«Δεν μπορώ αυτό το “εμείς οι Ελληνες” λες και είμαστε οι καλύτεροι του κόσμου. Ούτε τη βία δικαιολογώ, όποιο χρώμα και αν έχει», λέει ο Γιάννης Φέρτης. |
Tης Γιώτας Συκκά
Μικρές όταν βλέπαμε τον Γιάννη Φέρτη στις ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού σινεμά, θαυμάζαμε τη συστολή, την ομορφιά, τη φωνή, την ερμηνεία του. Ομως και σήμερα, δεν ξέρω κάποιον που να μη θαυμάζει το πόσο γενναιόδωρα του φέρεται ο χρόνος.
Στα 76 του κάθεται στο άνετο φωτεινό σαλόνι του, διασκεδάζοντας με το λευκό Χνούδι και τον ασπρόμαυρο Σισίνι που περιφέρονται στο δωμάτιο. Ο πρώτος με τη ζωηράδα του μικρού γατιού και ο άλλος να παρατηρεί ως μεγαλύτερος.
Σε ένα ταξίδι-αστραπή στην Αθήνα, μιλάει για τη συνεργασία του με το ΚΘΒΕ, τους «Πέρσες» του Αισχύλου, τα παιδικά του χρόνια, το θέατρο, την πολιτική, την αλαζονεία της εξουσίας. Αλλωστε αυτό είναι και το θέμα του έργου που θα παρουσιαστεί στις 15 και 16 του μηνός από το ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.
Οι «Πέρσες» καταπιάνονται με την ήττα. Ενας ύμνος προς τη δημοκρατική Αθήνα και τους Ελληνες, που μιλάει για την αλαζονεία των ανθρώπων και των ηγετών τους. Δυστυχώς, όπως λέει ο Γ. Φέρτης, που υποδύεται τον Δαρείο, η αλαζονεία είναι χαρακτηριστικό και της δικής μας καθημερινότητας. «Μπορεί να τη συναντήσεις σε ένα δημόσιο υπάλληλο, ένα δημοσιογράφο, ένα θιασάρχη».
Και όταν η συζήτηση στρέφεται μοιραία στη σημερινή εικόνα της χώρας, επιμένει πως «για το κατάντημα της Ελλάδας, όλοι φταίμε. Ολοι έχουμε βιώσει περιστατικά στις πολεοδομίες, τις εφορείες, σε δημόσιες υπηρεσίες. Δεν ήταν συνέπειες της κρίσης αυτά. Ο εγωισμός είναι ακόμη διάχυτος. Οτιδήποτε ωραίο υπάρχει σε κτίριο στην Αθήνα, είναι μουντζουρωμένο. Κανένα μάθημα δεν πήραμε».
Μπουζούκια και δάνεια
Εχει δει άλλωστε πολλά από τα κοινωνικοπολιτικά σκαμπανεβάσματα της Ελλάδας: «Οι περισσότεροι κυνηγούσαν τα δάνεια για να χτίσουν ένα τεράστιο εξοχικό, να πάνε μακρύτερα απ’ ό,τι έφταναν. Στα χωριά ξόδευαν στα μπουζούκια και άφηναν τους μετανάστες να δουλεύουν. Δεν δικαιολογώ τους πολιτικούς, αλλά δεν μπορώ να τα ρίχνουμε όλα επάνω τους».
Δάνειο ο ίδιος δεν πήρε ποτέ και το σπίτι όπου μένει με τη σύζυγό του Μαρίνα Ψάλτη, στον Χολαργό, το αγόρασε πριν από 17 χρόνια. «Οι δικοί μου είχαν ένα κρεοπωλείο στη Βαρβάκειο. Ηρθαν από το χωριό πέντε αδέλφια, εργάστηκαν ως υπάλληλοι, μάζευαν λεφτά και κάποια στιγμή άνοιξαν το δικό τους χασάπικο. Νοικοκύρηδες, εργατικοί, πάντρεψαν τις αδελφές τους, τους έφτιαξαν πανομοιότυπα σπίτια. Δεν ανακατεύονταν με την πολιτική, όμως βοηθούσαν όποτε μπορούσαν τους συγγενείς. Ηταν μια μετρημένη γενιά. Σήμερα, λένε πολλοί, φταίει η Μέρκελ. Κι εμείς αν είχαμε τη δύναμη της χώρας της, αυτό θα κάναμε. Δεν μπορώ αυτό το “εμείς οι Ελληνες” λες και είμαστε οι καλύτεροι του κόσμου. Ούτε τη βία δικαιολογώ, όποιο χρώμα και αν έχει. Πιστεύω, δε, ότι οι κατηγορίες εναντίον της Χρυσής Αυγής θα έπρεπε να είχαν θεμελιωθεί νωρίτερα και να είναι πιο συγκεκριμένες. Νομίζω ότι πολλοί από τους κατηγορούμενους κάποια στιγμή θα αθωωθούν και θα παραστήσουν τους ήρωες».
Οσο για την Αριστερά, «ο ρόλος της είναι ωφέλιμος, αλλά το παρακάνουν. Κατηγορεί για παλαιοκομματισμό ο ΣΥΡΙΖΑ τα άλλα κόμματα, όμως, όταν υπόσχεται ότι θα τα επαναφέρει όλα όπως ήταν, δεν λέει κάτι διαφορετικό από το “λεφτά υπάρχουν” του Παπανδρέου».
Οταν του λέω ότι ανήκει σε μια καλλιτεχνική γενιά που πίστεψε σε έναν καλύτερο κόσμο, με αιφνιδιάζει: «Εγώ δεν πάλεψα για έναν καλύτερο κόσμο, απλώς ευχόμουν να έρθει. Δεν έκανα αντίσταση επί χούντας. Ούτε πιστεύω ότι προσφέρω κάτι μέσω της τέχνης στους ανθρώπους. Κάνω το κέφι μου στο θέατρο, γιατί αυτό ονειρευόμουν από παιδί. Αν αρέσω στους συναδέλφους μου, ακόμη καλύτερα».
Θαύμαζε τη Μανωλίδου, την Παξινού, τη Συνοδινού. «Στα νιάτα μου έπεφτα το βράδυ να κοιμηθώ και επί ώρες σκεφτόμουν το θέατρο. Αυτό που ένιωθα σαν θεατής στα 18 μου δεν το ένιωσα ως ηθοποιός. Ετοιμαζόμουν θυμάμαι μια εβδομάδα για το έργο που θα δω. Ζούσα γι’ αυτή τη συγκίνηση».
Ηταν μια εποχή που ανέβαινε τα μεσημέρια στον Λυκαβηττό και απήγγειλε Αμλετ ανάμεσα στα πεύκα. Ηταν ο δεύτερος από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας και η μητέρα του ήθελε να τον δει στο πανεπιστήμιο. «Για να την εκβιάσω της έλεγα ή θα γίνω ηθοποιός ή θα πάω να δουλέψω στο χασάπικο. Την τελευταία τάξη του γυμνασίου την τελείωσα σε νυχτερινό και το πρωί δούλευα στο χασάπικο της οικογένειας στην Αγορά. Φορούσα την άσπρη ποδιά του χασάπη και τη γέμιζα με αίμα για να το βλέπει η μητέρα μου. Θυμάμαι, συχνά μου έδιναν ένα μοσχαρίσιο μπούτι για να το πάω στο Ιντεάλ. Το έριχνα στον ώμο και στη διαδρομή σταματούσα στη στοά του Θεάτρου Τέχνης και θαύμαζα τις φωτογραφίες». Αυτό διάλεξε για το ξεκίνημα.
Πρωταγωνιστής έγινε από την πρώτη του παράσταση, το 1959. Ο Κουν χρειαζόταν έναν νεαρό για την «Ηλικία της νύχτας» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Εκτοτε έκανε πολλές γενιές να τον λατρέψουν. «Ετυχε», απαντά αμήχανα. «Με τη Μάγια Λυμπεροπούλου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη μας είχαν βγάλει στα ταλέντα και έτσι πήγαμε ένα χρόνο στη σχολή. Δώσαμε εξετάσεις για να γίνουμε ηθοποιοί έχοντας απέναντί μας στην επιτροπή καλλιτέχνες όπως ο Μινωτής, ο Μυράτ…». Δεύτερο έργο ήταν η «Ευρυδίκη» του Ανούιγ, και αμέσως μετά το «Γλυκό πουλί της νιότης». «Λένε ότι η Μελίνα τότε ήθελε τον Παπαμιχαήλ. Δεν είχε άδικο, ήμουν μικρός. Αργότερα όταν ξαναπαίξαμε το έργο το ’80, ήταν πιο σωστή η παράσταση».
Θιασάρχης
Το θέατρο πάντως του έφαγε και πολλά χρήματα. «Ο θιασάρχης - παραγωγός συνήθως χάνει. Κάποια στιγμή είπα δεν έχει νόημα. Ηταν κι ένας από τους λόγους που έκανα διαφημίσεις και σίριαλ. Ξεχρέωσα όμως. Από παραγωγούς του ελεύθερου θεάτρου ζητούσα καλύτερη αμοιβή ή και ποσοστά. Ομως στο Αμφιθέατρο του Ευαγγελάτου, το Απλό του Αντώνη Αντύπα και γενικά τα επιχορηγούμενα δεν διαπραγματευόμουν ποτέ».
Και ο χρόνος; «Αντοχές έχω στα 76 μου. Το μόνο είναι ότι δεν μαθαίνω εύκολα. Καμιά φορά αισθάνομαι ενοχή ότι μπορεί να καθυστερώ τους συναδέλφους, αλλά τελικά τα καταφέρνω. Μερικές φορές σκέφτομαι “μήπως πρέπει να σταματήσω;”. Κάποια στιγμή όλα θα συμβούν... Απλώς θα ήθελα να “φύγω” ήσυχα όπως ο πατέρας μου, που έσβησε στα 97 του, στον ύπνο του. Για όλα προετοιμάζομαι. Ακόμη και για την πιθανότητα που τα χρήματα δεν θα περισσεύουν. Και στο πατρικό μου δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά δεν ένιωσα ποτέ πείνα».
Τον καιρό που ήταν παντρεμένοι με την Ξένια Καλογεροπούλου ανέβαζαν έργα των Ουάιλντ, Πιραντέλο, Γκόγκολ, Σάφερ, Κόχουτ, Μπρεχτ... Ξεκίνησαν με τον «Γλάρο» του Τσέχοφ και ακολούθησαν δύο μονόπρακτα του Σάφερ. «Εκείνη έπαιζε σε ταινίες κι έβγαζε χρήματα που τα έριχνε στο θέατρο κι εγώ δεν αισθανόμουν καλά. Ετσι είπα το “ναι” στο σινεμά. Εκείνο τον χειμώνα γύρισα τρεις ταινίες μελό. Δεν διάβασα καν το σενάριο. Ομως δούλεψα σαν επαγγελματίας σε ό,τι έκανα».
Δεν του έλειψε πάντως η διασκέδαση. «Μικρός πολλές φορές παραμελούσα τη δουλειά μου. Γούσταρα τις τρέλες και τα ξενύχτια. Οταν ετοιμάζαμε το “Γλυκό πουλί της νιότης” σε μια δοκιμή πήγα ύστερα από ολονύχτια πόκα με φίλους. Στην πρόβα, ο Κουν με διόρθωνε συνέχεια. Κάποια στιγμή ακούω πίσω μου τον επίσης νυσταγμένο από την πόκα Θόδωρο Κατσαδράμη, ο οποίος περίμενε να πει τα δικά του λόγια για να πάει για ύπνο: «Πέσ’ το, ρε μαλ..., επιτέλους».
Εγώ σκηνοθέτης; Για ποιο λόγο;
Συνάδελφοί του στράφηκαν στη σκηνοθεσία και τη διδασκαλία. «Να κάνω τον σκηνοθέτη για ποιο λόγο; Δεν θα είμαι κάτι ιδιαίτερο. Ξέρω τις δυνατότητές μου. Πολλοί ηθοποιοί σκηνοθετούν και είναι καλοί. Ομως ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει μεγαλύτερη μόρφωση από τον ηθοποιό».
Πώς είναι δύο καλλιτέχνες στο ίδιο σπίτι, διακινδυνεύω αδιάκριτα την ερώτηση, πριν κλείσω το κασετόφωνο. Και οι τρεις του γάμοι ήταν με ηθοποιούς: Ξένια Καλογεροπούλου, Μιμή Ντενίση, Μαρίνα Ψάλτη. «Στο σπίτι πρέπει να ξεχνάς ότι είσαι καλλιτέχνης. Μας απασχολεί ό,τι όλο τον κόσμο. Τι θα φάμε –η Μαρίνα μαγειρεύει πολύ καλά–, ποιον θα καλέσουμε, τα προβλήματα της οικογένειας. Το ένα από τα ανίψια μου έμεινε πέντε χρόνια χωρίς δουλειά…».
Και το ποδόσφαιρο; «Παλιά είχα διαρκείας. Τώρα πάω μια στο τόσο. Οταν έχει όμως αγώνα στην τηλεόραση, δεν τον αφήνω». Το κασετόφωνο κλείνει, το Χνούδι σκοράρει από τους καναπέδες στο τραπέζι και ο Γιάννης Φέρτης μού διευκρινίζει για να μην παρεξηγούμαστε: «Παναθηναϊκός φυσικά».
Oι «Πέρσες» του Αισχύλου παρουσιάζονται από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, στις 15 και 16 Αυγούστου στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου.
(Καθημερινή, 03.08.2014)
Πηγή: http://www.kathimerini.gr/778362/article/proswpa/proskhnio/gia-to-xali-ths-elladas-ftai3ame-oloi-mas
Σχόλιο "Δικαιόπολις": Τα λιτά, σεμνά και αληθινά λόγια του Γιάννη Φέρτη αποτελούν χρήσιμη υπόμνηση ότι για να προσφέρει ένας καλλιτέχνης στην κοινωνία δεν χρειάζεται να είναι στρατευμένος. Αρκεί να διακονεί με ειλικρίνεια την τέχνη του και να μη "χαϊδεύει αυτιά" όταν ανοίγει το στόμα του. Να μην "καβαλά το κύμα" του φθόνου των ματαιωμένων προσδοκιών που καλείται στα μέρη μας "αγανάκτηση", για να κολακέψει έναν λαό που δεν θέλει να αναλάβει τις ευθύνες του. Έναν λαό που "αναγκάζει" τους ηθοποιούς του να "γυρίζουν" εύπεπτα καταναλωτικά θεάματα, γιατί πάγια αρνείται να στηρίξει την αληθινή τέχνη.
Αλέξανδρος Ντάσκας
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.
κανένα σχόλιο