Ο Όθωνας στο Ναύπλιο, 1833
1833-1843: Η οικονομική ζωή της Ελλάδας και η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου
Γράφει ο Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου
(Δρ. Οικονομικού Τμήματος ΑΠΘ, Συγγραφέας)
Η ανασκόπηση της ελλαδικής οικονομίας
κατά την περίοδο που μεσολάβησε από την έλευση του Βαυαρού «μικρού
πρίγκιπα» – με τη δυσανάλογα μεγάλη ακολουθία – μέχρι το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου -
με τη δυσανάλογα μεγάλη φήμη – κρύβει πολλές επιστημονικές προκλήσεις
και ακόμη περισσότερες παγίδες. Πρώτα απ’ όλα, η ελλαδική οικονομία της
εποχής εκείνης υπήρξε μια οικονομία μετάβασης από τα
οθωμανικά πρότυπα προς τα νεώτερα, τα οποία πολλοί ευαγγελίζονταν αλλά
κανείς δεν μπορούσε ούτε να εγγυηθεί ούτε να επιβάλει.
Μια «οικονομία μετάβασης»
εξετάζεται με την καταγραφή: (α) του παλιού καθεστώτος και των
παραμέτρων που ακόμη το στήριζαν, (β) των νέων δυνάμεων που επενέργησαν
διαλυτικά στο παλαιό καθεστώς. Η περιγραφή αυτή επιφυλάσσει πολλές
εκπλήξεις, αν και εφόσον πραγματοποιηθεί μέσα από τα μάτια των παλαιών:
των σύγχρονων δηλαδή προς την εποχή πηγών και όχι μέσα από την οπτική
του παρόντος, η οποία προβάλλει στο παρελθόν ανιστορικές μεθόδους και
τρόπους σκέψης. Ποιο ήταν το «παλαιό» στο επίκεντρο της οικονομίας, των
σχέσεων παραγωγής, στη σφαίρα της γαιοκτησίας; Ποιο υπήρξε το
καινούργιο;
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό
της περιόδου 1833-1843 είναι ότι οι μηχανισμοί της οικονομίας
λειτούργησαν μέσα από την προσπάθεια δόμησης ενός «κράτους», ό,τι κι
αν σήμαινε αυτό στην Εγγύς Ανατολή της τέταρτης και της πέμπτης
δεκαετίας του 19ου αιώνα. Σήμαινε άραγε ό,τι μπορούμε σήμερα να
αποδώσουμε σε ένα «αστικό» κράτος της εποχής; Σήμαινε ένα μηχανισμό που
διασφαλίζει το νόμο και την τάξη, την ασφάλεια του
προσώπου και των συναλλαγών; Σήμαινε ακριβώς αυτά που εξήγγειλε μέσα
στον ευωδιαστό ροδώνα του ο Οθωμανός σουλτάνος, το 1839, διαβάζοντας τη
διακήρυξη «Γκιουλ χανέ χατί χουμαγιούν»: την ασφάλεια
του προσώπου, την ελευθερία των κινήσεών του και των συναλλαγών του; Μα
αυτά ήταν τα στοιχεία που πρόβαλε η Ευρώπη των Μεγάλων Δυνάμεων και των
κανονιοφόρων, αυτά ήταν τα πολιτικά κριτήρια για να θεωρηθεί κανείς
(ακόμη και αν ήταν ο σουλτάνος) φιλο-Ευρωπαίος και προοδευτικός. Πολύ
πιο αξιόπιστοι από το σουλτάνο φαίνονταν βέβαια ο Βαυαρός πρίγκιπας και οι σοφοί που τον ακολουθούσαν, μια και ήταν καθαρόαιμοι Ευρωπαίοι. Αλλά το «αστικό» ελλαδικό κράτος ήταν συμβατό με την οικονομική βάση, πάνω στην οποία θεμελιωνόταν;
Το τρίτο σημείο αφορά τα
ερωτήματα που συνδέονται με την επανένταξη στην παραγωγή των χιλιάδων
«παλικαριών», που ύστερα από τόσα χρόνια ένοπλου αγώνα είχαν αποκοπεί
από κάθε κανονικότητα, με την επίλυση του διατροφικού προβλήματος των
χιλιάδων προσφύγων που είχαν συρρεύσει στο ελλαδικό βασίλειο από κάθε
γωνιά του Ελληνισμού.
Το τέταρτο σημείο αφορά τη σχέση ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις» και το ελλαδικό βασίλειο και εν προκειμένω εντοπίζεται στο «μεγάλο δάνειο»
των 60 εκατομμυρίων φράγκων. Το δάνειο αυτό ήταν ο σπάγκος της
μαριονέτας, τον οποίο οι «μεγάλες δυνάμεις» τραβούσαν κατά βούληση,
οσάκις επιθυμούσαν να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στο ελληνικό
βασίλειο, η δημοσιονομική κατάσταση του οποίου παρέμεινε αξιοθρήνητη
καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε.
Οι Εθνικές γαίες: το πιο μοντέρνο κρατικό φεουδαρχικό σύστημα στην Ευρώπη
Σε μια εξ ολοκλήρου αγροτική χώρα,
τι σήμαινε το οθωμανικό καθεστώς για τον καλλιεργητή της γης; Ήταν ένα
πολύ σκληρό καθεστώς, που αν μπορούσε να αποδοθεί σε αριθμούς, θα εκωδικοποιείτο ως εξής:
Για κάθε μέρα που δούλευε για τον εαυτό του, ο καλλιεργητής θα έπρεπε
να δουλεύει μιάμιση μέρα ή και δυο μέρες για λογαριασμό του κατόχου των
μέσων παραγωγής (μέσα παραγωγής = αροτριώντα ζώα, άλλα ζώα, αλέτρια,
γεωργικά εργαλεία, σπόρος). Με άλλα λόγια, το ποσοστό της υπερεργασίας
του καλλιεργητή ήταν περίπου 150-200%. Με δεδομένη την ιστορική χαμηλή
παραγωγικότητα στο γεωργικό τομέα, τα μεγέθη που προαναφέραμε
προσδιόριζαν ένα χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Αυτό το βιοτικό επίπεδο
μπορούσε να βελτιωθεί ή να επιδεινωθεί, ανάλογα με το ύψος της
πραγματικής φορολογίας, με τις αγγαρείες που μπορούσαν να επιβληθούν, με
τις καιρικές συνθήκες και τέλος με το μέγεθος της οικογένειας του
καλλιεργητή.
Ζεύγος ποιμένων στην Αρκαδία, C. Delort, D΄ Apres M. H. Belle, 1879.
Αν ο εισπράκτορας της φορολογίας
(σε είδος) δεν τυραννούσε πολύ το γεωργό και δεν αποσπούσε με διάφορα
προσχήματα μεγαλύτερο ποσοστό από το ορισμένο, αν οι αγγαρείες και τα
υποχρεωτικά δοσίματα δεν έπεφταν μαζεμένα, αν ο καιρός ήταν καλός, αν τα
χέρια (εκτός από τα στόματα) ήταν άφθονα, τότε ο καλλιεργητής ήταν
δυνατόν να σχηματίσει κάποιο μικρό πλεόνασμα. Αν η τύχη του
συνεχιζόταν, ίσως να δοκίμαζε να γίνει και αυτός ιδιοκτήτης γης. Όμως,
στο σημείο αυτό το οθωμανικό πρότυπο έθετε φραγμό. Διότι η μεταβίβαση
της γης ήταν φορτωμένη με τόσο πολλά εμπόδια, ώστε δεν ήταν πάντοτε
δυνατή. Αλλά και ο καλλιεργητής ήταν συχνά υποχρεωμένος να παραμείνει
στην ίδια περιοχή. Ο συνδυασμός της υποχρέωσης αυτής με τα εμπόδια στην
πώληση και αγορά γης απέτρεπε τις μεταβιβάσεις της ιδιοκτησίας και
καθιστούσε τον καλλιεργητή, πρακτικά, δουλοπάρικο.
Η κατάσταση αυτή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
συνεχίστηκε όχι μόνο μετά το Χουμαγιούν του 1839, αλλά και στα επόμενα
χρόνια, μέχρι τη σταδιακή αραίωση των περιορισμών στα κληρονομικά
δικαιώματα επί των «υποδημοσίων» γαιών, εκείνων δηλαδή που ψιλώ ονόματι
ανήκανε στο κράτος, αλλά η νομή τους είχε περιέλθει σε συγκεκριμένες
οικογένειες. Σε άλλες κατηγορίες γαιών δεν υπήρξε, ωστόσο, εξέλιξη και
οι γαίες αυτές παρέμειναν εκτός εμπορίου, όπως οι λεγόμενες «μετρουκέ», οι αφιερωμένες δηλαδή σε συλλογικές ανάγκες των κατοίκων (π.χ. οι βοσκές).
Η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε, στο σημείο αυτό, μια μεγάλη ανατροπή.
Η υποχρέωση των καλλιεργητών να παραμείνουν στη γη καταργήθηκε και
θεωρητικά η εργατική δύναμη απέκτησε κινητικότητα. Αυτό αποτέλεσε ένα
τεράστιο βήμα, που στη γειτονική Οθωμανική Αυτοκρατορία χρειάστηκαν
πάνω από τριάντα χρόνια για να επιτευχθεί.
Η άλλη ενδιαφέρουσα μεταβολή
ήταν ότι η γη που κατείχαν οι Τούρκοι ιδιώτες, η γη που κατείχε το
οθωμανικό δημόσιο και άλλες ειδικές κατηγορίες γης «εκτός εμπορίου»
πέρασαν στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους. Ενώ στην Τουρκία η
κρατική ιδιοκτησία της γης έφθινε, στην Ελλάδα αναζωογονήθηκε και θεσμοποιήθηκε. Άλλωστε, με την αναγνώριση των Εθνικών γαιών ως συλλογικής υποθήκης για την πληρωμή των εθνικών δανείων,
εξασφαλίστηκε και η μη εκποίησή τους (τουλάχιστον ως το 1871).
Πράγματι, μόνον δυο περιορισμένες απόπειρες πραγματοποιήθηκαν (1835:
νόμος περί προικοδοτήσεως. 1838: πώληση γης σε στρατιωτικούς), με
δημοπρασίες της γης που ανέβασαν την τιμή της και έκαναν το εγχείρημα να
αποτύχει. Τα πρώτα χρόνια μετά την έλευση του Όθωνα, η κατανομή της γης ανάμεσα στο κράτος και τους ιδιώτες ήταν περίπου η εξής:
ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΓΗΣ (ΣΕ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ)
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΣΙΜΗ ΓΗ ΑΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ ΓΗ
ΚΡΑΤΙΚΗ 6.068.000 10.046.000
ΙΔΙΩΤΙΚΗ 2.513.566 3.062.188
Πάνω από το 70% της γης, δηλαδή, ανήκε στο Δημόσιο.
Μόνο ο ένας στους έξι Έλληνες είχε δική του γη. Και μόνο ένας στους
τέσσερις είχε δικό του ζώο. «Στη Φθιώτιδα, οι χωρικοί ζουν όχι σε
σπίτια, αλλά σε καλύβες χωρίς δάπεδο…», γράφει ένας ξένος μελετητής
της εποχής. «Στη Λιβαδειά, τα σπίτια είναι χτισμένα με ταρσούς και
καλάμια (…). Στη Θήβα ακόμη και το έδαφος που είναι χτισμένα τα σπίτια
είναι Εθνική γη. Οι βοσκές, που στην τουρκοκρατία ήταν κοινοτικές, τώρα
είναι κρατική περιουσία (…). Η γεωργία είναι νεκρή».
Πάνω από 60.000 καλλιεργητές προτίμησαν
να διασχίσουν τα χώματα που είχαν ποτίσει με το αίμα τους, να
διασχίσουν τα σύνορα που είχαν φτιάξει με το σπαθί τους και να
επιστρέψουν στην άθλια κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου η
αυθαιρεσία δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ο καλλιεργητής της Εθνικής γης πλήρωνε ποσοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επιπλέον 10% ως φόρο δεκάτης (αυτόν τον πλήρωνε και επί οθωμανικής περιόδου).
Του έμενε δηλαδή ποσοστό 75% επί της
παραγωγής (αν και στην πράξη οι αυθαιρεσίες των εισπρακτόρων των φόρων
οδηγούσαν σε πραγματικό ποσοστό 60%). Ότι απέμενε, ο καλλιεργητής το
μοίραζε με τον ιδιοκτήτη των ζώων και των εργαλείων (μέσων παραγωγής),
μετά την αφαίρεση του σπόρου. Πρακτικά, δηλαδή, δεν απέμενε ούτε το 30%
της παραγωγής. Το ποσοστό υπερεργασίας ήταν πάνω από
250%, δηλαδή για κάθε μια μέρα που δούλευε για τον εαυτό του ο
καλλιεργητής, χρειαζόταν άλλες δυόμισι μέρες να δουλέψει για το κράτος,
τον φοροεισπράκτορα και τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Η
επιδείνωση, σε σχέση με την οθωμανική περίοδο, ήταν εμφανής.
Ένα πλούσιο μικροσκοπικό κράτος που δανείστηκε πολλά
Έτσι, αυτός ο πάμπτωχος αγροτικός πληθυσμός, μέσα από την αγροτική φορολογία
(που περιελάμβανε τον οθωμανικό φόρο επί των αιγοπροβάτων, καθώς και
τους οθωμανικούς δασμούς), επιβαρυνόταν με ένα από τα υψηλότερα
φορολογικά ποσοστά στην Ευρώπη, μεγαλύτερο από εκείνο της Ρωσίας, της
Σουηδίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, της Αυστρίας.
Από 6,2 εκατομμύρια δραχμές το 1834, οι άμεσοι αγροτικοί φόροι
έφτασαν τα 10,4 εκατομμύρια το 1840, ακολουθώντας τις δημόσιες δαπάνες,
που από 11,1 ανέβηκαν στα 17,5 εκατομμύρια δραχμές. Το λιλιπούτειο
ελλαδικό βασίλειο συντηρούσε ένοπλες δυνάμεις που έφταναν το 10% του
πληθυσμού και απορροφούσαν το 40% του προϋπολογισμού.
Ένα άλλο 25% απορροφούσε η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Ελάχιστα απέμεναν, έτσι, για τις άλλες δημοσιονομικές ανάγκες, δηλαδή
την Αυλή, τα ανάκτορα, τους υπουργούς, τους υπαλλήλους, τους
επιθεωρητές, τους δασονόμους, τους δασκάλους και τον κρατικό μηχανισμό
εν γένει. Κι ακόμη πιο λίγα για σχολεία, δρόμους και έργα υποδομής, που
απλώς δεν υπήρχαν.
Ο στρατός του ελλαδικού
βασιλείου δεν είχε σχηματιστεί για να πολεμήσει έναν εξωτερικό εχθρό.
Κατ’ αρχάς δομήθηκε για να συμπεριλάβει αρκετούς από τους «φιλέλληνες»
Βαυαρούς νέους, που ήρθαν στην Ελλάδα ονειρευόμενοι ηρωικές και
αποδοτικές διεξόδους για το «φιλελληνισμό» τους. Δεύτερον, επεκτάθηκε
για να συμπεριλάβει, σε περιορισμένο πάντως βαθμό, τα «παλικάρια», που
είχαν ξεριζωθεί από την παραγωγική διαδικασία. Τρίτον, λειτούργησε για
να αντιμετωπίζει τη ληστεία, που αναπτύχθηκε επειδή ακριβώς ο στρατός,
όσο μεγάλος κι αν ήταν, δεν μπορούσε να συμπεριλάβει όλους όσοι ήταν
διαθέσιμοι να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Όποιος δεν έμενε στις
τάξεις του στρατού, περνούσε στη ληστεία. Τη δεδομένη
εποχή, η ληστεία δεν αποτελούσε απλώς ένα παρεπόμενο, μια δευτερεύουσα
πλευρά του πολιτικού συστήματος, αλλά την κύρια, τη βασική πλευρά του.
Ο ρυθμιστικός παράγοντας των δημόσιων οικονομικών ήταν το περίφημο δάνειο των 60.000.000,
από το οποίο καταβλήθηκαν 44.000.000. Η καταβολή του υπολοίπου υπήρξε
το καρότο και το μαστίγιο των τριών «προστάτιδων» δυνάμεων απέναντι
στον Όθωνα. Το δάνειο αυτό συνδυάστηκε με την έλευση του νέου βασιλιά.
Αν είχε δοθεί στον Καποδίστρια,
ίσως θα απέτρεπε τη δολοφονία του και την αναρχία που επακολούθησε,
αφού ο Καποδίστριας μπορούσε να κάνει καλύτερη χρήση απ’ ό,τι οι
Βαυαροί. Το μεγαλύτερο μέρος του δανείου απορροφήθηκε σε συσσωρευμένες
υποχρεώσεις – κυρίως προς την Τουρκία – και στη συντήρηση του στρατού
και της βαυαρικής ακολουθίας του μικρού πρίγκιπα Όθωνα.
Όμως, καθώς η φοροδοτική ικανότητα
των ρακένδυτων χωρικών είχε φτάσει στο όριό της, ενώ η βουλιμία των
μελών του κρατικού μηχανισμού ήταν ακόμη στην αρχή της, κάτω από την
πίεση της διεθνούς συγκυρίας (και ιδιαίτερα τη διακοπή του εμπορίου με
την Οθωμανική Αυτοκρατορία) η Αθήνα έφτασε στα 1841 σε αδυναμία να πληρώνει τα χρεολύσια του δανείου. Τότε, οι «προστάτιδες»
δυνάμεις έχασαν την υπομονή τους, διότι αν η Ελλάδα δεν πλήρωνε τα
χρεολύσια, θα έπρεπε να τα πληρώσουν αυτές, ως εγγυήτριες.
Έτσι, το δάνειο αποδείχθηκε ένας από τους κυριότερους λόγους της μεταπολίτευσης
του 1843. Το Μάιο του έτους εκείνου, ειδικό συνέδριο των «προστάτιδων»
δυνάμεων όρισε με πρωτόκολλο ότι το ελληνικό κράτος μπορούσε και θα
έπρεπε να κάνει ετήσιες οικονομίες 3.742.000 για την αποπληρωμή του
δανείου.
Το ποσόν ήταν τεράστιο (20-25% των
δημόσιων δαπανών) και σήμαινε ουσιαστικό περιορισμό των προσωπικών
εισοδημάτων των μελών του κρατικού μηχανισμού. Σε εκείνο το σημείο, ο κρατικός μηχανισμός επαναστάτησε και υποχρέωσε τον Όθωνα να διώξει τους Βαυαρούς, πετυχαίνοντας έτσι μερικές οικονομίες.
Αλλά το κύριο αποτέλεσμα της 3ης Σεπτεμβρίου
ήταν η αναστολή του πρωτοκόλλου των 3,7 εκατομμυρίων και η παύση της
πληρωμής του χρέους. Πίσω από τις ωραιολογίες για «σύνταγμα» και
«ελευθερία», η ελλαδική κρατική τάξη φρόντιζε με περίσκεψη για το εισόδημά της. Έστω και επαναστατώντας.
Ειδική Βιβλιογραφία
-
Ανδρέα Ανδρεάδου, Έργα, τόμοι I και II, Αθήνα 1938-1939.
-
Παντελής Αγιάνογλου, Το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ελλάδα, Αθήνα 1981.
-
Βόλφ Ζάιντλ, Βαυαροί στην Ελλάδα, Αθήνα 1981.
-
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Η ιστορικότητα και η χωρικότητα του πλεονάσματος: Χώρος και μηχανισμοί απόσπασης του πλεονάσματος στην Ελλάδα, 1800-1870 (διατριβή ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 1987.
-
Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
http://argolikivivliothiki.gr/2011/09/30/13863/
———————————-
3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1843 : Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Γ’ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Γράφει η
Αννίτα Ν. Πρασσά
(δρ. Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, προϊσταμένη Γενικών Αρχείων Κράτους Ν. Μαγνησίας)
Η απολυταρχική διακυβέρνηση
του Όθωνα, η πτώχευση του ελληνικού Δημοσίου το 1843 και η εκβιαστική
τακτική των ξένων δανειστών, συνέτειναν στην επιδείνωση της κοινωνικής
και πολιτικής κατάστασης στη χώρα.
Η στρατιωτική εξέγερση υπό
τον συνταγματάρχη Καλλέργη με την προτροπή του Μακρυγιάννη, την
ενθάρρυνση των ξένων πρεσβειών και τη συμπόρευση των πολιτικών ηγετών,
ανάγκασαν τον Όθωνα να δεχτεί τη συγκρότηση συντακτικής εθνοσυνέλευσης η
οποία ψήφισε το Σύνταγμα του 1844.
Τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843
ήταν αποτέλεσμα της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας κατά της απολυταρχίας
του Όθωνα.Ενώ αρχικά οι αρχηγοί της συνωμοσίας σκόπευαν να εξεγερθούν
στις 25 Μαρτίου 1844, αναγκάστηκαν να κινηθούν νωρίτερα, φοβούμενοι ότι
το μυστικό τους είχε προδοθεί. Τα μέτρα των ανακτόρων επέσπευσαν κατά
πολύ το κίνημα. Η απόφαση για τη σύσταση έκτακτου στρατοδικείου,
το οποίο το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου θα δίκαζε 83 επιφανή πολιτικά και
στρατιωτικά πρόσωπα με σκοπό την αποτροπή της λαϊκής εξέγερσης, οδήγησε
τους επικεφαλής να δράσουν ακριβώς εκείνη την ημέρα. Κατά τον Ασπρέα [i],
η κυβέρνηση φάνηκε διστακτική στη συγκεκριμένη περίσταση και έχασε
πολύτιμο χρόνο, παρακολουθώντας τους αρχηγούς της συνωμοσίας και
πιστεύοντας ότι η σύσταση του έκτακτου στρατοδικείου και ο διορισμός των
δικαστών έφθανε για να αποθαρρύνει τους συνωμότες και να σταματήσει τις
ενέργειές τους.
Αντίθετα, οι τελευταίοι αντέδρασαν πολύ μεθοδικά. Λίγο πριν από την έκρηξη της επανάστασης, μύησαν τον Σκαρβέλη, αρχηγό του πεζικού, και τον Σχινά, αρχηγό του πυροβολικού. «Υπό
τας συνθήκας ταύτας η επανάσταση η αποσκοπήσασα και επιτυχούσα την
ανατροπήν της απολύτου μοναρχίας, εξερράγη νύκτα της 2ας Σεπτεμβρίου υπό
χαρακτήρα απολύτως στρατιωτικόν»[ii]. Ο βασιλιάς,
μολονότι γνώριζε για τη συνωμοσία, είχε καθυστερήσει τις συλλήψεις.
Είναι πολύ πιθανό ότι φοβόταν τη λαϊκή αντίδραση σε περίπτωση σύλληψης
και δίκης επιφανών, που προέρχονταν και από τα τρία κόμματα, θεωρούσε
ότι κάθε προσπάθεια καταστολής της συνωμοσίας θα προξενούσε λαϊκή
εξέγερση και τα γεγονότα που ακολούθησαν, δικαίωσαν βεβαίως τους φόβους
και τις ανησυχίες του.
Η ανώτατη στρατιωτική
διεύθυνση των επαναστατικών δυνάμεων είχε ανατεθεί στον Δημήτριο
Καλέργη,ο οποίος λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου, αφού
εξαπάτησε τους κατασκόπους της κυβέρνησης, συγκάλεσε το ιππικό
σύνταγμα. Ανάμεσα στους αξιωματικούς, παρευρισκόταν και ο διοικητής
της Σχολής Ευελπίδων, Σπυρομήλιος. Ο Καλλέργης εξέθεσε
την κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το έθνος, τόνισε
ότι έπρεπε να τον ακολουθήσουν όλοι στο κίνημα, για το οποίο ήταν
ενημερωμένοι οι αξιωματικοί του στρατού, και ότι θα έπρεπε ή να πετύχουν
ή να πεθάνουν. Με το σύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα»,[iii]
ενθουσίασε τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτες, οι
οποίοι αμέσως το ενστερνίστηκαν. Ο Σκαρβέλης είχε παρατάξει το τάγμα
των ακροβολιστών και περίμενε, ο δε Σχινάς περίμενε, ως επικεφαλής του
πυροβολικού.
Το σύνθημα της εκκίνησης ήταν δυο
πυροβολισμοί, μετά τους οποίους όλα τα στρατιωτικά σώματα θα ξεκινούσαν
από διάφορα σημεία, κατά των ανακτόρων. Στη μια μετά τα μεσάνυχτα, ο
Καλλέργης έδωσε το σύνθημα και ξεκίνησε συνοδευόμενος από μουσική,
τύμπανα και σάλπιγγες. «Δια των οδών της πρωτευούσης δεν διήλαυνε σώμα στασιάσαντος στρατού, αλλά στρατός θριαμβευτικής πορείας. Οι
στρατιώται εκραύγαζον «Ζήτω το Σύνταγμα» και οι πολίται έκπληκτοι
απήντουν δια της αυτής ζητωκραυγής. Αλλά και οι μεν και οι δε εγνώριζον
μόνον την λέξιν, ολίγιστοι δε ίσως και το πολίτευμα, το οποίον
διηυθύνοντο να επιβάλουν βία εις το Στέμμα. Η μόνη υποληφβείσα
συντεταγμένη δύναμις εν τη πρωτευούση, ήτις παρέμεινε πιστή εις το Στέμμα ήτο η της χωροφυλακής»[iv].
Ο Καλλέργης, στο μεταξύ, είχε διατάξει
να ανοίξουν τη φυλακή του Μεντρεσέ και να απελευθερώσουν τους
κρατούμενους, και παράλληλα είχε στείλει αποσπάσματα στρατιωτών για να
καταλάβουν τα υπουργεία, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο, το
Νομισματοκοπείο και ένα σώμα του ιππικού για να ελευθερώσει τον
Μακρυγιάννη. Ο Μακρυγιάννηςήταν αποκλεισμένος στο σπίτι του,
περικυκλωμένος από τη χωροφυλακή. Παρά τον κλοιό, ορισμένοι φίλοι του
είχαν καταφέρει να μπουν στο σπίτι του, προκειμένου να ενισχύσουν την
άμυνά του. Οι χωροφύλακες τότε άρχισαν να πυροβολούν και οι έγκλειστοι
ανταπέδωσαν. Κατά την ανταλλαγή των πυρών, σκοτώθηκε ένας ενωμοτάρχης, ο
μόνος νεκρός κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Όταν όμως έφθασε ο
στρατός, οι χωροφύλακες υποχώρησαν και ο Μακρυγιάννης μπόρεσε να βγει
έξω με τους δικούς του.Στη πλατεία μπροστά από τα ανάκτορα είχε
συγκεντρωθεί πλήθος λαού, φωνάζοντας συνθήματα.
Μολονότι ο Όθων – αδυνατώντας
να εκτιμήσει την κατάσταση- είχε δώσει εντολή στη φρουρά των ανακτόρων
να διαλύσει το στρατό που είχε περικυκλώσει τα ανάκτορα, δεν
εισακούστηκε. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με το στρατό και το
πυροβολικό μέσω του υπουργού των Στρατιωτικών, Βλαχόπουλου, και του
υπασπιστή του, Γαρδικιώτη Γρίβα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Όταν ο
Βλαχόπουλος πλησίασε τον Καλλέργη και τους στρατιώτες, προσπαθώντας να
τους πείσει να διαλυθούν, συνελήφθη και φυλακίσθηκε μαζί με τον
Γαρδικιώτη Γρίβα, κατόπιν διαταγής του Καλλέργη.
Αργά τη νύχτα, ο βασιλιάς εμφανίστηκε μαζί με το συνταγματάρχη Ες
(Hess) σε ένα παράθυρο του πρώτου πατώματος που έβλεπε προς την
πλατεία και ρώτησε τον Επικεφαλής Καλλέργη τι ζητούσε. Ο τελευταίος,
πάντοτε έφιππος, του απάντησε: «Μεγαλειότατε, ευδοκήσατε να ικανοποιήσετε την αίτησιν του στρατού και του λαού, ομογνωμόνως ζητούντων Σύνταγμα» [v].
Ο Όθων απάντησε οργισμένος «Ας διαλυθώσι και θέλω μεριμνήση περί της αιτήσεώς των»,
απάντηση που ήταν φυσικά αδύνατον να γίνει δεκτή και που συγχρόνως
δείχνει τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε την κατάσταση. Οι
συγκεντρωμένοι, βεβαίως, ήταν αποφασισμένοι να λάβουν την απάντηση μέσα
στην ίδια νύχτα και οι διοικητές των στρατιωτικών δυνάμεων αρνήθηκαν να
απομακρυνθούν. Ο Καλλέργης απάντησε: «Μεγαλειότατε, δεν θέλουν διαλυθή, έως ου η Υ.Μ. δεν αποφασίση μετά του Συμβουλίου της Επικρατείας». Τότε παρενέβη ο Ες, που προξένησε την οργή του Καλλέργη, ο οποίος τον κατηγόρησε «ως παραίτιον και συμμέτοχον της δεινής θέσεως εις την οποίαν είχον επιβούλως καταντήσει τον βασιλέα οι αυλικοί του και τον διέταξε να απέλθη από της θυρίδος»[vi].
Ο Ες και ο βασιλιάς, μέσα στο παλάτι
και μπροστά στην ανένδοτη στάση των στρατιωτικών, αποφάσισαν να στείλουν
το διαγγελέα του βασιλιά, Στάινστορφ, για να διατάζει τον Σχινά να
φέρει τα πυροβόλα. Ο τελευταίος όμως συνέταξε το πυροβολικό στην
πλατεία, στο πλευρό των επαναστατών υπό το σύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα».
Έτσι, όλα τα σώματα της φρουράς συνενώθηκαν πλέον στο κίνημα. Το πλήθος
του λαού που συνέρρεε προς την πλατεία αυξανόταν όλο και περισσότερο
και εκφράζοντας τον ενθουσιασμό του. «Όλοι ήσαν
ενησχολημένοι να εκφράσωσι τον ενθουσιασμόν των, ως αν είχαν ήδη το
Σύνταγμα ανά χείρας. Αι κραυγαί υπέρ του Συντάγματος εσυγχέοντο μετά της
στρατιωτικής μουσικής, ήτις δεν έπαυε παιανίζουσα και ούτως η
συνάθροισις ενέφαινε μάλλον χαρακτήρα πανηγύρεως, παρά την τρομεράν των
επαναστάσεων εικόνα» [vii].
Στις 3 η ώρα το πρωί, συγκλήθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας,
για να επικυρώσει και να νομιμοποιήσει τις επαναστατικές πράξεις. Ο
στρατός έθεσε υπό επιτήρηση τα σπίτια των υπουργών και κάλεσε τους
συμβούλους της Επικρατείας να εισέλθουν στην αίθουσα συνεδριάσεων, όπου
είχαν ήδη προσέλθει οι Μεταξάς,Ζωγράφος, Παλαμήδης και Ψύλλας.
Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, η οποία άρχισε στις 3 το πρωί, ο
στρατός φρουρούσε το κτίριο, ενώ μέσα στο κτίριο παρευρίσκονταν οι
Μακρυγιάννης, Σπυρομήλιος και άλλοι αξιωματικοί, αποκλείοντας κάθε
εισβολή από έξω και εμποδίζοντας πιθανή αποχώρηση συμβούλων. Στο τέλος
της συνεδρίασης, συντάχθηκε προκήρυξη η οποία αναγνώριζε το κίνημα,
καθιστούσε το Συμβούλιο συνυπεύθυνο, καθησύχαζε τον λαό και το στρατό
και τους ενέπνεε θάρρος. «Λαός και στρατός είχον ήδη ό,τι
επεθύμουν, την νομιμότητα αντιπροσωπευομένην από εν νομοθετικόν σώμα,
το οποίον εις την κατάστασιν ταύτην, την άνευ κυβερνήσεως, ανελάμβανε
την διεύθυνσιν των πραγμάτων και εξησφάλιζε την κοινήν ησυχίαν»[viii].
Εκτός από την προκήρυξη, το Συμβούλιο συνέταξε και μια αναφορά προς το βασιλιά με την οποία ζητούσε την παραχώρηση του Συντάγματος. Επίσης, το Συμβούλιο ψήφισε ορισμένα διατάγματα με τα οποία καθοριζόταν η σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης
σε διάστημα ενός μηνός, η σύνθεση του προσωρινού υπουργείου, η
εξουσιοδότηση του υπουργείου να συγκαλέσει την Εθνοσυνέλευση, η παύση
των μελών του προηγούμενου υπουργικού συμβουλίου, ο καθορισμός του όρκου
του στρατού και των πολιτικών αρχών, καθώς και η απόλυση από τις
δημόσιες υπηρεσίες όλων των ξένων, εκτός από τους παλιούς φιλέλληνες [ix]. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση του Κ. Ζωγράφου, εξέλεξε επιτροπή αποτελούμενη από τους Γ. Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Αν.Λόντο και το γραμματέα του Συμβουλίου, Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο βασιλιά, ο οποίος με τη σειρά του θα επικύρωνε και θα υπέγραφε.
Ηεπιτροπή αυτή παρουσίασε τις αποφάσεις
του Συμβουλίου στο βασιλιά, ο οποίος ζήτησε να συμβουλευθεί, πριν
απαντήσει, τους πρεσβευτές, τους ξένους πρεσβευτές. Το αίτημα αυτό, όπως
ήταν αναμενόμενο, δεν έγινε δεκτό. Αντίθετα, επέμειναν στον Όθωνα να
απαντήσει το συντομότερο δυνατόν και να υπογράψει το διάταγμα για τη
σύγκληση της Εθνικής Συνέλευσης, η οποία θα συνέτασσε το Σύνταγμα του
ελληνικού κράτους.
Όταν δε αργότερα οι πρεσβευτές
ζήτησαν να μπουν στα ανάκτορα και να επικοινωνήσουν με το βασιλιά
(γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο παρευρισκόμενο πλήθος), ο
Καλλέργης τους απαγόρευσε την είσοδο, φοβούμενος ότι θα επηρέαζαν
αρνητικά τον Όθωνα. Τους τόνισε ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει την
είσοδο σε κανέναν, αν πρώτα δεν αποφάσιζε το Συμβούλιο της Επικρατείας
με το βασιλιά, ενώ παράλληλα τους διαβεβαίωσε ότι ο βασιλιάς δεν
διατρέχει κανέναν κίνδυνο.
«Σύμφωνα μετον Πισκατόρυ (Piscatory),ο (Ρώσος)Κατακάζης(Catacasy) έδειχνε καταπτοημένος, μάλλον επειδή φαινόταν ότι ο Όθων δεν θα παραιτούνταν, ο (Άγγλος) Λάιονς (Lyons) δικαιολογούσε τους πάντες και τα πάντα, ο πρεσβευτής της Πρωσίας κατέκρινε τους πάντες και τα πάντα, ο Πρόκες-Οστεν (ProkeschOsten)καταδίκαζε τις πράξεις αλλά δικαιολογούσε τους ανθρώπους»[x].
Οι πρεσβευτές των Προστάτιδων Δυνάμεων,
Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, γνώριζαν για
τη συνωμοσία και, όπως ο ίδιος τους είχε παρουσιάσει διαφορετικά στον
καθέναν την κατάσταση, περίμεναν και ήλπιζαν ότι η συνωμοσία θα
προωθούσε τελικά τις επιδιώξεις της κυβέρνησης του καθενός. Πάντως, οι
περισσότεροι υποψιάζονταν ανάμιξη του Κατακάζη, πιστεύοντας ότι
επιθυμούσε την αντικατάσταση του Όθωνα με ορθόδοξο πρίγκιπα.
Ορισμένοι υποψιάζονταν ανάμιξη του Λάιονς και, κατά τον αγγλόφιλο Δραγούμη, ο Καλλέργης απαγόρευσε την είσοδο των πρεσβευτών στα ανάκτορα ύστερα από υπόδειξη του γραμματέα της αγγλικής πρεσβείας, Γκρίφιθς (Griffiths).
Η αυστριακή διπλωματία διατύπωσε κατηγορίες κατά του, υπεράνω υποψίας,
Πισκατόρι. Το γεγονός, όμως, ότι οι πρεσβευτές δεν διαμαρτυρήθηκαν,
ισοδυναμεί με ηθική υποστήριξη προς την επανάσταση. Ο βασιλιάς είχε
πλέον πεισθεί ότι «είχεν απογυμνωθεί από πάσης στρατιωτικής και πολιτικής δυνάμεως» και «ή έπρεπεν να υποκύψει ή να αποφασίση την απομάκρυνσιν αυτούαπό τον θρόνον». Από την άλλη πλευρά, κατά τον Ασπρέα [xi], «το γόητρον του Στέμματος βαρέως πληγέν περιεσώζετο κακώς δια του διατάγματος εκείνου». Ο βασιλιάς, όπως υποστήριζε αργότερα, προτιμούσε την παραίτηση, αλλά φοβήθηκε ότι η αναχώρησή του θα οδηγούσε σε αναρχία.
Πράγματι, ύστερα και από την επέμβαση της βασίλισσας Αμαλίας,
ο Όθων δέχθηκε να υπογράψει το διάταγμα για τη σύγκληση της Εθνικής
Συνέλευσης, έπαυσε τους υπουργούς της κυβέρνησης, που ήταν η τελευταία
κυβέρνηση της απόλυτης μοναρχίας, και ανέθεσε το σχηματισμό νέας
κυβέρνησης στον Α. Μεταξά.
Το νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο
συμμετείχαν κορυφαία στελέχη της επανάστασης και στο οποίο
εκπροσωπούνταν και τα τρία κόμματα, είχε ως εξής: Πρόεδρος και υπουργός
των Εξωτερικών ο Α. Μεταξάς, υπουργός των Στρατιωτικών ο Αν. Λόντος,
των Ναυτικών ο Κωνσταντίνος Κανάρης, της Δικαιοσύνης οΛέων Μελάς, των Εκκλησιαστικών και της Παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, των Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και των Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης.
Ο Καλλέργης δεν συμμετείχε στο
κυβερνητικό σχήμα, αλλά ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση της φρουράς. Μετά
την ορκωμοσία των νέων υπουργών, ζητήθηκε από τον Όθωνα η υπογραφή δυο
νέων διαταγμάτων, σύμφωνα με τα οποία καθιερωνόταν η 3η Σεπτεμβρίου ως
εθνική εορτή και απονέμονταν τιμητικές διακρίσεις
στους συνωμότες. Ο βασιλιάς πάλι αρνήθηκε την υπογραφή των τόσο
προσβλητικών – κατά τη γνώμη του- διαταγμάτων και ζήτησε τη γνώμη των
πρεσβευτών, τονίζοντας ότι προτιμούσε να παραιτηθεί υπέρ του αδελφού
του. Οι πρεσβευτές, αδυνατώντας να πείσουν τους υπουργούς να αποσύρουν
τα περιμάχητα διατάγματα, ύστερα και από την επιμονή του Καλλέργη
κατάφεραν να μεταπείσουν το βασιλιά.
Στο σημείο αυτό, είναι χαρακτηριστική
για τη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης του Όθωνα η αντίδρασή του, όπως
την περιγράφει ο Πισκατόρι προς τον Γκιζό: «Παρετήθην όλων των προνομίων μου. Δεν είμαι πλέον βασιλεύς, [...] εφ’ όσον μου επέβαλον τους Υπουργούς, Εθνικήν Συνέλευσιν, Σύνταγμα, εφ’ όσον ο στρατός έπαυσε να με υπάκουη»[xii].
Στο μεταξύ, το πλήθος του λαού που ήταν
συγκεντρωμένο από το πρωί στην πλατεία ζητούσε επίμονα να βγει ο
βασιλιάς με τους υπουργούς του στον εξώστη, γιατί διαφορετικά απειλούσε
ότι θα παραβιάσει τις πόρτες των ανακτόρων. Οι υπουργοί τότε
καθησύχασαν το λαό, λέγοντας ότι τα αιτήματα είχαν όλα γίνει αποδεκτά
και μετά άρχισε να αποχωρεί ήρεμος. Στις 3 το μεσημέρι, διαλύθηκε και ο
στρατός, που και αυτός βρισκόταν ακόμη εκεί, δεχόμενος τις ζητωκραυγές
του συγκεντρωμένου λαού.
Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ήταν μια επανάσταση σχεδόν αναίμακτη [xiii],
στην οποία συμμετείχαν ενωμένοι στρατός και λαός. Φυσικά, η ειρηνική
και ήπια εξέλιξή της ήταν αποτέλεσμα τύχης, όπως υποστηρίζει ο Μ.
Στασινόπουλος [xiv]. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούσε η εφημερίδα «Αθηνά», «[...]
οι Έλληνες έδειξαν πόσον προέβησαν εις τον πολιτισμόν, πόσον
κατενόησαν τα δικαιώματά των και τον τρόπον, καθ’ ον πρέπει να τ’
αποκτήσωσι, χωρίς ν’ αφήσωσιν ουδεμία κηλίδα εις την ιστορίαν. Δέκα έτη
τους εσυκοφάντησαν ως ανθρώπους πλήρεις παθών και μίσους και δόλου, τους
εξηυτέλισαν, ως υπομένοντας την δουλείαν και την διαφθοράν, και εις
μιαν ημέραν έδειξαν ούτοι πόσον είναι ζηλότυποι της ελευθερίας των,
πόσον είναι επιεικείς μετά την νίκην, πόσον είναι γενναίοι προς τους
προξένους της δυστυχίας των».[xv]
Η επανάσταση και τα αποτελέσματά της
γρήγορα διαδόθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα, προξενώντας ενθουσιασμό.
Σύντομα, απολύθηκαν όσοι Βαυαροί παρέμεναν ακόμη στις θέσεις τους, οι
οποίοι μάλιστα απομακρύνθηκαν και από τη χώρα.
Υποσημειώσεις
[i] Γεώργιος Κ. Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1821-1928, τ. Α’ 1821-1865. Αθήναι 1930, σ. 160 επ.
[ii]Ο.π., σ. 161.
[ii]Ο.π., σ. 161.
[iii]John Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα (ΜΙΕΤ), 1985, σ. 576-577.
[iv] Ο.π., σ. 162.
[v]Ο.π.
[vi] Αθηνά, 8.9.1843. Πρβλ. Γ. Φιλάρετος και Ε. Λυκούδης, Σύνταγμα της Ελλάδος μετά εισαγωγής και σχολίων κατ’ άρθρα υπό Γεωργίου Ν. Φιλαρέτου (στο εξής: Εισαγωγή Γ. Φιλαρέτου), Αθήναι 1889, σ. 65.
[vii] Εισαγωγή Γ. Φιλάρετου, σ. 66.
[vii] Εισαγωγή Γ. Φιλάρετου, σ. 66.
[viii] Ο.π., σ. 68.
[ix] Για τον «εκβαυαρισμό» της Ελλάδας επί Όθωνος βλ. Γεώργιος Ν. Φιλάρετος, Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι (1821-1897), Αθήναι 1897, σ. 82 επ.
[x[xi]Ασπρέας, ο.π., σ. 163.
[x[xi]Ασπρέας, ο.π., σ. 163.
[xii]Ιωάννης Χρ. Πούλος, «Η Επανάστασις της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 επί τη βάσει των γαλλικών αρχείων». Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τ. ΙΑ’ (1956), σ. 244, Petropoulos. ο.π., σ. 581, Παύλος Πετρίδης, Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία 1828-1843, τ. Α’, τ.χ. 1, Θεσσαλονίκη (Παρατηρητής), σ. 232, ο ίδιος, Πολιτικοί και συνταγματικοί θεσμοί στη νεότερη Ελλάδα (1821-1843), Θεσσαλονίκη (University Studio Press) 1990, σ. 237.
[xiii]Όπως έχει προαναφερθεί, σκοτώθηκε μόνο ο χωροφύλακας έξω από την κατοικία του Μακρυγιάννη.
[xiii]Όπως έχει προαναφερθεί, σκοτώθηκε μόνο ο χωροφύλακας έξω από την κατοικία του Μακρυγιάννη.
[xiv] Μ. Δ. Στασινόπουλος, Το πρώτον σχέδιον καταστατικής μεταρρυθμίσεως της μοναρχίας του Όθωνος, Αθήναι 1968, σ. 75.
[xv] Δημοσιεύεται στο Εισαγωγή Γ. Φιλάρετου, σ. 70.
Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου», τεύχος 47, 7 Σεπτεμβρίου 2000.
—–
3η Σεπτεμβρίου 1843: Η επανάσταση που οδήγησε στο πρώτο Σύνταγμα
(Η Εφημερίδα, 03.09.2012)
Σαν σήμερα συμπληρώνονται 169 χρόνια από την ιστορικής σημασίας
επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου που ανάγκασε τον βασιλιά Όθωνα να
παραχωρήσει Σύνταγμα στον ελληνικό ναό δίνοντας το όνομά της και στην
ομώνυμη κεντρική πλατεία της Αθήνας.
Είχαν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από την ενηλικίωση του βασιλιά Όθωνα και η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τραγική και διαρκώς χειροτέρευε. Προβλήματα που σχετίζονταν με την αγροτική γή, τις εθνικές γαίες, την εκπαίδευση και άλλους βασικούς πυλώνες του συστήματος, αποσάθρωναν σταδιακά τη χώρα και προκαλούσαν την δικαιολογημένη δυσφορία του λαού.
Την κατάσταση επιδείνωνε ο απολυταρχισμός που χαρακτήριζε το παλάτι και οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες όμως καταπνίγονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό. Το αποτέλεσμα ήταν το παλάτι να αποτελεί για χρόνια αιτία πολιτικών αναταραχών και να συγκεντρώνει το μίσος και τη δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού.
Η Ελλάδα ήταν προφανές ότι χρειαζόταν μία ριζική αλλαγή και την θέσπιση νόμων που θα οργάνωναν την πολυτάραχη κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας και θα έβαζαν το παλάτι και τους ενοίκους του στη θέση τους.
Η αρχή έγινε το 1840 όταν ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης ίδρυσε μία (κατά τον Όθωνα,παράνομη) οργάνωση, με σκοπό την επιβολή Συντάγματος. Η οργάνωση αυτή, σιγά σγιά συγκέντρωσε πρώην πολεμιστές του 1821 που είχαν πολεμήσει για μία ελεύθερη Ελλάδα και τώρα είχαν παραγκωνιστεί από τους Βαυαρούς και έβλεπαν τη χώρα τους να παρακμάζει.
Μερικοί από τους οπλαρχηγούς που μυήθηκαν ήταν οι Θεόδωρος Γρίβας, o Μήτρος Δεληγιώργης και o Κριεζιώτης, ενώ ο Μακρυγιάννης φρόντισε να μυήσει και ισχυρές προσωπικότητες του πολιτικού χώρου. Ήρθε σε επαφή με τον Ανδρέα Μεταξά και τον Ανδρέα Λόντο οι οποίοι μυήθηκαν στο κίνημα και τους ακολούθησαν οι Ρήγας Παλαμήδης, Κωνσταντίνος Κανάρης, Χρύσανθος Σισίνης και Κωνσταντίνος Ζωγράφος. Τέλος για να επιτύχουν και τη συνεργασία του στρατού μύησαν και τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη, τον οποίο όρισαν στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας.
Το κίνημα είχε πλέον οργανωθεί. Έμενε μόνο να οργανωθεί το μεγάλο πραξικόπημα που θα ανάγκαζε τον Όθωνα να δώσει Σύνταγμα στον Ελληνικό λαό. Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, για να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης. Ο Μακρυγιάννης όμως, μέσα στον ενθουσιασμό του διέδωσε το μυστικό σε πολλούς, με αποτέλεσμα να επισπευθεί η εκδήλωση του κινήματος.
Σύμφωνα με το σχέδιο το κίνημα θα ξεκινούσε από τους στρατώνες, προκειμένου να ακινητοποιηθούν άμεσα τα στελέχη του Οθωνικού καθεστώτος. Το τελικό σύνθημα δόθηκε τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου, όταν στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη. Η κινητικότητα αυτή, τράβηξε την προσοχή των χωροφυλάκων, οι οποίοι περικύκλωσαν ην οικία Μακρυγιάννη.
Ο συνταγματάρχης Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, πήγε στους στρατώνες και με το σύνθημα “Ζήτω το Σύνταγμα” έδωσε το έναυσμα στους στρατιωτικούς να ξεσηκωθούν.
Ένας λόχος διέλυσε την πολιορκία στο σπίτι του Μακρυγιάννη και ένας δεύτερος άνοιξε τις φυλακές του Μεντρεσέ. Ο ίδιος ο Καλλέργης, παράλληλα, κατευθύνθηκε με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα, ενω κατ’ εντολή του, στρατιωτικά αποσπάσματα είχαν καταλάβει το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και τα διάφορα υπουργεία.
Ο στρατός έφτασε στα ανάκτορα της Αθήνας (τη σημερινή Βουλή) με ζητωκραυγές και επευφημίες και σύντομα ενώθηκε μαζί του και ο ελληνικός λαός. Κάθε προσπάθεια του πανικόβλητου Όθωνα να διαλύσει την πορεία έπεφτε στο κενό. Ο βασιλιάς φοβούμενος για τα χειρότερα, έστειλε τον Στάινστορφ, τον διαγγελέα του, στο Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα, εκείνος όμως τον αγνόησε και συντάχθηκε με τους επαναστάτες
Στις 3 τα ξημερώματα κλήθηκε σε συνεδρία το συμβούλιο της επικρατείας προκειμένου να επικυρώσουν την επανάσταση. Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα, καθόρισε τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διόρισε επιτροπή υπό τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Ανδρέα Λόντο και Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο Βασιλιά.
Το νέο υπουργικό συμβούλιο, αποτελούνταν από στελέχη των τριών μεγάλων κομμάτων και είχε ως εξής : Ο Ανδρέας Μεταξάς ήταν ο Πρόεδρος και υπουργός εξωτερικών, ο Ανδρέας Λόντος ορίστηκε υπουργός στρατιωτικών, ο Κωνσταντίνος Κανάρης υπουργός Ναυτικών, υπουργός Δικαιοσύνης ο Λέων Μελάς, υπουργός εκκλησιαστικών & παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, υπουργός Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και υπουργός Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης.
Στις 3 το μεσημέρι της 3ης Σεπτεμβρίου, ο λαός και ο στρατός διαλύθηκαν αφού πληροφορήθηκαν ότι όλα τα αιτήματα των επαναστατών έγιναν αποδεκτά, ενώ με βασιλικό διάταγμα, η 3η Σεπτεμβρίου ανακηρύχθηκε μέρα εθνικής γιορτής και ο Δημήτριος Καλλέργης παρασημοφορήθηκε, ως αρχηγός του επαναστατικού κινήματος.
Τους δύο επόμενους μήνες (Οκτώβριο και Νοέμβριο) έγιναν οι εκλογές του 1843 και συγκροτήθηκε η συνταγματική Εθνική Συνέλευση, η οποία συνέταξε το Σύνταγμα που υπέγραψε και ο Όθωνας.
Η επανάσταση αυτή αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της πολιτικής ιστορίας της χώρας που οι Έλληνες δε θα πρέπει να ξεχνάνε, αφού η 3η Σεπτεμβρίου, αποτελεί πλέον κάτι παραπάνω απο ιστορικό γεγονός. Είναι ημέρα μνήμης για την αναίμακτη μετάβαση της Ελλάδας απο την βασιλεία στην συνταγματική μοναρχία, αποδεικνύοντας ότι ο λαός έχει τη δύναμη να εισακουστεί αναίμακτα και χωρίς τη χρήση βίας, ακόμα και κάτω απο τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Είχαν περάσει ήδη οκτώ χρόνια από την ενηλικίωση του βασιλιά Όθωνα και η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν τραγική και διαρκώς χειροτέρευε. Προβλήματα που σχετίζονταν με την αγροτική γή, τις εθνικές γαίες, την εκπαίδευση και άλλους βασικούς πυλώνες του συστήματος, αποσάθρωναν σταδιακά τη χώρα και προκαλούσαν την δικαιολογημένη δυσφορία του λαού.
Την κατάσταση επιδείνωνε ο απολυταρχισμός που χαρακτήριζε το παλάτι και οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες όμως καταπνίγονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό. Το αποτέλεσμα ήταν το παλάτι να αποτελεί για χρόνια αιτία πολιτικών αναταραχών και να συγκεντρώνει το μίσος και τη δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού.
Η Ελλάδα ήταν προφανές ότι χρειαζόταν μία ριζική αλλαγή και την θέσπιση νόμων που θα οργάνωναν την πολυτάραχη κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας και θα έβαζαν το παλάτι και τους ενοίκους του στη θέση τους.
Η αρχή έγινε το 1840 όταν ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης ίδρυσε μία (κατά τον Όθωνα,παράνομη) οργάνωση, με σκοπό την επιβολή Συντάγματος. Η οργάνωση αυτή, σιγά σγιά συγκέντρωσε πρώην πολεμιστές του 1821 που είχαν πολεμήσει για μία ελεύθερη Ελλάδα και τώρα είχαν παραγκωνιστεί από τους Βαυαρούς και έβλεπαν τη χώρα τους να παρακμάζει.
Μερικοί από τους οπλαρχηγούς που μυήθηκαν ήταν οι Θεόδωρος Γρίβας, o Μήτρος Δεληγιώργης και o Κριεζιώτης, ενώ ο Μακρυγιάννης φρόντισε να μυήσει και ισχυρές προσωπικότητες του πολιτικού χώρου. Ήρθε σε επαφή με τον Ανδρέα Μεταξά και τον Ανδρέα Λόντο οι οποίοι μυήθηκαν στο κίνημα και τους ακολούθησαν οι Ρήγας Παλαμήδης, Κωνσταντίνος Κανάρης, Χρύσανθος Σισίνης και Κωνσταντίνος Ζωγράφος. Τέλος για να επιτύχουν και τη συνεργασία του στρατού μύησαν και τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη, τον οποίο όρισαν στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας.
Το κίνημα είχε πλέον οργανωθεί. Έμενε μόνο να οργανωθεί το μεγάλο πραξικόπημα που θα ανάγκαζε τον Όθωνα να δώσει Σύνταγμα στον Ελληνικό λαό. Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, για να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης. Ο Μακρυγιάννης όμως, μέσα στον ενθουσιασμό του διέδωσε το μυστικό σε πολλούς, με αποτέλεσμα να επισπευθεί η εκδήλωση του κινήματος.
Σύμφωνα με το σχέδιο το κίνημα θα ξεκινούσε από τους στρατώνες, προκειμένου να ακινητοποιηθούν άμεσα τα στελέχη του Οθωνικού καθεστώτος. Το τελικό σύνθημα δόθηκε τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου, όταν στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη. Η κινητικότητα αυτή, τράβηξε την προσοχή των χωροφυλάκων, οι οποίοι περικύκλωσαν ην οικία Μακρυγιάννη.
Ο συνταγματάρχης Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, πήγε στους στρατώνες και με το σύνθημα “Ζήτω το Σύνταγμα” έδωσε το έναυσμα στους στρατιωτικούς να ξεσηκωθούν.
Ένας λόχος διέλυσε την πολιορκία στο σπίτι του Μακρυγιάννη και ένας δεύτερος άνοιξε τις φυλακές του Μεντρεσέ. Ο ίδιος ο Καλλέργης, παράλληλα, κατευθύνθηκε με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα, ενω κατ’ εντολή του, στρατιωτικά αποσπάσματα είχαν καταλάβει το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και τα διάφορα υπουργεία.
Ο στρατός έφτασε στα ανάκτορα της Αθήνας (τη σημερινή Βουλή) με ζητωκραυγές και επευφημίες και σύντομα ενώθηκε μαζί του και ο ελληνικός λαός. Κάθε προσπάθεια του πανικόβλητου Όθωνα να διαλύσει την πορεία έπεφτε στο κενό. Ο βασιλιάς φοβούμενος για τα χειρότερα, έστειλε τον Στάινστορφ, τον διαγγελέα του, στο Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα, εκείνος όμως τον αγνόησε και συντάχθηκε με τους επαναστάτες
Στις 3 τα ξημερώματα κλήθηκε σε συνεδρία το συμβούλιο της επικρατείας προκειμένου να επικυρώσουν την επανάσταση. Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα, καθόρισε τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διόρισε επιτροπή υπό τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Ανδρέα Λόντο και Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο Βασιλιά.
Το νέο υπουργικό συμβούλιο, αποτελούνταν από στελέχη των τριών μεγάλων κομμάτων και είχε ως εξής : Ο Ανδρέας Μεταξάς ήταν ο Πρόεδρος και υπουργός εξωτερικών, ο Ανδρέας Λόντος ορίστηκε υπουργός στρατιωτικών, ο Κωνσταντίνος Κανάρης υπουργός Ναυτικών, υπουργός Δικαιοσύνης ο Λέων Μελάς, υπουργός εκκλησιαστικών & παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, υπουργός Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και υπουργός Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης.
Στις 3 το μεσημέρι της 3ης Σεπτεμβρίου, ο λαός και ο στρατός διαλύθηκαν αφού πληροφορήθηκαν ότι όλα τα αιτήματα των επαναστατών έγιναν αποδεκτά, ενώ με βασιλικό διάταγμα, η 3η Σεπτεμβρίου ανακηρύχθηκε μέρα εθνικής γιορτής και ο Δημήτριος Καλλέργης παρασημοφορήθηκε, ως αρχηγός του επαναστατικού κινήματος.
Τους δύο επόμενους μήνες (Οκτώβριο και Νοέμβριο) έγιναν οι εκλογές του 1843 και συγκροτήθηκε η συνταγματική Εθνική Συνέλευση, η οποία συνέταξε το Σύνταγμα που υπέγραψε και ο Όθωνας.
Η επανάσταση αυτή αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της πολιτικής ιστορίας της χώρας που οι Έλληνες δε θα πρέπει να ξεχνάνε, αφού η 3η Σεπτεμβρίου, αποτελεί πλέον κάτι παραπάνω απο ιστορικό γεγονός. Είναι ημέρα μνήμης για την αναίμακτη μετάβαση της Ελλάδας απο την βασιλεία στην συνταγματική μοναρχία, αποδεικνύοντας ότι ο λαός έχει τη δύναμη να εισακουστεί αναίμακτα και χωρίς τη χρήση βίας, ακόμα και κάτω απο τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο