Προκειμένου
να καταλάβουμε αν πράγματι υφίσταται κίνδυνος ανατροπής του πολιτεύματος και
από ποιους, πρέπει να ξεκινήσουμε την έρευνά μας όχι από τις γνωστές ιδεολογίες
του ολοκληρωτισμού (ναζισμός, εθνικοσοσιαλισμός, κομμουνισμός) αλλά από τα
πολιτεύματα, δηλαδή τους δυνατούς τρόπους διακυβέρνησης ενός συνόλου ανθρώπων.
Η δε οργάνωση της διοίκησης ενός συνόλου, όπως έχουν δείξει η ιστορία και η
πολιτειολογία, μπορεί να γίνει μόνο με δύο τρόπους: Με την Δημοκρατία (κατά την
οποία οι εξουσίες πηγάζουν από κάτω προς τα πάνω) και με την Μοναρχία (κατά την
οποία οι εξουσίες πηγάζουν από πάνω προς τα κάτω). Η Ολιγαρχία όπου εφαρμόστηκε
δεν υπήρξε πολίτευμα αλλά ένα κυβερνητικό μόρφωμα - προστάδιο της Μοναρχίας ή
ένα μόρφωμα – συγκάλυψη της αποικιοκρατίας Μεγάλων Δυνάμεων με τοποτηρητές. Τα
εφαρμόσιμα πολιτεύματα λοιπόν είναι δύο: Μοναρχία και Δημοκρατία.
Στην
Δημοκρατία υπάρχει ένα σύνολο ατόμων (με δικαιώματα και υποχρεώσεις), το οποίο
είτε άμεσα, είτε έμμεσα (μέσω εκπροσώπων) παίρνει αποφάσεις για το μέλλον του
με θεσμούς που διακρίνονται μεταξύ τους. Στην Μοναρχία όμως δεν υπάρχουν
«άτομα» με δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά υπήκοοι του Μονάρχη, ο οποίος έχει
συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες του κράτους στον εαυτό του με αποτέλεσμα το
κράτος να ταυτίζεται με αυτόν. Κράτος υπάρχει και στο ένα πολίτευμα και στο
άλλο, με την διαφορά ότι στην Δημοκρατία το Κράτος είναι οι πολίτες, ενώ στην
Μοναρχία το Κράτος είναι ο Μονάρχης κατά την ιστορική φράση του Λουδοβίκου 14ου
«L’ Etat, c’ est moi»,
δηλαδή «το κράτος είμαι εγώ». Είτε λοιπόν μιλάμε για Βασιλιά της Αρχαίας
Ελλάδας ή της Γαλλίας του 17ου αιώνα, είτε για Αυτοκράτορα των
Ρωμαίων, είτε για Μονάρχη του μεσαίωνα, είτε για στρατιωτικό δικτάτορα, όλα αυτά τα προσωνύμια παραπέμπουν σε ένα και μόνο πολίτευμα: την Μοναρχία.
Μετά
το πρώτο βήμα της κατανόησης όλων των δυνατών τρόπων διακυβέρνησης ενός συνόλου
(που δεν είναι άλλοι από δύο: δημοκρατία και μοναρχία), πηγαίνουμε στο δεύτερο
βήμα προσπαθώντας να κατανοήσουμε πως αυτά τα πολιτεύματα (αφού εγκατασταθούν)
διατηρούνται. Ερώτηση 1η: στην Δημοκρατία γιατί οι πολίτες ανέχονται
τις κυβερνήσεις τους; Γιατί εκλέχτηκαν με ελεύθερη επιλογή από τον λαό, επειδή
είχαν το, υποτίθεται, καλύτερο πολιτικό πρόγραμμα, και αν αποτύχουν στο έργο
τους ο λαός τις αλλάζει με εκλογές κάθε 4 χρόνια ή νωρίτερα, αν η Κυβέρνηση
χάσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών, οι οποίοι έχουν διπλό ρόλο
και ως νομοθέτες και ως εκπρόσωποι του λαού. Ερώτηση 2η: στην
Μοναρχία γιατί οι πολίτες ανέχονται την διακυβέρνησή τους από τον Μονάρχη και
ακόμα περισσότερο, αν ο Μονάρχης κάνει λάθη πώς θα τον αλλάξουν..;
Η διατήρηση της εξουσίας από έναν Μονάρχη
υπήρξε ιστορικά το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι εφαρμοστές αυτού
του πολιτεύματος. Ο δε παραδοσιακός, αλλά και πιο αποτελεσματικός τρόπος
τον οποίο χρησιμοποίησαν ιστορικά οι Μονάρχες, σε όλα τα κράτη του κόσμου προκειμένου
να πείσουν τους υπηκόους τους ότι δεν πρέπει να αμφισβητούνται είναι αυτός της
προσωπολατρείας με πρόσαψη υπερβατικών ικανοτήτων. Από τους πρώτους Βασιλείς
της αρχαίας Αθήνας αλλά και τους Βασιλείς της Σπάρτης οι οποίοι είχαν θεϊκή καταγωγή,
έως τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες οι οποίοι για να
κυβερνήσουν τις αχανείς αυτοκρατορίες τους παρουσιάζονταν ως υιοί θεών ή ακόμα
και μετενσαρκώσεις θεών (βλ Διοκλητιανός), ο Μονάρχης επιβάλλονταν στους
υπηκόους του και κυρίως στον στρατό μέσα από την “θεοποίησή” του. Όποιος πολίτης
ή στρατιωτικός τολμούσε να μην υπακούσει τον Μονάρχη βρίσκονταν αντιμέτωπος με
τον κόσμο των πνευμάτων…
Ακόμα
και ο μέγας στρατηγός Αλέξανδρος που είχε σαρώσει όλον τον γνωστό τότε κόσμο
έσπευσε να χρησιμοποιήσει τον τρόπο της προσωπολατρείας με πρόσαψη σε αυτόν
θεϊκών ιδιοτήτων (υιός του Δία) για να μην αμφισβητήσουν την εξουσία τους οι
υπήκοοί του. Αλλά και παλαιότερα, όλοι οι Βασιλείς-Μονάρχες της αρχαίας Ελλάδας
είχαν θεϊκή καταγωγή. Όταν σκοτώθηκε ο Βασιλιάς Κόδρος (απόγονος του Ποσειδώνα)
οι Αθηναίοι σταμάτησαν τον θεσμό της βασιλείας και αναζήτησαν άλλες μορφές
πολιτεύματος. Στην αρχαία Σπάρτη υπήρξε ιδιότυπη Μοναρχία με τους Βασιλείς να
έχουν επίσης θεϊκή καταγωγή (απόγονοι του Ηρακλή), αλλά και με πολλούς περιορισμούς της εξουσίας τους από την
νομοθεσία του Λυκούργου.
Όσοι
Μονάρχες στην Αρχαία Ελλάδα θέλησαν να στηρίξουν την εξουσία τους αποκλειστικά
στην ωμή βία των όπλων ονομάστηκαν «Τύραννοι» και είχαν άδοξο τέλος (βλ. οι
Τύραννοι Μαχανίδας και Νάβης της Σπάρτης). Δεν ήταν τυχαία η επιμονή του
Βασιλιά Φιλίππου της Μακεδονίας να λατρεύεται ως θεός από τους Έλληνες, αλλά
και των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων να παριστάνουν τους επίγειους «θεούς». Όλοι οι
Μονάρχες της ιστορίας ήξεραν ότι αν άφηναν την στήριξη του ιερατείου της
εποχής, οι μέρες τους ήταν μετρημένες.
Βεβαίως,
μετά την καθιέρωση της Χριστιανικής θρησκείας, η οποία γκρέμισε την υποτιθέμενη
«θεότητα» των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, ο Μονάρχης έμεινε έκθετος απέναντι στους υπηκόους
του: αφού δεν ήταν «θεός» γιατί να τον υπακούσουν; Έτσι τέθηκαν οι βάσεις της
διάλυσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από αλλεπάλληλες εξεγέρσεις του λαού
και στάσεις του στρατεύματος, μέχρι την στιγμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
κατά την οποία διασώθηκε ο υπερβατικός χαρακτήρας του Μονάρχη (προκειμένου να
συνεχίσει να επιβάλλεται στους πολίτες και το στράτευμα) όχι πια ως «θεός»,
αλλά ως εκπρόσωπος του Θεού στην γη και ισαπόστολος. Μιλάμε δηλαδή για
πρόσκτηση υπερβατικών ιδιοτήτων με έμμεσο τρόπο. Ακόμα και μετά την κατάρρευση
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν ήταν λίγοι οι Ευρωπαίοι Μονάρχες που
αναζήτησαν θρησκευτικό στήριγμα στην εξουσία τους στο πρόσωπο του Πάπα της
Ρώμης.
Η
Γαλλική Επανάσταση, αλλά και η κομμουνιστική Επανάσταση στην Ρωσία το 1917
έδειξαν ότι όταν οι Μονάρχες αποσυνδέουν την εξουσία τους από το «ιερατείο» της
χώρας, καταρρέουν. Καταλύτης των εξελίξεων στην μία περίπτωση ήταν ο
Ναπολέοντας και στην άλλη περίπτωση ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Αν δει
κανείς τι πολιτεύματα υπήρχαν στην Ευρώπη πριν τον 1ο Παγκόσμιο
Πόλεμο και τι πολιτεύματα μετά, θα μπορούσε να φτάσει στο σημείο να θεωρήσει
ότι ολόκληρος ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν τίποτα άλλο από
πόλεμος για την διάλυση του πολιτεύματος της Μοναρχίας στην Ευρώπη. Κάτι που
συμπαρέσυρε και την Ελλάδα με τον καταστροφικό διχασμό Βενιζελικών – Βασιλικών. Ωστόσο, η υποστηρικτές της Μοναρχίας δεν
είχαν πει την τελευταία τους λέξη.
Αφήνοντας
στην άκρη το «θρησκευτικό στήριγμα» και τις υπερβατικές ιδιότητες που αυτό
«κοσμούσε» τον Μονάρχη στα μάτια του λαού, οι υποστηρικτές της Μοναρχίας έψαξαν
και βρήκαν άλλα ιδεολογικά στηρίγματα για την επιβίωση του εν λόγω
πολιτεύματος. Μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μονάρχης, πλέον, δεν
είναι θεός ή εκπρόσωπος του θεού στην γη, αλλά ο «αρχηγός του έθνους», ο ηγέτης
που θα το οδηγήσει στην δόξα (οδηγός). Τι πιο δίκαιο υπήρχε για έναν πολίτη από
το να εργάζεται για την δόξα του έθνους του; Και ποιος άλλος είναι πιο
«δίκαιος» πέρα από τον «οδηγό», ο οποίος είχε αφιερωθεί στην δόξα του έθνους;
Αλλά
και στην αντίπερα όχθη του κομμουνιστικού μπλοκ, τι πιο δίκαιο υπήρχε για έναν
πολίτη από το να εργάζεται για την πρόοδο του λαού; Και ποιος άλλος είναι πιο
δίκαιος πέρα από τον «πατέρα του λαού», ο οποίος είχε αφιερωθεί στην ευημερία
του λαού; Με αυτά τα ιδεολογήματα τέθηκαν οι βάσεις για τον εθνικοσοσιαλισμό
τόσο στην Γερμανία, όσο και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, αλλά και για τον
κομμουνισμό στην Σοβιετική Ένωση ως μια ύστατη προσπάθεια των υποστηρικτών της
Μοναρχίας να δώσουν ένα κύρος στον Μονάρχη για να τον ανεχθούν οι πολίτες και ο
στρατός.
Ο
εθνικοσοσιαλισμός όπως αυτός εφαρμόστηκε στην Γερμανία και πήρε την μορφή του
ναζισμού, ή στην Ελλάδα με την 4η Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, ή
στην Ισπανία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από προσπάθεια αναβίωσης του θεσμού της
Μοναρχίας με την ιδεολογική του στήριξη ως υποκατάστατο της επιρροής του
«θρησκευτικού ιερατείου», το οποίο από τις αρχές του 20ου αιώνα
τέθηκε στην άκρη.
Ύστερα
από την παραπάνω σύντομη ιστορική αναδρομή και πολιτειολογική ανάλυση προκύπτει ότι ο
σημερινός εμφανιζόμενος «εθνικοσοσιαλιστής» δεν είναι κάποιος που του αρέσει να
«χτυπάει μετανάστες» ή να κάνει έκνομες ενέργειες, ώστε να ποινικοποιείται
όποιος είναι εθνικοσοσιαλιστής από μόνη την ιδεολογία του, αλλά προκύπτει ότι ο
εθνικοσοσιαλιστής είναι ο υπέρμαχος του πολιτεύματος της Μοναρχίας, όπως συνέβη
στην Ελλάδα του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Στην
ερώτηση γιατί πρώην υποστηρικτές της Δημοκρατίας έγιναν υποστηρικτές της Μοναρχίας, ειδικά μάλιστα σε μία εποχή που το πολίτευμα
της Δημοκρατίας είναι ευρέως διαδεδομένο στις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, η
απάντηση είναι συνακόλουθη με τα παραπάνω: έγινε εθνικοσοσιαλιστής-υποστηρικτής
της Μοναρχίας όχι γιατί του αρέσει η παρανομία και η κατάχρηση εξουσίας εις
βάρος των αδύναμων, αλλά απλά γιατί απαξιώθηκε το πολίτευμα της Δημοκρατίας, το
οποίο δυστυχώς φαίνεται σήμερα να επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση για μία
κατηγορία πολιτών που υποφέρουν και διαφορετική για άλλη κατηγορία πολιτών που
είναι στο απυρόβλητο.
Για
έναν εθνικοσοσιαλιστή η χώρα έχει ανάγκη από έναν Μονάρχη αρχηγό του έθνους που
θα σώσει την χώρα και τους πολίτες της στο σύνολό τους και όχι συγκεκριμένα
επιχειρηματικά – τραπεζικά συμφέροντα της πολιτικοοικονομικής ελίτ. Το να
βάζεις λοιπόν κάποιον φυλακή επειδή περιμένει έναν «σωτήρα» για την χώρα, χωρίς
το πρόσωπο αυτό να έχει προβεί σε συγκεκριμένες πράξεις βίας κατά συγκεκριμένων
θυμάτων, δεν κάνεις τίποτα άλλο από το να λειτουργείς ως όργανο καθεστώτος που
κυνηγά αντιφρονούντες με σίγουρο αποτέλεσμα το αδιέξοδο: Τι θα κάνεις όταν οι
υποστηρικτές της Μοναρχίας (είτε εθνικοσοσιαλιστές είτε κομμουνιστές) γίνουν 1,
2 ή 5 εκατομμύρια, θα τους βάλεις όλους φυλακή…;; Ή περιμένεις αυτός που
πεινάει και πεθαίνει από τον υποσιτισμό και τις αρρώστιες, που δεν μπορεί
οικονομικά να θεραπεύσει, να «θυσιαστεί» για την Δημοκρατία και να σταματήσει
να περιμένει τον «από μηχανής θεό» που θα τον σώσει..;;
Βεβαίως
η ιστορία έδειξε ότι όταν ο Μονάρχης αποσύνδεσε την εξουσία του από το ιερατείο
της εποχής η εξουσία του άρχισε να φθίνει. Ακόμα και η ιδεολογία του ναζισμού δεν
έσωσε τον Χίτλερ από την απαξίωσή του από κορυφαίους αξιωματικούς του
Γερμανικού στρατού που στο τέλος στράφηκαν εναντίον του, όπως επίσης δεν έσωσε η
κομμουνιστική ιδεολογία από την απαξίωση πλήθος από κομμουνιστές Μονάρχες, οι
οποίοι τελικά εξουδετερώθηκαν.
Η ιστορία είναι σαφής: ο εθνικοσοσιαλισμός ως
ιδεολογία δεν μπορεί να στηρίξει το πολίτευμα της Μοναρχίας και ως ιδεολόγημα
ανήκει στο παρελθόν ως ένα αποτυχημένο υποκατάστατο του κύρους που παρείχε στον
Μονάρχη η θρησκεία. Όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν στα ιδεολογήματα του
εθνικοσοσιαλισμού και του κομμουνισμού απλά εθελοτυφλούν, βρίσκονται χαμένοι σε
«ρομαντισμούς» και συγκυρίες του παρελθόντος και υποστηρίζουν κάτι που οι
υποστηρικτές του Δημοκρατικού πολιτεύματος εύκολα μπορούν να συντρίψουν.
Ακόμα περισσότερο όμως,
η παραπάνω ιστορική – πολιτειολογική έρευνα έδειξε ότι ο πραγματικός κίνδυνος «ανατροπής»
του Δημοκρατικού πολιτεύματος, προέρχεται από τις προφητείες μοναχών και Αγίων της
Ορθοδοξίας για την έλευση ενός Μονάρχη ως απεσταλμένου του Θεού και μάλιστα με
το όνομα «Ιωάννης» και με άλλες «πληροφορίες» για την εμφάνιση και την καταγωγή
του. Με τον «Βασιλιά Ιωάννη» που οι μοναχοί αυτοί αναμένουν ως απεσταλμένο του
Θεού που θα «σώσει» την χώρα, θα φανερωθεί η πραγματική ισχύς του πολιτεύματος
της Μοναρχίας που θα βάλει «δύσκολα» στους σημερινούς «Δημοκράτες» της πολιτικοοικονομικής
ελίτ. Με τις προφητείες αυτές η Μοναρχία φαίνεται ως "θέλημα του Θεού" και όχι απλά η επιθυμία κάποιων απελπισμένων ανθρώπων.
Η Δημοκρατία πρέπει να "πείσει" τις καρδιές των πολιτών για την αξία της. Δεν θα επιβιώσει βάζοντας τους "αντιφρονούντες" στην φυλακή.
κανένα σχόλιο