"Οι διαφταρμένοι, δια να
ρουφήξουν την πατρίδα κ᾿ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και
φατρίες και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι᾿ άλλος Ρούσσος. Κι᾿
αυτό δεν σβένει από αυτούς. Δια να το σβέσετε, δια να στερεωθή η
πατρίδα, χρειάζεται δικαιοσύνη να ᾿χετε και ᾿λικρίνεια και μ᾿ αυτό
κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς".
"Το θερίον είπαν θερίον κι ο άνθρωπος είναι χερότερος".
"Το θερίον είπαν θερίον κι ο άνθρωπος είναι χερότερος".
"Όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός".
"Οι άνθρωποι -γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι όχι την καρδιά".
"Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα".
"Κ᾿ εγώ έκαμα λάθη και κάνω άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας".
"Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης".
"Είχα δυο αγάλματα" σημειώνει ακόμα "περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια -φαίνονταν οι φλέβες,
τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά 'χαν πάρει κάτι
στρατιώτες, και στΆργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα
γύρευαν [...]. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από τη ν πατρίδα μας. Γιαυτά πολεμήσαμε".
"Όσο πιστεύουν τους κόλακες
κι᾿ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ᾿ οι άλλοι σημαντικοί,
του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ᾿ εκείνοι".
"Τούτη την πατρίδα την
έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και
πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι
αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν
δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο
δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”;
όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει “εγώ”. Όταν
όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε “εμείς”. Είμαστε στο
“εμείς” κι όχι στο “εγώ”".
"Όποτε σας λένε οι ξένοι
σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής κλαίτε την πατρίδα και τους
αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον είναι τα δάκρυά της
καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει".
"Αν δουλεύωμε δια λευτεριά, μας βοηθούνε οι φιλάνθρωποι, κι αν δουλεύωμε
δια ληστείαν, μας μουτζώνουν".
"Εσύ, Κύριε, θ’
αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων
ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή".
"Γενναίγοι προπατέρες,
Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ᾿ επίλοιποι γενναίγοι άντρες,
μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και
σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας οι
στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι
μ᾿ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, εσείς
γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι᾿ αυτό δοξαστήκετε".
"Του λέγω, οχτρούς αν τους
έκαμα, δεν λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα δια το νιτερέσιον μου".
"Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα
᾿νεργήσω κι᾿ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν".
"Η ιστορία, θέλει
πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου τα καλά και τα κακά και
τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι όπου θα τη διαβάσουν, να μη
πέφτουν σε λάθη˙ και τότε σχηματίζονται τα έθνη".
"Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, διά να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν διά την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή." | |||
"Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού ειμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς." | |
"...Τους πήραν και τους έβαλαν όλους
χάψη τους οπλαρχηγούς· και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι όπου
ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες
- κι έπρεπε να κόψει η Αγγλία τον Ντώκινς, τον πρέσβυ της, η Γαλλία το
δικό της, και η Ρουσία το ίδιο· κι ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους
αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψει κι ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η
Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδας μας και του αθώου βασιλέα
μας". "Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σαναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους που πρωτοθυσιάστηκαν στην Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων· κι εκείνους που αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, στο Χάνι της Γραβιάς· κι εκείνους που λιώσανε τόση Τουρκιά και πασάδες στα Βασιλικά· κι εκείνους που αγωνίστηκαν σα λιοντάρια στη Λαγκάδα του Μακρυνόρου, όπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σαυτές τις δυο θέσες πούναι τα κλειδιά σου -ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου, και τάλλο των Θερμοπύλων. Κι αφού πήγανε κι από τα δυο μέρη νανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι, τόσοι λίγοι, ογδόντα ένας στη Λαγκάδα, γιόμωσαν τον τόπο κόκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν, εκείνοι οι ολίγοι, στάλλο μέρος των Θερμοπύλων κι άλλού. Αυτήνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια. Αυτήνοι ψύχωσαν εκείνους που πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές· και νηστικούς κι αδύνατους τους περιλάβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι αδελφούς του. O Αγουστίνος κι ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτσια κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν: «Ποιος σας είπε» τους λένε «να σηκώσετε άρματα να δυστυχίσετε;". | |||||||||||
«...Εγώ ήμουν άγρυπνος τόσες βραδιές. Νύχτα κι ημέρα δουλεύαμε [...]. Αποκοιμήθηκα. Οι Τούρκοι, ακούγοντας το χτύπο του Λαγουμιτζή, συνάζονται πλήθος και κάνουν γιρούσι [...]. Τότε οι άνθρωποί μου ανακατώθηκαν με τους Τούρκους. Σηκώνομαι άξαφνα εκεί που ήμουν γερμένος. Κόλλησα στην ντάπια. Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι, τους ντουφέκισα κι εγώ στο σωρό. Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν στο λαιμό. Τότε κάνω το ποδάρι μου να κατεβώ από την ντάπια· έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός. Οι άνθρωποι τσακίστηκαν από την όξω ντάπια. Πατούσαν απάνω μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος, μαφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα· έλπιζαν οτείμαι σκοτωμένος. Αφού πέρασαν όλοι και μείναν ολίγοι κι έμπαιναν κι αυτοί μέσα στο κάστρο, τότε θάμπαιναν κι οι Τούρκοι συνχρόνως μαυτούς [...] Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος και βαστώ καμιά δεκαριά έξω με το μαχαίρι. Δεν τους άφησα να μπούνε μέσα. Και τράβησα την πόρτα πούχαμεν ανοιχτή και πιάσαμε τον πόλεμο και πολεμούσαμε με τις πιστόλες. Μήτε οι Τούρκοι μπορούσαν να ρίξουνε ντουφέκι μήτε εμείς. [...] Όρμησαν οι Τούρκοι, με ξαναπλήγωσαν στο κεφάλι, στην κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα. Γυρεύουν οι άνθρωποι να με πάρουν να μπούμε μέσα. Τότε τους λέγω: Αδελφοί, και μέσα να μπούμε κι όξω να μείνομε, χαμένοι είμαστε αν δε βαστήξομε τους Τούρκους [...]. Τότε οι γενναίοι Έλληνες βάστησαν σα λιοντάρια. (...]. Παίρνοντας το δειλινό, μέρασα φυσέκια των ανθρώπων. Ήρθαν κι άλλοι ακόμα σύντροφοι. Ήρθαν και Τούρκοι νέο μιντάτι. Μας ρίχτηκαν μορμή, μπήκαν στις καμάρες, τις κυργέψαν όλες, κι άνοιξαν μασγάλια και ντουφεκιούσαν μέσα στο κάστρο. Ρίχτηκαν μορμή να μας πάρουν και την ντάπια μας. Εκεί σκότωσαν τον Νταλαμάγκα κι άλλους πέντ έξι. Ξαναλαβώνομαι κι εγώ πίσου στο κεφάλι πολύ κακά. Μπήκε του φεσιού το μπάλωμα στα κόκαλα, στην πέτσα του μυαλού. Έπεσα κάτου πεθαμένος. Με τράβησαν οι άνθρωποι μέσα. Τότε ένιωσα. Τους είπα: Αφήστε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουν το πόστο μου. Τότε οι καημένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από την ντάπια μας και τους έβαλαν όλους στις καμάρες...". |
"O Ήλιος εβασίλεψε, Έλληνά μου, βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη". |
|
"Πήρε την επιρροή των ανθρώπων ο Κυβερνήτης. Ήταν μπεζερισμένοι όλοι από την ακαταστασίαν. Δυο χρόνια κοντά μάς κυβέρνησε αγγελικά. Και μας γύμναζε και την οικονομίαν. Ότι κι’ ο Κυβερνήτης μας μίαν κόττα έτρωγε τέσσερες ημέρες". | |
"Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων· τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τούς θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι’ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς – κι’ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους". | |
"Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι κ’ οι οπαδοί σας. Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν· κ’ είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι τον Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του «Γκρανσινιόρη». Όσο έλεπαν το τζαμί εις την Βγιέννα σκιάζονταν κ’ έτρεμαν να μην πάγη και παραμέσα και φκειάση κι’ άλλα τζαμιά. Κι’ από αυτόν τον φόβον κάποτε του πλέρωναν και φόρον. Κι’ όταν βήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίση τζαμιά, ότι θα πέσουν κι’ αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και δι’ αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξη μ’ έργα, ας είστε καλά εσείς οπού δεν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους οπού ειμαστε". |
"Εκεί οπού φκιαχνα τις
θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς (Derigny Anri
Gautier, Γάλλος ναύαρχος) να με ιδή. Μου λέγει. ‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές
οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;’ –
Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός
όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις
τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη,
παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε
ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά
πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και
μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την
απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν".
"…Τότε,
εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από
τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις
μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο
επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου
ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη".
"Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε.
Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου.Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω
εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν
πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον
εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο".
"…Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα".
"Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το
Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμε το ραγιά
και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του
και μας σήκωσε το ντονφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του
γίνεται· τον γελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν…"
"Ποτές δικαιοσύνη δεν είδαμεν -κι όλο συχνούς εφύλιους πολέμους και
σκοτωμούς. Χάθηκαν δι’ αυτά τα καλύτερα παλληκάρια κι έπαθε και παθαίνει
η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους...»
«Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν"!
«Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν"!
"Οι μεγάλοι μας οι πολιτικοί δεν επιθυμούν
ποτές την ησυχίαν, κι᾿ όλο πατριωτισμόν με τα χείλη θυσιάζουν. Θέλουν εις την Συνέλεψη
να κομματιάσουνε το Έθνος. Το ᾿καμαν αυτόχτονας κι᾿ ετερόχτονας. Και μια διχόνοια,
οπού τηράγει ο ένας χριστιανός τον άλλον, οι μέσα με τους έξω, ως Τούρκους όταν
τους πολεμούσαμεν. Αυτά ήταν έργα του κυρίου Κωλέτη και των αλλουνών -συνοημένοι
και με τον Παλαμήδη και μ᾿ άλλους. Ήταν αυτά σκέδια των ξένων δια-να μας λευτερώσουνε,
και καταξοχή των ευεργέτων μας Άγγλων είχαν τόσα στρατέματα εις τους Κορφούς έτοιμα
και γύρευαν όλο τοιούτες διαίρεσες, να πιαστούμεν αναμεταξύ μας, να ᾿ρθουν να μας
λευτερώσουν με τα στρατέματά τους κι᾿ εμάς και τον Βασιλέα. Κι᾿ άλλα λένε εκεινού,
άλλα εμάς και με την παραμικρή τρέλλα αναμεταξύ μας να κάμουν απόβαση".
"…Χάριτες μεγάλες χρωστάγει η πατρίδα ‘σ όλους τους ευεργέτες κατεξοχή ‘σ αυτούς τους γενναίους κι’ αγαθούς άντρες.
Ότι αυτείνοι, αφού οι συνεισφορές
τους ήταν κι’ όντως μεγάλες και μας ανάστησαν εις τα δεινά μας, δεν
θυσίασαν ποτές δόλο κι’ απάτη, να κατατρέχουν πεθαμένους ανθρώπους οι
ζωντανοί και οι αντρείγοι˙ δεν θέλουν την γης και την θάλασσα να την
ρουφήσουν αυτείνοι, να μην ζήσουν άλλοι δυστυχείς και κατασκλαβωμένοι
και καταφρονεμένοι τόσους αιώνες.
Αφού ο Θεός τους λυπήθη και θέλει να
τους αναστήση, οι άνθρωποι τους καταπολεμούν να τους φάνε, να τους
χάσουνε, να τους σβύσουνε να μην ξαναειπωθούν Έλληνες."
"Και τι σας έκαμεν αυτό τ’ όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο
Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο
Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς
της ανθρωπότης κοπίαζαν και βασανίζονταν νύχτα και ημέρα μ’ αρετή, με
‘λικρίνειαν, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να
την αναστήσουν να ‘χη αρετή και φώτα, γενναιότητα και πατριωτισμόν.
Όλοι αυτείνοι οι μεγάλοι άντρες του
κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Αδη ‘σ έναν τόπον σκοτεινόν και
κλαίνε και βασανίζονται διά τα πολλά δεινά οπού τραβάγει η δυστυχισμένη
μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η
Ελλάς, έσβυσε τ’ όνομά της. Αυτείνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια
και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν
τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωή˙ και τοιούτως
θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας.
Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους
εμάς – γύμναση της κακίας και παραλυσίας".
"Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν".
"Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ‘χε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίπου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν – με της αντενέργεις σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ‘φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή".
"Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μάσκαρα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπού ‘χε εις το πρόσωπόν του κ’ έσκιαζε εσέναν τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος, και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβώσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίπου από τετρακόσες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και μ’ εσένα τον χριστιανόν – με της αντενέργεις σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κ’ εφόδιασμα της πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα ‘φόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίγος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή".
"Ύστερα μας γιομώσετε και φατρίες
– ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσσους˙
και δεν αφήσετε κανέναν Έλληνα – πήρε ο καθείς σας το μερίδιόν του˙ και
μας καταντήσετε μπαλαρίνες σας˙ και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς μας,
ότι δεν την αιστανόμαστε. Το παιδί όταν γεννιέται, δεν γεννιέται με
γνώση˙ οι προκομμένοι άνθρωποι το αναστήνουν και το προκόβουν. Τέτοια
ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ’ εμάς τους
δυστυχείς".
"Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν
υπάρχει ‘σ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του
αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μας έσωσε και θέλει μας σώση˙
ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια – και τα δικά σας
ψέματα δολερά. Κι’ όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας
ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των
φιλάνθρωπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ’ ούλο ζωντανούς
τρώτε τους ανθρώπους και ‘περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους˙
και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία.
Ο περίφημος Ναπολέων, ο βασιλέας της
Γαλλίας, οπού τίμησε την αντρεία και την σοφία του πολέμου κι’ από
μικρός άνθρωπος έγινε αυτοκράτορας, βασιλέας απολέμηστος – ο Χάρος τον
σκότωσε με χωρίς ντουφέκι και σπαθί, και κατέβηκε εις τον Αδη με φόρεμα
εννιά πήχες πανί. Όλος ο κόσμος δεν τον χώραγε, όλα τα πλούτη του κόσμου
δεν του φτάναν, εννιά πήχες πανί του έφτασε και του περίσσεψε".
"Εις τον Αδη κατέβηκε με το ίδιον
φόρεμα κι’ ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος˙ και χαιρετιώνται οι δυο
βασιλείς˙ «Τι έλεγες, βασιλέα Αλέξαντρε, δεν θα πέθαινες και να ‘ρθης
εδώ σε τούτην την ζωήν ντυμένος μ’ αυτό το φόρεμα; Πού ‘ναι τα παράσημά
σου; Πού ‘ναι η μεγάλη σου στολή; Πού οι καναπέδες οι χρυσοί; Πού οι
κόλακες να μας λένε μυθολογίες και να τους πιστεύωμεν και να χάνωμεν την
δικαιοσύνην εις την ανθρωπότη και να τρώμεν τους τίμιους ανθρώπους
ζωντανούς και τους άτιμους να τους πιστεύωμεν και να τους δοξάζωμεν; Και
να μας τυφλώνουν αυτείνοι οι απατεώνες, να χάνωμεν την δικαιοσύνη και
να μας αναθεματούν όλοι οι αθώοι ότι τους φάγαμεν ζωντανούς και ότι τους
αφίναμεν νηστικούς, ξυπόλυτους και γυμνούς;"
"Κ’ εδώ οι δίκαιοι βασιλείς, οι
αληθινοί φιλόσοφοι είναι ντυμένοι λαμπρά και οι άδικοι γυμνοί από τον
Θεόν, τον δίκαιον βασιλέα του παντός, οργισμένοι κι’ από τους ανθρώπους
κι’ αναθεματισμένοι. Ότι όποιον αδικάς τιμή, ζωή και λευτεριά και δεν
τον αφίνεις ‘σ την προσωρινή ζωή να ζήση ως άνθρωπος, αυτός σ’
αναθεματάγει, δεν σε συχωράγει. – Όσο τα θυμήθης εσύ, Ναπολέων, αυτά
οπού μου τα λες και με συνβουλεύεις τώρα, άλλη τόση προσοχή είχα κ’ εγώ
κι’ όλοι οι όμοιοι μας. Όσοι πιστεύουν τους κόλακες κι’ απατεώνες, τους
γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ’ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το
φόρεμα θα φορέσουν κ’ εκείνοι".
"Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους
παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ‘βρούμε τον γέρο
Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους
ειπούμεν της χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού
ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης. Αυτείνοι οι
αγαθοί και δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ‘περασπισταί της
λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι’ όχι δόλον
κι’ απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά˙ κι’ αν ήταν αυτείνοι φτωχοί
εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ‘στορικά του
κόσμου. Δι’ αυτούς ήταν τα έργα τους αγώνες της αρετής".
"Διά τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος κι’ ανάστησε και τους απογόνους τους, οπού ήταν χαμένη τόσους αιώνες η πατρίδα τους. Και
διά να θυμώνται πίστη, ο Θεός ο αληθινός τους ανάστησε˙ ξυπόλυτους,
γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά, τα καλά τους τα
σύναζε ο Τούρκος κάθε καιρόν οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και
χωρίς τ’ αναγκαία˙ οι Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι· οι δυστυχείς
Έλληνες ολίγοι κι’ αγύμναστοι νίκησαν τον δικόνε μας τον σύντροφον, τον
Γκραν Σινιόρε. Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις
της πρώτες χρονιές εφοδίαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και
τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν".
"H Αγγλία τους θέλει να τους κάμη
Αγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και
νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι’ ο Μετερνίκ της
Αούστριας Αουστριακούς – κι’ οποίος τους φάγη από τους τέσσερους. Και
τους λευτερώνουν χερότερα κι’ από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά
φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι’ αυτός ο μάστορης ο Γερόθεος. Διά να βγούνε εις την κοινωνία του κόσμου δεν εβήκαν μόνοι τους, τους προστατεύει αυτός ο δίκαιος και παντοτινός βασιλέας. Αυτός, ο δίκιος Θεός – οποίος τους κιντυνέψη, θα τον φάγη το δικέφαλον αυτός είναι ο ‘περασπιστής των αθώων και των αδυνάτων".
"Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες, τους απογόνους αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, οπού στόλισαν την ανθρωπότη μ’ αρετή.
Και με την δύναμή σου και την
δικαιοσύνη σου θέλεις να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους˙ και η απόφασή
σου η δίκια είναι να ματαειπωθή Ελλάς, να λαμπρυθή αυτείνη και η
θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι,
εκείνοι οπού ‘περασπίζονται το δίκιον και οι ανθρωποφάγοι – ο Άδης θα
τους ρουφήση˙ και οι άνθρωποι οι τίμιοι θα τους αναθεματούν κατά τα έργα
τους˙ και οι προδότες της πατρίδος και οι αγορασμένοι – κακόν μπελά να
τους δώσης και συντρόφους του Κάγη να τους κάμης".
"Με την βοήθεια του Θεού, αυτό κ’
έγινε. Οι ξυπόλυτοι και οι γυμνοί τα σπαθιά των Τούρκων τα ντιμισκιά τα
πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με της μαχαιρούλες, τα φλωροκαπνισμένα τους
ντουφέκια τα πήραν με οπού ‘ταν δεμένα με σκοινιά, τους πήραν και τους
ζαϊρέδες κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Οι ανθρωποφάγοι φτόνησαν αυτό
και μας έσπειραν την αρετή τους, διχόνοια, φατρία, κατασκοπεία, της
ακαθαρσίες της δικές τους, κ’ έφκειασαν την πατρίδα μας παλιόψαθα με τα
φώτα του Φαναργιού, με την αρετή της Κεφαλλωνιάς, με τον μαθητή του
Αλήπασσα, με τον μέγα φιλόσοφον των Κορφών. Τώρα, αφού μας γύμνωσαν από
την αρετή και πατριωτισμόν και ταλαιπωρούνε όλους τους αγωνιστάς και
χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά τους κι’ όσους θυσίασαν το δικόν τους
διά την λευτεριά της πατρίδας, μας λένε ανάξιους της λευτεριάς, κι’ ο
ψευτογιατρός των Καλαβρύτων ο Ζωγράφος λέγει εις την προκήρυξή του ότι
οι αγωνισταί είναι λησταί. Αυτός είναι σωτήρας!"
"Και δι’ αυτό δοξαστήκετε. Να είχετε
πολιτικόν τον Μαυροκορδάτο, να είχετε τον Κωλέτη, να είχετε τον Ζαΐμη,
τον Μεταξά κι’ άλλους τοιούτους, να θέλουν άλλος την Αγγλία, άλλος την
Γαλλία, άλλος την Ρουσσία, άλλος την Αούστρια κι’ άλλος την Μπαυαρία και
να κάνουν χιλιάδες αντενέργειες και συχνούς εφύλιους πολέμους, κι’
όσους θέλαν να βαστήξουν την πατρίδα, όταν οι Τούρκοι την κιντύνευαν,
ζητούσαν να τους σκοτώσουν με της αντενέργειές τους˙ και τους σκότωσαν
και χάθη όλο τ’ άνθος των Ελλήνων εις τους εφύλιους πολέμους".
"Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις [...].
Και να σκούζω νύχτα και μέρα από τις πληγές μου. Και να βλέπω τη
δυστυχιμένη μου φαμίλια και τα παιδιά μου πνιγμένα στα κλάματα και
ξυπόλυτα. Και έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο αδρασκελιές κάμαρη. Και
γιατρό να μη βλέπομε, ούτε ν’αφήνουν κανένα να πλησιάσει νά μας ιδεί.
[...]. Όλοι θέλουν να χαθούμε. Μας κάνονν ανάκρισες ολωνών, κατ’ οίκον
έρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου [...]. Και
στις 13 τουτουνού του μήνα [...] ήρθε ο μοίραρχος με τη στολή του, όπου
μας φύλαγε, και μου λέγει να πάγω στη φυλακή του Μεντρεσέ, όπου
φυλακώνουν τους κακούργους…"
"Αφού με λευτέρωσαν και πήγα στο χαλασμένο
μου σπίτι και στην ταλαίπωρή μου οικογένεια, μ’ανάδωσαν οι πληγές, τη
μια Λαμπρή επέρσι και τη Λαμπρή που πέρασε πάγει δυο χρόνια τώρα. Πήγα
στη σπηλιά πού ‘ναι στο περιβόλι μου να ξανασάνω. Και με το στανιό και
ακουμπώντας με το ξύλο έσωσα εκεί. Μου ρίχνουν πέτρες και με χτυπούν και
μαγαρισιές ανθρώπινες απάνω μου: ‘Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη,
να χορτάσεις πού ‘θελες να κάμεις σύνταμα!’ Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες
πληγές από τα χτυπήματα κι από τ’αγκυλώματα [...]· εσάπισα,
εσκουλήκιασα. Αυτά έστειλα στη δημαρχία κι ακρόαση δε μού ‘δωκε. Και
εξακολούθαγε αυτό ως την παραμονή της Σωτήρος. Και ανήμερα με χτύπησαν
πολύ· έμεινα νεκρός· δε στανόμουν, ζωντανός είμαι ή πεθαμένος…"
"Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν᾿ αγωνίζωνται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά-τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να ᾿χουν την επιρροή για ικανότη".
Αποσπάσματα από τα "Απομνημονεύματα" του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη
http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/makriyannis/makriyannis_memoirs.htm
Πηγή: «Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη»
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο