Οι
πολιτικοί που έχουν αναλάβει τις τύχες μίας χώρας είναι υποχρεωμένοι να
προσεγγίζουν την οικονομία όχι αποκλειστικά μέσα από «λογιστικό γυαλί», αλλά
μέσα και από άλλους παράγοντες, βασικότεροι των οποίων είναι η κοινωνία και η
γεωπολιτική.
Α) Βασική
αρχή της κοινωνιολογίας είναι ότι για παρεμβάσεις που αφορούν-προσβάλλουν το
μεγαλύτερο μέρος μιας κοινωνίας απαιτείται να ληφθεί υπόψη η μορφή και οι
ιδιαιτερότητες της έκαστης συγκεκριμένης κοινωνίας στα πλαίσια ενός κράτους.
Δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις φιλελεύθερης οικονομίας με τον
ίδιο τρόπο σε μία κοινωνία με φιλελεύθερη κουλτούρα και σε μία κοινωνία με "σοβιετική" κουλτούρα, όπως η ελληνική.
Για
δεκαετίες ο Έλληνας έζησε το σοβιετικό όνειρο της κρατικοδίαιτης οικονομίας
(διορισμοί στο δημόσιο, κρατικοί εργολάβοι κτλ) όχι γιατί ήταν τεμπέλης, αλλά
γιατί οι κεντροαριστερές Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ τον δίδαξαν, γαλούχησαν, έπεισαν ότι
ο διορισμός στο δημόσιο είναι η «σοσιαλιστική επανάσταση» του λαού που υπερνικά
την βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Το κράτος, με αρχηγό τον
«Πατερούλη» ανοίγει τις φτερούγες του και ταΐζει τα μικρά πουλάκια-υπηκόους
του, ανεξάρτητα αν τα πουλάκια αυτά παράγουν κάτι, φτάνει να γλύφουν τον
«Πατερούλη» και να είναι «του κόμματος». Και γι’ αυτό το Δημόσιο στην Ελλάδα
ήταν το όνειρο κάθε νέου και το «ελ ντοράντο» κάθε "εθνικού" επιχειρηματία. Αντίθετα, όποιος
επιχειρηματίας τολμούσε να βγάλει κέρδος ήταν «λαμόγιο», εχθρός του λαού και έπρεπε να τιμωρηθεί με αυστηρή φορολογία...
Αν
αναλογιστεί κανείς τα παραπάνω, θα κατανοήσει γιατί η άκρα αριστερά
του ΣΥΡΙΖΑ όχι απλά δεν θέλει τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, αλλά υπόσχεται
την αναβίωση του κρατισμού πιο ισχυρού από ότι εφάρμοσαν οι κεντροαριστερές
Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Θα κατανοήσει γιατί τελικά απορρίφθηκαν οι μεταρρυθμίσεις στην χώρα: οι πολιτικοί που πήγαν να τις εφαρμόσουν (βλ. Σαμαράς) δεν ζούσαν στην ελληνική κοινωνία, αλλά στον κόσμο τους...
Β)
Βασική αρχή της γεωπολιτικής είναι ότι όποιος θέλει να παίξει στην γεωπολιτική
σκακιέρα (δηλαδή να επηρεάσει καθοριστικά τις γεωπολιτικές εξελίξεις) πρέπει να
έχει πολύ ισχυρό στρατό, ή να ανήκει σε πολύ ισχυρή στρατιωτική συμμαχία. Η
Μικρασιατική καταστροφή αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα τι παθαίνει μία
χώρα όταν θέλει να «παίξει» αυτόνομα στην γεωπολιτική σκακιέρα χωρίς ισχυρό
στρατό και χωρίς ισχυρή στρατιωτική συμμαχία.
Πρέπει
επίσης να γίνει κατανοητό ότι στην σφαίρα της γεωπολιτικής δεν ανήκει μόνο η
κατάκτηση εδαφών, λιμανιών και εμπορικών δρόμων, αλλά και η εξόρυξη ενεργειακών
πόρων. Όποιος δηλαδή λαός θέλει να κάνει εξόρυξη των ενεργειακών πόρων του,
πρέπει ή να έχει πολύ ισχυρό στρατό ώστε να κάνει την εξόρυξη μόνος του, ή να έχει
στρατιωτική συμμαχία με ισχυρά κράτη.
Βεβαίως
όταν κάνουμε λόγο για ισχυρή στρατιωτική συμμαχία δεν εννοούμε τα φιλικά χτυπήματα
στην πλάτη από Αμερικανούς και Ρώσους που έχουν καταφέρει να «κερδίσουν» μέχρι
τώρα οι κ. Τσίπρας και Καμμένος, αλλά σοβαρές δεσμεύσεις για στρατιωτική κάλυψη
με έργα. Κάτι, το οποίο τελικώς δεν θα ευδοκιμήσει για δύο λόγους: α) από την
μία μεριά οι Αμερικανοί δεν πρόκειται να συμφωνήσουν σε καμία εξόρυξη των
ενεργειακών κοιτασμάτων της χώρας αν προηγουμένως δεν δοθεί μερίδιο στην
Τουρκία, την οποία έχουν μεγάλη ανάγκη για τα γεωπολιτικά τους σχέδια στην Μ.
Ανατολή και β) όσον αφορά τους Ρώσους, αυτοί έχουν πολλά ανοιχτά μέτωπα από την
Ουκρανία μέχρι την Συρία και τους συμφέρει να προσπαθήσουν να κλείσουν κάποια
από αυτά (Τουρκία, Γερμανία) αντί να τα ανοίξουν περισσότερο βοηθώντας εμάς.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε βοήθεια για εξόρυξη των ενεργειακών κοιτασμάτων της
Ελλάδας από μία χώρα που προετοιμάζεται για θερμή αντιπαράθεση με την υπερδύναμη
Αμερική και τους συμμάχους της. Όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο ξεπερνάει τα όρια της
ηλιθιότητας.
Αν
αναλογιστεί κανείς τα παραπάνω θα κατανοήσει ότι τα αδύναμα στρατιωτικά κράτη, όπως
εμείς σήμερα, πρέπει να αντιμετωπίζουν τα οικονομικά προβλήματα με καθαρά
οικονομικούς και κοινωνικούς όρους και να μην ανακατεύουν την γεωπολιτική χωρίς
ισχυρό στρατό και χωρίς ισχυρούς συμμάχους. Πόσες εθνικές τραγωδίες πρέπει να
επαναληφθούν για να γίνει αυτό κατανοητό;
κανένα σχόλιο