του Ernst Wolff
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης ξεκίνησαν την δεύτερη βδομάδα του Μαρτίου με την αγορά κρατικών ομολόγων. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016 θα πρέπει μ΄ αυτό τον τρόπο να εισρέουν κάθε μήνα 60 δισεκατομμύρια ευρώ στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δηλαδή συνολικά 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Η ΕΚΤ ακολουθεί έτσι το παράδειγμα της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ Federal Reserve [FED], η οποία σε τρεις διαδοχικούς γύρους «ποσοτικής χαλάρωσης»[1] έριξε συνολικά στο αμερικανικό νομισματικό σύστημα 4,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, και το παράδειγμα της Ιαπωνίας, η κεντρική τράπεζα της οποίας αύξησε την ποσότητα χρημάτων της χώρας από το 2008 περίπου κατά 600%.
Επισήμως λέγεται ότι η στασιμότητα της οικονομίας στην ευρωζώνη θα πρέπει να αναζωπυρωθεί με τη δημιουργία ρευστότητας, οι αποπληθωριστικές τάσεις θα πρέπει να καταπολεμηθούν και ότι θα πρέπει να επέλθει ένας μικρός πληθωρισμός της τάξης του 2%. Ο στόχος αυτός μολαταύτα δεν μπορεί να αντιστοιχεί στη πραγματικότητα, επειδή ούτε στις ΗΠΑ, αλλά ούτε και στην Ιαπωνία, η τύπωση τεράστιων χρηματικών ποσών (διότι περί αυτού πρόκειται) δεν οδήγησε σε επιτυχία. Και στις δυό χώρες η οικονομία παραμένει στάσιμη όπως πριν, ο αποπληθωρισμός[2] και ο πληθωρισμός[3] διατηρούν την ισορροπία.
Για ποιο λόγο η ΕΚΤ λαμβάνει παρ΄ όλα αυτά ένα τέτοιο μέτρο; Η απάντηση είναι απλή: Γιατί δεν έχει άλλη επιλογή, επειδή αλλιώς το σύστημα απειλείται με κατάρρευση. Τόσο οι πολιτικοί όσο και ο χρηματοπιστωτικός κάδος κάθονται πάνω σ΄ ένα ιστορικά πρωτοφανή βουνό από χρέη. Οι χώρες της ευρωζώνης αυτό το διάστημα είναι καταχρεωμένες με 9,6 τρισεκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχούν στο 94% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, οι τράπεζες της ευρωζώνης με 20 δισεκατομμύρια ευρώ, όπου εδώ ο τομέας της σκιώδους οικονομίας[4], ο οποίος είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από αυτόν του επίσημου τραπεζικού τομέα, δεν έχει ληφθεί καν υπόψη. Αυτά τα οφειλόμενα ποσά των τρισεκατομμυρίων απαιτούν μέρα με τη μέρα την πληρωμή τόκων και ανατοκισμών. Για να μπορούν να πληρωθούν, τόσο τα κράτη όσο και οι τράπεζες χρειάζονται συνεχώς φρέσκο χρήμα, το οποίο τώρα παρέχεται από την ΕΚΤ.
Πως θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα; Τα κράτη θα τα χρησιμοποιήσουν για να πληρώσουν τα χρέη τους, δηλαδή θα εξοφλήσουν τους τόκους τους. Τα ίδια τα χρέη τους μολαταύτα δεν μπορούν να μειωθούν, επειδή μια εξόφληση θα ήταν δυνατή αν υπήρχε οικονομική ανάπτυξη και αύξηση των φορολογικών εσόδων που απορρέει από δω. Δηλαδή: παρά τις τρέχουσες πληρωμές τα τεράστια κρατικά χρέη θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Επομένως, σε κρατικό επίπεδο δεν πλησιάζουμε στη λύση του βασικού προβλήματος της υπερχρέωσης, αλλά απομακρυνόμαστε περισσότερο από αυτήν.
Και οι τράπεζες; Αυτές θα χρησιμοποιήσουν επίσης ένα μέρος των χρημάτων για να πληρώσουν τους τόκους και τους ανατοκισμούς για τα χρέη τους. Ένα άλλο μέρος θα το χρησιμοποιήσουν για την «ανακεφαλαιοποίηση», δηλαδή θα αυξήσουν το ίδιον κεφάλαιό τους (το οποίο σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται μόνο στο 3% του ποσού με το οποίο λειτουργεί μια τράπεζα). Τη μερίδα του λέοντος των χρημάτων ωστόσο, δεν θα τη δώσουν παραπέρα στην οικονομία με τη μορφή πιστώσεων ώστε να αναζωπυρωθεί η οικονομία, όπως υποσχέθηκαν οι πολιτικοί. Αντ΄ αυτού θα κερδοσκοπήσουν στις χρηματαγορές, επειδή εκεί αναμένουν γρηγορότερα κέρδη και υψηλότερες αποδόσεις κεφαλαίου.
Έτσι, θα προωθήσουν παραπέρα το σχηματισμό φουσκών –π.χ. στην αγορά μετοχών και ακινήτων- και θα αυξήσουν τον κίνδυνο μιας κατάρρευσης του συστήματος. Με άλλα λόγια: Η ΕΚΤ με την αγορά της των κρατικών ομολόγων συνεισφέρει ακριβώς στην αναζωπύρωση του μηχανισμού, ο οποίος το 2007/2008 οδήγησε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Μάλιστα, προχωρά ακόμη παραπέρα επειδή σήμερα πρόκειται για ποσά μεγαλύτερα απ΄ ότι πριν από 8 χρόνια.
Εδώ, η ΕΚΤ ενεργεί μόνο σύμφωνα με τις αρχές της εμπορικής λογικής, επειδή σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα πρόκειται για έναν αυτόνομο και όχι πλέον ελέγξιμο μηχανισμό, ο οποίος ζητά συνεχώς νέα χρήματα. Αιτία αυτού του εκτροχιασμού είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική της απελευθέρωσης και της απορρύθμισης των χρηματαγορών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του εβδομήντα, οξύνθηκε δραστικά τη δεκαετία του ογδόντα επί Ρόναλντ Ρήγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ και από τότε προωθήθηκε από τους διαδόχους τους με όλες τους τις δυνάμεις. Η νομική άρση όλων των περιορισμών στους οποίους ήταν παλιότερα υποταγμένος ο χρηματοπιστωτικός τομέας (όπως για παράδειγμα η κατάργηση του νόμου περί τραπεζικού διαχωρισμού στις ΗΠΑ [ΠΓ: δηλαδή ο διαχωρισμός στις συναλλαγές μεταξύ των τραπεζικών καταθέσεων, των πιστώσεων και των αξιόγραφων]), συνέβαλε, ώστε η χρηματοπιστωτική οικονομία, που παλιότερα εξυπηρετούσε την πραγματική οικονομία με χορήγηση πιστώσεων, να κατορθώσει να αποσπαστεί από αυτήν και να αναπτύξει μια εντελώς ανεξάρτητη δική της οντότητα.
Αυτή η αγορά των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, αποκαλούμενα και ως παράγωγα[5] (από τη λατινική λέξη derivare= παράγω), από τη δεκαετία του ενενήντα έχει μάλιστα εκτιναχτεί στα ύψη. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών ο όγκος τους το έτος 2000 κυμαινόταν στα 95 τρισεκατομμύρια δολάρια και μέχρι το 2010 αυξήθηκε στα 601 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό το διάστημα [έτος] υπολογίζεται ότι είναι δεκαπλάσιος απ΄ ότι το παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (δηλαδή του αθροίσματος όλων των παραχθέντων εμπορευμάτων και των παρεχόμενων υπηρεσιών) που ανέρχονται περίπου στα 72 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τα προϊόντα του ονομάζονται Swaps[6],Options[7] ή Futures[8] και είναι οι λεγόμενες OTC’s (Over The Counter συναλλαγές[9]), των οποίων προεξέχουσα ιδιότητά τους είναι να μην εμφανίζονται σε κανέναν τραπεζικό ισολογισμό.
Αυτή η αγορά των παραγώγων λειτουργεί ουσιαστικά όπως ένα μεγάλο καζίνο: Μπορεί να στοιχηματίσει κανείς στην αυξανόμενη ή την πτωτική τρέχουσα τιμή των μετοχών, στις νομισματικές διακυμάνσεις, στις ελκυστικές ή στις πτωτικές τιμές του πετρελαίου ή επίσης στις επικείμενες χρεωκοπίες και πτωχεύσεις και να αποκομίσει υψηλά κέρδη, αλλά –στη περίπτωση ενός χρηματιστηριακού κραχ- να έχει και μεγάλες απώλειες. Το πιο σημαντικό όμως είναι: Τα κέρδη ρέουν γρήγορα και δεν απαιτούν παρά μόνο το πάτημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση κάτω απ΄ την οποία βρίσκονται οι οικονομικοί διευθυντές σε όλο τον κόσμο, για να μπορούν να χειριστούν τα τεράστια βάρη από τους τόκους των τραπεζών τους, τόσο πιο μεγάλη είναι επομένως και η πιθανότητα να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στον τομέα των παραγώγων αντί στην πραγματική οικονομία.
Μετά την κρίση του 2007/2008 η αγορά αυτή, που παρά τη μεγάλη σημασία της για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα γίνεται πολύ σπάνια αναφορά σ΄ αυτήν από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, βρέθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Εκείνη την εποχή οι πολιτικοί και οι κεντρικοί τραπεζίτες διαβεβαίωναν συνέχεια ότι η αγορά αυτή πρέπει να περιοριστεί και να γίνει ελέγξιμη. Τη δήλωση των προθέσεών τους ωστόσο δεν την ακολούθησαν πράξεις. Ουσιαστικά αυτό θα ήταν και αδύνατο επειδή αυτή η αγορά δε μπορεί και δεν πρόκειται ποτέ να ρυθμιστεί.
Ακόμη κι αν μία ή και περισσότερες κυβερνήσεις είχαν τη σοβαρή πρόθεση να την περιορίσουν, αυτό θα ήταν καταδικασμένη προσπάθεια, επειδή το διεθνές κεφάλαιο θα πήγαινε αμέσως σε άλλες χώρες που δεν θα επέβαλαν τέτοιους περιορισμούς ή θα του πρόσφεραν ακόμη και επιπρόσθετα προνόμια. Διαφορετικά ειπωμένο: Όσο διάστημα υπάρχουν εθνικά κράτη τα οποία θα μπορούν να ψηφίζουν διαφορετικούς χρηματο-οικονομικούς κανονισμούς ή νόμους, δε μπορεί και δε θα υπάρξει φραγμός της αγοράς παραγώγων.
Από αυτή την πικρή αλήθεια προκύπτει μια, ακόμη πιο πικρή: Χωρίς έναν τέτοιο φραγμό δεν θα υπάρξει πλέον ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Το σύστημα με τον τομέα των παραγώγων έχει παραγάγει ένα παράσιτο, το οποίο δεν πρόκειται πλέον να το αποβάλλει, με το ρυθμό μιας βδέλλας θα του αφαιρεί συνεχώς κεφάλαιο και με αδυσώπητη συνέπεια θα καταρρεύσει μαζί μ΄ αυτό. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του, η χρηματοπιστωτική οικονομία και η πολιτική, θα συνεχίσουν να πράττουν αυτό που έπρατταν μέχρι τώρα και αυτό που πράττουν εκ νέου με την ένεση της ρευστότητας: Να διατηρούν το σύστημα στη ζωή με κάθε τρόπο.
Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών υπάρχουν αυτή τη στιγμή 26,45 τρισεκατομμύρια δολάρια σε παράγωγα συναλλάγματος τα οποία συνδέονται άμεσα με την αξία του ευρώ. Τα 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ, που παρέχονται τώρα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους μεγάλους επενδυτές, φαίνονται σχεδόν πενιχρά. Για την πλειοψηφία των εργαζομένων, ωστόσο, στην Ευρώπη, που είναι καταδικασμένοι από την πολιτική, να συνεισφέρουν στη σταθεροποίηση του συστήματος μέσω των προγραμμάτων λιτότητας, ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να επιδρά σαν βάναυσο χτύπημα στο πρόσωπο.
Ενόσω το βιοτικό τους επίπεδο έπεσε μέσω των υψηλότερων φόρων, των χαμηλότερων μισθών και των συντάξεων, των κοινωνικών παροχών που περικόπηκαν και των συνεχώς νέων μέτρων λιτότητας, ρίχνοντάς τους εν μέρει στη φτώχεια και στερώντας τους κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, υποχρεώνονται τώρα να βλέπουν, πώς 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ δεν θα δαπανηθούν για παράδειγμα, για την ανακούφιση της ζωής τους ή για την οικοδόμηση σχολείων, νηπιαγωγείων, νοσοκομείων και γηροκομείων, αλλά για τη διατήρηση ενός συστήματος, για το οποίο όλοι γνωρίζουμε ότι οι μέρες του είναι ήδη μετρημένες.
Ο Ernst Wolff είναι ελεύθερος επαγγελματίας δημοσιογράφος.
Σημείωση: Το παρόν κείμενο έχει αρχικό τίτλο «Ένα τρισεκατομμύριο ευρώ για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αντί για τα νοσοκομεία, τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία». Δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες σε πολλές γερμανικές ιστοσελίδες καθώς και σε αυτή του Γερμανικού Κ. Κ. (15/03/2015) απ΄ όπου και έχει ληφθεί.
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
______________
Σημειώσεις του μεταφραστή
[1] Ως ποσοτική χαλάρωση στην αστική οικονομία χαρακτηρίζεται μια νομισματική πολιτική κατά την οποία η κεντρική τράπεζα διευρύνει τη χρηματική βάση (τυπώνεται χρήμα), ώστε να αγοράσει ιδιωτικά και/ή κρατικά ομόλογα. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του συνολικού ισολογισμού (ενεργητικού / παθητικού) της κεντρικής τράπεζας. Μέσω της μεγαλύτερης προσφοράς χρήματος, όπως λέγεται, στόχος είναι να μειωθούν τα πραγματικά επιτόκια ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις, επομένως η οικονομική δραστηριότητα και η οικονομική άνοδος. Κατά την ποσοτική χαλάρωση η κεντρική τράπεζα πρέπει να ελέγχει ώστε να μην υπερβαίνεται ο στόχος / το όριο που έχει τεθεί για τον πληθωρισμό. Εδώ πρόκειται ασφαλώς για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτά σε ό,τι αφορά τη θεωρία. Στη πράξη όμως η κατάσταση είναι διαφορετική. Ο λόγος είναι απλός: Αφενός ένα μέρος των χρημάτων χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή τόκων και ανατοκισμών και αφετέρου, ένα άλλο τζογάρεται στα χρηματιστήρια. Τα χρήματα που ρέουν στη «πραγματική οικονομία» είναι ελάχιστα.
[2] Γενικά, αποπληθωρισμός είναι μια σημαντική και σταθερή /συνεχής μείωση του επιπέδου των τιμών για τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες. Αποπληθωρισμός μπορεί να προκύψει όταν η συνολική οικονομική ζήτηση είναι μικρότερη από τη συνολική οικονομική προσφορά. Συνήθως εμφανίζεται με την καπιταλιστική κρίση, όμως αυτό δεν είναι δεδομένο. Είναι δυνατό να υπάρχει οικονομική κρίση, με όλες της τις συνέπειες (π.χ. ανεργία, χαμηλοί μισθοί κτλ), και παρ΄ όλα αυτά οι τιμές στα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες να παραμένουν οι ίδιες όπως και πριν, ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και να αυξάνουν. Αυτό έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών.
[3] Πληθωρισμός είναι μια γενική και σταθερή /συνεχής αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, που ισοδυναμεί με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος, επομένως και της τιμής του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Ο εργαζόμενος αγοράζει λιγότερα εμπορεύματα δαπανώντας την ίδια ποσότητα εργατικής δύναμης.
[4] Στη σκιώδη οικονομία υπολογίζονται συνήθως η μαύρη εργασία, η απάτη, το λαθρεμπόριο, το εμπόριο ναρκωτικών, η αποδοχή και η διάθεση προϊόντων εγκλήματος κτλ.
[5] Το παράγωγο είναι μια αμοιβαία σύμβαση η οποία αντλεί την οικονομική του αξία από την τρέχουσα αξία που διευθετείται με βάση ένα μέγεθος συσχετιζόμενο με την αγορά. Το μέγεθος αυτό χαρακτηρίζεται ως βασικό μέγεθος. Βασικά μεγέθη μπορεί να είναι αξιόγραφα (μετοχές, ομόλογα κτλ), οικονομικοί δείκτες (επιτόκια, πιστοληπτική ικανότητα με βάση την πιστοληπτική αξιολόγηση κτλ) ή είδη εμπορίου (πρώτες ύλες ή και συνάλλαγμα κτλ).
[6] Το Swap (αγγλ: ανταλλαγή) αποτελεί από οικονομική άποψη έναν γενικό όρο για τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, που κοινό τους στοιχείο είναι η ανταλλαγή ροής πληρωμών (δηλαδή η ποσότητα των πληρωμών που παρέχουν κατά τη διάρκεια της ισχύος τους). Η συμφωνία ορίζει πώς γίνονται και πότε είναι ληξιπρόθεσμες οι πληρωμές.
[7] Η Option [δικαίωμα επιλογής] στην οικονομία χαρακτηρίζει ένα δικαίωμα να αγοράζεται ή να πωλείται ένα συγκεκριμένο πράγμα σε μια μεταγενέστερη ημερομηνία και σε μια προσυμφωνημένη τιμή. Γι΄ αυτό χαρακτηρίζεται και ως υπό όρους προθεσμιακή πράξη.
[8] Σε γενικές γραμμές, το Future ή συμβόλαιο προθεσμιακής εκπλήρωσης αποτελεί μια μορφή χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης. Όταν η μορφή αυτή δεν διαπραγματεύεται μέσω του χρηματιστηρίου τότε ονομάζεται Forward.
[9] Οι συναλλαγές Over The Counter, μεταξύ αυτών που συναλλάσσονται στην αγορά, δεν διεκπεραιώνονται μέσω του χρηματιστηρίου. Αυτό γίνεται σήμερα συνήθως με ηλεκτρονικά μέσα.
--------------------------------------------------
Διαβάστε παρακάτω το πρωτότυπο κείμενο:
Statt für Krankenhäuser, Schulen und Kindergärten – 1 Billion Euro für die Finanzindustrie
Ernst Wolff
Die Europäische Zentralbank (EZB) und die nationalen Notenbanken der Euro-Zone haben in der zweiten Märzwoche mit dem Ankauf von Staatsanleihen begonnen. Bis September 2016 sollen auf diese Weise monatlich 60 Mrd. Euro in das Finanzsystem fließen, insgesamt also 1,1 Billionen Euro.
Die EZB folgt damit dem Beispiel der US-Zentralbank Federal Reserve, die durch 3 aufeinanderfolgende Runden der „quantitativen Lockerung“ insgesamt 4,5 Billionen US-Dollar in das amerikanische Geldsystem gepumpt hat, und dem Beispiel Japans, dessen Zentralbank das Geldvolumen des Landes seit 2008 um ca. 600 % gesteigert hat.
Offiziell heißt es, die stagnierende Wirtschaft in der Eurozone solle durch die Schaffung von Liquidität angekurbelt, deflationäre Tendenzen sollten bekämpft und eine leichte Inflation von 2 Prozent solle herbeigeführt werden. Dieses Ziel kann allerdings nicht der Wahrheit entsprechen, denn weder in den USA, noch in Japan hat das Drucken enormer Geldmengen (und um nichts anderes handelt es sich) zum Erfolg geführt. In beiden Ländern stagniert die Wirtschaft nach wie vor, Deflation und Inflation halten sich die Waage.
Warum greift die EZB trotzdem zu solch einer Maßnahme? Die Antwort ist simpel: Weil sie keine andere Wahl hat, da sonst der Zusammenbruch des Systems droht. Sowohl Politiker, als auch die Finanzindustrie sitzen auf einem historisch nie da gewesenen Berg an Schulden. Die Länder der Eurozone sind derzeit mit 9,6 Billionen Euro oder 94 % des Bruttoinlandsproduktes verschuldet, der Banken der Eurozone mit 20 Billionen Euro, wobei der Bereich der Schattenwirtschaft, der den des offiziellen Bankensektors bei weitem übersteigt, noch nicht einmal berücksichtigt ist. Diese ausstehenden Billionenbeträge verlangen Tag für Tag nach Zins- und Zinseszahlungen. Um sie leisten zu können, brauchen sowohl die Staaten als auch die Banken ständig frisches Geld, das ihnen nun von der EZB zur Verfügung gestellt wird.
Wie wird dieses Geld eingesetzt werden? Die Staaten werden es benutzen, um ihren Schuldendienst zu leisten, d.h. sie werden Zinsen abtragen. Ihre Schulden selbst werden sie allerdings nicht reduzieren können, denn an eine Tilgung wäre nur bei wirtschaftlichem Wachstum und daraus folgenden höheren Steuereinnahmen zu denken. D.h.: Trotz der laufenden Zahlungen werden die staatlichen Schuldenberge weiter wachsen. Wir nähern uns auf Staatenebene also nicht einer Lösung des Grundproblems der Überschuldung an, sondern entfernen uns weiter von ihr.
Und die Banken? Sie werden ebenfalls einen Teil des Geldes benutzen, um Zins- und Zinseszahlungen auf ihre Schulden zu leisten. Einen anderen werden sie zur „Rekapitalisierung“ einsetzen, d.h. sie werden ihr Eigenkapital (das in vielen Fällen nur noch bei 3% der Summen liegt, mit denen die Bank arbeitet) aufzustocken. Den Löwenanteil des Geldes werden sie allerdings nicht, wie von Politikern versprochen, in Form von Krediten an die Wirtschaft weitergeben, um diese anzukurbeln. Stattdessen werden sie damit an den Finanzmärkten spekulieren, weil sie dort schnellere Gewinne und höhere Renditen erwarten.
Damit werden sie die Blasenbildung – z.B. am Aktienmarkt und im Immobiliensektor – weiter vorantreiben und das Risiko einer Implosion des Systems erhöhen. In anderen Worten: Die EZB trägt mit ihrem Ankauf von Staatsanleihen dazu bei, genau den Mechanismus anzuheizen, der das globale Finanzsystem 2007/2008 an den Rand des Zusammenbruchs geführt hat. Sie geht sogar darüber hinaus, denn die Summen, um die es geht, sind heute höher als vor 8 Jahren.
Dabei handelt die EZB nur nach den Grundsätzen kaufmännischer Logik, denn beim globalen Finanzsystem handelt es sich um einen verselbständigten und nicht mehr beherrschbaren Mechanismus, der unablässig nach neuem Geld verlangt. Ursache dieser Entgleisung ist die in den siebziger Jahren begonnene, in den achtziger Jahren von Ronald Reagan und Margaret Thatcher drastisch verschärfte und seitdem von ihren Nachfolgern mit aller Macht vorangetriebene neoliberale Politik der Liberalisierung und Deregulierung der Finanzmärkte. Die gesetzliche Beseitigung aller Einschränkungen, denen der Finanzsektor vorher unterworfen war (wie zum Beispiel die Abschaffung des Trennbankengesetzes in den USA), hat dafür gesorgt, dass sich die Finanzwirtschaft, die früher der Realwirtschaft durch die Vergabe von Krediten diente, von ihr ablösen und ein vollkommen unabhängiges Eigenleben entwickeln konnte.
Dieser Markt der Finanzprodukte, auch Derivate (aus dem Lateinischen von derivare = ableiten) genannt, ist seit den Neunziger Jahren geradezu explodiert. Der Bank für Internationalen Zahlungsausgleich (BIZ) zufolge betrug sein Umfang im Jahr 2000 95 Billionen US-Dollar und wuchs bis zum Jahr 2010 auf 601 Billionen US-Dollar an. Derzeit wird er auf das Zehnfache des globalen Bruttoinlandsproduktes (der Summe aller weltweit produzierten Waren und erbrachten Dienstleistungen) von ca. 72 Billionen US-Dollar geschätzt. Seine Produkte heißen Swaps, Options oder Futures und sind sogenannte OTC’s (Over The Counter Geschäfte), deren herausragende Eigenschaft es ist, in keiner Bankenbilanz aufzutauchen.
Dieser Derivate-Markt funktioniert im Grunde wie ein großes Casino: Man kann auf steigende oder fallende Aktienkurse, auf Währungsschwankungen, anziehende oder nachgebende Ölpreise oder auch auf bevorstehende Konkurse und Insolvenzen wetten und dabei hohe Gewinne, aber - im Fall eines Börsencrashs zum Beispiel - auch hohe Verluste erzielen. Das Wichtigste aber ist: Die Erträge fließen schnell und erfordern nicht mehr als einen Knopfdruck am Computer. Je höher der Druck, unter dem die Finanzmanager in aller Welt stehen, um die riesigen Zinslasten ihrer Banken zu bedienen, umso größer also die Wahrscheinlichkeit, dass sie ihr Geld in den Derivatesektor statt in die Realwirtschaft stecken.
Nach der Krise von 2007 / 2008 geriet dieser Markt, der trotz seiner elementaren Bedeutung fürs globale Finanzsystem in den Mainstream-Medien nur selten Erwähnung findet, kurzzeitig in den Fokus der Öffentlichkeit. Damals beteuerten Politiker und Zentralbanker ein ums andere Mal, dass man diesen Markt eingrenzen und beherrschbar machen müsse. Ihren Absichtserklärungen sind allerdings keine Taten gefolgt. Im Grunde wäre das auch gar nicht möglich gewesen, denn dieser Markt kann und wird niemals reguliert werden.
Selbst wenn eine oder sogar mehrere Regierungen die ernsthafte Absicht hätten, ihn einzugrenzen, wäre das ein zum Scheitern verurteiltes Unterfangen, da das internationale Kapital sofort auf andere Länder ausweichen würde, die ihm keine solchen Beschränkungen auferlegen oder sogar zusätzliche Vergünstigungen anbieten würden. Anders ausgedrückt: Solange es Nationalstaaten gibt, die unterschiedliche finanzpolitische Regularien oder Gesetze erlassen können, kann und wird es keine Eindämmung des Derivate-Marktes geben.
Aus dieser bitteren Wahrheit folgt eine noch bitterere: Ohne eine solche Eindämmung wird es keine Erholung der Realwirtschaft mehr geben. Das System hat mit dem Derivate-Sektor einen Parasiten erzeugt, den es nicht mehr los wird, der ihm im Stil eines Blutsaugers ständig Kapital entzieht und an dem es mit unerbittlicher Konsequenz zugrunde gehen wird. Bis zu seinem Ende allerdings werden Finanzwirtschaft und Politik weiterhin das tun, was sie bisher getan haben und was sie mit der Liquiditätsspritze von 1,1 Billionen Euro jetzt erneut tun: Das System auf Biegen und Brechen am Leben erhalten.
Laut der BIZ gibt es aktuell 26,45 Billionen US-Dollar an Währungsderivaten, die direkt mit dem Wert des Euro zusammenhängen. Da muten die 1,1 Billionen Euro, die jetzt an Finanzinstitute und Großinvestoren vergeben werden, schon fast bescheiden an. Für die Mehrheit der arbeitenden Menschen in Europa allerdings, die von der Politik dazu worden verurteilt worden sind, durch Austeritätsprogramme zur Stabilisierung des Systems beizutragen, muss eine solche Maßnahme wie ein brutaler Schlag ins Gesicht wirken.
Während ihr Lebensstandard durch höhere Steuern, niedrigere Löhne und Renten, gekürzte Sozialleistungen und immer neue Sparmaßnahmen gesenkt wurde und sie zum Teil in Armut gestürzt und jeglicher Hoffnung auf eine bessere Zukunft beraubt wurden, müssen sie nun mit ansehen, wie 1,1 Billionen Euro nicht etwa zur Erleichterung ihres Schicksals oder für den Bau von Schulen, Kindergärten, Krankenhäusern und Altenheimen ausgegeben werden, sondern zur Erhaltung eines Systems, von dem alle wissen, dass seine Tage bereits gezählt
sind.
| ||||||
| ||||||
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο