1831)
του
Χρήστου Πιτερού*
Το Ναύπλιο δεν είναι μόνο μια πανάρχαια
πόλη, στην οποία ο Μύθος και η Ιστορία χάνονται στο βάθος του χρόνου, η
πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους, στους δρόμους της οποίας
παίχθηκε η ιστορία του Νέου Ελληνισμού αλλά και μια τραγική και
«θανάσιμη» πόλη. Το κυριακάτικο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 στις 6.45′ περίπου με το παλιό ημερολόγιο, στην πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνος δολοφονήθηκε ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.
Πλατεία Σιντριβανίου με το Παλατάκι του Καποδίστρια
Ο κυβερνήτης το πρωινό της αποφράδας εκείνης ημέρας ξεκίνησε για να εκκλησιαστεί, όπως συνήθιζε, στον Άγιο Σπυρίδωνα,
προστάτη άγιο της πατρίδας του της Κέρκυρας. Βγήκε από την κυβερνητική
κατοικία, το γνωστό παλατάκι, αργότερα κατοικία και του Όθωνα,
(που βρισκόταν στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του Όθωνα), από
την κύρια ανατολική καμαρωτή είσοδο προς την πλατεία Σιντριβανιού,
σημερινή πλατεία Τριών Ναυάρχων, φορώντας τη βαθυγάλαζη ρεντικότα, άσπρο
παντελόνι και βαθυγάλαζο καπέλο, συνοδευόμενος από τους δυο φρουρούς,
τον Γ. Κοζώνη και Α. Λεωνίδα, έστριψε δεξιά και έφθασε στο Μεγάλο Δρόμο
(οδό Βασ. Κων/νου), ακολούθησε πορεία προς τα δυτικά και σε λίγο
συνάντησε, την σημερινή οδό Αγγέλου Τερζάκη, (πρώην Ε. Σωφρόνη), και
έστριψε αριστερά κατευθυνόμενος προς τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Σχέδιο πόλης Ναυπλίου (1834) με την πορεία του Καποδίστρια
Προχώρησε στην οδό Αγγέλου Τερζάκη λίγα
μέτρα και στην συμβολή των οδών Δ. Πλαπούτα και Αγγέλου Τερζάκη μέσα στο
μουχρωμένο πρωινό πάνω στο σταυροδρόμι συνάντησε μπροστά του κακό
σημάδι, τους δυο Μαυρομιχαλαίους, Κωνσταντίνο και Γεώργιο ντυμένους με τα καλά τους, φορώντας φουστανέλες, συνοδευόμενους από δυο φρουρούς τον Ι. Καραγιάννη και τον Α. Γεωργίου διότι ήταν υπό επιτήρηση, με τον οπλισμό τους, καινούριες μπιστόλες που είχαν αγοράσει πριν από λίγες μέρες από μαγαζί του Ναυπλίου.
Οι Μαυρομιχαλαίοι κατοικούσαν σε μικρή
απόσταση ανατολικότερα από τον τόπο συνάντησης στην οδό Γ. Τερτσέτη,
πάροδο της οδού Πλαπούτα μεταξύ της πλατείας του Αγίου Γεωργίου και της
οδού Αγγέλου Τερζάκη, και είχαν βγει με κακό σκοπό, αναζητώντας πρωΐ –
πρωΐ την Κυριακή τον Κυβερνήτη για ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον γνωστό
μανιάτικο τρόπο για λόγους τιμής.
Ο κυβερνήτης τους χαιρέτησε βγάζοντας το
καπέλο του αμίλητος, εκείνοι ξαφνιάστηκαν και του ανταπέδωσαν σιωπηλοί
τον χαιρετισμό. Στη συνέχεια ο Κυβερνήτης συνέχισε απρόσκοπτα με τους
δυο συνοδούς φρουρούς του την πορεία του προς την εκκλησία, ακολουθώντας
το καθιερωμένο σύντομο δρομολόγιο του κυριακάτικου εκκλησιασμού του με
αργό περπάτημα συνολικής διάρκειας επτά λεπτών περίπου. Έστριψε δεξιά
στην αρχή της οδού Σταϊκοπούλου και προχώρησε προς την εκκλησία.
Οι Μαυρομιχαλαίοι μετά
τον χαιρετισμό μέσα στο πρωινό δεν ακολούθησαν τον Κυβερνήτη, αλλά
έφυγαν γρήγορα ανηφορίζοντας νότια της οδού Τερζάκη το ανηφορικό στενό
με τα σκαλοπάτια, διέσχισαν στη συνέχεια τη μικρή πλατεία μπροστά από
την εκκλησία και έφτασαν νωρίτερα στον Άγιο Σπυρίδωνα, όπου περίμεναν
τον Κυβερνήτη στην πόρτα της εκκλησίας, όπως έκαναν και την προηγούμενη
Κυριακή, αλλά ο Κυβερνήτης έγκαιρα ειδοποιημένος δεν είχε πάει στην
εκκλησία.
Η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα
Ο Κυβερνήτης αφού προχώρησε αριστερά
(δυτικά) στην αρχή της οδού Σταϊκοπούλου, έστριψε δεξιά στο πρώτο στενό
ανηφορικό δρόμο, που οδηγεί από την Σταϊκοπούλου, στην πλατεία του
Αγίου Σπυρίδωνα, μπροστά από το ιερό της εκκλησίας. Μόλις ανέβηκε τον
ανηφορικό δρόμο και πρόβαλε στο στενό του Αγίου Σπυρίδωνα, σημερινή οδό
Ιωάννη Καποδίστρια, κοντοστάθηκε για λίγο να αναπνεύσει και να
ξεκουραστεί, αλλά αντίκρυσε ξανά μπροστά του τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη,
να στέκεται έξω στη δεξιά πλευρά της πόρτας της εκκλησίας, υποπτεύθηκε
το κακό, έστρεψε για λίγο το κεφάλι του προς τα ανατολικά στη μικρή
πλατεία, όπου βρισκόταν η οικία του υπουργού Ροδίου, και αψηφώντας τον
κίνδυνο και με πίστη στο θεό συνέχισε την ηρωική πορεία του προς τον
τόπο του μαρτυρίου.
Όπως προκύπτει από τη δικογραφία δημοσιευμένη
στη Γενική Εφημερίδα, ο Κυβερνήτης μόλις έφθασε στην πόρτα και πάτησε
το πόδι του στο πλατύσκαλο και έμπαινε στην εκκλησία, ο Κων/νος Μαυρομιχάλης,
κρατώντας με το αριστερό κατεβασμένο χέρι το φέσι του, σήκωσε το δεξιό
χέρι που κρατούσε κρυμμένη την οπλισμένη μπιστόλα κάτω από λευκό
μπουρνούζι, τράβηξε τη σκανδάλη και τον πυροβόλησε εκ των όπισθεν στην
πίσω δεξιά πλευρά της κεφαλής, ενώ συγχρόνως ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης,
που στεκόταν στην εσωτερική πλευρά της πόρτας, όρμησε και τον χτύπησε
με μαχαίρι στη δεξιά πλευρά της κοιλιάς στη βουβωνική χώρα.
Η πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα. Δεξιά η λαβωματιά της σφαίρας από τον πυροβολισμό του φρουρού Ι. Καραγιάννη.
Στη συνέχεια ο I. Καραγιάννης
ένας από τους φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων, ο οποίος στεκόταν εξωτερικά
της εκκλησίας απέναντι στην είσοδο της εκκλησίας κοντά στην τούρκικη
κρήνη, πυροβόλησε άστοχα κατά των φρουρών του Καποδίστρια, αλλά η σφαίρα
αστόχησε και χτύπησε στη δεξιά πλευρά της πόρτας όπου σώζεται και
σήμερα η λαβωματιά της πέτρας από το κτύπημα της σφαίρας.
Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης
μετά το φονικό ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια στο απέναντι σοκκάκι από
την πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα, την οδό Πλάτωνος, αλλά τον πυροβόλησε θανάσιμα ο μονόχειρας φρουρός του Καποδίστρια, Γ. Κοζώνης.
Ο Κωνσταντίνος, θανάσιμα τραυματισμένος, ανέβηκε τη σκάλα, έστριψε
αριστερά στο σοκκάκι αναζητώντας καταφύγιο σε σπίτια της περιοχής
ξεσηκώνοντας με τις φωνές τη γειτονιά.
Συνελήφθη όμως σε λίγο, η πόλη ολόκληρη
αναστατώθηκε από το φονικό του Κυβερνήτη, το οργισμένο πλήθος και
στρατιώτες τον λιντσάρισαν, κτυπώντας τον με ξύλα και σπαθιά και τον
έσερναν στα καλντερίμια τ’ Αναπλιού ως την πλατεία του Πλάτανου
(Συντάγματος), μπροστά από το ενετικό κτίριο του στρατώνα (σημερινό
Μουσείο), όπου εξεψύχησε. Το οργισμένο πλήθος έριξε το άψυχο κορμί του
στη θάλασσα.
Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, έργο του Διονυσίου Τσόκου, 1850.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης αμέσως μετά το φονικό, μαζί με τους δυο φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων έφυγε προς τα δυτικά της εκκλησίας τρέχοντας προς το Βουλευτικό,
ακολουθώντας στη σημερινή οδό Καποδιστρίου, και κατέφυγε στη Γαλλική
πρεσβεία, που βρισκόταν στην οδό Σταϊκοπούλου, δυτικότερα από το Μουσείο, δίπλα στην οικία του ταγματάρχη Θ. Βαλλιάνου, λέγοντας «τον σκοτώσαμε… χίλια κομμάτια έγινε…».
Στη συνέχεια παραδόθηκε στις αρχές, φυλακίστηκε δικάσθηκε από στρατοδικείο και εκτελέσθηκε διά τουφεκισμού
στις 10 Οκτωβρίου στην Πλατεία, έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης
και της Πύλης της Ξηράς, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται το κτίριο του
ΟΤΕ και ο σταθμός του τραίνου. Το φονικό του Κυβερνήτη βύθισε σε βαθύ
πένθος και απογοήτευση το πανελλήνιο.
Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας
προσέφερε τον εαυτό του θυσία και με το αίμα του βάφτηκε στο Ναύπλιο η
πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα, προστάτη της πατρίδας του της Κέρκυρας. Με
την δολοφονία του κόπηκε βίαια η προσπάθεια ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού
του μόλις ελεύθερου νέου Ελληνικού κράτους. Ο θάνατος του Κυβερνήτη
έγινε λαϊκός θρήνος, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Ο χώρος της
δολοφονίας του I. Καποδίστρια στο Ναύπλιο είναι ένας από τους
τραγικότερους και ιερότερους χώρους της πατρίδας μας.
Μπροστά από την εκκλησία, λίγο πριν την
είσοδο, υπάρχει ακόμα το καντήλι, στον τόπο μαρτυρίου του Κυβερνήτη. Ο
άδικος και τραγικός θάνατος του I. Καποδίστρια παραμένει ζωντανός στη
μνήμη των Ελλήνων που επισκέπτονται καθημερινά τον μαρτυρικό τόπο του
θανάτου του. Τη θλιβερή είδηση της δολοφονίας του Κυβερνήτη με
χαρακτηριστικά μοτίβα της δημοτικής ποίησης την περιγράφει, μεταξύ των
άλλων, και το ακόλουθο πελοποννησιακό τραγούδι, που αποτελείται από 14
δεκαπεντασύλλαβους στίχους:
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ‘πό μέσ’ από τ’ Ανάπλι,
στηγ Κόρθο κάνει κολατσιό και στη Βστίτσα γιόμα,
στημ Πάτρα μπαρκαρίζεται, στο Μεσολόγγι πάει,
πάει χαμπέρια των Κλεφτών και των καπεταναίων.
-Πες μας, πες μας, πουλάκι μου, κανα-καλό χαμπέρι.
-Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω,
εψές, προψές που πέρναγ’ από μέσ’ από τ’ Ανάπλι,
άκουσα το μουσαφερέ και τηγ κρυφή κουβέντα,
τόγ Κυβερνήτη σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι.
Τρεις ντουφεκιές του ρίξανε με τρι’ ασημένια βόλια.
Το ‘να τόμ πήρε στηγ καρδιά και τ’ άλλο στο πλεμόνι,
το τρίτο το φαρμακερό τόμ πήρε στο κεφάλι.
Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι
κ’ η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί σαν το χελιδονάκι.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στο δημοτικό
τραγούδι, με βάση το δημοτικό μοτίβο δεν αναφέρει μια ντουφέκια
(μπιστολιά) αλλά τρεις(!) με τρία ασημένια! βόλια.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι σε άλλο
εκτενέστερο δημοτικό τραγούδι με εμφανή λόγια στοιχεία περιγράφει με
ιστορική ακρίβεια τη σκηνή της δολοφονίας :
«Μια Κυριακή ξημέρωσε, να μη είχε ξημερώσει
ο Κυβερνήτης κίνησε να πάει στην Εκκλησία,
στην πόρτα όπου επάτησε, σκύβει να προσκυνήσει,
ο Γιώργης και ο Κωνσταντής δυο μπέηδες της Μάνης,
μια μπιστολιά του ρίξανε, φαρμακερό μαχαίρι.»
*Αρχαιολόγος Δ’ ΕΠΚΑ Ναυπλίου
ΠΗΓΗ:
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
——————————————————————————————————-
Ο Ιωάννης Καποδίστριας της Ελλάδος και της Ευρώπης
Κωνσταντίνος Χολέβας, (πολιτικός επιστήμων)
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 –ακριβώς πριν
από 180 χρόνια- δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο
πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος. Ήταν ξημέρωμα, την ώρα που ο ευλαβής
πολιτικός πήγαινε από Όρθρου βαθέος στον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος στο
Ναύπλιο. Ως ένα σύντομο πολιτικό μνημόσυνο στον δημιουργό και ανορθωτή
της Νεωτέρας Ελλάδος ας θυμηθούμε ορισμένα στοιχεία από τη ζωή και την
προσφορά του.
Ο Κερκυραίος κόμης Καποδίστριας πίστευε
ότι ο Ελληνισμός θα αναγεννηθεί μόνον αν παραμείνει ριζωμένος στις
διαχρονικές ελληνορθόδοξες αξίες. Διάβαζε κάθε μέρα την Αγία Γραφή και
αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Πλούταρχος. Είχε πάντα μαζί του την εικόνα
της Παναγίας της Πλατυτέρας και μετά τη δολοφονία του ετάφη στη Μονή της
Πλατυτέρας στην Κέρκυρα. Τόνιζε την ανάγκη να γαλουχηθούν τα
ελληνόπουλα με την Ορθόδοξη Πίστη και τη ακατάλυτη συνέχεια του
Ελληνισμού. Όταν έγραφε προς τους ξένους διπλωμάτες υπογράμμιζε τα
θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Έθνους μας: «Το Ελληνικόν Έθνος σύγκειται
από των ανθρώπων, οίτινες από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν
έπαυσαν ομολογούντες την Ορθόδοξον Πίστιν και την γλώσσαν των Πατέρων
αυτών λαλούντες».
Όταν εκλήθη να αναλάβει την δημιουργία
της Ελλάδος εκ του μηδενός οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ λεηλατούσαν ακόμη
την Πελοπόννησο και οι Τούρκοι κατείχαν πολλά σημεία της Στερεάς.
Πίστευε ακράδαντα ότι για να πας στο διπλωματικό τραπέζι έπρεπε πρώτα να
έχεις ισχυρό στρατό και να έχεις κερδίσει στο πεδίο των μαχών. Από το
1828 έως το 1831 έδινε τις διπλωματικές του μάχες για την ανεξαρτησία
της μικρής Ελλάδος, η οποία εξήρχετο από 400 χρόνια δουλείας, και
παράλληλα οργάνωσε τακτικό στρατό, ο οποίος κατεδίωξε τους Τούρκους. Η
λαμπρή διπλωματική του δράση σε διεθνές επίπεδο τον είχε κάνει φίλο της
Γαλλίας και έτσι το γαλλικό ιππικό με τον Στρατηγό Μαιζόν ανέλαβε την
εκδίωξη του Ιμπραήμ από τον Μωριά.
Ο Καποδίστριας είχε μάθει από την
εμπειρία του ως συνυπουργός Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας –μαζί με τον
Νέσσελροντ- ότι χρειάζεται συνεχώς να πιέζεις για το εθνικό συμφέρον, να
διεκδικείς περισσότερα ώστε να κερδίσεις τελικά έστω και τα μισά.
Γνώριζε ότι μία μικρή χώρα πρέπει διαρκώς να επαναδιαπραγματεύεται. Αν
άφηνε τα πράγματα όπως αρχικώς τα ήθελαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και ο
Σουλτάνος, η Ελλάδα που απελευθερώθηκε θα είχε χάσει τη μισή Στερεά και
θα ήταν φόρου υποτελής στους Οθωμανούς Τούρκους.Με συνεχή
επαναδιαπραγμάτευση επέτυχε την απελευθέρωση όλης της Στερεάς και την
κατάργηση της εξάρτησης από τον Σουλτάνο. Χρήσιμο μάθημα και για σήμερα,
όταν η επαναδιαπραγμάτευση των όρων της δανειακής σύμβασης καθίσταται
αδήριτη ανάγκη.
Η διπλωματική του δράση δεν
περιορίσθηκε μόνο στο πλευρό του Ρώσου Τσάρου, τον οποίο πίεζε συνεχώς
για τα δίκια των υποδούλων Ελλήνων.
Επεκτάθηκε και στη διοργάνωση εκ βάθρων
της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, γεγονός που αναγνωρίζουν και σήμερα οι
Ελβετοί.. Αυτό μάλιστα το πρότυπο θεωρούν ορισμένοι μελετητές ως το
πρόπλασμα της Ενωμένης Ευρώπης, γι’ αυτό και χαρακτηρίζουν τον
Καποδίστρια ως έναν οραματιστή της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως. Ο
Καποδίστριας είχε κατανοήσει την ανάγκη για ισορροπία δυνάμεων μεταξύ
των ισχυρών της εποχής για τη διατήρηση της εύθραυστης ειρήνης. Όταν
ηττήθηκε οριστικά ο Ναπολέων, οι Άγγλοι κι οι Αυστριακοί πρότειναν τον
κατακερματισμό της Γαλλίας. Ο Κερκυραίος σύμβουλος του Τσάρου πρότεινε
στη ρωσική διπλωματία να μην υποστηρίξει αυτή την πρόταση, διότι η
πλήρης αποδυνάμωση της Γαλλίας θα οδηγούσε σε κηδεμονία της Ευρώπης από
τους Άγγλους ή από άλλη δύναμη. Με την επιμονή του η Γαλλία απέφυγε τη
διάλυση και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Γάλλοι έστειλαν τον Μαιζόν κατά
του Ιμπραήμ, όπως προαναφέραμε.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας παρά την
παραμονή και την επιτυχή δράση του στους θαλάμους και τους διαδρόμους
της αδίστακτης διπλωματίας των Μεγάλων Δυνάμεων, προσπάθησε να εισαγάγει
το ήθος στη διπλωματία. Αντιτάχθηκε στα σχέδια της Ιεράς Συμμαχίας για
την κατάπνιξη των απελευθερωτικών κινημάτων διαφόρων λαών. Έχοντας τον
πόνο για τη ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ελλάδα, διαφώνησε με ισχυρούς
άνδρες της εποχής όπως ο Αυστριακός Καγκελλάριος Μέττερνιχ. Ο Χένρι
Κίσσιγκερ, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κατά την εισβολή του Αττίλα στην
Κύπρο, στη διδακτορική του διατριβή για τον 19ο αιώνα διαπιστώνει: Δύο
ειδών διπλωμάτες υπάρχουν στην παγκόσμια ιστορία. Οι Μέττερνιχ και οι
Καποδίστριες! Εννοεί, δηλαδή, ότι ο πρώτος εκφράζει τον κυνισμό και την
αδικία εις βάρος των αδυνάτων και ο δεύτερος την ανάγκη να υπάρχουν
ορισμένες αρχές και αξίες στις διεθνείς σχέσεις.
Οι σώφρονες Έλληνες της μετεπαναστατικής
Ελλάδος, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, κατανοούσαν ότι για να δημιουργηθεί
κράτος με νόμο και τάξη έπρεπε να αφεθεί ο Καποδίστριας να κυβερνήσει με
κάποια δόση αυταρχισμού. Οι αγγλόφιλοι, που εφοβούντο την κυριαρχία του
ελληνικού εμπορικού ναυτικού στη Μεσόγειο, βρήκαν αφορμή να τον
κατηγορήσουν για «αντιδημοκρατικές μεθόδους». Το πνεύμα των ξενόδουλων
Μαυροκορδάτων οδήγησε το χέρι του Ναυάρχου Μιαούλη να … κάψει τον
ελληνικό στόλο στην Ύδρα ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του Καποδίστρια.
Αν και τον άφησαν να κυβερνήσει μόνο τριάμισυ χρόνια ο Καποδίστριας
πρόλαβε να αφήσει τεράστιο αναγεννητικό έργο. Γιατί ήταν έντιμος, ικανός
και πατριώτης. Τιμώντας τη μνήμη του ας διδαχθούμε από το έργο του.
27.09.2011
———————————-
Ο πολιτικός Καποδίστριας, μάρτυρας της Ρωμηοσύνης
Πρωτοπρ. Γεώργιου Δ. Μεταλληνού
1. Η αποστολή του Κυβερνήτου ως άρσις Σταυρού
Στις 2 Απριλίου 1827 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων ψήφισε τον Καποδίστρια πρώτο Κυβερνήτη της ελευθέρας μικράς Ελλάδος.
Και εκείνος, έχοντας συνείδηση –ως
διπλωμάτης καριέρας– της περιπέτειας, στην οποία εκούσια στρατευόταν,
έγραφε στον πιστό φίλο του Εϋνάρδο: «Είμαι αποφασισμένος να άρω τον
ουρανόθεν επικαταβαίνοντά μου σταυρόν»1.
Με προφητική ενόραση διέβλεπε, ότι η ανάληψη της αποστολής του
Κυβερνήτου της Ελλάδος, δεν ήταν παρά μαρτυρική πορεία και θυσία. Δεν
μπορούσε όμως να αρνηθεί την πρόσκληση της Πατρίδος. Την συγκατανευσή
του έβλεπε ως «οφειλήν εις ιεράν υπόθεσίν» της2.
Το μέγεθος όμως της θυσίας του ήταν εις θέση να εκτιμήσουν οι άλλοι.
Έτσι, ο αυστριακός διπλωμάτης και ιστορικός Πρόκες Όστεν σημειώνει στην
ιστορία του, ότι, όπως ήταν τότε η Ελλάδα, πιθανώτερο ήταν να στηρίξει ο
Καποδίστριας την Ελλάδα, παρά η Ελλάδα τον Καποδίστρια3.
Και πράγματι, ο Καποδίστριας αποτελεί μοναδική περίπτωση –ίσως όχι μόνο
στην Ελληνική ιστορία– πολιτικού, που αρνήθηκε κάθε «χρηματικήν
χορηγίαν», δια να μη επιβαρύνει το δημόσιο Ταμείο4. Δεν ζήτησε, ούτε πήρε τίποτε από την Πατρίδα, αλλά έδωσε τα πάντα στην Πατρίδα!
Το έθνος προσέβλεψε με εμπιστοσύνη στον
μεγάλο αυτόν Έλληνα πολιτικό, γνωστό ήδη στην Ευρώπη και τον κόσμο, και
στήριξε σ’ αυτόν τις ελπίδες του. Υπακούοντας στο κέλευσμα του άλλου
μάρτυρα της ελευθερίας μας Ρήγα Βελεστινλή: «και της Πατρίδος, ένας να
γένη αρχηγός», δεν στράφηκε σε κανένα ξένο, ούτε καν ζήτησε Ευρωπαίο
βασιλέα, αλλά εφάρμοσε το γραφικό: «Εκ των αδελφών σου καταστήσεις επί
σεαυτόν άρχοντα, ου δυνήση καταστήσαι από σεαυτόν άνθρωπον αλλότριον ότι
ουκ αδελφός σου έστιν» (Δευτ. 17, 15). Ως εκλεκτός του Έθνους ήλθε να
κυβερνήσει ο Καποδίστριας, δια να μεταβάλει το χάος, που επικρατούσε
στην Ελλάδα, σε τάξη, δημιουργώντας από αυτό κράτος σύγχρονο και
βιώσιμο. Κατανοώντας δε την εκλογή του, ως του «ενός ανδρός αρχήν»,
θέλησε μεν να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες της εξουσίες, αλλά, κατά
τη δική μας τουλάχιστον εκτίμηση, όχι λόγω των απολυταρχικών φρονημάτων
του –διότι ήταν φύση δημοκρατική και λαϊκή–αλλά για να μπορέσει να
πραγματώσει τους στόχους του, που ήταν η σύγκραση των συγχρόνων
Ευρωπαϊκών πολιτειολογικών δεδομένων με την παράδοση του Γένους, την
ελληνορθοδοξία. Ο Καποδίστριας ήθελε σύγχρονο κρατικό μηχανισμό, αλλά
μέσα στο σκεύος της ρωμαίικης παραδόσεως. Έτσι δεν άργησε να έλθει σε
σύγκρουση με τις δυνάμεις εκείνες, εγχώριες και ξένες, που επεδίωκαν τον
εξευρωπαϊσμό της μικρής Ελλάδος, την αποσύνδεσή της, δηλαδή, από τον
κορμό της υπόλοιπης ρωμηοσύνης, που εκφραζόταν με το Οικουμενικό
Πατριαρχείο ως Εθναρχία, και την πολιτική και πολιτιστική σύνδεσή της με
την υπόλοιπη Ευρώπη, για να δεθεί τελικά στο άρμα της Δυτικής
διπλωματίας.
2. Η Ρωμαίικη γραμμή πλεύσεώς του ενοχλεί
Ο Καποδίστριας, ως πολιτικός σπουδασμένος
στη Δύση (Πάντοβα), ασκημένος στα Δυτικά ανακτοβούλια, και συνεπώς
Ευρωπαίος, έγινε δεκτός αρχικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μολονότι
συγκρατημένα από μερικές, όπως η Αγγλία. Παρακολουθούσαν όμως την
εκδίπλωση του προγράμματος του, για να διαπιστώσουν τους άδηλους στόχους
του. Όταν, έτσι, διαπιστώθηκε ρωμαίικη –ελληνορθόδοξη δηλαδή– γραμμή
πλεύσεώς του, επιστρατεύθηκαν όλα τα διατιθέμενα από τη διπλωματία μέσα
για την εξόντωσή του. Η Αγγλία, κυρίως, οργάνωσε μυστική εκστρατεία
εναντίον του, χρησιμοποιώντας τα εντός της Ελλάδος όργανά της. Τα αρχεία
του Foreign Office και του Colonial Office (στο Kew Gardens του
Λονδίνου) προσφέρουν πληθώρα στοιχείων, που αποκαλύπτουν την κίνηση των
νημάτων της αντικαποδιστριακής δημαγωγίας από τα Αγγλοκρατούμενα
Επτάνησα5.
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο
ενοχλητικός γινόταν ο Καποδίστριας για την φράγκικη και μόνιμα
αντιστρατευόμενη την Ορθοδοξία Ευρώπη. Θρεμμένος με τις ελληνορθόδοξες
παραδόσεις της Κυπρίας μητέρας του (Αδαμαντίας), ήταν δεμένος με την
Ορθοδοξία και το εκκλησιαστικό σώμα, βλέποντάς το ως κιβωτό σύνολης της
ζωής και, συνεπώς, ως «περιέχον» και την πνευματική και την πολιτική ζωή
του Έθνους/Γένους. Το γεγονός μάλιστα, ότι δυο από τις αδελφές του
έγιναν ορθόδοξες μοναχές, τί άλλο φανερώνει από την εκκλησιαστικότητα
της οικογενείας του; Έτσι, και αν ακόμη κατά την παραμονή του στην
Ευρώπη, ως ευφυής και ικανός διπλωμάτης, κατόρθωνε να συγκαλύπτει το
αληθινό φρόνημά του, όταν ανέλαβε τα ηνία της ανοργάνωτης ελληνικής
πολιτείας, δεν είχε λόγο να αποκρύψει τους αληθινούς στόχους του. Ήδη η
πρώτη προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό άρχιζε με τη φράση: «Εάν ο
Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».
Ήταν γνωστή, άλλωστε, η αντίθεση του
Καποδίστρια προς την Γαλλική Επανάσταση (1789) και κυρίως τις
αντιθρησκευτικές αρχές της. Και αυτό δεν φαίνεται να το λαμβάνουν σοβαρά
υπ’ όψιν όλοι εκείνοι που επιμένουν, ότι υπήρξε «τέκτων κανονικός»6,
χωρίς βέβαια επάρκεια στοιχείων, λησμονώντας, ότι ως διπλωμάτης ο
Καποδίστριας συναναστρεφόταν τους πάντας, αλλά δεν έπαυσε ποτέ να ανήκει
ολόκληρος στην Ορθοδοξία, η οποία διεκδικεί «μοναδικότητα» και
«αποκλειστικότητα» στη συνείδηση και ζωή του ανθρώπου. Όπως επίσης δεν
λαμβάνεται υπ’ όψιν και η αρνητική στάση του απέναντι στη Μασονία και
κάθε μυστική οργάνωση κατά τη διάρκεια της ασκήσεως της εξουσίας του7.
Ο Καποδίστριας έβλεπε ζυμωμένη την ύπαρξη του Έθνους με την Ορθοδοξία,
την ζωτική πνοή και αναστάσιμη δύναμή του: «Η χριστιανική θρησκεία (ως
Ορθοδοξία), έλεγε, «εσυντήρησεν εις τους Έλληνας και γλώσσαν και πατρίδα
και αρχαίας ενδόξους αναμνήσεις και εξαναχάρισεν εις αυτούς την
πολιτικήν ύπαρξιν, της οποίας είναι στύλος και εδραίωμα»8.
3. Το εκκλησιαστικό φρόνημα στην πολιτική του Καποδίστρια
Το εκκλησιαστικό φρόνημα του υπαγόρευσε
και σύνολη την πολιτική του. Και αυτό φαίνεται κατά εξοχήν στην
εκπαιδευτική και εκκλησιαστική πολιτική του. Ακολουθώντας την παράδοση
του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, θεωρούσε και αυτός την παιδεία αχώριστη από
την εκκλησιαστική ζωή και απέκρουε την μονομερή ανάπτυξη του πνεύματος
χωρίς την χριστιανική διάπλαση της καρδίας. «Τα άθεα γράμματα» ήταν και
για τον Καποδίστρια –όπως και για τους λαϊκούς διδάχους του ΙΘ΄ αιώνος–
Φλαμιάτο και Παπουλάκο, αναίρεση της ελληνορθόδοξου παραδόσεως και,
συνεπώς, δεν είχαν θέση στην ζωή του ελληνικού έθνους. Μία από τις
βασικότερες εναντίον του κατηγορίες, που διετύπωναν οι προτεστάντες
Μισσιονάριοι, οι οποίοι επέπεσαν στην Ελλάδα αμέσως μετά την Επανάσταση
για την εκφράγκευσή της– ήταν ότι τα σχολεία του Καποδίστρια είχαν
μοναστηριακή οργάνωση και συνεδύαζαν καθημερινά παιδεία και λατρεία,
προσφέροντας ως αναγνώσματα στην τράπεζα Βίους Αγίων!
Την μόνιμη δυσπιστία απέναντί του όλων
των Δυτικών –που από το πρόσχημα του φιλελληνισμού εργάζονταν για την
αποορθοδοξοποίηση και εκφράγκευση των Ελλήνων– δείχνει ένα γράμμα του
Korck (επί Βαυαρών θα αναλάβει την διεύθυνση του ελληνικού εκπαιδευτικού
συστήματος) στους δυτικούς προϊσταμένους του: «Ο Καποδίστριας έδωσε μεν
στον Anderson την άδεια να ιδρύσει σχολεία, κάτι που ήταν για –όλους
μία ευνοϊκή απόδειξη των φιλελευθέρων φρονημάτων του. Αλλά κατά την
συζήτηση μας φάνηκε να κατέχεται από ανησυχία, ώστε να περιορίσει την
άδεια που παραχωρούσε, με το να επιμένει έντονα στο να μη επιτραπεί να
διδάσκεται τίποτε σ’ αυτά τα σχολεία χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως
γνώση η Κυβέρνηση»9.
Ο ίδιος ο Korck μας πληροφορεί, ότι ο
Καποδίστριας προέβαλλε συχνά αντιρρήσεις στην κυκλοφορία προτεσταντικών
φυλλαδίων, που προσέβαλλαν τη θρησκευτική παράδοση του λαού10.
Εξ άλλου, ο Καποδίστριας έγραφε στον αμερικανό μισσιονάριο Rufus
Anderson, ότι «οι Έλληνες θα δέχονταν ευχαρίστως σχολεία και άλλα,
βιβλία, εικόνες, και τέλος κάθε τι, που δεν θα τους αποσπούσε ή δεν θα
υπονόμευε την πίστη τους στην Εκκλησία του Έθνους τους»11.
Επεδίωξε, μάλιστα, να λάβει δάνειο από
την μεγάλη αμερικανική ιεραποστολική Εταιρεία A.B.C.F.M., που είχε
καταρτίσει εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την Ελλάδα, «για να οργανώσει δικό
του σύστημα εθνικής παιδείας». Η Εταιρεία, βέβαια, παρά την
διατυμπανιζόμενο φιλελληνισμό της, απέρριψε την πρότασή του12,
διότι σκοπός της ήταν να εισαγάγει τον Προτεσταντισμό στην Ελλάδα μέσω
της παιδείας, όπως και έγινε άλλωστε. Ο Καποδίστριας, λόγω της
εσωτερικής καταστάσεως και της διεθνούς θέσεως της Ελλάδος, ούτε να
αποκρούσει τους δυτικούς μπορούσε, ούτε να αρνηθεί την προσφορά τους,
λόγω της ελλείψεως, άλλωστε, μέσων. Προσπαθούσε όμως να τους κρατεί υπό
τον έλεγχό του13.
Στο αρχείο του συνεργάτου του, Ανδρέα Μουστοξύδη (στην Κέρκυρα),
επισημάναμε πολλές αποδείξεις για αυτή την πολιτική και των δύο αυτών
Κερκυραίων.
4. Παιδεία και Εκκλησία, συνέχεια του Έθνους
Η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια έβαινε παράλληλα προς την ευρύτερη εκκλησιαστική πολιτική του14.
Παιδεία και Εκκλησία ήταν τα βασικά ενδιαφέροντά του, για την
πνευματική συνέχεια του Έθνους, όπως και η δικαιοσύνη, για την
εκσυγχρονισμένη οργάνωσή του. Φρόντισε για την ανακαίνιση των
ερειπωμένων εκκλησιών, για την μόρφωση του Κλήρου, ιδρύοντας
εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο15,
σχεδίαζε δε ακόμη και την ίδρυση «Εκκλησιαστικής Ακαδημίας», και
συνέστησε ειδικό Υπουργείο, την «Γραμματείαν των Εκκλησιαστικών και της
Δημοσίου Παιδείας», που, όπως ο ίδιος εξηγούσε, «συνηνώθησαν δύο
υπηρεσίαι αχώριστοι, και προς ένα συντρέχουσαι σκοπόν, την ηθικήν των
πολιτών μόρφωσιν, ήτις είναι η βάσις της κοινωνικής και πολιτικής του
έθνους ανορθώσεως»16.
Ο Καποδίστριας θεμελιώνει, έτσι, την συνύπαρξη «Παιδείας και Εκκλησίας»
(όχι: Θρησκευμάτων), σε ένα Υπουργείο, για την παράλληλη πολιτική
διακονία, δύο περιοχών, που παραδοσιακά συνδέονται μεταξύ τους
αδιάρρηκτα στη ζωή του Γένους. Είναι χαρακτηριστικό για την διακρίβωση
της νοοτροπίας των, ότι ο Κοραής είχε προτείνει την σύνδεση Εκκλησίας
και Αστυνομίας!
Ο χαρακτηρισμός του Καποδίστρια ως «του
πρώτου και τελευταίου Κυβερνήτου, που αγάπησε και ενδιεφέρθη ειλικρινώς
δια την Εκκλησίαν της Ελλάδος»17
δεν είναι υπερβολή. Πιστεύοντας στην αναγεννητική αποστολή και δύναμη
του Κλήρου, εργάσθηκε για την πνευματική άνοδο και την σχολική κατάρτισή
του. Είναι ο μόνος πολιτικός μας, ο οποίος ενδιαφέρθηκε ειλικρινά για
την αξιοποίηση, και όχι απλώς την «δήμευση» και απαλλοτρίωση, της
εκκλησιαστικής περιουσίας. Αξιοποίηση υπέρ της ιδίας της Εκκλησίας
(μισθοδοσία του κλήρου και συντήρηση του Εκκλησιαστικού σχολείου).
Αποπειράθηκε, επίσης, να καταπολεμήσει την υπάρχουσα αταξία του
Εκκλησιαστικού βίου, τις καταχρήσεις ολίγων Κληρικών και να επιβάλει τον
περιορισμό του Κλήρου στα εκκλησιαστικά έργα του, αλλά και την τήρηση
Εκκλησιαστικών λογιστικών βιβλίων, χωρίς όμως, στο τελευταίο αυτό,
επιτυχία.
5. Το Βαυαρικό Αυτοκέφαλο.
Η Ορθοδοξία το Μέλλον του Ελληνισμού και όχι η Ευρώπη.
Το σημαντικότερο όμως μέρος της
Εκκλησιαστικής πολιτικής του, που συνιστούσε την μεγαλύτερη πρόκληση για
τους δικούς μας Ευρωπαϊστές και τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήταν η προσπάθειά
του να αποκαταστήσει τις σχέσεις της Ελλαδικής Εκκλησίας με την
πνευματική της Μητέρα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που ήταν ακόμη και
Εθναρχικό του Ελληνισμού Κέντρο18.
Με την έκρηξη της εθνεγερσίας, όπως ήταν φυσικό, διεκόπη η επικοινωνία
της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χωρίς όμως η
διακοπή αυτή, καθ’ όλη την διάρκεια του Αγώνος, να λάβει τον χαρακτήρα
πραξικοπηματικής ανεξαρτητοποιήσεως. Τα δικαιώματα του Οικουμενικού
Πατριαρχείου ούτε απορρίφθηκαν ποτέ, ούτε και λησμονήθηκαν. Αντίθετα η
Γ΄ Εθνική Συνέλευση –αυτή που εξέλεξε και τον Καποδίστρια ως Κυβερνήτη–
διεκήρυξε:
«Επειδή πάντες ημείς [...] ουκ
εγνωρίσαμεν άλλην μητέρα, ειμή την Μεγάλην Εκκλησίαν, ούτε άλλον
Κυριάρχην, ειμή τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καθ’ α και ο
μεγαλόφρων αυτής Πατριάρχης Γρηγόριος προ ολίγων χρόνων εθυσιάσθη υπέρ
της Ιεράς ημών Πίστεως και υπέρ πατρίδος, δια τούτο ουκ εφείται ημίν
αποσπασθήναι απ’ αυτής και αποσκιρτήσαι». Ο κύκλος όμως των Διαφωτιστών,
με πρώτο τον Κοραή, ποτισμένος από το δυτικό πνεύμα και προσκολλημένος
στην δυτική αρχή των εθνοτήτων και στις δυτικογενείς προκαταλήψεις για
το Βυζάντιο και τη Ρωμηοσύνη, έγινε ο προπαγανδιστής της αυτονομήσεως
της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να λεχθεί,
ότι οι Έλληνες Ευρωπαΐζοντες ευθυγραμμίζονταν με την πολιτική την
Μεγάλων Δυνάμεων για το νεότευκτο Ελληνικό Κράτος, αλλά και όλη την
«καθ’ ημάς Ανατολή». Η πολιτική αυτή μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα:
λύση του Ανατολικού ζητήματος με τη δημιουργία μικρών εθνικών βαλκανικών
κρατών, σε μόνιμη σύγκρουση ή αντίθεση μεταξύ τους, για την εμπόδιση
κοινού αγώνος εκ μέρους των προς ανασύσταση της αυτοκρατορίας της
Ρωμανίας/Βυζαντίου.
Ο διαμελισμός της Ευρωπαϊκής Τουρκίας
συνδέθηκε με την δικαιοδοσιακή συρρίκνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
με τη δημιουργία εθνικών Εκκλησιών, και σ’ αυτό βοηθούσε η εξάπλωση του
εθνικού και, κατά ουσίαν εθνικιστικού, πνεύματος στους λαούς της
Βαλκανικής. Οι Έλληνες θα έχουμε το θλιβερό προνόμιο να ηγηθούμε το 1833
σε αυτήν την προσπάθεια αποσυνθέσεως της Ρωμαϊκής Εθναρχίας.
Ο Καποδίστριας γνώριζε καλά τα σχέδια
αυτά. Ως ενσυνείδητα όμως Ρωμηός–Ορθόδοξος, γνώριζε, ότι υπήρχε
κίνδυνος, η διακοπή του δογματικού και κανονικού δεσμού της Ελλάδος με
το Οικουμενικό Πατριαρχείο να προκαλέσει κυριολεκτικά διάλυση του
Ελληνισμού, ελευθέρου και αλυτρώτου. Εξ άλλου, ήταν και βαθύς γνώστης
της σημασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον Ελληνισμό και την
Ορθόδοξη οικουμένη, –όπως αποδεικνύει η σχετική αλληλογραφία του.
Άλλωστε, ήδη το 1819, ευρισκόμενος στην Κέρκυρα, είχε εκδώσει επώνυμα
Υπόμνημα, υποστηρίζοντας την αναβολή της επαναστάσεως και τη θεμελίωση
της Φιλικής Εταιρείας «ουχί επί της αρχής της εθνότητος, αλλά από της
ευρείας και ζώσης Ορθοδόξου Εκκλησίας»19.
Τι άλλο δείχνει αυτό από την θέληση του Καποδίστρια να αναστηθεί «το
ρωμαίικο», το οποίο συνεχιζόταν με την Εθναρχική υπόσταση του
Οικουμενικού Πατριαρχείου; Με την Ορθοδοξία και όχι την Ευρώπη συνέδεε ο
Καποδίστριας το μέλλον του Ελληνισμού.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι ο
Κυβερνήτης συνήψε αλληλογραφία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο
τον Α΄ (1830-1834), με σκοπό να ρυθμισθεί η σχέση της Εκκλησίας της
Ελλάδος με την Μητέρα Εκκλησία μέσα στο πνεύμα της Ορθοδόξου παραδόσεως
και της ιστορικοκανονικής τάξεως. Στη συνάφεια δε αυτή είναι ενδεικτική
των προθέσεων και του φρονήματος του Καποδίστρια μία πολύτιμη μαρτυρία
του Κ. Οικονόμου, που δημοσιεύσαμε ήδη20.
Ο Οικονόμος, στενός φίλος του Ρέοντος και Πραστού και μετέπειτα
Κυνουρίας Διονυσίου, από τον οποίο θα έλαβε ασφαλώς τις σχετικές
πληροφορίες, αναφέρει, ότι ο Καποδίστριας ανέθεσε στον Διονύσιο ειδική
αποστολή στην Πόλη, για να διευθετηθεί το ταχύτερο το εκκλησιαστικό
πρόβλημα της Ελλάδος, «ίνα μη, όπως έλεγε (ο Καποδίστριας), πέσει η
υπόθεσις εις Φράγκων χείρας, και τότε εχάθημεν»! Μέσα στη φράση αυτή
κλείνεται η προφητική πρόβλεψη του Καποδίστρια για το βαυαρικό
αυτοκέφαλο και τις επιπτώσεις του στη ζωή του Έθνους μας, αλλά και στην
όλη πορεία του Ελληνισμού.
Αυτό ακριβώς όμως δεν ήθελε η Ευρωπαϊκή
πολιτική. Την ομαλοποίηση των σχέσεων της ελευθέρας Ελλάδος με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο και την συνέχιση της ενότητος του Ρωμαίικου, που
μπορούσε να οδηγήσει στην ανάσταση του Βυζαντίου/Ρωμανίας, δηλαδή της
Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας. Ενώ ο Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος ετοιμαζόταν
για την μετάβασή του στη Πατριαρχείο, οι δολοφονικές σφαίρες έκοβαν τη
ζωή του Κυβερνήτη και ματαίωναν τους σκοπούς του. Οι δυνάμεις εκείνες,
που τροφοδοτούσαν και κατηύθυναν την εναντίον του αντιπολίτευση, όπλισαν
και τα χέρια των αφελών δολοφόνων του. Όπως, συνήθως, συμβαίνει στην
ιστορική πορεία ημών των Ελλήνων, οι προσωπικές δυσαρέσκειες και
αντιθέσεις, ενισχυόμενες από τις επιβουλές των ξένων, μεγιστοποιούν τις
οποιεσδήποτε υπερβάσεις και αστοχίες, χάνοντας τη συνείδηση της
καθολικότητας και του ουσιώδους και εν προκειμένω του μεγάλου έργου του
Κυβερνήτη.
6. «Οι Έλληνες θα κατανοήσουν την θυσίαν μου»!
Το τραγικό στην περίπτωση του Καποδίστρια
είναι, ότι, βέβαιος για τον εθνωφελή χαρακτήρα του επιτελουμένου έργου
του, δεν πίστευε, ότι θα βρεθούν αδελφοί του Έλληνες, που θα θελήσουν να
τα καταστρέψουν: «Οι Έλληνες γράφει, δεν θα φθάσουν ποτέ μέχρι του
σημείου να με δολοφονήσουν. Θα σεβασθούν την λευκή κεφαλή μου [...].
άλλωστε είμαι αποφασισμένος να θυσιάσω την ζωήν μου δια την Ελλάδα και
θα την θυσιάσω. Εάν οι Μαυρομιχαλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν, ας με
δολοφονήσουν. Τόσον το χειρότερον δια αυτούς. Θα έλθη κάποτε η ημέρα,
κατά την οποίαν οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου»21.
Λόγια προφητικά, αλλά συνάμα και
ενδεικτικά της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως του ερημίτη πολιτικού στη
διακονία της Πατρίδος και του Γένους. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 έφυγε από
το ταπεινό Κυβερνείο του Ναυπλίου, για να λειτουργηθεί, όπως έκανε σε
όλη τη ζωή του, ως πιστός ορθόδοξος. Το γεγονός, ότι τα φονικά βόλια τον
βρήκαν λίγο μετά της 6.30 το πρωΐ, δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητο.
Δεν ήταν ο πολιτικός των δοξολογιών και των πανηγύρεων. Ήταν ένας
Ρωμηός, όπως όλος ο απλός και ευσεβής Λαός, για το καλό του οποίου
ανάλωνε τη ζωή του. Και για αυτό μαζί με το λαό από τον Όρθρο συμμετείχε
στη σύναξη του εκκλησιαστικού σώματος. Η δολοφονία του ανέκοψε την
πορεία του Έθνους για την ολοκλήρωσή του μέσα στα όρια της
Ελληνορθόδοξης παραδόσεώς του. Επηρέασε όμως δυσμενώς και την πορεία
όλης της Ορθόδοξης Ανατολής, ανατρέποντας τα σχέδια για την Ρωμαίικη
αποκατάστασή της.
Ο πιστός φίλος του Καποδίστρια Εϋνάρδος
μπόρεσε να συνειδητοποιήσει πολύ ενωρίς τη σημασία της δολοφονίας του
αληθινού Πατέρα της Ελληνικής Πατρίδος: «Ο θάνατος του Κυβερνήτου
–έγραφε– είναι συμφορά δια την Ελλάδα, είναι δυστύχημα δι’ όλην την
Ευρώπην [...]. Το λέγω με διπλήν θλίψιν: ο κακούργος, όστις εδολοφόνησε
τον κόμητα Καποδίστρια, εδολοφόνησε την πατρίδα του». Το είπαμε όμως
παραπάνω: Το δολοφονικό χέρι κατευθυνόταν από τις δυνάμεις εκείνες, που
ενήργησαν στη δολοφονία, ως ηθικοί αυτουργοί, πραγματοποιώντας έτσι τον
σκοπό τους: την ανακοπή και ανατροπή ενός μεγάλου πατριωτικού έργου, που
ερχόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντά τους.
Σημ. Συντάξεως: Η αρίθμηση των ενοτήτων έγινε από τον συγγραφέα και οι τίτλοι τέθηκαν από εμάς, βάσει του περιεχομένου των ενοτήτων.
Υποσημειώσεις
1. Ι. Α. Καποδίστρια, Επιστολαί, Αθήναι, 1841, τομ. Α΄, σ. 102.
2. Στο ίδιο, σ. 135, 137 κ.ά.
3. Βλ. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Ο Καποδίστριας ως θρησκευτική προσωπικότης, περιοδ. ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, αρ. 248, Δεκέμβριος 1976, σ. 3.
4. Ελ. Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας, ο άνθρωπος – ο αγωνιστής, περιοδ. ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, ό.π., σ. 10.
5.
Κατά την έρευνα, που κάμαμε εκεί, το καλοκαίρι του 1982, συγκεν¬τρώσαμε
ένα αριθμό σχετικών εγγράφων, που έχουμε παρουσιάσει και παρουσιάζουμε
σε διάφορες ευκαιρίες.
6. Βλ. Παν. Γ. Κρητικού, Ο Ιω. Καποδίστριας τέκτων κανονικός, Ο Ερανιστής 3 (1965), σ. 124-144.
7. Ν. Ι. Φιλιπποπούλου, Ελληνικός Αντιμασσονισμός, Αθήναι 1972, σ. 14.
8. Ε. Πρωτοψάλτη, ό.π., σ. 4.
9.
Γρ. Korck από 20.11.1829 στην Church Missionary Society του Λονδίνου,
στου Γ. Δ. Μεταλληνού, Το ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγ. Γραφής εις την
Νεοελληνικήν,κατά την ΙΘ΄ αιώνα, Αθήναι 2004, σ. 397.
11. James F. Clarke, Bible Societies; American missionaries and the national revival of Bulgaria, N. York 1971, σ. 232.
12. Στο ίδιο.
13.
Γ. Δ. Μεταλληνού, Το ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγ. Γραφής εις την
Νεοελληνικήν, κατά την ΙΘ΄ αιώνα, Αθήναι 2004, σ.399 ε. Πρβλ. του ιδίου,
Παράδοση και αλλοτρίωση, Αθήνα 2001, σ. 279 ε.
14.
Βλ. Α. Γερομίχαλου, Ίδρυσις και Διοίκησις της Εκκλησίας της Ελλάδος,
στην ΕΕΘ-ΣΠΘ, αρ. 11 (1967), σ. 346 ε.ε. Ε. Κωνσταντινίδου, Ιω.
Καποδίστριας και η εκκλησιαστική του πολιτική, Αθήναι 1977. Charles A
Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία, 1821-1852. Αθήνα
1987, σ. 97 ε.ε.
15. Βλ. Ι. Κωνσταντινίδου, Ο Ιω. Καποδίστριας θεμελιωτής της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως, ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, ό.π., σ. 20-24.
16. Γεν. Εφημ. της Ελλάδος, 1829, αρ. 73, 74.
17. ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, ό.π., σ. 1.
18.
Για τα παρακάτω βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο.
Προϋποθέσεις και συνέπειες, στο: Παράδοση και Αλλοτρίωση, ό.π., σ. 227
ε.ε.
19. Χρ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και η Μεγάλη Επανάστασις του 1821, ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΚΑ (1950), σ.316.
20. Κων. Οικονόμος προς Τιτώφ (στον τιμητικό Τόμο του καθηγ. Κων. Μπόνη).
21. Επιστολαί, ό.π., τ. Δ΄ , σ. 300 ε.
Αναδημοσίευση από: http://trelogiannis.blogspot.com/2011/10/blog-post_489.html
———
——————————–
Μουσική & Ενορχήστρωση Γιώργος Βούκανος
Στίχοι Ιωάννης Κορνιλάκης
Τραγούδι Νίκος Γεωργιάδης
Στίχοι Ιωάννης Κορνιλάκης
Τραγούδι Νίκος Γεωργιάδης
————————
Μιά άλλη οπτική γωνία για τη δολοφονία Καποδίστρια
Μαρτυρίες και γνώμες για τη ζωή και το θάνατο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, που δολοφονήθηκε από τους Μαυρομιχαλαίους έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, την Κυριακή της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831, ενώ πήγαινε στη θεία λειτουργία, παρουσιάζει ο κοινωνιολόγος Γεώργιος Ι. Σκλαβούνος στο βιβλίο του “Ο Άγνωστος Καποδίστριας”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Ο συγγραφέας, απέναντι στα στερεότυπα
μιας συμβατικής ιστοριογραφίας, που θέλει τον Καποδίστρια έναν απόκοσμο
αυταρχικό ηγέτη, αντιπαραβάλει ένα απάνθισμα ντοκουμέντων που δείχνει
έναν φιλελεύθερο Ευρωπαίο πολιτικό, ο οποίος συνεργάσθηκε με κλέφτες και
αρματολούς και συνδέθηκε με την Φιλική Εταιρεία.
Στις 173 σελίδες του βιβλίου-μελέτη παρατίθενται ξεχωριστά στοιχεία από μεγάλα ονόματα, όπως:
Ο θεωρητικός της Ιεράς Συμμαχίας Μέτερνιχ
γράφει από τη Βιέννη το 1822 στον Άγγλο Αρμοστή των Ιονίων Νήσων
Μαίτλαντ, ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Καποδίστρια για το
αποικιακό Σύνταγμα που επέβαλε η Αγγλία στην Ιόνια Πολιτεία: “Λοιπόν
στρατηγέ μου, η αρχή του κακού εξεριζώθη. Ο κόμης Καποδίστριας ετάφη δια
το υπόλοιπο της ζωής του. Θα ζήσετε ησύχως εν Επτανήσω και η Ευρώπη θα
έχει απαλλαγεί των μεγάλων κινδύνων δι ΄ων την ηπείλει η επιρροή του
ανδρός τούτου”.
Ο Αμερικανός πρώην υπουργός των
Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, που έγραψε τη διδακτορική διατριβή του το
1954 με τίτλο “Ένας αναδομημένος κόσμος: Μέτερνιχ, Κάσλριχ και τα
προβλήματα της Ειρήνης 1812-1822″, δικαιολογώντας το μίσος του Μέτερνιχ
για τον Καποδίστρια γράφει: ” Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος εξακολουθούσε να
αποτελεί πηγή ανησυχίας για τους συμμάχους και αυτό οφειλόταν κατά
κύριο λόγο στο νέο σύμβουλο απόλυτο μονάρχη και που ο δογματισμός και ο
πανελληνισμός για τον οποίο τον υποπτευόταν πολλοί, του χάρισαν σύντομα
τη μανιώδη σχεδόν αντιπάθεια του Μέτερνιχ”.
Ο Κάρολος Μαρξ, σε γράμμα του προς τον
σύντροφό του Φρίντριχ Ένγκλες στις 3-5-1854, αφού εκφράζει την εχθρότητά
του προς τον ελληνικό αλυτρωτισμό, καθώς έβλεπε “μια παπαδίστικη
κοινωνική οργάνωση του ελληνοσλαβικού πληθυσμού” ,τον ενημερώνει ότι “ο
Μεταξάς, που ήταν ‘Ελληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη συνωμοτούσε
με τον διαβόητο Καποδίστρια”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα
στοιχεία για τη δολοφονία του. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι, σε
αντίθεση με την επικρατούσα θέση πως οι Μαυρομιχαλαίοι κινήθηκαν από
πίστη στα έθιμα της Μάνης να εκδικηθούν την δίωξη του πατέρα τους
Πετρόμπεη από τον Κυβερνήτη, το έγκλημα ήταν όχι μόνο προσχεδιασμένο,
αλλά και προπληρωμένο , με διασφάλιση των υπαιτίων από τη Γαλλία και την
Αγγλία. Ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης αποκαλύπτει ότι ο προεστός των
Πατρών Ανδρέας Καλαμογδάρτης τους έδωσε 250 φλουριά “ειπών αυτοίς ότι
κατόπιν θα στείλει και τα υπόλοιπα 1000″. Από τους δολοφόνους αδελφούς, ο
Κωνσταντής συνελήφθη και λίγο πριν πεθάνει από τη πιστολιά του φρουρού
του Καποδίστρια , ζητώντας έλεος είπε στους αστυνομικούς : ”Δεν φταίω
εγώ στρατιώται, άλλοι με έβαλαν”.
Όπως γράφει ο ιστορικός Κασομούλης, ο
έτερος εκτελεστής Γεώργιος κατέφυγε στο σπίτι του αντιπρεσβευτή της
Γαλλίας βαρώνου Ρουάν ,δηλώνοντας του : “Σκοτώσαμε τον τύραννο.
Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας”.
Το βιβλίο αναφέρεται επίσης στην
πολιτισμική και πολιτική ταυτότητα του Κυβερνήτη, στο ενδιαφέρον του για
την ελληνική αγωγή των ορφανών του αγώνα, στη συνεισφορά του για την
συγκρότηση του ελβετικού κράτους, στην οργάνωση της άμυνας στη Λευκάδα,
στον κατάλογο των αρματολών και κλεφτών που υπηρέτησαν υπό τον
Καποδίστρια, στη σχέση που είχε η Φιλόμουσος Εταιρεία του Καποδίστρια με
την Φιλική Εταιρεία, στο χαρακτήρα του και την προσπάθειά του για
συγκρότηση κράτους εκ του μη όντος.
Ένα βιβλίο τιμής για τον μεγάλο έλληνα Ευρωπαίο που διακήρυττε: “θέλω την Ελλάδα Δελφούς της Οικουμένης”.
——————
ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ
ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΚΟΜΗΤΑΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΝ
ΣΥΝΤΕΘΕΙΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΞΟΧΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΟΥΡΤΖΑ
ΚΑΙ ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣ ΕΝ ΤΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΣΣΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗ 18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1831
Ως ἀνεξερεύνητα τά κρίματά Σου,Κύριε
Παντοκράτορ! Ἐπότισας ἡμᾶς πάλιν οἶνον κατανύξεως. Ἀπέστρεψας τό
πρόσωπον Σου ἀπό τοῦ λαοῦ Σου. Ἐσαλεύθη καί ἔντρομος ἐγεννήθη ἡ γῆ τῶν
προγόνων μας· διότι παρέδωκας ἡμᾶς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, καί ἐτελειώθη,
κατά παραχώρησιν Σου, ἡ πατροκτονία! Χείρες ἀνόσιοι, θηρία ἀνθρωπόμορφα,
ἄνδρες αἱμάτων ἐπεβουλεύθησαν τήν πλέον πολύτιμον ζωήν, καί τήν ὕπαρξιν
ἔθνους ὁλοκλήρου μετά τοῦ ἐκλεκτοῦ Σου συνέκλεισαν εἰς ἕνα τάφον. Τῷ
ὄντι, τά κρίματά Σου, Κύριε, ἄβυσσος πολλή, καί εἰς τό μυστήριον τῆς
ἀνοχῆς καί προνοίας Σου οὐδείς δύναται παρακύψαι.
Πενθοῦντες, ἰδού παριστάμεθα ἔμπροσθεν
τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς, καί, βαρέως στενάζοντες,
ἐκφωνοῦμεν· Κύριε, ἕως πότε; Εὐχάς καί δάκρυα καί δέησιν προσφέρομέν Σοι
ἐκτενῆ ὑπέρ ἀναπαύσεως,ἐν ταῖς ἁγίαις Σου μοναῖς, τοῦ δούλου Σου
Ἰωάννου Ἀντωνίου τοῦ Καποδίστρια, ὅστις, ἐναθλήσας μέχρι αἵματος,
ἡρπάσθη ἀφ’ἡμῶν, ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀγώνων καί τῆς δόξης του.
Ἀλλά τί ἐγκαυχᾶται ἐν κακία ὁ ἀσεβής, καί
μῖσος χορτάσας τό βδελυρόν, νομίζει, ὅτι ἐνέπαιξε Σέ τόν Παντοδύναμον
Θεόν, ὅτι ἐξύβρισε τήν Ἑλλάδα καί ὅλην τήν ἀνθρωπότητα! Μήπως φαντάζεται
ἡ κακία, ὅτι αὐθαιρέτως συνέτριψε τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Σου; Μήπως ὁ
ᾀείμνηστος Ἀνήρ καί μέγας πολίτης, τόν ὁποῖον τήν σήμερον κλαίοντες
μνημονεύομεν, δέν ἐδύνατο νά ἀποφύγη τήν δολοφονίαν, νά πατήση ἐπί ὄφιν
καί σκορπίον, ἐνῷ Σέ εἴχεν ὑπερασπιστήν τῆς ζωῆς του; ἐδύνατο βέβαια.
Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη, ἡ ἰσχυρά ὡς ὁ θάνατος, ἡ ἀγάπη,ἡ μή ζητοῦσα τά ἑαυτῆς,ἡ
ἀγάπη, ἡ ἔξω βάλλουσα τόν φόβον, κατά τόν λόγον Σου, ἡ ἀγάπη πρός τὀν
Θεόν καί τούς ἀδελφούς του Ἕλληνας τόν ἔσυρεν εἰς τὀν θάνατον, ὡς
προαιρετικῆς θυσίας ὁλοκάρπωμα, καί ἡ μακαρία Του ψυχή ἥρπασε τῆς
ἀφθαρσίας τόν στέφανον.
«Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἕχει, ἱνα τις τήν ψυχήν αὑτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὑτοῦ».
Τεθλιμμένοι χριστιανοί, οἱ τιμῶντες τήν
μνήμην τοῦ Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος ,ζητήσατε παραμυθίαν τῆς λύπης σας εἰς
αὑτό τό θεῖον ρητόν τῆς πανσόφου καί οὐρανίου ἀγάπης. Κατατρυφήσατε τοῦ
Κυρίου, καί δώσει τά αἰτήματα τῶν καρδιῶν σας. Ὑψώσατε τόν νοῦν εἰς τήν
θεωρίαν τῶν ἄνω πραγμάτων· τότε μόνον θέλετε ἐκτιμήσει πρεπόντως τό
ἐπίγειον στάδιον τοῦ Καποδίστρια, καί δοξάσει ἐν ἐκστάσει ψυχῆς τόν
ἀγωνοθέτην τῆς σωτηρίας Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν δόντα χάριν
ὁλοτελοῦς ἀπαρνήσεως καί τελείας ἀγάπης εἰς ὀλίγους τινάς ἐκλεκτούς
ἀνθρώπους.
Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, εἶπεν ὁ ἐπιστήθιος
μαθητής τῆς ἀγάπης· ὅθεν πᾶς πιστός,φέρων τήν εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τοῦ
Δημιουργοῦ του, πᾶς μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ὡς δι’ αὑτοῦ λαμβάνων τό
χάρισμα τῆς ἀναπλάσεως, πρέπει νά φθάση εἰς βαθμόν, ὥστε νά κατασταθῆ
ὅλος ἀγάπη.Ὅλοι οἱ κατἀ καιρούς ἀληθείς εὐεργέται τῆς ἀνθρωπότητος,
ἐμψυχωθέντες ὑπό τῆς αγάπης,κατώρθωσαν τά ἀκατόρθωτα, καί, κατ’ἀναλογίαν
τῆς ἐνδομυχούσης ἐν αὐτοῖς ἀγάπης, ἐνεδύθησαν δύναμιν ἐξ ὕψους. Αὕτή ἡ
ζωογόνος πνοή τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν νοῦν, θερμαίνει τήν καρδίαν,ἁπαλύνει
τά πάθη, ἐμποιεῖ πειθώ εἰς τούς λόγους, ρυθμίζει τά ἔργα τῶν πιστῶν, καί
τούς διαθέτει εἰς τό νά ἀπαρνηθῶσι πᾶν ἴδιον συμφέρον, πᾶσαν ιδίαν
ἀπόλαυσιν, καί αὐτήν τήν πρόσκαιρον ζωήν των.Τοιοῦτος ἐκ νεαρᾶς του
ἡλικίας καί μέχρι θανάτου ἐφάνη ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας.
Εὐγενής βλαστός εὐγενοῦς οίκογενείας τῆς
Κερκύρας, δευτερότοκος υἱός συνετοῦ πατρός καί μητρός εὐσεβεστάτης,
ἄρχισε τήν ἐπί γῆς παροικίαν του εἰς τό 1776 ἔτος. Διέτρεξε τό στάδιον
τῆς σπουδῆς εἰς τήν Ἰταλίαν, καί, ἐκτός τῶν φιλολογικῶν και φιλοσοφικῶν
μαθημάτων, ἐπεμελήθη τήν φιλάνθρωπον και περιληπτικήν ἐπιστήμην τῆς
Ἰατρικῆς. Μόλις ἔφθασεν εἰς ἐκείνην τήν ἀκμήν τῆς νεότητος, καθ’ἥν οἱ
ὁμήλικες του δυσκολεύονται νά διοικήσωσιν ἑαυτούς· ὅτε ἡ φωνή τῆς
πατρίδος τόν ἐκάλεσεν εἰς τά ἴδια, καἰ ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτόν τό πηδάλιον
τῆς ἀρτιγεννήτου Ἑπτανήσου Πολιτείας. Ἔκτοτε καί ἕως εἰς τό 1807 ἔτος
δέν ἔπαυσε νυχθημερώς ἀγωνιζόμενος ὑπέρ τοῦ κοινοῦ, συμβιβάζων πολλάκις
τά ἀσυμβίβαστα, οἰκονομῶν τά σφοδρά πάθη τῶν ὁμογενῶν του, ἀναπληρῶν τήν
πολιάν διά τῆς φρονήσεως, καί ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ὡς ἄλλος Ἰωάννης,
κηρύσσων ἐν τῆ ἠθικῆ ἐρήμω. Κατελύθη τό πολίτευμα, παρεδόθη εἰς τόν τότε
κοσμοκράτορα· καί ὁ Καποδίστριας σταθερῶς ἀποποιησάμενος τά προβλήματα
τοῦ Ναπολέντος, διά νά ἔμβη εἰς τήν δούλευσίν του, ἐπρόκρινε τήν
ὁμόθρησκον βασιλείαν, εἰς τήν ὁποίαν ἔκπαλαι ἀτενίζοντες οἱ πρόγονοι
ἡμῶν, εὗρον τῆς Ὀρθοδοξίας τό ἀκτινοβόλον ἄσυλον. Ἦλθεν εἰς Βασιλεύουσαν
ὁ ᾀείμνηστος τῷ 1809 ἔτει. Δύο χρόνους εἰργάσθη ἐν γωνία καί παραβύστω,
προετοιμαζόμενος μέ γενναίαν ὑπομονήν εἰς τό μετά ταῦτα στάδιόν του.
Ἐστάλη εἰς Βιένναν,καί ἐκεῖθεν διωρίσθη εἰς τόν τοῦ Δουνάβεως Ρωσσικόν
στρατόν, διευθυντής ὅλων τῶν διπλωματικῶν σχέσεων. Ὅλοι, οἱ αὐτόπται
γενόμενοι τῶν ἐξαισίων συμβάντων ἐκείνης τῆς φοβερᾶς ἐποχῆς, ἐθαύμασαν
τούς μόχθους, ἐτίμησαν τούς ἄθλους, ἐπαίνεσαν τήν βαθύνοιαν, ἐσεβάσθησαν
τήν διαγωγήν, καί ᾀείποτε θέλουν ἐνθυμεῖσθαι τήν ἀγάπην τοῦ
Καποδίστρια. Δέν τήν ἔσβεσαν, ἀλλ΄οὔτε τήν ἐψύχραναν ποτέ ἡ ἀχαριστία, ὁ
φθόνος, αἰ μικροπρέπειαι τῶν ἀνθρώπων. Ἕλληνες χριστιανοί, οὗτος ὁ
Ἕλλην παρευρέθη εἰς ὅλας τάς μάχας, μετεῖχεν ὅλων τῶν διαπραγματεύσεων,
ὑπέφερεν ὅλους τούς κινδύνους, ὅλας τάς κακοπαθείας, μέχρι τῆς ἐνδόξου
ἁλώσεως τοῦ Παρισίου. Ἐπέμφη ὑπό τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου εἰς τήν
Ἑλβετίαν, ἐπεχειρίσθη, καί ἐτελείωσε τό δεινόν ἔργον τῆς εἰρηνοποιήσεώς
της.Ἐκεί ὅλαι αἱ εὐγενεῖς καρδίαι ἀντηχοῦν τό ὄνομα τοῦ μεγαλοφυοῦς
Ἕλληνος. Τούς ἠγάπησεν ἐμπράκτως ὁ ᾀείμνηστος· ὅθεν συμπολίτην, ἀδελφόν
καί εὐεργέτην τόν ἐκήρυξεν ἡ εὐγνώμων Ἑλβετία. Ἀλλά συγχρόνως ὁ ᾀοίδιμος
τῆς Εὐρώπης ἐλευθερωτής, Ἀλέξανδρος ὁ Πρῶτος, τόν οἰκειοποιήθη ὡς
Γραμματέα τῶν ἀπορρήτων τῆς ἀχανοῦς ἐπικρατείας του.Πληρεξούσιος τοῦ
γενναιοτάτου τῶν μοναρχῶν, ὁ Καποδίστριας εἰργάσθη, καί ὑπέγραψε τάς
συνθήκας τῆς Βιέννης, τοὺ Παρισίου, τοῦ Ἄαχεν, καί ἐμφρόνως κατώρθωσεν
ἀναριθμήτους διαλλακτικούς συμβιβασμούς, εἰς τόν παλιόν καί εἰς τόν νέον
Κόσμον. Ἐν ὧ ὅμως ἔλαμπεν, ὡς ἀστήρ, είς τόν κολοφῶνα τῶν ἀνθρωπίνων
μεγαλείων καί τῆς δόξης, ἡ καρδία τοῦ δικαίου ἐμνημόνευεν ἀδιακόπως τήν
πατρίδα του. Δυστυχούντων τῶν ὀμογενῶν, δέν ἔστεργεν εὐτυχίαν διά τόν
ἑαυτόν του. Πτωχευόντων αὐτῶν, κατεφρόνει τόν πλοῦτον, ἤ τόν ἐσκόρπιζεν
εἰς τούς χρείαν ἔχοντας. Ἔβλεπε τά ἀγαθά τῆς εὐνομίας,τῆς εὐμαθίας, καί
ἐζήλου ζῆλον τῷ ὅντι θεῖον, ὥς νά μεθέξωσι καί οἱ Ἕλληνες τῶν αὐτῶν
πολυτίμων ἀγαθῶν.
ἐθαύμασαν τούς μόχθους, ἐτίμησαν τούς ἄθλους, ἐπαίνεσαν τήν
βαθύνοιαν, ἐσεβάσθησαν τήν διαγωγήν, καί ᾀείποτε θέλουν ἐνθυμεῖσθαι τήν
ἀγάπην τοῦ Καποδίστρια
Παραβλέψας πολλά συμφέροντα, καί
εὐλαβούμενος μόνον τό καθῆκον, ἔσπευσεν εἰς Κέρκυραν, ἠσπάσθη τό
προγονικόν ἔδαφος καί τήν πατρικήν ἑστίαν –καί εἶπεν εἰς αὐτήν τό: Χαῖρε
διά πάντα! Μετ’οὐ πολύ, μαῦρα σύννεφα ἐκάλυψαν τόν πολιτικόν ὁρίζοντα.
Ἐσείσθη ἡ Εὐρώπη, ἐτάραχθη ἡ Ἑλλάς, διερράγη μεγάλη, βαθυτάτη πληγή –
ἐσάλπισεν ἄγγελος ὀλοθρευτής ἐξ οὐρανοῦ, καί ἄρχισεν ὁ ἑπταετής ἀγών
μεταξύ τῆς χρονικῆς περιόδου τίς διηγήσεται; Ὁ ἄμεμπτος Ἀνήρ, τόν ὁποῖον
μνημονεύομεν, ἐδοκίμασε τότε ὠδῖνας θανάτου εἰς τήν εὐαίσθητον καρδίαν
του, ἥτις ἕπνεεν ἀγάπην πρός τούς ἀδελφούς· καί μ’ὅλον ὅτι δικαίως
ἠγανάκτει διά τό ἀστόχαστον καί πάρωρον τῆς ἐπιχειρήσεως, πάντα λίθον
ἐκίνησεν ὑπέρ τῆς τοῦ ἔθνους σωτηρίας. Τέλος, βλέπων ὅτι εἰς μάτην
ἱκετεύει, παρῃτήθη γενναίως ὅλα τά μεγαλεῖά του, και ἀνεχώρησε,
περικλεής ἀπόμαχος τοῦ δικαίου, εἰς ξένην γῆν, προκρίνας τό νά ἰδιωτεύῃ,
παρά νά φανῆ ἐπεμβαίνων, ἤ ἀδιαφορῶν εἰς τά πάθη τῶν ἀδελφῶν του.
Χριστιανοί! Ἰδού πάλιν δείγματα τῆς φλογερᾶς ἀγάπης τοῦ ᾀειμνήστου,
ὅστις ἐφάνη ἀνώτερος ὅλων τῶν πραγμάτων, ὅσα συνήθως θέλγουν, καί
δεσμεύουν τούς ὑλόφρονας ἀνθρώπους.
Μετά παρέλευσιν τεσσάρων χρόνων, καθ’οὕς
ἐσπένδετο ὁ Μακαρίτης καθημερινῶς ὑπέρ τῆς πατρίδος, εὐκαίρως, ἀκαίρως,
κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον, ὁμιλῶν, γράφων, προτρέπων, δαπανῶν δι’αὐτήν
-ἀνέτειλεν ἡ ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς του. Ψηφίζεται ἑπταετής Κυβερνήτης
πλοίου, καταβυθιζόμενου ἤδη ὑπό ἀγρἰων κυμάτων.Τόν προσκαλεῖ πανδήμως
Ἐθνική Συνέλευσις – ἀλλά ποῦ; εἰς ἐρείπια αἱματοσταγῆ, εἰς ἔδαφος γέμον
Ἀφρικανῶν καί Μουσουλμανικής ὕβρεως. Προσκαλεῖται εἰς ἐρείπια, καί ὁ
ἐκλεκτός τοῦ γένους δέν ἔχει ποῦ νά κλίνη τήν κεφαλήν. Οἱ χρηματικοί
πόροι ἐξηντλήθησαν· τῆς ἀναρχίας ὁ πυρσός μόνος καταυγάζει τοῦτο τό
θέατρον τῶν θορύβων καί τῆς ἀπογνώσεως. Προσκαλεῖται εἰς ταλαιπωρίαν καί
θάνατον ὁ ἄμεμπτος Ἀνήρ, καί δέχεται ἡ ἀγάπη τό ποτήριον. Τρέχει εἰς τά
ἀνάκτορα τῆς Εὐρώπης, κινεῖ εἰς οἶκτον τούς δυνατούς τῆς γῆς, συνάζει
ἐκ τῶν ἀνελπίστων πόρους,σπεύδει πρός τούς ἀδελφούς, καί ἀφοσιοῖ εἰς
αὐτούς τό ὑπόλοιπον τῆς καταστάσεως, τῆς ίσχύος, καί τῆς ζωῆς του.
Ἄς παραβάλη πᾶς φιλαλήθης τήν Ἑλλάδα,
ἐφ’ἧς ἐπάτησεν ὁ ᾀεἰμνηστος ἐν ἀρχαῖς τοῦ 1828, μέ τήν γῆν, ἡ ὁποία
ἀπερρόφησε τό αἷμά του τῇ 27 Σεπτεμβρίου 1831. Ἄς ἐμβλέψη εἰς τά ἔργα
του, καί εἰς τά βδελύγματα τῶν ἐχθρῶν του : ἔπειτα κρινέτω. Χριστιανοί,
ἄν ἴσως ἄγγελος ἐξ Οὐρανοῦ ἤθελε προφητεύσει τῷ ᾀειμνήστῳ, δοκιμάζων
αὐτόν καί λέγων: μή πατήσης εἰς αὐτήν τήν γῆν :ἀποβήσεται γάρ Σοι εἰς
μαρτύριον· στοχάζεσθε ἆράγε, ὅτι ἤθελε σταματήσει καί ἀποποιηθῆ τόν
σημαινόμενον θάνατον; Ὅποιος τό φρονεῖ, δέν γνωρίζει τήν χριστιανικήν
ἀγάπην εἰς τήν τελειότητά της.
«Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὑτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὑτοῦ».
Τήν εἶχες, μακαρία ψυχή! Τήν ἔλαβες
ἄνωθεν παρά τοῦ Ζωοδότου, ὅστις ἡξίωσε Σε νά περιθάλπης τούς ὀρφανούς,
νά φωτίζης τήν νεολαίαν, νά ἐνιδρύσῃς ναούς καί δικαστήρια, νά ἡμερόνῃς
βάρβαρα ἤθη, νά πρεσβεύης ἀκαμάτως ὑπέρ Ἑλλάδος εἰς ὅλην τήν Εὐρώπην,
καί τόν ἁπλοῦν αὑτῆς λαόν νά ἀπαλλάξης τῆς τῶν Ὀλίγων καταδυναστείας, οἱ
ὁποῖοι δι’αὐτό τοῦτο θανασίμως Σέ ἐμίσησαν, καί τοι πολλάκις
συγχωρηθέντες. Ἀναπαύου λοιπόν εἰς τάς αἰωνίους μονάς μετά πάντων τῶν
ἀπ’ αιῶνος μαρτύρων τῆς ἀληθείας. Τήν πληγήν, τήν ὁποίαν Σοί ἐπέφερεν ἡ
πατροκτόνος χείρ, μή, μή γυμνώσῃς ἔμπροσθεν τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ
ἀδεκάστου Κριτοῦ τῶν ἐθνῶν· ἀλλά μᾶλλον, ποτιζόμενος τόν χείμαρρον τῆς
οὐρανίου τρυφῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐκλιπάρει τήν ἄπειρον αὐτοῦ
εὐσπλαγχνίαν καί ἀγαθότητα· ὅπως νεύσῃ εἰς τάς καρδίας τῶν ζώντων
Ἑλλήνων· ὅπως ἀποσβέσῃ τά μιαρά πάθη, καί ἐνθρονίσῃ ἐν τῷ μέσῳ τῶν
ἀπογόνων αὐτῶν τήν ἀγάπην καί τήν ὁμόνοιαν. Καί, καθώς ᾀείποτε τῶν
δικαίων τό αἷμα ἐστάθη σπόρος τῆς ἀρετῆς, καί τῶν ὑπέρ ἄνθρωπον
κατορθωμάτων τό Θεῖον ἐλατήριον· παρομοίως καί τήν σήμερον, Θεάνθρωπε,
Σύ ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ Σου μιμητοῦ καί θεράποντος Ἰωάννου,
πρόσδεξαι, εὐλόγησον, καί πλήθυνον τούς ὀψίμους καρπούς τῆς πολυμόχθου
ζωῆς καί τοῦ πικροῦ τοῦ θανάτου. Μή ματαιώσῃς τόν διακαῆ πόθον τοῦ
ἐκλεκτοῦ Σου, τήν ἀνέγερσιν τῆς πενθούσης Ἑλλάδος, δι’ἥν ἔπνεε ζῶν, καί
ὑπέρ τῆς ὁποίας ἐξέπνευσεν, ἀγωνιζόμενος. Μή ὀργισθῇς ἡμῖν σφόδρα, ἀλλ’
ἐπίστρεψον τήν αἰχμαλωσίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν· διάλυσον τό σκότος,
καταίσχυνον τήν ἀπάτην τῶν ἀθέσμων. Θραῦσον ἐπαιρομένην τήν ἀσέβειαν.
Κύριε, Κύριε, Ἐπίφανον τό πρόσωπόν Σου ἐφ’ἡμᾶς, καί ἐπί τήν πόλιν
ταύτην,καί ἐπί τό πλήρωμα ὅλης τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας Σου, καί
σωθησόμεθα διά τῆς ἀγάπης. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ:
-------------------------
--------------------------
Μουσική & Ενορχήστρωση Γιώργος Βούκανος
Στίχοι Ιωάννης Κορνιλάκης
Τραγούδι Νίκος Γεωργιάδης
Στίχοι Ιωάννης Κορνιλάκης
Τραγούδι Νίκος Γεωργιάδης
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο