του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα
Στο βιβλίο* του JUDT γίνεται μια προσπάθεια να διατυπωθούν, απλά και κατανοητά, τα εσωτερικά προβλήματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης, να διερευνηθούν τα αίτιά τους, οι προοπτικές τους και να διευκρινισθεί το δέον γενέσθαι. Ο συγγραφέας, διακεκριμένος ιστορικός, γνωρίζει τα προβλήματα και είναι εύλογη η προσοχή που αποδίδεται στις απόψεις του. Οι αξιολογήσεις και οι προτάσεις του τοποθετούνται σαφέστατα στην διαγώνιο μεταξύ νεωτερικού ατομικισμού και νεωτερικού κολεκτιβισμού –θέση που στην Αμερική αναγνωρίζεται ως φιλελεύθερη και στην Ευρώπη ως σοσιαλδημοκρατική. Στο κείμενο που ακολουθεί θα σχολιάσω δύο από τα βασικά ζητήματα με τα οποία ασχολείται το βιβλίο.
Το πρώτο μεγάλο ζήτημα είναι η ξέφρενη κοινωνική ανισότητα. Ούτε λίγο ούτε πολύ επιστρέψαμε, καθώς διαπιστώνει ο συγγραφέας στα προ του 18ου αιώνα δεδομένα, όπου σύμφωνα με εμβληματική διατύπωση εκείνης της εποχής, οι εργαζόμενοι «δεν έχουν τίποτε άλλο να τους κεντρίζει ώστε να γίνουν χρήσιμοι, από την ανέχειά τους», την οποία «είναι φρόνιμο να την ανακουφίζουμε αλλά κουτό να τη θεραπεύουμε»!
Για πάνω από εκατό χρόνια, ως τη δεκαετία του 1970, η κρατική παρέμβαση έβαζε κάποιο φρένο στην εγγενή ροπή του καπιταλισμού προς την υπέρμετρη ανισότητα. Έκτοτε όμως, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, οι κρατικοί φραγμοί ανατράπηκαν και η ανάπτυξη της ανισότητας απελευθερώθηκε. Ενώ το 1968, για παράδειγμα, ο διευθύνων σύμβουλος της General Motors λάμβανε 66 φορές μεγαλύτερη αμοιβή από τον τυπικό εργάτη της, σήμερα ο αντίστοιχος διευθύνων, της Walmart λ.χ., εισπράττει 900 φορές περισσότερα. Τα αστρονομικά τραπεζικά μπόνους είναι ένα άλλο πιο γνωστό παράδειγμα. Λίγοι υπερπλούσιοι ελέγχουν πλέον σχεδόν το σύνολο των πόρων του πλανήτη.
Χέρι χέρι με την κοινωνική ανισότητα πηγαίνει φυσικά η κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών, η μαζική εξαθλίωση, το έγκλημα, η κοινωνική μειονεκτικότητα, η αρρώστια και η κυνική εγκατάλειψη των εκπτωχευμένων. Το προσδόκιμο επιβίωσης στις ΗΠΑ, σημειώνει ο συγγραφέας, παραμένει πιο κάτω απ’ αυτό της Βοσνίας και μόλις πιο πάνω από της Αλβανίας! Στην Ευρώπη η εικόνα είναι αισθητά καλύτερη, αλλά καθώς κερδίζει έδαφος η μίμηση και επιβολή του αμερικανικού προτύπου, η κατάσταση εξελίσσεται ακάθεκτα προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά «δυστυχώς δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», επαναλαμβάνουν εν χορώ οι υπεύθυνοι πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες. Ο ελεύθερος – άναρχος καπιταλισμός είναι κάτι σαν «φυσική πραγματικότητα». Κάτι ανεξάρτητο από τη θέληση των ανθρώπων.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, παρατηρεί θλιμμένος ο συγγραφέας, η ανισότητα έχει πλέον εξιδανικευτεί. «Το να ζεις μέσα στην ανισότητα και τις παθολογίες της είναι ένα πράγμα, το να το γλεντάς κιόλας, είναι ένα τελείως διαφορετικό. Βασιλεύει παντού η εντυπωσιακή τάση να θαυμάζονται τα μεγάλα πλούτη και να τους αποδίδονται δοξαστικές τιμές». «Να θαυμάζονται» -από τη μεγάλη μάζα εννοείται!
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που θίγει το βιβλίο είναι η εμπεδωμένη πεποίθηση ότι η απόλυτη ελευθερία των αγορών είναι «μονόδρομος», παρά την συνεπαγόμενη έκρηξη της κοινωνικής ανισότητας και της κοινωνικής αποσύνθεσης την οποία αυτή προκαλεί. Στον εν λόγω μάλιστα «μονόδρομο» έχει εκκολαφθεί μια νέα γενιά «δίχως οράματα», εντελώς συμβιβασμένη και αφοσιωμένη στο κυνήγι της επαγγελματικής επιτυχίας, παρότι εξ ορισμού η επιτυχία είναι για λίγους. Η σκέψη των νέων είναι πλέον ξένη προς κάθε έννοια πολιτικής. Οι κυρίαρχες φαντασιώσεις της ευμάρειας και της απεριόριστης προσωπικής ανέλιξης, παραμέρισαν και δυσφήμισαν κάθε συλλογικό προβληματισμό γύρω από τα ζητήματα της πολιτικής ελευθερίας και μέριμνας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και συλλογικής δράσης, που απασχολούσαν τους παππούδες τους και εν μέρει και τους γονείς τους. Εξαφάνισαν το «αντιρρητικό» πνεύμα, το τόσο ζωτικό, κατά τον συγγραφέα, για την επιβίωση των δημοκρατικών θεσμών. Παράδειγμα οι Βρετανοί «οι οποίοι αποδέχτηκαν πειθήνια τα πάντα, από τις κάμερες κλειστού κυκλώματος έως την ενισχυμένη και αδιάκριτη αστυνόμευση». Η ανάπτυξη του απολύτως ελεύθερου καπιταλισμού φαίνεται να συμβαδίζει με την ανάπτυξη ενός κράτους «οργουελικού» (τεχνο-ολοκληρωτικού) τύπου.
Με τις επισημάνσεις του αυτές ο Judt περιγράφει το συγκεκριμένο ανθρωπολογικό πρόβλημα της έκλειψης του υποκειμένου, από το οποίο θα ανέμενε κανείς να αναλάβει την ευθύνη της αντίστασης, ώστε να αποφευχθεί η επαπειλούμενη πλήρης κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, σαν και εκείνη που έλαβε χώρα κατά την προηγούμενη απατηλή «παγκοσμιοποίηση» και η οποία βύθισε την ανθρωπότητα σε δύο παγκοσμίους πολέμους, γενοκτονίες και ολοκαυτώματα. Παραδόξως όμως και ενώ τονίζει ο συγγραφέας μας την σημασία που έχει η έκλειψη του κλασικού αντιρρητικού υποκειμένου του δυτικού πολιτισμού, δεν εμβαθύνει καθόλου στα πιθανά αίτιά της και άρα στις προϋποθέσεις της επιθυμητής κατά τον ίδιο αναγεννήσεώς της. Και όπως είναι επόμενο καταντά να αναλώνεται σε ηθικολογικές εκκλήσεις. -Ότι χρειαζόμαστε «σκοπούς ζωής», όχι βέβαια ανέφικτους ή ουτοπικούς, αλλά συγκεκριμένους και πρακτικούς. Ότι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει «να δώσουμε προσανατολισμό στους νέους». Να «σκεφτούμε», να «οραματιστούμε» διεξόδους, να «αναπλάσουμε τον δημόσιο διάλογο»... και άλλα τέτοια αυτονόητα, πλην όμως άγνωστο πώς επιτεύξιμα.
Στο «διά ταύτα» έχουμε την επιστροφή στον ξεχασμένο κεϋνσιανό διαφωτισμό περί «συλλογικών αγαθών», τα οποία ενώ είναι ζωτικά για την ύπαρξη της κοινωνίας, οι ιδιώτες και γενικά οι αγορές, δεν είναι σε θέση να προμηθεύσουν, οπότε προδήλως μόνο η πολιτική μέριμνα και η αντίστοιχη κρατική παρέμβαση, μπορούν να εγγυηθούν. Στη βάση αυτή ο συγγραφέας καταλήγει να προτείνει μια πολιτική εκλεκτικού συγκερασμού των «καλών» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και των «καλών» του αμερικανικού φιλελευθερισμού. Όσων βέβαια απ’ αυτά παραμένουν ζωντανά!
Προσπερνώντας την ιδεολογικά αναχρονιστική οπτική του βιβλίου και τις συναφείς εκλεκτικές προτάσεις του, στέκομαι στην περιγραφική βάση του, απ’ όπου και προβάλλει το ξετύλιγμα δύο κρίσιμων συστημικών φαινομένων:
Το ένα είναι ο σύγχρονος μηδενισμός: η δικτατορία του σχετικισμού, η αποθέωση της ιδιωτικής επιθυμίας, η απαξίωση των κοινωνικών αξιών, η αναγωγή του χρήματος σε αυταξία μοναδική-απόλυτη και η αντίστοιχη αποσύνθεση / εξουδετέρωση του ανθρωπολογικού υποκειμένου του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας -του περιβόητου «Ατόμου».
Το άλλο φαινόμενο είναι η πολιτική αντιμετώπιση του σύγχρονου αυτού μηδενισμού μέσω της μεθοδικής διολίσθησης στον τεχνοσυστημικό ολοκληρωτισμό, όπου ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε πανοπτικώς επιτηρούμενο αναλώσιμο αντικείμενο, σε δούλο-res-πράγμα. Η πολιτική βεβαίως εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά μεταλλαγμένη σε τεχνική αποκλειστικά θεραπαινίδα του απρόσωπου Τεχνοσυστήματος.
Ενδιαφέρον, λοιπόν, το βιβλίο του TONY Judt, αν και αλυσιτελών ενδοσυστημικών τελών. Αν θα θέλαμε να μεταβούμε σε μια διεύρυνση της κατανόησης της πορείας του σύγχρονου κόσμου, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στο εστιακό κέντρο της κρίσης, που είναι ο σύγχρονος μηδενισμός, θα έπρεπε να τεθούμε εντός του ακόλουθου τριλήμματος: Είτε (α) αναπαλαίωση του νεωτερικού ατομοκεντρισμού (όπως προτείνει ο Judt). Είτε (β) επιστροφή στον προνεωτερικό κολεκτιβισμό (: πίσω από το Άτομο –όπως προτείνει π.χ. ο Αχμέτ Νταβούτογλου στις Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες του). Είτε (γ) υπέρβαση του διπόλου κολεκτιβισμού / ατομοκεντρισμού και μετάβαση σε έναν μετανεωτερικό πολιτισμό -πέρα από το Άτομο (όπως προτείνει π.χ. ο Αλεξάντερ Ντουγκίν στην άρτι μεταφρασθείσα Τέταρτη Πολιτική Θεωρία του, αλλά και ο υποφαινόμενος στο από εικοσιπενταετίας ομολόγου στοχεύσεως έργο του).
* "Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα" Tony Judt, Εκδόσεις Αλέξάνδρεια 2012, μετάφραση: Kώστας Κουρεμένος
Πηγή: Aντίφωνο, "Σύναξη" τχ 127, σελ. 99-101.
κανένα σχόλιο