Γράμμα πρός γονείς
Γράφει ένας πρός τούς γονεις του:
«Γιά κρύο καί κακουχίες μή φοβασθε. Εδώ τά νεύρα μας γίνονται ατσαλένια. Σείς θά φαντάζεσθε πράγματα φοβερά καί τρομερά, ενώ εμάς δέν μάς νοιάζει καθόλου. Γι’ αυτό νά μή στενοχωριέσθε. Αλλως τε, γιά όλα τά Έλληνόπουλα τού μετώπου φροντίζει ή Μεγαλόχαρη … ».
Καί ένας άλλος, αφηγούμενος κάποιο περιστατικόν τού πολέμου, κατά τό όποιον ως εκ θαύματος, εσώθη από τόν θάνατον ένας στρατιώτης σύντροφός του, καταλήγει:
«Ευτυχώς η χειροβομβίδα δέν εσκασε, καί ο λυτρωμένος πιά συνάδελφός μας έχει τάξει μιά λαμπάδα σάν τό μπόϊ του στήν Παναγία τής Τήνου, τήν όποία έχουμε όλοι γιά προστάτιδά μας».
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Γράμμα από γονέα
Η αυτή δέ πεποίθησις επικρατεί καί εις τά μετόπισθεν.
«Ό Θεός νά είναι μαζί σου» γράφει ένας πατέρας πρός τό μαχόμενον παιδί του, «ο Θεός νά είναι μαζί σου καί μαζί μέ τήν Πατρίδα μας. Τά χωράφια θά τά οργώσουμε εμείς μέ κάθε τρόπο … Μή στενοχωριέσαι. Η Μεγαλόχαρη τής Τήνου θά κάνη τό θαύμα της καί θά σας δώση μεγάλη δόξα».
Περ. Η Ζωή, αρ. 1443, 10.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Γράμμα σέ αδελφή
Κάπου στό Μέτωπο 29/11/40
Αδελφούλα μου,
Ο Θεός σέ φώτισε καί μέσα στό δέμα πού μού στείλατε, έβαλες τά πέντε κείνα μανταρίνια … Μόλις τάνοιξα κι’ αντίκρυσα τόν κίτρινο θησαυρό τού νησιού μας, δάκρυσα … Τά καθάρισα, τά χώρισα σέ φέτες καί τά φάγαμε μέ τ’ άλλα φανταράκια τής διμοιρίας μου.
Σέ βεβαιώ πώς ούτε τά τσοφλάκια δέν πετάξαμε …
Αδελφούλα μου, σωστό βάλσαμο ήταν γιά τίς διψασμένες ψυχές μας. Λές καί πήραμε νέες δυνάμεις … Αδελφούλα μου, νικούμε παντού! Η Παναγία, ολοζώντανη, μάς ακολουθεί. .. Παρακαλείτε καί σείς όσο μπορείτε γιά τήν σύντομη τελική νίκη!
Γειά σου Αδελφούλα μου
(Τό παρόν είναι ένα μέρος τής επιστολής)
Εφ. ΗΠρόοδος, 17.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Κάτω από μίαν αλβανική εληά
Σάς γράφω κάτω από μίαν αλβανική εληά. Κάνω στρατηγικά σχέδια, πώς θά μπώ στά Τίρανα γρηγορώτερα. Διέκοψα τό γράμμα μου γιά 20 λεπτά, γιατί τρία ιταλικά αεροπλάνα μάς έρριξαν μερικές εληές (βόμβες) καί μάς σκότωσαν, ώ! τού θαύματος, ένα μουλάρι άρρωστο! Παναθεμά τους τί θόρυβο κάνουν’ σφυρίζουν δαιμονισμένα. Εάν πήτε καί γιά τίς βόμβες τους’ ευτύχημα είναι πώς σκοπεύουν εμάς καί πέφτουν 500 μέτρα μακρυά μας. Μακρυά, σέ 2-3 χιλιάδες μέτρα, γίνεται αερομαχία, ωραίο θέαμα, μά τήν αλήθεια. Αλλά ο Ιταλός εχάθη στά σύννεφα.
Πότε θά σάς στείλω τό γράμμα μου, δέν ξεύρω. Έχετε γειά, γιά σήμερα.
Σάς φιλώ όλους.
Ο υιός σας ΝΙΚΟΣ
Εφ. Η Νίκη, 14.12 .. 1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ 82)
Τ.Τ. 152 Τετάρτη
1 Ιανουαρίου 1941 ώρα 0.5!
Αγαπημένες µου,
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ο καινούργιος χρόνος …
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά Σας …
Πάντα, αυτή τήν στιγµή, κάθε χρόνο, µέ αξίωνε ο Θεός νά κρατώ τό µαυροµάνικο µαχαίρι τού σπιτιού γιά νά κόψω από τήν πήττα πού φιλοτεχνούσαν δυό αγαπηµένα χεράκια, τό κοµµάτι τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Σπιτιού, … γύρω από τό στολισµένο τραπέζι µας. Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία τής τύχης τού νοµίσµατος. Ποιός θά είναι ο τυχερός τής χρονιάς; Σέ ποιανού κοµµάτι θά βρεθη τό νόµισµα; Α! όχι, εφέτος τήν ωραία Πρωτοχρονιά τού 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σέ µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα νά έλθω εδώ επάνω στά Αλβανικά βουνά, νά ακούω, κι’ αυτή τήν στιγµή ακόµη, τό Βαρύ Πυροβολικό µας νά κτυπά αλύπητα τόν δρόµο πού ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί τής Ρώµης, πού νόµισαν πώς µπορούσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ελλάδα µας.
Σ’ εµένα έλαχε νά ιδώ τά µέρη όπου τό Σύν/µά µας τού Ιππικού απεδεκάτισε τήν Μεραρχία τους, τήν περίφηµή τους «Τζούλια».
Γράφει ένας πρός τούς γονεις του:
«Γιά κρύο καί κακουχίες μή φοβασθε. Εδώ τά νεύρα μας γίνονται ατσαλένια. Σείς θά φαντάζεσθε πράγματα φοβερά καί τρομερά, ενώ εμάς δέν μάς νοιάζει καθόλου. Γι’ αυτό νά μή στενοχωριέσθε. Αλλως τε, γιά όλα τά Έλληνόπουλα τού μετώπου φροντίζει ή Μεγαλόχαρη … ».
Καί ένας άλλος, αφηγούμενος κάποιο περιστατικόν τού πολέμου, κατά τό όποιον ως εκ θαύματος, εσώθη από τόν θάνατον ένας στρατιώτης σύντροφός του, καταλήγει:
«Ευτυχώς η χειροβομβίδα δέν εσκασε, καί ο λυτρωμένος πιά συνάδελφός μας έχει τάξει μιά λαμπάδα σάν τό μπόϊ του στήν Παναγία τής Τήνου, τήν όποία έχουμε όλοι γιά προστάτιδά μας».
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Γράμμα από γονέα
Η αυτή δέ πεποίθησις επικρατεί καί εις τά μετόπισθεν.
«Ό Θεός νά είναι μαζί σου» γράφει ένας πατέρας πρός τό μαχόμενον παιδί του, «ο Θεός νά είναι μαζί σου καί μαζί μέ τήν Πατρίδα μας. Τά χωράφια θά τά οργώσουμε εμείς μέ κάθε τρόπο … Μή στενοχωριέσαι. Η Μεγαλόχαρη τής Τήνου θά κάνη τό θαύμα της καί θά σας δώση μεγάλη δόξα».
Περ. Η Ζωή, αρ. 1443, 10.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Γράμμα σέ αδελφή
Κάπου στό Μέτωπο 29/11/40
Αδελφούλα μου,
Ο Θεός σέ φώτισε καί μέσα στό δέμα πού μού στείλατε, έβαλες τά πέντε κείνα μανταρίνια … Μόλις τάνοιξα κι’ αντίκρυσα τόν κίτρινο θησαυρό τού νησιού μας, δάκρυσα … Τά καθάρισα, τά χώρισα σέ φέτες καί τά φάγαμε μέ τ’ άλλα φανταράκια τής διμοιρίας μου.
Σέ βεβαιώ πώς ούτε τά τσοφλάκια δέν πετάξαμε …
Αδελφούλα μου, σωστό βάλσαμο ήταν γιά τίς διψασμένες ψυχές μας. Λές καί πήραμε νέες δυνάμεις … Αδελφούλα μου, νικούμε παντού! Η Παναγία, ολοζώντανη, μάς ακολουθεί. .. Παρακαλείτε καί σείς όσο μπορείτε γιά τήν σύντομη τελική νίκη!
Γειά σου Αδελφούλα μου
(Τό παρόν είναι ένα μέρος τής επιστολής)
Εφ. ΗΠρόοδος, 17.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 27)
Κάτω από μίαν αλβανική εληά
Σάς γράφω κάτω από μίαν αλβανική εληά. Κάνω στρατηγικά σχέδια, πώς θά μπώ στά Τίρανα γρηγορώτερα. Διέκοψα τό γράμμα μου γιά 20 λεπτά, γιατί τρία ιταλικά αεροπλάνα μάς έρριξαν μερικές εληές (βόμβες) καί μάς σκότωσαν, ώ! τού θαύματος, ένα μουλάρι άρρωστο! Παναθεμά τους τί θόρυβο κάνουν’ σφυρίζουν δαιμονισμένα. Εάν πήτε καί γιά τίς βόμβες τους’ ευτύχημα είναι πώς σκοπεύουν εμάς καί πέφτουν 500 μέτρα μακρυά μας. Μακρυά, σέ 2-3 χιλιάδες μέτρα, γίνεται αερομαχία, ωραίο θέαμα, μά τήν αλήθεια. Αλλά ο Ιταλός εχάθη στά σύννεφα.
Πότε θά σάς στείλω τό γράμμα μου, δέν ξεύρω. Έχετε γειά, γιά σήμερα.
Σάς φιλώ όλους.
Ο υιός σας ΝΙΚΟΣ
Εφ. Η Νίκη, 14.12 .. 1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ 82)
Τ.Τ. 152 Τετάρτη
1 Ιανουαρίου 1941 ώρα 0.5!
Αγαπημένες µου,
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ο καινούργιος χρόνος …
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά Σας …
Πάντα, αυτή τήν στιγµή, κάθε χρόνο, µέ αξίωνε ο Θεός νά κρατώ τό µαυροµάνικο µαχαίρι τού σπιτιού γιά νά κόψω από τήν πήττα πού φιλοτεχνούσαν δυό αγαπηµένα χεράκια, τό κοµµάτι τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Σπιτιού, … γύρω από τό στολισµένο τραπέζι µας. Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία τής τύχης τού νοµίσµατος. Ποιός θά είναι ο τυχερός τής χρονιάς; Σέ ποιανού κοµµάτι θά βρεθη τό νόµισµα; Α! όχι, εφέτος τήν ωραία Πρωτοχρονιά τού 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σέ µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα νά έλθω εδώ επάνω στά Αλβανικά βουνά, νά ακούω, κι’ αυτή τήν στιγµή ακόµη, τό Βαρύ Πυροβολικό µας νά κτυπά αλύπητα τόν δρόµο πού ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί τής Ρώµης, πού νόµισαν πώς µπορούσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ελλάδα µας.
Σ’ εµένα έλαχε νά ιδώ τά µέρη όπου τό Σύν/µά µας τού Ιππικού απεδεκάτισε τήν Μεραρχία τους, τήν περίφηµή τους «Τζούλια».
Σ’ εµένα έλαχε νά ακούσω άλλον αξιωµατικόν νά διηγείται πώς µέ 187 άνδρες εκράτησε έξ χιλιάδες Ιταλούς.
Εγώ είµαι ο τυχερός πού βλέπω κάθε µέρα τά κατσάβραχα, τά απρόσιτα καί στά γίδια ακόµη, όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µέ τήν λόγχη, αψηφώντας τούς παντοειδείς όλµους καί ολµάκια πού διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, πού έβαλαν τούς χάρτες κάτω καί εκοβαν τήν Ελλάδα σάν πρωτοχρονιάτικη πήττα.
Εγώ, έχω τόν µεγάλο κλήρο νά υπηρετώ τήν Ελλάδα µαζί µέ τά άλλα παιδιά της.
Νά µέ συµπαθάτε όµως … Όταν µιλά κανείς γιά τόν αφάνταστο καί ανυπέρβλητο ηρωισµό τού Ελληνικού Στρατού παρασύρεται αθελά του …
……………………………………………. ~ .
Ήλθε, Πάκι µου, ο Άγιο-Βασίλης εφέτος; Γουρλώσανε πάλι τά δυό σου γαλανά µατάκια, όταν άναψαν τά φώτα, µπροστά στά δώρα πού σού έφερε ο καλός Άγιος; Γιά µένα, είναι η καλλίτερη Πρωτοχρονιά τής ζωής µου, σείς πώς υποδεχθήκατε τόν καινούργιο Χρόνο;
Πολλά φιλιά
Ευάγγελος
Γράµµα Ευάγγελου Νοµικού
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 150)
Ο ενθουσιασμός τών Ελλήνων γιά τήν νίκη,
µέσα από τίς επιστολές τους
Πόπη Χατζηιωάννου, Σπυρίδωνος Τρικούπη, Πειραιεύς,
πρός τόν Αντώνιον Χατζηιωάννου, 11/68 Τ. Τ. 345.
«Αντώνη µου,
Αυτήν τήν στιγµήν, µάθαµε τήν νέα νίκη µας, δηλαδή τήν κατάληψι τής Κλεισούρας. Δέν µπορείς νά φαντασθής τί κακό πού γίνεται. Δάκρυα χαράς καί υπερηφανείας τρέχουν από µικρούς καί µεγάλους στά φλογισµένα τους µάτια.
Αντρούλη µου, κοντεύοµε νά φτάσωµε στόν αντικειµενικό µας σκοπό. Τώρα, περιµένοµε µέ αγωνία νά πάρωµε τό Ελσαβάν καί τόν Αυλώνα, καί τότε κατ’ ευθείαν στήν θάλασσα. Καί ύστερα, θά σάς περιµένωµε στούς δρόµους, στά λιµάνια, στά παράθυρα, στίς αυλές, στίς εξώπορτες, µέ λαχτάρα καί δάκρυα στά µάτια νά σάς στεφανώσουµε µέ τό αµάραντο στεφάνι τής Δόξης …»
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 21.2.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
«…Ψώνιζα ότε ακούµε τίς καµπάνες. Δέν ξέρεις, γυιόκα µου, τί γίνεται όταν ακούµε τίς καµπάνες. Ανάστασις. Τήν χαρά τού κόσµου. Εγώ δέ, τόσο πολύ αισθάνοµαι καί χαίροµαι πού αρχίζω νά κλαίω…».
Εγώ είµαι ο τυχερός πού βλέπω κάθε µέρα τά κατσάβραχα, τά απρόσιτα καί στά γίδια ακόµη, όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µέ τήν λόγχη, αψηφώντας τούς παντοειδείς όλµους καί ολµάκια πού διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, πού έβαλαν τούς χάρτες κάτω καί εκοβαν τήν Ελλάδα σάν πρωτοχρονιάτικη πήττα.
Εγώ, έχω τόν µεγάλο κλήρο νά υπηρετώ τήν Ελλάδα µαζί µέ τά άλλα παιδιά της.
Νά µέ συµπαθάτε όµως … Όταν µιλά κανείς γιά τόν αφάνταστο καί ανυπέρβλητο ηρωισµό τού Ελληνικού Στρατού παρασύρεται αθελά του …
……………………………………………. ~ .
Ήλθε, Πάκι µου, ο Άγιο-Βασίλης εφέτος; Γουρλώσανε πάλι τά δυό σου γαλανά µατάκια, όταν άναψαν τά φώτα, µπροστά στά δώρα πού σού έφερε ο καλός Άγιος; Γιά µένα, είναι η καλλίτερη Πρωτοχρονιά τής ζωής µου, σείς πώς υποδεχθήκατε τόν καινούργιο Χρόνο;
Πολλά φιλιά
Ευάγγελος
Γράµµα Ευάγγελου Νοµικού
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 150)
Ο ενθουσιασμός τών Ελλήνων γιά τήν νίκη,
µέσα από τίς επιστολές τους
Πόπη Χατζηιωάννου, Σπυρίδωνος Τρικούπη, Πειραιεύς,
πρός τόν Αντώνιον Χατζηιωάννου, 11/68 Τ. Τ. 345.
«Αντώνη µου,
Αυτήν τήν στιγµήν, µάθαµε τήν νέα νίκη µας, δηλαδή τήν κατάληψι τής Κλεισούρας. Δέν µπορείς νά φαντασθής τί κακό πού γίνεται. Δάκρυα χαράς καί υπερηφανείας τρέχουν από µικρούς καί µεγάλους στά φλογισµένα τους µάτια.
Αντρούλη µου, κοντεύοµε νά φτάσωµε στόν αντικειµενικό µας σκοπό. Τώρα, περιµένοµε µέ αγωνία νά πάρωµε τό Ελσαβάν καί τόν Αυλώνα, καί τότε κατ’ ευθείαν στήν θάλασσα. Καί ύστερα, θά σάς περιµένωµε στούς δρόµους, στά λιµάνια, στά παράθυρα, στίς αυλές, στίς εξώπορτες, µέ λαχτάρα καί δάκρυα στά µάτια νά σάς στεφανώσουµε µέ τό αµάραντο στεφάνι τής Δόξης …»
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 21.2.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
«…Ψώνιζα ότε ακούµε τίς καµπάνες. Δέν ξέρεις, γυιόκα µου, τί γίνεται όταν ακούµε τίς καµπάνες. Ανάστασις. Τήν χαρά τού κόσµου. Εγώ δέ, τόσο πολύ αισθάνοµαι καί χαίροµαι πού αρχίζω νά κλαίω…».
Συλλογή Κυρ. Ντελοπούλου
Από τό Λεύκωμα «Κορόϊδο, Μουσσολίνι»
« … Καλή µου µαννούλα, ετραυµατίσθηκα στήν Κλεισούρα καί µέ µετέφεραν στόν Πειραιά. Φθάσαµε, στίς 28 τό πρωί στίς 10 η ώρα, στό λιµάνι’ πρίν πλησιάσουµε γιά νά βγουµε, βγήκαµε στήν ταράτσα καί είδαµε τήν Εθνική Οργάνωση Νεολαίας µέ µουσική παρατεταγµένη καί µέ χίλια πράγµατα. Αυτή η οργάνωσις είνε τό χέρι τού εθνικού µας κυβερνήτου κ. Ι. Μεταξά. Είνε ο στρατός τών µετόπισθεν. Όταν κατεβαίναµε, µαννούλα µου, άρχισε νά παίζη η µουσική, καί νά χαλά ο κόσµος, δέν µπόρεσα νά κρατηθώ καί έκλαψα µέ τήν ψυχή µου. Πόσο ωραία περνώ στό νοσοκοµείο, καί πόσος κόσµος περνά καί µάς ευγνωµονεί, δέν µπορώ νά σού περιγράψω. Όταν έλθω, θά σού τά διηγηθώ όλα. Τό τραύµα µου δέν είνε τίποτε …
… Όταν νοιώθουµε ότι, πίσω µας, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσµος πού φροντίζει γιά τά σπίτια µας, γιά τίς απροστάτευτες οικογένειές µας, γιά τίς εγκαταλελειµµένες υποθέσεις µας, Όταν βλέπωµεν ότι τά αισθήµατα τής αλληλεγγύης πληµµυρίζουν τίς καρδιές όλου τού Ελληνισµού, η ψυχή µας γεµίζει συγκίνησι καί ορκιζόµεθα καθένας στήν συνείδηση τού ότι δέν θά αφήσωµε ποτέ εχθρικό ποδάρι νά µολύνη τήν ένδοξόν µας γή.
Αψηφούµε τά χιόνια καί τίς παγωνιές, αγνοούµεν τούς κόπους καί τίς κακουχίες. Εξάπτεται η ατοµική µας φιλοδοξία καί µάς καθιστά τροµερούς, ικανούς νά επιτελέσωµεν καί τούς δυσκολώτερους άθλους … »
Εφ. Ο Τύπος, 20.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος
πρός Χαρίκλειαν Χριστίδου
«Αγαπηµένη µου. Η πατρίδα εκινδύνευε καί έπρεπε γι’ αυτήν νά τά θυσιάσουµε όλα. Όνειρα, καί τόν εαυτό µας ακόµη. Έχυσα αρκετό αίµα στόν βωµό τής δοξασµένης πατρίδος, καί είµαι υπερήφανος γι’ αυτό. Έχουµε δοξασµένη καί τόσο µεγάλη πατρίδα, γι’ αυτό καί η θυσία µας πρέπει νά είνε ανάλογη. Μή λυπάσαι λοιπόν γιά τήν αναβολή τής πραγµατοποιήσεως τών ονείρων µας. Όταν ο καπνός τής µάχης διαλυθή καί τά κλαδιά τής δάφνης µάς στεφανώνουν νικητάς, τότε τά όνειρά µας θά πραγµατοποιηθούν καί νά είσαι βεβαία πώς η µέρα αυτή θά είναι πολύ κοντινή.
Καί όταν, αγαπηµένη µου, στό ύψωµα τής Κλεισούρας εξωρµούσα κρατώντας περήφανα τήν τιµηµένην ελληνικήν λόγχην, δέν τό έκανα γιά τόν εαυτόν µου, γιά τήν πατρίδα. Οβίδες, όλµοι καί χειροβοµβίδες πέφτουν τριγύρω µας βροχή, τό χιόνι βαθύ µάς χώνει µέχρι τά γόνατα, η οµίχλη µάς κρύβει τούς Ητταλούς, η θύελλα µάς τυφλώνει, καί όµως τά παιδιά τής Ελλάδος προχωρούν, τρέχουν, κάνουν φτερά. Τό όνοµα τής Ελλάδος µας µάς φωτίζει τόν δρόµο, η αντάρα τής µάχης µάς µεθά, τίποτα δέν µπορεί νά µάς σταµατήση … Μά ξάφνου, νά! Νοιώθω πώς τό ποδάρι µου πέταξε στόν αέρα. Η γρήγορη όµως µατιά πού τού ερριξα, µέ πείθει πώς είναι στήν θέση του. Τό αίµα αρχίζει πιά νά τρέχη! Βιάζεται γιά νά γράψη πάνω στό χιόνι λίγες γραµµές τής νεοελληνικής δόξας! Η Ελλάδα µας είναι τόσο µεγάλη, τόσο δοξασµένη καί η δόξα της γράφεται µόνο µέ αίµα! Είµαι πολύ περήφανος γιατί προσέφερα καί λίγο αίµα γιά τήν δόξα της. Υπεράνω όλων η Πατρίς…
Άπειρα φιλιά,
δικός σου, Κώστας».
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 23.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 156)
‘Ο «πόλεµος» εναντίον τής λάσπης
Ό χειµώνας κεί πάνω στά αλαανικά αουνά ηταν πολύ ψυχρός καί κρύος. Χιόνιζε σχεδόν κάθε µέρα. Ειχαµε από µιά κουαέρτα καί µισό αντίσκηνο, δηλαδή 2 στρατιώτες δηµιουργούσαµε ενα µικρό αντίσκηνο. Πηγαίνοντας σ’ ενα χωριό, πού λεγόταν Καφέσκια, γιά νά ξεκουραστούµε συναντήσαµε τροµερή λάσπη. Σέ κάθε αηµα µας αουλιάζαµε όλοένα έµείς καί τά µουλάρια.
Χωνόµαστε µέχρι τήν κοιλιά γιά νά µήν χάσοµε τά µουλάρια πού αούλιαζαν, µέ απεγνωσµένες προσπάθειες προσπαθούσαµε νά τά σώσουµε. Μετά από διάστηµα 4 ήµερών φτάσαµε στά στενά της Κλεισούρας. Παράλληλα µέ τό δρόµο µας κυλούσε τά νερά του ό ποταµός’ Αώος. Δεξιά από
Από τό Λεύκωμα «Κορόϊδο, Μουσσολίνι»
« … Καλή µου µαννούλα, ετραυµατίσθηκα στήν Κλεισούρα καί µέ µετέφεραν στόν Πειραιά. Φθάσαµε, στίς 28 τό πρωί στίς 10 η ώρα, στό λιµάνι’ πρίν πλησιάσουµε γιά νά βγουµε, βγήκαµε στήν ταράτσα καί είδαµε τήν Εθνική Οργάνωση Νεολαίας µέ µουσική παρατεταγµένη καί µέ χίλια πράγµατα. Αυτή η οργάνωσις είνε τό χέρι τού εθνικού µας κυβερνήτου κ. Ι. Μεταξά. Είνε ο στρατός τών µετόπισθεν. Όταν κατεβαίναµε, µαννούλα µου, άρχισε νά παίζη η µουσική, καί νά χαλά ο κόσµος, δέν µπόρεσα νά κρατηθώ καί έκλαψα µέ τήν ψυχή µου. Πόσο ωραία περνώ στό νοσοκοµείο, καί πόσος κόσµος περνά καί µάς ευγνωµονεί, δέν µπορώ νά σού περιγράψω. Όταν έλθω, θά σού τά διηγηθώ όλα. Τό τραύµα µου δέν είνε τίποτε …
… Όταν νοιώθουµε ότι, πίσω µας, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσµος πού φροντίζει γιά τά σπίτια µας, γιά τίς απροστάτευτες οικογένειές µας, γιά τίς εγκαταλελειµµένες υποθέσεις µας, Όταν βλέπωµεν ότι τά αισθήµατα τής αλληλεγγύης πληµµυρίζουν τίς καρδιές όλου τού Ελληνισµού, η ψυχή µας γεµίζει συγκίνησι καί ορκιζόµεθα καθένας στήν συνείδηση τού ότι δέν θά αφήσωµε ποτέ εχθρικό ποδάρι νά µολύνη τήν ένδοξόν µας γή.
Αψηφούµε τά χιόνια καί τίς παγωνιές, αγνοούµεν τούς κόπους καί τίς κακουχίες. Εξάπτεται η ατοµική µας φιλοδοξία καί µάς καθιστά τροµερούς, ικανούς νά επιτελέσωµεν καί τούς δυσκολώτερους άθλους … »
Εφ. Ο Τύπος, 20.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος
πρός Χαρίκλειαν Χριστίδου
«Αγαπηµένη µου. Η πατρίδα εκινδύνευε καί έπρεπε γι’ αυτήν νά τά θυσιάσουµε όλα. Όνειρα, καί τόν εαυτό µας ακόµη. Έχυσα αρκετό αίµα στόν βωµό τής δοξασµένης πατρίδος, καί είµαι υπερήφανος γι’ αυτό. Έχουµε δοξασµένη καί τόσο µεγάλη πατρίδα, γι’ αυτό καί η θυσία µας πρέπει νά είνε ανάλογη. Μή λυπάσαι λοιπόν γιά τήν αναβολή τής πραγµατοποιήσεως τών ονείρων µας. Όταν ο καπνός τής µάχης διαλυθή καί τά κλαδιά τής δάφνης µάς στεφανώνουν νικητάς, τότε τά όνειρά µας θά πραγµατοποιηθούν καί νά είσαι βεβαία πώς η µέρα αυτή θά είναι πολύ κοντινή.
Καί όταν, αγαπηµένη µου, στό ύψωµα τής Κλεισούρας εξωρµούσα κρατώντας περήφανα τήν τιµηµένην ελληνικήν λόγχην, δέν τό έκανα γιά τόν εαυτόν µου, γιά τήν πατρίδα. Οβίδες, όλµοι καί χειροβοµβίδες πέφτουν τριγύρω µας βροχή, τό χιόνι βαθύ µάς χώνει µέχρι τά γόνατα, η οµίχλη µάς κρύβει τούς Ητταλούς, η θύελλα µάς τυφλώνει, καί όµως τά παιδιά τής Ελλάδος προχωρούν, τρέχουν, κάνουν φτερά. Τό όνοµα τής Ελλάδος µας µάς φωτίζει τόν δρόµο, η αντάρα τής µάχης µάς µεθά, τίποτα δέν µπορεί νά µάς σταµατήση … Μά ξάφνου, νά! Νοιώθω πώς τό ποδάρι µου πέταξε στόν αέρα. Η γρήγορη όµως µατιά πού τού ερριξα, µέ πείθει πώς είναι στήν θέση του. Τό αίµα αρχίζει πιά νά τρέχη! Βιάζεται γιά νά γράψη πάνω στό χιόνι λίγες γραµµές τής νεοελληνικής δόξας! Η Ελλάδα µας είναι τόσο µεγάλη, τόσο δοξασµένη καί η δόξα της γράφεται µόνο µέ αίµα! Είµαι πολύ περήφανος γιατί προσέφερα καί λίγο αίµα γιά τήν δόξα της. Υπεράνω όλων η Πατρίς…
Άπειρα φιλιά,
δικός σου, Κώστας».
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 23.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 156)
‘Ο «πόλεµος» εναντίον τής λάσπης
Ό χειµώνας κεί πάνω στά αλαανικά αουνά ηταν πολύ ψυχρός καί κρύος. Χιόνιζε σχεδόν κάθε µέρα. Ειχαµε από µιά κουαέρτα καί µισό αντίσκηνο, δηλαδή 2 στρατιώτες δηµιουργούσαµε ενα µικρό αντίσκηνο. Πηγαίνοντας σ’ ενα χωριό, πού λεγόταν Καφέσκια, γιά νά ξεκουραστούµε συναντήσαµε τροµερή λάσπη. Σέ κάθε αηµα µας αουλιάζαµε όλοένα έµείς καί τά µουλάρια.
Χωνόµαστε µέχρι τήν κοιλιά γιά νά µήν χάσοµε τά µουλάρια πού αούλιαζαν, µέ απεγνωσµένες προσπάθειες προσπαθούσαµε νά τά σώσουµε. Μετά από διάστηµα 4 ήµερών φτάσαµε στά στενά της Κλεισούρας. Παράλληλα µέ τό δρόµο µας κυλούσε τά νερά του ό ποταµός’ Αώος. Δεξιά από
τό δρόµο µας ορισκόταν τό πυροοολικό µας ενώ αριστερά καί µετά τόν
‘Αώο ορισκόταν ενα έλληνικό τάγµα πού µαχόταν µέ ‘Ιταλούς. Θυµάµαι στι
ερχόταν ιταλικά τάνκς από τά στενά της Κλεισούρας αλλά τό δικό µας
πυροοολικό τά είχε επισηµάνει. Σέ κάθε εµφάνιση τάνκς µιά Μίδα, πού
εφευγε από τά δυνατά χέρια τού έλληνικού πυροοολικού, iµαν αρκετή γιά
τήν καταστροφή.
ΟΙ ‘Ιταλοί επιµένουν. Άναγκάστηκε τότε ό 1Ο0ς λόχος, ό δικός µας, νά
τρέξει γιά ενίσχυση. Φθάσαµε στό πεδίο της µάχης στίς 10 τό Οράδυ.
Kάν~µε ενα κλοιό γύρω από τό τάγµα πού ηταν εκεί καί αφήσαµε ενα ιταλικό
σύνταγµα νά εισχωρήσει στό κενό τού κλοιού καί τούς κάναµε επίθεση
φωνάζοντας «ΑΕΡΑ». ‘Όσοι δέ σκοτώθηκαν πιάστηκαν αιχµάλωτοι. ‘Αφού
σταθεροποιήσαµε τό µέτωπο, µετά από 2 µέρες, πηρε ό λόχος 612 αιχµαλώτου
ς καί τούς παραδώσαµε στήν µεραρχία. Μετά εµείς ξεκινήσαµε γιά τήν
Τρεµπεσίνα. Κάναµε τό σταυρό µας πού γλυτώσαµε από τόν «πόλεµο» εναντίον
της λάσπης …
Στέργιος Μυλωνάς
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 156)
Εν. Τ.Τ. 790 17/1/41
Σεβαστή µου µητέρα καληµέρα.
Χθές, πήρα τήν από 9/1/41 επιστολήν σας καί χάρηκα πού είσθε όλοι
καλά, ως καί εγώ υγειαίνω. Επίσης προχθές, πήρα τήν φωτογραφία τής
Ελενίτσας µου’ πόσο χαριτωµένο είναι τό χρυσό µου καί πόσο µεγάλωσε µέσα
σέ 2 1/2 µήνες’ δέν χορταίνω νά τήν βλέπω αλλά από τήν φωτογραφία
φαντάζοµαι τί γούστο θά έχη τώρα µέ τίς κουβέντες της.
Τά σέβη µου στόν Μπαµπά, Απόστολον, Λίτσαν καί Παιδιά.
Σάς φιλώ
Ν. Παντελοδήµος
Νά µου γράψουν τά παιδιά τί δώρον πήραν µέ τά λεπτά πού τά εστειλα.
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 197)
… έπεσεν ηρωικώς υπέρ τής ελευθερίας …
Μέτωπον 13/1/41
Αγαπητέ αδελφέ Μανώλη
Γειά σου
Πήρα δύο γράµµατά σου καί ευχαριστήθην πού είσθε καλά. Καί τώρα, θά
σού γράψω σχετικώς διά τόν στρατιώτην µου Μάρκον Δισακιάν ο οποίος
έπεσεν ηρωικώς εις τήν πρώτην µας µάχην.
Έπεσε ηρωικώς τήν στιγµήν όπου µέ τά χέρια του έβγαλε τούς πασσάλους
τού συρµατοπλέγµατος διά νά ανεβούµε εις τά χαρακώµατα τών ατίµων. Έπεσε
πολύ κοντά µου. Σού τό γράφω τώρα, διότι θά τό διαβάσατε εις τάς
εφηµερίδας.
Λοιπόν, αγαπητέ Μανώλη, νοµίζω ότι η γυναίκα του ήτο έγκυος, καί εάν
τό παιδί παραµένει αβάπτιστο, λέγεις εις τούς δικούς του ότι γράφω, εάν
θέλουν, νά τό βαπτίσης εξ ονόµατός µου καί νά ξοδεύσης από τά ιδικά µου
λεπτά.
Εάν είναι αγόρι, νά βγάλης τού ηρωικού πατρός του τό όνοµα, εάν δέ
πάλι είναι κορίτσι, νά προτιµήσης Νίκη ή Ελευθερία, διότι δι’ αυτά
έπεσεν ενδόξως ο πατήρ του.
Καί εάν ευρίσκεται η οικογένεια τού συγχωρεμένου οικονοµικώς
στενοχωρηµένη, νά τήν βοηθήσης εκ των ιδικών µου χρηµάτων, καί νά
φροντίσετε νά τήν βοηθήτε πάντοτε, διότι είναι αξία πάσης βοηθείας µία
τέτοια οικογένεια, αφού ο αρχηγός της έπεσε ηρωικώς υπέρ τής ελευθερίας
τής γλυκειάς µας Πατρίδος.
Ακόµη, νά φροντίσητε νά τού γίνη καί µνηµόσυνον ξεχωριστόν, εκτός από εκείνο πού θά κάµη η Πατρίς µας διά τούς ηρωικώς πεσόντες.
Εφ. Παγχιακή, Χίου, 5.2.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 193)
Τώρα τά πράγµατα αλλάξανε
18.2.41
Αγαπητέ µου Τάσο,
Μέ πολλή χαρά πήρα τό δελτάριό σου. Πίστεψέ µε ότι πρό πολλού ήθελα
νά σού γράψω, µά δέν ήξερα µήτε πού βρισκόσουν καί υπηρετούσες, µήτε τήν
δ/ση τού σπιτιού σου. Τώρα, µέ ευχαρίστησιν επικοινωνώ µαζύ σου καί
ξαναθυµούµαι τίς τόσο ευχάριστες στιγµές πού περάσαµε µαζύ, τίς
τελευταίες πρό παντός ηµέρες τού καλοκαιριού, όταν, πίνοντας στού Λαΐνη,
συζητούσαµε γιά τόν πόλεµο καί τήν θέση τής Ελλάδας µας. Τώρα, τά
πράγµατα αλλάξανε. Η παρέα µας, κατά τό πλείστον, σκόρπισε καί µόνο η
φοβερή νοσταλγία µάς αλληλοσυνδέει. Εσένα, δέν ξέρω πώς νά σέ πώ, ευτυχή
ή δυστυχή πού δέν δοκίµασες ακόµη τήν νοσταλγία της; Μάλλον
ευτυχισµένο. Καί σού εύχοµαι νά µήν διακόψει τίποτα τήν ευτυχία σου,
εκτός από τήν τελική νίκη µας, οπότε θά είσαι διπλά ευτυχισµένος.
Ασχέτως όµως πρός αυτά τά υποκειµενικά, νοµίζω πώς ένας πνευµατικός
άνθρωπος, καί πρό παντός ένας πεζογράφος, πολλά θά είχε νά κερδίσει,
ζώντας µέσα στήν ατµόσφαιρα τής εκστρατείας καί τού πολέµου. Αυτά γιά
σήµερα, αγαπητέ Τάσο. Θά έµαθες, βέβαια, τόν θάνατο τού
Παλαιοδηµόπουλου. Λυπήθηκα φοβέρά.
Σέ φιλώ
Ανδρέας
Επιστολή τού Ανδρέα Καραντώνη πρός τόν Τάσο Αθανασιάδη
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 198)
Σού στέλνω κάρταν, αδελφή,
καί άν θές, ευχαριστήσου,
ίσως καί βρεθούµε σύντοµα
καί σύ, Αµήν! ευχήσου.
Πάρ’ τήν φωτογραφίαν µου
καί βάρτην εις τόν τοίχο,
καί κάτσε καί περίµενε
πότε θά σού µιλήσω.
Στέλνω κορµίν χωρίς ψυχήν
καί σώµαν δίχως αίµαν
καί τήν φωτογραφίαν µου
νά θυµάσαι µέναν.
Συλλογή Κυριάκου Ντελόπουλου
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 198)
Στήν αγαπηµένη µου
Πώς ήθελα, µικρούλα µου, νά εισ’ εδώ κοντά µου
ν’ ακούσης τήν καρδούλα µου, νά δής τά βάσανά µου.
Γιά στρώµα βάζουµε κλαριά, γιά µαξιλάρι πέτρα
καί γιά κλινοσκεπάσµατα, µία µονή κουβέρτα.
Νάσουν εδώ στό γρέκι µου, νάσουν εδώ στήν ράχη,
νά πάρης τό ντουφέκι µου νά πάς εµπρός στήν µάχη.
Κι’ άν τύχη σφαίρα εχθρική καί κόψη τόν ανθό σου …
Η Δόξα η Ελληνική στέφει τό µέτωπό σου.
Στρατιώτης Γιώργης Κομπόρης, 584 Τάγμα Πεζικού
Αρχείο Λάμπρου Κορομηλά
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 198)
Μέ τέτοιο λαό …
Από κάπου, 21-11-40
Από χθές, βρίσκοµαι στόν τιµηµένο δρόµο πού οδηγεί στήν µάχη τών αδελφών µας.
Τίποτα µή σκέφτεσαι, µή λογαριάζης. Η Παναγία µάς σκεπάζει όλους µέ
τά άγια φτερά τής προστασίαc της. Όσο πλησιάζοµε, τόσο βρίσκοµαι πιό
κοντά στήν πραγµατικότητα.
Ο ενθουσιασμός καί η παλληκαριά τού στρατού µας είναι αφάνταστη. Τά
τραίνα διαρκώς επιστρέφουν από τό Μέτωπο γεµάτα Ιταλούς αιχμαλώτους. Νά
τούς δήτε, θά τούς λυπηθήτε, σέ τέτοια ψυχική καί σωµατική κατάπτωσιν
ευρίσκονται.
Φιλήσατέ µου όλους. Στόν αδελφό µου νά πήτε πώς πρέπει νά είναι
υπερήφανος πού είναι φαλαγγίτης. Τό τί προσφέρουνε σήμερα στόν Εθνικόν
αγώνα, Φαλαγγίτες καί Φαλαγγίτισσες δέν λέγεται. Μάς γεµίζουν δώρα σέ
κάθε σταθμό όπου περνούµε, µάς τραγουδούν, µάς διασκεδάζουν, µάς
εξυπηρετούν σέ βαθµόν αφάνταστο, µάς ραίνουν µέ λουλούδια, µάς
κατευοδώνουν µέ ευχές. Πιστέψατέ µε, πώς πιότερα ρούχα µού δώρησαν παρά
πού εΙχα. Τέτοια συγκινητική ενότητα τών αγνώστων αυτών κοριτσιών καί
αγοριών, πού η µόνη µας επαφή είναι η ΕΛΛΑΣ … δέν µαταγίνεται, γιά όλους
µας καί υπεράνω όλων, είναι πρωτοφανής, τουλάχιστον στά µάτια τής δικής
µας γενεάς. Μία άγνωστη κοπέλλα µού δώρισε, κάπου καθ’ οδόν, ένα σκούφο
πού ούτε κουρσούµι δέν τόν περνά. Σκεπάζει τό κεφάλι, τά αυτιά, τόν
λαιµό, τό στήθος καί τήν πλάτη. Τέτοια δίδουν σ’ όλους τούς στρατιώτες.
Γάντια, φανέλλες, κάλτσες, περιοδικά, βιβλία, τσιγάρα, μπισκότα, κονιάκ,
απαραιτήτως σέ κάθε σταθμό, οι Φαλαγγίτισσες θά κεράσουν όλο τόν
στρατό. Μέ τέτοιο λοιπόν λαό, µέ τέτοια αδελφοσύνη Εθνική, πώς µπορεί
ποτέ νά µή νικήσωµε;
Απόδειξις είναι ότι νικούµεν καί θά νικούµεν συντριπτικά τούς
απειραρίθµους Ιταλούς καί θά νικούµεν πάντοτε γιατί ο Θεός καί η Παναγία
είναι µαζύ µας.
Οι στρατιώτες µας πολεµούν τώρα, στήν πρώτη γραµµή.
Τιµή καί δόξα στό νησί µας.
Υπογραφή
Υ.Γ. Στήν αδελφή µου, νά πήτε νά πλέκη, νά πλέκη, νά πλέκη, από τό πρωί ώς τό βράδυ.
Εφ. Η Πρόοδος, Χίου, 6.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 200)
22.12.1940
Αγαπητή μου Κική,
Είναι δύο-τρείς μέρες πού δέν έλαβα γράμμα σας. Είμαι πολύ καλά, εδώ
έχουμε χιόνι σάν Ελβετία’ τό περίεργο είναι πώς δέν κρυώνω. Τό φαΐ μας
είναι πολύ καλό, τώρα μάλιστα πού έλαβα καί τά συμπληρώματα πού μού
στείλατε, είμαι θαυμάσια. Μέλι δέν μού στείλατε. Καί μπογιές πού σού έχω
γράψει, καθώς καί δύο-τρία άλλα πράγματα πού τά χρειάζομαι, πιστεύω νά
τά στείλετε μ’ άλλα δέματα. Εάν ήσουν εδώ, θά σού άρεσε πολύ. Τά τοπία
είναι πολύ ωραία, καί τό λέω εγώ πού ξέρεις πώς δέν αγαπώ τά χιόνια. Πώς
διασκεδάζεις εσύ; Νά μήν ανησυχείς ούτε νά λυπάσαι πού δέν είμαι κοντά
σας. Είμαι καλά εδώ. Σάς τό λέω ειλικρινώς.
Σάς φιλώ πολύ
Γιάννης.
Γράμμα τού Γιάννη Τσαρούχη στήν οικογένειά του.
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 201)
Πρέπει νά δώσουμε κάτι πιό πολύ από τόν εαυτό μας.
Μέ τήν πιό μεγάλη συγκίνησι, μέ τήν πιό μεγάλη χαρά διάβασα τό
δελτάριο σας. Μέ τίς συνεχείς μετακινήσεις μας αργούμε πάντοτε νά λάβωμε
τά γράμματά μας καί νά απαντήσωμε, μά πάντα δίδομεν τήν πιό γρήγορη
απάντησι προχωρούντες στόν πιό γρήγορο δρόμο τής νίκης, πού γεμίζει τήν
ψυχή μας κάθε λεπτό μέ τίς γλυκές συγκινήσεις. Καθένας ξέρει καλά πώς
κάθε τί μεγάλο δέν επιτυγχάνεται μέ μικροϋπολογισμούς καί λίγες θυσίες.
Ξέρουμε όλοι ότι πρέπει νά δώσουμε κάτι πιό πολύ από τόν εαυτό μας. Η
σκέψι γιά τό σπίτι, γιά τήν μητέρα μας, γιά κάθε τί δικό μας, φεύγει,
χάνεται ολότελα γιά νά προσθέσει δυνάμεις σέ ένα δημιούργημα πού φθάνει
γιά μάς τά όρια τού θείου καί έρχεται σέ στιγμές αναπαύσεως νά διώξη
κάθε κούρασι καί κόπο, νά μάς δώση δυνάμεις νέας, ανεξαντλήτους γιά τόν
τελικό μας θρίαμβο. Πόσο λυπάμαι πού σταματώ. Τό κεράκι πού μού φέγγει,
φθάνει στό τέλος του καί δέν βλέπω πιά νά συνεχίσω.
Μετά μεγάλου σεβασμού
Δεκανεύς Ιωάννης Ζαχαρόπουλος
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 205)
Μέ προέτεινε γιά προαγωγή επ’ ανδραγαθία
Επιστολή αξιωματικού:
Σεβαστή μου μητέρα,
Ο Συνταγματάρχης μου μέ προέτεινε γιά προαγωγή στόν ανώτερο βαθμό επ’
ανδραγαθία, διότι ενεργήσας εξ ιδίας πρωτοβουλίας αντεπίθεσιν εναντίον
υπερτέρου εχθρού, εξηνάγκασα αυτόν εις άτακτον υποχώρησιν, συλλαβών
αιχμαλώτους καί κυριεύσας μίαν πολεμικήν σημαίαν τού εχθρού, ως καί άλλα
λάφυρα,
Τώρα, μητέρα μου, ήθελα νά ζούσε ο πατέρας μου, γιά νά έβλεπε, αυτός
πού σκοτώθηκε δοξασμένος στό πεδίο τής μάχης, ότι ήλθε τώρα η σειρά τού
γυιού του νά εξακολουθήσει τόν ίδιο δρόμο. Ελπίζω νά κάμω πιό πολλά
ακόμη.
Εφ. Ο Τύπος,19.11.40
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 205)
Πόλεμος είναι καί, πρώτα απ’ όλα, πρέπει νά σώσουμε τήν Πατρίδα
Αδελφέ Κώστα,
Μή στενοχωρείσαι πού μάς επήρε η επίταξι τό αυτοκίνητο. Πόλεμος είνε
καί, πρώτ’ από όλα, πρέπει νά σώσουμε τήν Πατρίδα μας, από τά βρωμερά
ιταλικά νύχια, κ’ ύστερα έχει ό Θεός. Θά ξαναφτειάξουμε τίς δουλειές μας
καί θά ζήσουμε ελεύθεροι καί υπερήφανοι. Άλλωστε όλες τίς ζημίες μας θά
μάς τίς πληρώση ο Μουσσολίνι, όταν θά τού επιβάλλουμε μέ τήν λόγχη μας,
τούς όρους τής ειρήνης.
Εφ. Ο Τύπος, 19.11.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 205)
Έτρεξα ‘δώ πάνω, νά πολεμήσω
(Απόσπασμα από τό γράμμα ενός πολεμιστού μας, πρώην κρατουμένου τών Φυλακών Χατζηκώστα)
«… Κι’ όταν έπεσα στήν φυλακή, διερωτήθηκα άν αυτό ήταν τό τέλος μου.
Άν δηλαδή, πάν ό,τι είχα ν’ απολαύσω τό απήλαυσα, πάν ό,τι είχα νά
προσφέρω, τό ‘χα δώσει … Κι’ όμως κάτι μού ‘λεγε μέσα μου, πώς ο ρόλος
μου δέν είχε τελειώσει, πώς ο προορισμός μου ήταν άλλος. Κι’ έδωσε ο
Θεός καί βγήκα, κ’ η Πατρίδα χρειάσθηκε τίς υπηρεσίες μου. Κι’ έτρεξα
‘δώ πάνω, νά πολεμήσω γι’ αυτήν τήν αιώνια πατρίδα τών ανδρείων, πού
συχαμερά όντα, σαύρες φαρμακερές βάλθηκαν νά καθυποτάξουν … Πόσο
εξαγνίζεται κανείς εδώ απάνω, όταν πολεμά νά διώξη τό σκοτάδι πού θέλει
νά σκεπάσει τήν φωτοβόλο, τήν καθάρια, τήν άσπιλη ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ.
«ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟ», Αθήναι, 14 Φεβρ. 1949.
(Συντάσσεται καί εκδίδεται από τούς κρατουμένους Φυλακών Συγγρού).
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 206)
ΠΗΓΗ:
—————
Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα επιστολών Iταλών στρατιωτών από το ελληνοαλβανικό μέτωπο:
Κορυτσά, 22 Οκτωβρίου
«Βρίσκομαι στην Κορυτσά… υπάρχουν νέα, σε μερικές μέρες θα είμαστε στην Ελλάδα… ηθικό ακμαιότατο.»
27 Οκτωβρίου
«Σβήσαμε την τελευταία φωτιά μέσα στη σκοτεινή και βροχερή νύχτα.
Αύριο και εδώ θα έχουμε πόλεμο… είμαστε σχεδόν 500 μέτρα από τα σύνορα,
μέσα στη σιωπή, μας διακατέχει η συγκίνηση που δοκιμάζει κανείς όταν
κάνει μια ιερή τελετή. Αύριο θα μπορούμε να ελπίζουμε στην εύνοια του
Αρη… αν και λίγοι δεν φοβόμαστε. Εχουμε τις τσέπες μας γεμάτες
χειροβομβίδες που έχουν το πλεονέκτημα να μη ζυγίζουν πολύ… η αυγή
μελαγχολική και σιωπηλή. Κανείς δεν κινείται… υπάρχει ακόμη πολλή
ομίχλη. Επιτέλους, η πρώτη κανονιά, είναι ακριβώς 7.15 της 28ης
Οκτωβρίου 1940… θα είμαστε οι πρώτοι που θα περάσουμε τα σύνορα. Τα
πολυβόλα μας άρχισαν να ρίχνουν… η ελληνική συνοριακή φρουρά άνοιξε πυρ
για να προστατεύσει τους άντρες της… όταν φτάσαμε πάνω δεν υπήρχε πια
κανείς. Μπαίνω στο μικρό σπιτάκι. Το ακουστικό έχει αποσυνδεθεί από το
τηλέφωνο. Δίπλα υπάρχει ένα λευκό χαρτί και ένα μολύβι. Εφυγαν βιαστικά.
Είμαστε στον πόλεμο μα αυτός δεν είναι ακόμη πόλεμος!». Και συνεχίζει
μερικές μέρες αργότερα: «…υπάρχει μια παράξενη ησυχία. Ο λοχαγός χθες
είπε ότι θα προτιμούσε να έχει μπροστά του χίλιους εχθρούς παρά αυτή την
ησυχία… τα πολυβόλα άρχισαν να ρίχνουν. ..έχουμε τους πρώτους νεκρούς.
..πόση λύπη αλλά και πόση δόξα ταυτόχρονα!».
n «Οι Ελληνες δεν θα πολεμήσουν, δεν θα αντισταθούν, θα μας αφήσουν
να περάσουμε. Γιατί άλλωστε θα πρέπει να ριψοκινδυνεύσουν μια
αιματοχυσία; Δεν θα κερδίσουν τίποτα, θα τους σαρώσουμε σε ένα λεπτό.
Οχι δεν θα κάνουν πόλεμο, δεν τους ενδιαφέρουν οι Αγγλοι και ο πόλεμός
τους. Θα μας αφήσουν να περάσουμε χωρίς ιστορίες και τα πάντα θα
τελειώσουν εκεί. Το πολύ πολύ καμιά τουφεκιά… δυο εβδομάδες, τρεις
εβδομάδες το πολύ και θα έχει τακτοποιηθεί και αυτός ο τομέας. Στη
χειρότερη περίπτωση, τα Χριστούγεννα θα είμαστε στο σπίτι. Εχετε ακούσει
τι συμβαίνει στα άλλα μέτωπα; Η Γαλλία δεν υπάρχει πια, οι Γερμανοί την
έχουν γονατίσει. Στην ανατολική Αφρική διώχνουμε τους Αγγλους από τις
αποικίες τους. Είμαστε εδώ τώρα για να διώξουμε τις αγγλικές βάσεις και
θα το κάνουμε χωρίς κόστος».
- «Δυνατά, δυνατά φαντάροι γιατί στα Γιάννενα υπάρχουν γυναίκες, ξενοδοχεία, στρατόπεδα και κινηματογράφοι».
28 Δεκεμβρίου ώρα 10.30
«…καμιά φορά ακούω το ράδιο: τις ειδήσεις και τα χαιρετίσματα από
τις οικογένειες των στρατιωτών. Χθες αισθανόμουν άσχημα, τόσο που δεν
ήθελα να συνεχίσω να ακούω: μια μητέρα έστελνε χαιρετίσματα στο γιο και
βέβαια δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο πρώτος στρατιωτικός, συνάδελφός μου
που έπεσε σε ελληνικό έδαφος».
- «…Πίστευα ότι θα χάσω τη ζωή μου όπως την έχασαν πολλοί από τους
συναδέλφους μου, και ίσως μάθεις πόσο έχει μειωθεί η μεραρχία μας
«Julia». Σκέψου ότι στη μονάδα μου ήμασταν 300 και μείναμε ζωντανοί 80.
Από τα 130 μουλάρια έμειναν 15. Σκέψου αν μπορεί κάποιος να ελπίζει ότι
θα ζήσει…»
- «Ανακατεμένοι με τους φαντάρους, οι οδηγοί πάνω στ’ άλογο,
οπισθοχωρούσαν διασχίζοντας τραχιές βουνοπλαγιές, ανίκανοι οι λεβέντες
μας τούτοι να αντιληφθούν ένα τόσο ξαφνικό και αναπάντεχο ελιγμό προς τα
πίσω, ούτε που ήταν σε θέση να δώσουν μιαν εξήγηση. Αλλος ένας φαντάρος
κείτεται στο δρόμο, τα χέρια του είναι ακίνητα, ένα βλήμα του έχει
τρυπήσει την κοιλιά προς τα δεξιά, το πηγμένο αίμα του σχηματίζει μια
μαύρη και βρώμικη κηλίδα πάνω στο χιόνι. Τον έθαψαν το ίδιο βράδυ στους
πρόποδες κάποιου βουνού κοντά στο ποτάμι».
23 Φεβρουαρίου 1941
«…αν έχω την τύχη να επιστρέψω στο σπίτι θα σας διηγηθώ για τον
περίφημο ιταλικό στρατό… δεν έχω δει πιο ελεεινό πράγμα. Ας ελπίσουμε
ότι θα πάρουν μια απόφαση, διαφορετικά θα τα παρατήσουμε όλα και θα πάμε
με τους Ελληνες».
Στρατιώτης προς οικογενειακό
πρόσωπο: «…εδώ και μήνες δεν έχουμε τίποτα. Τα ρούχα είναι
κουρελιασμένα, όλα τα παπούτσια μας είναι τρύπια. Μένουμε κάτω από τη
σκηνή εκτεθειμένοι στη βροχή και στον αέρα… παραπονούμαστε γιατί οι
στολές μας είναι για κλάματα και λιώνουν όταν πέσει πάνω τους νερό σαν
να ήταν από χαρτί».
Υπολοχαγός Antonio Cantore: «…στο σχολείο είχα ακούσει ότι είναι
ωραίο να πεθαίνει κανείς με μια σφαίρα στην καρδιά σ’ ένα ηλιόλουστο
περιβάλλον. Κανείς δεν θα μπορούσε όμως να φανταστεί τον εαυτό του
ανάσκελα μέσα στη λάσπη ή με το πρόσωπο χωμένο μέσα στο βόρβορο. Είμαστε
και βρώμικοι, κανείς δεν σκέφτεται να πλυθεί, τα γένια μεγαλώνουν,
γλιτσιάζουνε, οι στολές κοκαλιάζουν απ’ την ακαθαρσία».
23 Ιανουαρίου του 1941, κάποιος στρατιώτης: «…βρέχει και κάνει
άσχημο καιρό εδώ και μια εβδομάδα. Εγώ είμαι εδώ για να πολεμήσω
εναντίον των Ελλήνων και ίσως σύντομα να νικήσουμε, χάνω όμως έναν άλλο
πόλεμο, εκείνον που άρχισα με τις ψείρες, αυτόν δεν θα τον κερδίσω
σίγουρα γιατί όσες περισσότερες σκοτώνω άλλες τόσες γίνονται και χωρίς
να ντρέπομαι σου λέω ότι έχω πάνω μου πάνω από χίλιες… τα γράμματά σας
έχουν λογοκριθεί».
Από την επίσκεψη Μουσολίνι στο μέτωπο, Μάρτιος 1941: «Τρέχω γρήγορα
μα ο Ντούτσε έχει ήδη περικυκλωθεί απ’ όλους τους δικούς μας φαντάρους.
Ζητάει την καραβάνα από ένα φαντάρο που μόλις είχε πάρει το συσσίτιο
και σχεδόν με τελετουργικό τρόπο τρώει λίγο από εκείνο το «νερόπλυμα»
ανάμεσα σε κραυγές ενθουσιασμού όλων όσοι παρευρίσκονταν, δεν κάνει
κανένα σχόλιο αλλά από την αντίδραση του προσώπου του δεν μας φαίνεται
και πολύ ικανοποιημένος. Ξαναδίνει την καραβάνα στον στρατιώτη μας,
χαιρετάει με ρωμαϊκό χαιρετισμό και ανεβαίνει στο αυτοκίνητο…».
Κάποια κυρία της
αριστοκρατίας της Ρώμης γράφει προς τον σύζυγο ταγματάρχη στη ζώνη των
επιχειρήσεων: «Είμαι διατεθειμένη να κάνω τα πάντα για να πετύχω τη
μετάθεσή σου εδώ. Σήμερα το πρωί πήγα στο Υπουργείο και ο στρατηγός που
ξέρεις με δέχθηκε εγκάρδια. Μου είπε να μείνεις ήσυχος, θα τα καταφέρει
οπωσδήποτε, αν όχι στη Ρώμη θα είναι σίγουρα σε ένα πολύ κοντινό μέρος.
Ταυτόχρονα μου ζήτησε να συναντηθούμε το βράδυ. Οπως βλέπεις, ο σάτυρος
γέρος δεν χάνει χρόνο. Επειδή όμως σ’ αγαπάω πολύ είμαι διατεθειμένη να
θυσιαστώ».
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28.10.2008
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο