Πατερικοί λόγοι για την εορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα







Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας



Η μεγάλη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του Κυ­ρίου μας Ιησού Χριστού:

«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ' εμαυτού ου λα­λώ. ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πι­στεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί. ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14, 10-11).


Μεγάλα και αμέτρητα ήταν τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: με ένα μόνο λόγο του ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, του αρχισυναγώγου, τον γιο της χήρας της Ναΐν, ακόμα και τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν στον τάφο τέσσερεις ολόκληρες ημέρες. Με ένα λόγο του μόνο επιτίμησε τους ανέμους και τα κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ και έγινε απόλυτη γαλήνη. Με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς γυναίκες και παιδιά, και με τέσσερα ψωμιά τέσσερεις χιλιάδες.

Ας θυμηθούμε πως κάθε μέρα θεράπευε τους ασθενείς, γιατρεύοντας κάθε είδους ασθένεια, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. Πως ξαναέδινε την όραση στους τυφλούς και την ακοή στους κουφούς με ένα μόνο άγγιγμά του. Δεν φτάνουν αυτά;

Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους ανθρώπους οι οποίοι τον ζήλευαν, για τους ανθρώπους για τους οποίους ο μέγας προφήτης Ησαΐας είπε:

«Ακοή ακούσετε και ου συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς» (Ματθ. 13, 14-15).

Σε όλα αυτά, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τους βαρήκοους ανθρώπους και με τα συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το μέγα θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος Θαβώρ. Σ' αυτόν, που έλαμψε με ένα εκθαμβωτικό θείο φως, εμφανίστηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας και προσκύνησαν τον δημιουργό του νόμου. Με φόβο και τρόμο έβλεπαν το θαυμαστό αυτό θέαμα οι εκλεκτοί απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης. Και μετά από τη νεφέλη, που τους σκέπασε, ακούστηκε η φωνή του Θεού:

«Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).

Οι άγιοι απόστολοι κήρυξαν σ' όλο τον κόσμο, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι «αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα».

Ο κόσμος ολόκληρος, όταν το άκουσε, θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό και να προσκυνήσει τον Αληθινό Υιό του Θεού.

Θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την μεταμόρφωσή του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν πιστεύουν οι Εβραίοι ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας.

Όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ.

Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε:

«Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λκ. 12, 32).

Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού:

«Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8).

 Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε:

«Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφάλας υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υ­μών» (Λκ. 21, 28).

 Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι. Αμήν.
1956

Απολυτίκιον.

Μετεμορφώθης εν τω Όρει, Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον, πρεσβείαις της Θεοτόκου. Φωτοδότα, δόξα σοι.
---------

 Ομιλία στην

Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού

 και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.

Ὅπου καί ἀπόδειξη ὅτι, ἄν καί εἶναι ἄκτιστο τό κατ᾽ αὐτήν θειότατο φῶς, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ.



 Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.

  «Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

 Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν.

Ὁ δέ Ἠσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

  Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.

  Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

  Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α' Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

  Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν. Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α' Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

  Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

  Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;

  Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.

  Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

  Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.

  Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.

  Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α' Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».

  Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

  Αμήν

ΠΗΓΗ: http://www.egolpion.net/palamas_metamorfosi.el.aspx



-----
ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
 Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ

ΤΟ ΘΑΒΩΡΙΟ ΦΩΣ
«Ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ’ 5, Μάρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).
 Σήμερα, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς Ἐκκλησίας, πανηγύρεως ἡ ὁποία ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς προσέγγισής μας ὅσο πλησιάζουμε τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας ὄχι μόνο δὲν ἐλαττώνεται, ἀλλ’ ἀκατάπαυστα αὐξάνει σὲ δύναμη καὶ σπουδαιότητα μέσα μας, ξεχνώντας κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἀδυναμία μας, τολμοῦμε νὰ ὁμιλήσουμε γιὰ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀνέσπερο Φῶς πού ἐξέλαμψε στὸ Θαβώρ.
Σᾶς παρακαλῶ, παραβλέψτε κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ μηδαμινότητά μου- κλεῖστε τὰ μάτια σας στὴν ἀμάθεια καὶ στὸ ἄκομψο τοῦ λόγου μου, μᾶλλον δέ, ἂν εἶναι δυνατόν, θεωρῆστε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς φύλακες τοῦ ὄρους Ἐφραίμ, πού ἀναβοοῦσαν: «Ἐγερθῆτε, καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὴν Σιών πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν».
Ὁ Θεός, «ὁ ποιήσας τὸν οὐραόν καὶ τὴν γῆν», εἶναι ὁ Θεός μας ἐκ κοιλίας τῆς μητρός μας. Μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση, πρὶν ἀκόμη μάθουμε νὰ διακρίνουμε τὸ δεξὶ χέρι ἀπὸ τὸ ἀριστερό, λάβαμε ἤδη δεύτερη γέννηση, ἄνωθεν, στὴν κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ἐλέχθη σὲ μᾶς τὸ μέγα καὶ φοβερὸ καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις Ὄνομα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὴ συνέχεια, λάβαμε ἄλλη ἀνεκτίμητη δωρεά, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχή μας δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει οὔτε νὰ ἀναλογισθεῖ χωρὶς τρόμο, δηλαδὴ τὸ χρίσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ σφραγίδα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία ἐτέθη σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Καὶ ἔτσι γίναμε σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὰ σώματά μας ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τρεφόμαστε στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Θεῖο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε παιδιὰ Του- σάρκα ἀπὸ τὴ Σάρκα Του καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ Αἷμα Του. Ἀπὸ τὴ νεότητά μας ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Θείου Λόγου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ἀπέραντες διαστάσεις τῆς γνώσεως τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, τοῦ Πατρός μας, πού μᾶς παρέχει ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὴν πρόγευση τῆς μακαριότητας τῆς αἰώνιας διαμονῆς μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ. Στὴν Ἐκκλησία μας κάθε ἡμέρα ζοῦμε μέσα σὲ ἀπερίγραπτο ὑπερπλεονασμὸ κάθε πλούτου πνευματικοῦ, καὶ ἡ εὐγνώμων ψυχὴ ὁρμᾶ καὶ ἀναφωνεῖ: «Πράγματι εἶναι πλούσιος ὁ Θεός μας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν μᾶς ἀγκαλιάζει ἀκατάπαυστα, ὅλους καὶ τὸν καθένα ξεχωριστά».
Καὶ νά, παρ’ ὅλα αὐτά, εἴμαστε πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Μέσα στὰ ὅρια τῆς γῆς ὑπάρχει ἀκόρεστη πείνα καὶ ἄσβεστη δίψα Θεογνωσίας, διότι ὁ ἀγώνας μας εἶναι νὰ φθάσουμε τὸν Ἄφθαστο, νὰ δοῦμε τὸν Ἀόρατο, νὰ γνωρίσουμε Αὐτὸν πού βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε γνώση.
Ή ὁρμὴ αὐτὴ αὐξάνει ἀκατάπαυστα σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅταν τὸ Φῶς τῆς Θεότητας εὐδοκήσει νὰ τὸν καταυγάσει, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀμυδρὰ προσέγγισή Του, διότι τότε στοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς μας ἀποκαλύπτεται σὲ ποιὰ ἄβυσσο διαμένουμε. Ἡ ὅραση αὐτὴ καταπλήσσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε ἡ ψυχή του δὲν γνωρίζει ἀνάπαυση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ βρεῖ, μέχρις ὅτου ἐλευθερωθεῖ πλήρως ἀπὸ τὸ σκοτάδι πού τὴν διακατέχει, μέχρις ὅτου γεμίσει ἀπὸ τὴν Ἀκόρεστη Τροφή, μέχρις ὅτου τὸ Φῶς αὐτὸ αὐξηθεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἑνωθεῖ μαζί της τόσο, ὥστε Φῶς καὶ ψυχὴ νὰ γίνουν ἕνα, προκαταγγέλλοντας τὴ θέωσή μας στὴ Θεία δόξα.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ στερεὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας γιὰ τὴ μεταμόρφωση ὅλης τῆς ζωῆς μας —ἡ ὁποία τώρα εἶναι γεμάτη ἀπὸ κόπο, ἀσθένειες, φόβο— σὲ ζωὴ ἄφθαρτη καὶ θεοειδῆ. Ἐν τούτοις, ἡ ἀνάβαση αὐτὴ στὸ ὑψηλὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μὲ μεγάλο ἀγώνα. Ὄχι σπάνια ἐμεῖς ἐξασθενοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καὶ ἀπελπισία φαίνεται νὰ κυριεύει τὴν ψυχή. Σὲ τέτοιες ὧρες μαρτυρικῆς παραμονῆς στὰ ὅρια μεταξύ τοῦ Ἀπροσίτου Φωτὸς τῆς Θεότητας πού ἕλκει πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ τῆς ἀπειλητικῆς ἀβύσσου τοῦ σκότους, νὰ ἐνθυμούμαστε τὰ διδάγματα τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι διήνυσαν τὴν ὁδὸ αὐτὴ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, καὶ «ἐζωσμένοι τὰς ὀσφύας ἡμῶν» νὰ παίρνουμε δύναμη μὲ τὴν κραταιὰ ἐλπίδα σὲ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν παλάμη Του βαστάζει ἀκόπως ὅλη τὴν κτίση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι στὴ ζωὴ μας πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅ,τι ἔγινε στὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε φόβο καὶ ὀλιγοψυχία. Ἡ ὁδὸς εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους μας κατὰ τὸν λόγο Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός»· καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ μοναδική, διότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι’ Ἐμοῦ».
Ἂν ὁ Κύριος «ἐπειράσθη», καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ περάσουμε διὰ τοῦ πυρὸς τῶν πειρασμῶν. Ἂν ὁ Κύριος καταδιώχθηκε, καὶ ἐμεῖς ἐπίσης θὰ διωχθοῦμε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐκεῖνες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δίωκαν τὸν Χριστό. Ἂν ὁ Κύριος ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, καὶ ἐμεῖς ἀναπόφευκτα ὀφείλουμε νὰ πάσχουμε καὶ νὰ σταυρωνόμαστε ἔστω, ἴσως, καὶ πάνω σὲ ἀόρατους σταυρούς, ἐφόσον πράγματι Τὸν ἀκολουθοῦμε στὶς ὁδοὺς τῆς καρδίας μας. Ἂν ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε, καὶ ἐμεῖς θὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ ἐνῶ ἀκόμη βρισκόμαστε πάνω στὴ γῆ, ἂν ὁμοιωθοῦμε πρὸς Αὐτὸν στὶς ἐσωτερικὲς ἐπιθυμίες μας. Ἂν ὁ Κύριος πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, τότε καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτὸν θὰ διέλθουν διὰ τοῦ θανάτου, θὰ τοποθετηθοῦν σὲ τάφους καὶ ἔπειτα θὰ ἀναστηθοῦν ὅμοια πρὸς Αὐτόν, ἐφόσον πέθαναν ὅμοια πρὸς Αὐτόν.
Θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτα οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν, ἔπειτα δέ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κοινῆς Ἀναστάσεως, καὶ τὰ σώματα. Ἂν ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ δοξασμένη σάρκαἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ δοξασμένα σώματα, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ ἀναληφθοῦμε στοὺς οὐρανοὺς καὶ θὰ γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» καὶ «κοινωνοὶ τῆς Θεότητος» Α’ Πέτρ. δ’ 13, Β’ Πέτρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11-12 κ.α.).
Ὅλα, ὅσα ἀπαριθμήσαμε πιὸ πάνω, πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι κατὰ τὴ Θεότητα, ἀλλά κατὰ τὴν ἀνθρωπότητά Του, δηλαδὴ σὲ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο, ὅπου ὁ Κύριος εἶναι ὁμοούσιος μὲ ἐμᾶς «Υἱός Ἀνθρώπου». Ὁ Κύριος, ὁ Πατρὶ καὶ Πνεύματι συνάναρχος Λόγος, μὲ τὴ σάρκωσή Του προσέλαβε στὴ Θεία Του Ὑπόσταση τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ὄχι φαινομενικά, ἀλλά ἔγινε ἀληθινὰ ὅμοιος μὲ μᾶς ἄνθρωπος καὶ φανέρωσε στὴ σάρκα μας τὴ Θεία τελειότητα, «ὑπολιμπάνων Ἑαυτὸν ὑπογραμμὸν» γιά μᾶς, τὸν ὁποῖο πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι «ἐπεθύμησαν ἰδεῖν» (Ματθ. ιγ’ 17). Καὶ αὐτὸ ὀφείλουμε τώρα ἐμεῖς νὰ πραγματοποιήσουμε, ὁ καθένας στὴ ζωή του, ὥστε μὲ τὴν ὁμοίωση πρὸς τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Θείας ὑπάρξεως.
Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴν ὀλιγοψυχήσουμε ἀκούοντας τὰ λόγια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἀλλά νὰ λάβουμε θάρρος καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ δεχθοῦμε μὲ ἁπλότητα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα Του εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ις’ 33). Καὶ ἐμεῖς, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, θὰ κατορθώσουμε ἀναμφίβολα τὴ νίκη αὐτὴ ἐπὶ τοῦ κόσμου, ὥστε μαζὶ μὲ Αὐτὸν νὰ μετάσχουμε στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς, «πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ, ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης» (Πράξ. ε’ 20), σᾶς λέω: Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ ὁποῖοι δόθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο «εἰς κληρονομίαν ἀναφαίρετον τοῖς πιστοῖς»· αὐτὸ σημαίνει «τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα» καὶ τῶν «Πατέρων τὰ δόγματα»· αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἀσάλευτη ἐλπίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ διαψευσθεῖ, διότι θεμέλιό της εἶναι ἡ ἀψευδής μαρτυρία τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂν «νόθα» ταπείνωση θελήσει νὰ τὸ ὀνομάσει αὐτὸ ὑπέρμετρη παρρησία ἡ ἀκόμη καὶ μωρία, τότε ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτοντας ἀφενὸς μὲν τὴν ὀλιγοψυχία, ἀφετέρου δὲ τὴν παράλογη ὑπερηφάνεια τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, λέει ὅτι «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας», ἀπορρίπτοντας τὴ σύνεση τῶν συνετῶν, καὶ μεταβάλλοντας σὲ μωρία τὴ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου (βλ.Α’ Κόρ. α’ 18-21). Καθημερινὰ ἡ πείρα τῆς ἀνθρωπότητος μᾶς ἀποδεικνύει σταθερὰ ὅτι οἱ «σοφοὶ καὶ συνετοὶ» τοῦ αἰῶνος τούτου δὲν μποροῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸ οὔτε στὸ Θαβώρ, οὔτε στὸν Γολγοθᾶ, οὔτε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Ἔτσι, ἀγαπητοί, προσέλθετε, καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως ἂς ἀνεβοῦμε στὸ «ὅρος Κυρίου» (Ἡσ. β’ 3), ἂς σταθοῦμε ἀοράτως στὴν πόλη τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καὶ μετάρσιοι τῷ πνεύματι ἂς δοῦμε τὴν ἄυλη Θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος στὸν Μονογενῆ Υἱὸ ἀπαστράπτουσα. Ἂς ἀνέβουμε ὄχι μὲ ὑπερήφανη παρρησία, ἀλλά μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὡς ἀνάξιοί της ἀναβάσεως καὶ ὁράσεως αὐτῆς, ἐντούτοις ὅμως, μὲ ἐλπίδα ὅτι καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, κατὰ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, θὰ λάμψει «τὸ ἀΐδιο Φῶς» τῆς Θεότητος, ἡ ἄστεκτη λάμψη τοῦ ὁποίου ἒρριξε πρηνεῖς στὸ Θαβὼρ τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἀποστόλους.
Ἀφοῦ ἀνυψώσαμε γιὰ λίγο τὸν νοῦ μας στὴ θεωρία τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ μόνιμο πολίτευμα τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματός μας, ἂς ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ προχωρήσουμε στὸ θέμα πού ἐπιλέξαμε.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα μεγάλο γεγονός, πού ἔχει σημασία αἰώνια ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ἀλλά καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Στὰ ἔργα τῶν Πατέρων μας θὰ βροῦμε προσεκτικὴ διερεύνηση αὐτοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές· ἐπιπλέον θὰ βροῦμε ὅ,τι προηγήθηκε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὡς προετοιμασία τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Κύριο· στὴ συνέχεια, ὅ,τι τὸ συνόδευσε καὶ ὅ,τι τελέσθηκε κατὰ τὴν ὥρα αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Θαβωρίου Θεοφανείας· καὶ ἐπιπλέον, ὅ,τι τὸ ἀκολούθησε στὶς πράξεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ στὴ συνείδηση τῶν Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ γνώση γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ βοηθήσει καὶ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους νὰ διέλθουμε συνετὰ τὴ δική μας πορεία ἀκολουθώντας «τοῖς ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ». Ἀλλά κατὰ τὴν παροῦσα στιγμὴ ἂς συγκεντρώσουμε τὴν προσοχὴ τοῦ πνεύματός μας σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ ἰδιομορφία τοῦ γεγονότος τῆς παρούσας ἡμέρας.
«Ἰδού νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδού φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα: Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς Μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾯ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε».
Σὲ τί ἔγκειται ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, ἡ ὁποία περιὲλαμψε ἐκείνη τὴ νύκτα τὸ Ἅγιο Θαβώρ;
Πρὸ ἐτῶν, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ρώτησα κάποιον ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναμφίβολα πιστεύω, ἀξιώθηκε πολλὲς φορὲς νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ Φῶς. Στὴν ἀδιάκριτη παράκλησή μου νὰ μοῦ πεῖ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θαβωρίου Φωτός, δηλαδὴ πῶς αὐτὸ ὁρᾶται καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴ δωρεὰ αὐτή, αὐτὸς μὲ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀμάθειά μου, μὲ μεγάλη ὑπομονή, μοῦ διευκρίνισε τὸ θέμα αὐτό, ἐγώ δὲ σήμερα θὰ μεταδώσω σὲ σᾶς μόνο τὸ πιὸ οὐσιῶδες ἀπὸ αὐτὸ πού ἄκουσα ἀπὸ τὸ ἀψευδές στόμα του, καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν πιὸ σύντομα.
Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό. Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου. Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του. Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.
Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία. Ἔρχεται κατ’ ἀρχὰς ἀπροσδόκητα, δηλαδὴ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν σκέπτεται καθόλου γι’ αὐτὸ ὅτι θὰ ἔρθει, ἤ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει. Ἄγνωστο ὡς τότε, φέρει μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν ψυχὴ γλυκειά ἀπορία, καὶ κατάπληκτη αὐτὴ ἀγνοεῖ ἀκόμη τὸ ποιὸς ἤ τί τῆς φανερώθηκε, ἀλλ’ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἐκείνη τὴν ὥρα ὡς αἰχμάλωτο πού βγαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς πρὸς τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις, πού φωτίζονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος: «Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Θεῖο Φῶς μένει πάντοτε κατὰ τὴ φύση του ἀναλλοίωτο, ὅμως οἱ ἐνέργειές του, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικὲς φορὲς προσλαμβάνεται ὡς αἴσθηση ἱλαρῆς ἀγάπης Χριστοῦ· ἄλλοτε ὡς συμπαράσταση Θείας Δυνάμεως· ἄλλοτε ὡς κάποια ἀνεκλάλητη κίνηση τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο· καὶ ἄλλοτε πάλι ὡς φῶς συνέσεως ἡ ὑπερνοητὴ νοερὰ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἄμετρη ὅμως εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ συμβαίνει ὥστε ἡ ἀγάπη Του νὰ ἐκχέεται ἀκόμη ἀφθονότερα. Τότε τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου».
Σὰν ἀπάντηση στὴν ἀρχική μου ἐρώτηση γιὰ τὴ Θαβώρια Θεοφάνεια, ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος παρέτεινε τὸν λόγο ἐπιδιώκοντας προφανῶς νὰ βρεῖ ἔννοιες προσιτὲς σὲ μένα, ἔστω καὶ σὲ κάποιο μικρὸ μέτρο.
Ἔλεγε: «Πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ἀνεπάρκειά μας· καὶ ἂν ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου νὰ θίξει τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα, θὰ τὸ κάνω ἀκροθιγῶς, γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάτι λίγο ἀπὸ αὐτὸ χωρὶς τολμηρὲς ἀξιώσεις νὰ τὸ ἀποσαφηνίσουμε ἤ καὶ νὰ τὸ κατανοήσουμε πλήρως. Καὶ ἔτσι, ἂν βγοῦμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θείου Φωτὸς πού ἤδη περιγράψαμε σὲ ἐκείνη τὴν ἁπλή, μέχρι φαινομενικῆς ἀφέλειας διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, μποροῦμε λίγο νὰ τὴ συμπληρώσουμε ὡς ἑξῆς:
Ἀμέσως μόλις ἄρχισαν οἱ Ἀπόστολοι νὰ κατανοοῦν τὴν ὑπεράνθρωπη τελειότητα τοῦ Διδασκάλου τους καὶ ὁμολόγησαν Αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος τοῦ Πέτρου ὡς Χριστόν, Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ Κύριος ἐπόθησε περισσότερο νὰ τοὺς στερεώσει στὴ γνώση αὐτὴ διὰ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός. Αὐτὸ ἦταν τελείως ἀπαραίτητο, ἐφόσον Αὐτὸς ἑτοιμαζόταν ἤδη γιὰ «τὴν ἔξοδον, ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ», δηλαδὴ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θυσίας πάνω στὸν Γολγοθᾶ. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πέτρου: “Σύ εἶ ὁ Χριστὸς” (Μάρκ. η’ 29), ἐκείνη τὴ στιγμὴ κρυβόταν ἡ ἀτελὴς γνώση γιὰ τὸ ποιὸς πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ Χριστός. Ἐντούτοις, παρὰ τὴν ἔλλειψη τελειότητας καὶ πληρότητας τῆς ὁμολογίας αὐτῆς, ἐκδηλώθηκε σὲ αὐτὴν ἤδη ἡ αὐξηθεῖσα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση τῶν Ἀποστόλων, πού τοὺς κατέστησε ἱκανοὺς νὰ “χωρέσουν” μεγαλύτερο φῶς Θείας ἀποκαλύψεως, καὶ ὡς γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: “Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ” (Μάρκ. θ’ 1). Μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητὲς πραγματοποιεῖ σιωπηλὰ1 τὴν πορεία ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου μέχρι τὸ Ἱερὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐξέλεξε τοὺς προκρίτους, Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ “ὄρος τὸ ὑψηλό” τῆς θεωρίας τῆς Θείας Αὐτοῦ· Δόξης, ἥν εἶχεν Αὐτὸς παρὰ τῷ Πατρὶ πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι”.
»Αὐτός ὁ Κύριος πάντοτε καὶ ἀναλλοίωτα ἔφερε ἐν Ἑαυτῷ τὸ Φῶς —ὄντας κατὰ τὴ Θεότητά Του ἄναρχο Φῶς—, ἀλλά διέμενε ἐν Αὐτῷ κατὰ τρόπο ἀόρατο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχθηκαν ἀκόμη μέσα τους τὸ Φῶς. Πάνω στὸ Θαβὼρ ὁ Κύριος προσευχόταν. Τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι κατὰ τὸ περιεχόμενό της ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἦταν ὅμοια μὲ ἐκείνη τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Ἰωάν. ιζ’ κ. α.), διότι “ἐλήλυθεν Αὐτοῦ ἡ ὥρα”. Ἀγκαλιάζοντας στὴν προσευχὴ τὰ πάντα, “ἀπὸ καταβολῆς κόσμου” ὥς τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ὁ Κύριος προσευχόταν καὶ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους, ὥστε νὰ φανερωθεῖ σὲ αὐτοὺς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ ἡ ἀγάπη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Πατέρας ἀγάπησε τὸν Υἱό, νὰ μένει σὲ αὐτοὺς (βλ. Ἰωάν. ιζ’ 26).
»Οἱ ἐκλεγέντες αὐτοὶ τρεῖς μάρτυρες καὶ συμμέτοχοι τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐξαντλήθησαν σὲ αὐτὴν (τὴν προσευχή). Πολεμώντας ἀσκητικὰ ἐνάντια στὴν ἀσθένεια τῆς σάρκας τους, βαρύνθηκαν γιὰ λίγο χρόνο ἀπὸ τὸν ὕπνο· ἐντούτοις, μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς πού ἐνεργοῦσε μέσα τους, ἐπανέρχονται ἐκ νέου σὲ νηφάλια κατάσταση, καὶ τότε οἱ σθεναροὶ τῷ πνεύματι αὐτοὶ νικητὲς τῆς ἀσθένειας τῆς σάρκας εἶδαν τὸν Χριστὸ ἐν τῷ φωτὶ καὶ αὐτοὺς πού συνομιλοῦσαν μαζί Του, τὸν Ἠλία καὶ τὸν Μωυσῆ. Καὶ μπόρεσαν νὰ δοῦν, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι γέμισαν ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ φῶς.
»Τὸ ἀσυνήθιστο καὶ μεγαλειῶδες τῆς ὁράσεως βύθισε τοὺς Ἀποστόλους σὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξη καὶ μακάρια ἀπορία. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὸν Πέτρο: “μὴ εἰδώς τί λαλήσῃ”, καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Πέτρου: “Ἐπιστάτα, καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”.
»Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ ὅραση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θείου Φωτὸς ἀπό τούς Ἀποστόλους συνδυαζόταν ἐπίσης καὶ μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πού τοὺς περιέβαλλε. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια τὸ φῶς πού αὐξήθηκε τοὺς ἀνύψωσε πέρα ἀπὸ κάθε ὁρατὸ καὶ πρόσκαιρο στὰ ἀόρατα καὶ αἰώνια (βλ. Β’ Κόρ. δ’ 18)…
Εἶναι ἁπλὲς μέχρι ἀκρότητος οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις: “Ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς…”. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού ἀνεβαίνει σὲ κάποιο βουνό, ὅταν μπεῖ σὲ πυκνὸ σύνεφο, δὲν διακρίνει μὲ τὴν ὅραση τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ἔτσι καὶ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, πού φανερώθηκε ὡς φῶς καὶ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο μὲ τὴν ἀφόρητη Θεία ἔλευσή Του εἰσήγαγε τοὺς Ἀποστόλους στὸν κόσμο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τοῦ ἄτρεπτου, τοῦ ἀνέσπερου, τοῦ ἀναλλοίωτου, τοῦ ἀπέραντου, τοῦ ὑπερουράνιου, τόσο ἐξαφάνισε τὶς παραστάσεις πού εἶχαν ἀπὸ τὶς παρερχόμενες μορφὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε αὐτοὶ καὶ Αὐτὸν τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἔβλεπαν πλέον κατὰ σάρκα (βλ. Β’ Κορ. ε’ 16). Ἀφοῦ εἰσῆλθαν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ θεωρία τῆς ἀπερίγραπτης Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄκουσαν ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν ἄυλη καὶ ἀπρόσιτη φωνὴ τοῦ Πατρός: “Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός Μου ὁ ἀγαπητός”.
»Αὐτό ὑπῆρξε ἡ ὑπέρτατη στιγμὴ ὁλόκληρου τοῦ Θαβωρίου γεγονότος.
»Ἂν τώρα ἀναφερθοῦμε πάλι στὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φορεῖς τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Ἀπόστολοι, συνέχισε ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, τότε, μένοντας πιστοὶ στὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ τὴν πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:
»Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἐντούτοις, δὲν ἦταν ἀκόμη τέλεια, διότι τότε δὲν ἦταν ἀκόμη ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν ὅλο τὸ πλήρωμα καὶ τὴν τελειότητα τοῦ Φωτὸς πού ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: “Δείξας τοῖς μαθηταῖς Σου τὴν δόξαν Σου, καθὼς ἠδύναντο”, ἤ σὲ ἄλλον ὕμνον  ”καθὼς ἐχώρουν”.
»Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά τότε ἀκόμη ἀτελῶς ἀφομοιώθηκε ἀπὸ αὐτούς, καὶ γι’ αὐτὸ παρέμειναν δυνατὲς ἐκεῖνες οἱ ταλαντεύσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν αὐτοὶ κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους· καὶ μόνο ἀργότερα ὁ Πέτρος ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἐπικαλεῖται ὡς μαρτυρία τῆς ἀλήθειας (βλ. Β’ Πέτρ. α΄ 17-18).
»Ἀτελής ἦταν ἀκόμη ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων πάνω στὸ Θαβώρ, καὶ ἐντούτοις ἦταν τόσο μεγάλη καὶ γνήσια ἡ θεωρία τῆς “ὑπερούσιου εὐπρεπείας” καὶ τοῦ “προαιώνιου κεκρυμμένου μυστηρίου”, ὥστε οὔτε ἡ ὅραση τοῦ Μωυσῆ στὸ Σινᾶ (βλ. Ἐξ. ιθ’-κ’ καὶ κγ’-λδ’), οὔτε ἡ ὅμοια πρὸς αὐτὴν τοῦ Ἠλία στὸ Χωρὴβ (βλ. Γ’ Βασ. ιθ’) ἔφθασαν τὸ ὕψος καὶ τὴν τελειότητά της, τὴν ὁποία παρατηροῦμε στοὺς λόγους τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς: “Καθωράθης τῷ Μωϋσῆ, ἐν γνόφῳ τὸ πάλαι, ἐν φωτὶ δέ, νῦν ἀπροσίτῳ τῆς Θεότητος” (α’ Ὠδή, β’ κανὼν- βλ. Ἑβρ. ιβ’ 18-24)».
Ἑλκύοντάς σας στὸ βάθος τῶν ἀφάτων μυστηρίων τῆς θεολογίας, δὲν θὰ κρύψω καθόλου ὅτι καὶ ἐγώ ὁ ἴδιος ἔρχομαι σὲ φόβο. Καὶ δοκιμάζω ὄχι μόνο φόβο, ἀλλά καὶ συστολὴ κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ: Ὁ Σοφὸς Παροιμιαστὴς εἶπε: «πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς» (Παροιμ. ε’ 15), καὶ ἐγώ σᾶς προσφέρω αὐτὸ πού ἄντλησα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν κληρονομιὰ ἄλλων. Βλέποντας ὅμως μὲ ποιὰ προθυμία προσέχετε στὸν λόγο, σὰν νὰ μὴν χορτάσατε ἀκόμη ἀπὸ αὐτόν, θὰ σᾶς μεταδώσω καὶ τὸν ἐπίλογο τῆς ἀλησμόνητης γιὰ μένα συνομιλίας μὲ τὸν σπουδαῖο ἐκεῖνον ἄνδρα. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸν ἐμπνευσμένο λόγο του, εὐγνωμονώντας τον γιὰ τὴ συγκατάβασή του πρὸς ἐμένα, γέμισα ἀπὸ θλίψη ἐκείνη τὴν ὥρα συνειδητοποιώντας τὸ δικό μου σκότος καὶ σιωποῦσα, διαλογιζόμενος μέσα μου: «Δὲν ἔχω αὐτὴ τὴν τύχη». Γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει ὁ συνομιλητής μου συνέχισε ὡς ἑξῆς:
«Ὅσο ἐμεῖς δὲν ἀξιωνόμαστε νὰ δοῦμε τὴ μεγαλοπρεπῆ δόξα τῆς Θεότητας, τόσο μὲ τὴν πιὸ πιστὴ ἐσωτερικὴ κίνηση τοῦ πνεύματός μας θὰ μᾶς ἐλέγχει ὁ ἑαυτός μας. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ μας εἶναι ἀνδρεία, τότε θὰ ποῦμε: Γιὰ τὶς ἀδικίες μου στερήθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, διότι ὁ πορευόμενος ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαλῶν εὐθείαν ὁδόν… οὗτος οἰκήσει ἐν ὑψηλῷ… καὶ τὸν Βασιλέα μετὰ δόξης ὄψεται” (Ἡσ. λγ’ 15-18). Παρ’ ὅλα αὐτὰ μὴ δώσετε τόπο στὴν ἀπόγνωση· ἀντίθετα, λάβετε θάρρος καὶ πενθήσετε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀπορρίψτε τὸν ἄδικο λογισμό, ὅτι αὐτὸ εἶναι κλῆρος μόνο τῶν ἐκλεκτῶν, λογισμὸ πού μπορεῖ νὰ φονεύσει μέσα μας τὴν ἅγια ἐλπίδα. Ἡ ἀλήθεια, στὴν ὁποία εἶναι ἀναγκαῖο νὰ στερεωθεῖ ἡ καρδιά μας, εἶναι ὅτι ὁ Κύριος κανέναν δὲν “ἐκβάλλει ἔξω” καὶ δὲν ἀπορρίπτει ἀπὸ ἐκείνους πού ἔρχονται πρὸς Αὐτὸν (πρβλ. Ἰωάν. ς’ 37). Ὅλοι ἐμεῖς, χωρὶς ἐξαίρεση, μεγάλοι καὶ μικροί, σημαντικοὶ καὶ ἀσήμαντοι, κληθήκαμε στὴν ἴδια τελειότητα, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Κύριος τούς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη πού τοὺς ὁδήγησε στὸ ὄρος τοῦ Θαβώρ, διότι καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ αὐτοί, λάβαμε τὶς ἴδιες ἐντολὲς καὶ ὄχι ἄλλες, καί, ἑπομένως, τὴν ἴδια, ἴση πρὸς αὐτούς, τιμὴ κλήσεως καὶ ὄχι ἄλλη κατώτερη. Ἐρευνῆστε μὲ προσοχὴ ὅλη τὴν ἀκολουθία τῆς Ἑορτῆς καὶ θὰ δεῖτε μὲ ποιὰ δύναμη ἡ Ἐκκλησία προσκαλεῖ καὶ πείθει ὅλους γιὰ ἀνάβαση στὸ ἀψηλάφητο Ὄρος τῆς νοερᾶς Θεοπτίας, δείχνοντας ἔτσι σαφῶς ὅτι ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ὄχι μόνο στοὺς Ἀποστόλους εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ φανερώσει τὴν “αὐγὴ” τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ ὡς τὶς ἡμέρες μας ἀκόμη, δὲν ἔπαυσε καὶ οὐδέποτε θὰ παύσει, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του, νὰ ἐκχέει τὴν ἴδια ἐκείνη δωρεὰ σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους.
»Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νόθα ταπείνωση —”αὐτὸ δὲν εἶναι γιὰ μένα”—, ἐκτός ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ἀπόγνωση, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἡδυπάθεια, φραγμὸς πρὸς τὴ θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀποβαίνει ἀκόμη καὶ ἡ τολμηρὴ ἔφεση “νὰ δοῦμε τὸν Θεό”, καὶ νὰ Τὸν ἀγκαλιάσουμε μὲ τὴ σκέψη μας, σὰν νὰ θέλουμε νὰ διεισδύσουμε μὲ δύναμη στὰ μυστήρια καὶ στὰ ἔγκατα τοῦ Θείου Εἶναι καὶ νὰ κυριαρχήσουμε σὲ Αὐτὸ μὲ τὸν νοῦ, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀντικείμενο τῆς γνώσεώς μας. Εἶναι δύσκολο νὰ βροῦμε λέξεις γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν πνευματικὴ οὐσία αὐτῆς τῆς ὑπερήφανης ἀξιώσεως τοῦ νοῦ μας, ἀλλά εἶναι σπουδαῖο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσουμε ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις συναντοῦμε ὄχι “φωτεινὴ νεφέλη”, ἀλλά γνόφο καὶ σκότος, πού κρύβουν τὸν Θεό.
»Ὅταν προσηλώσουμε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοῦ μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἥλιο τοῦ Προαιώνιου Εἶναι, γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε καθώς ἐστι, τότε οἱ ὀφθαλμοὶ μας καταφλέγονται καὶ τυφλώνονται ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἐκτυφλωτικὸ Φῶς τῆς Θεότητας, ὅπως τυφλώνονται καὶ καταφλέγονται οἱ φυσικοί μας ὀφθαλμοί, ὅταν γυμνοί, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ μέσο, στραφοῦν κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν ἥλιο. Στὴ Γραφὴ βρίσκουμε μιὰ θαυμαστὴ εἰκόνα, πού μᾶς διδάσκει τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Ἱστάμενα κύκλῳ τοῦ Θρόνου τοῦ Ὑψίστου τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσὶ πτέρυξι κατακαλύπτοντα τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ἡσ. ς’ 2).
»Ὁ Θεὸς καὶ γνωριζόμενος καὶ ὁρώμενος ἀναλλοίωτα διαμένει πάνω ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ὅραση. Ἡ ἀπεριόριστη αὐτὴ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ στὴ “μυστικὴ” γλώσσα τῆς θεολογίας ὀνομάζεται “γνόφος”. Ἡ Καινὴ Διαθήκη δὲν χρησιμοποιεῖ πουθενὰ γιὰ τὸν Θεὸ τὴ λέξη “γνόφος”. Μᾶς λέει ὅτι “Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία” (Α’ Ἰωάν. α’ 5). Γιὰ τὴν ὑπερβατικότητά Του, καὶ συνεπῶς τὴν τέλεια “ἀορασία”, τὴν τέλεια “ἀγνωσία” Του, ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει τὰ ἑξῆς: “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (Ἰωάν. α’ 18). Καὶ ἀλλοῦ: “Ὁ Θεός,… φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται” (Α’ Τιμ. ς’ 16). Ὅταν φάνηκαν οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ αἱρετικοί, πού ὑποστήριζαν τὴ δυνατότητα πλήρους γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ ἐκριζώσουν τὴν ἀσύνετη αὐτὴ ἰδέα, ἐπέστρεψαν σὲ Παλαιοδιαθηκικὲς εἰκόνες καὶ γλώσσα: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν “καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μήποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι Αὐτόν… Εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωϋσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὐ ἦν ὁ Θεὸς» (Ἐξ. ιθ’ 21, κ’ 21). Ἔτσι, γιὰ νὰ πλήξουν ἰσχυρότερα τὴ συνείδηση τῶν ἀσόφων σοφῶν, οἱ Πατέρες προσέφυγαν στὴν ἔννοια τοῦ “γνόφου”, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σοφὸς Νομοθέτης Μωυσῆς συγκρατοῦσε τὸν λαό του, πού ἦταν ἀκόμη ἄπειρος τῆς Θεογνωσίας, ἀπὸ τὴν ἀσύνετη ἔξαρση τῆς ἰδέας τοῦ “κατανοῆσαι” τὸν Θεὸ· καὶ γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν Καινοδιαθηκικὴ Ἀποκάλυψη, οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τὸν γνόφο αὐτὸ “ὑπέρφωτον”.
»Ἡ ἀληθινὴ ὁδὸς γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Θείου Φωτὸς διέρχεται διὰ μέσου τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ σκέψη μας, ὅλη ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μας, ὀφείλουν νὰ κατευθύνονται μόνον πρὸς τὸ “τηρῆσαι τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἄσπιλον καὶ ἀνεπίληπτον” (Α΄ Τίμ. ς’ 14). Τότε τὸ Θεῖο Φῶς, ὅπως ἔδειξε ἡ πείρα τῶν αἰώνων, “πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως” ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο. Καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ποτὲ γιὰ τὰ ὅρια τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, διότι αὐτὴ βρίσκεται ἀληθινὰ πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο. Ὅσο καὶ ἂν τείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεόν, ὅσο καὶ ἂν φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, καὶ πάλι οἱ ἐκχύσεις τοῦ Φωτὸς θὰ παραμείνουν πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο καὶ ἀριθμό, διότι δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὲς τέλος, καὶ ὅταν ἀκόμη τὸ φῶς ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τῆς φύσεώς μας νὰ ὑπομείνει τὴ λάμψη του. Καὶ ὁ μοναδικὸς δυνατὸς λόγος, ἡ μοναδικὴ ἐπικύρωση γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι “ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι, καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία”, καὶ ὅτι “Αὐτὸς οἰκεῖ ἐν ἀπροσίτῳ Φωτὶ” καὶ ἐμφανίζεται πάντοτε ἐν τῷ φωτὶ καὶ ὡς φῶς».
Ἀλλὰ καὶ παρὰ τὰ λόγια αὐτά, δὲν διαλύθηκε ἡ ἀπορία στὴ δειλή μου ψυχή. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὁδὸ μπροστά μου· δὲν γνώριζα πῶς νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπὸ πού νὰ ἀρχίσω· αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου μέσα σὲ γνόφο καὶ ρώτησα:
«Τίνα κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή»;
Καὶ μοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντηση:
«Νὰ προσεύχεσαι, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος γιὰ χρόνια ἔκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος”, καὶ εἰσακούσθηκε.
»Νὰ προσεύχεσαι μὲ τὰ λόγια τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς, “Λαμψάτω, ὦ Φωτοδότα, καὶ ἐμοί τῷ ἁμαρτωλῷ τὸ φῶς Σου τὸ ἀπρόσιτον”, καὶ νὰ ἐνδυναμώνεις στὴν πίστη, ἐνθυμούμενος ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν προσεύχεται γιὰ πράγματα πού δὲν μποροῦν νὰ γίνουν».
Στὴ συνέχεια ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἀπέκλειε τὴ δυνατότητα ὅτι μιὰ τέτοια προσευχὴ θὰ παραμείνει χωρὶς τὴν ἄνωθεν ἀπάντηση, κατέκλεισε τὸν λόγο του ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν ἡ ψυχή σου γνωρίσει αὐτὸ τὸ φῶς, τότε, ὅταν συμβεῖ νὰ τὸ στερεῖται, θὰ φλέγεσαι γι’ αὐτὸ καὶ μιμούμενος τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο θὰ τὸ ζητᾶς καὶ θὰ κράζεις πρὸς αὐτό:
Ἐλθέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.
Ἐλθέ, ἡ Ζωὴ ἡ αἰώνιος.
Ἐλθέ, τῶν πεπτωκότων ἡ ἔγερσις.
Ἐλθέ, τῶν κειμένων ἡ ἀνόρθωσις,
Ἐλθέ, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις.
Ἐλθέ, Πανάγιε Βασιλεῦ.
Ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν,
καὶ μεῖνον ἀδιαστάτως ἐν ἡμῖν,
καὶ ἀδιαιρέτως Σύ μόνος βασίλευε ἐν ἡμῖν
εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Σημείωσις:
1. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας αὐτῆς οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν ἀναφέρουν οὔτε ἕνα γεγονὸς οὔτε μία ὁμιλία τοῦ Χριστοῦ.
http://www.imaik.gr/?p=4279

----------------------------------------


Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply