Της Γεωργίας Πανοπούλου
H εμπειρία του ασθενούς στο ελληνικό σύστημα υγείας μπορεί να είναι σχεδόν σουρεαλιστική. Δεν είναι μόνο οι ουρές, η μεγάλη αναμονή για ένα ραντεβού στον ΕΟΠΥΥ, το φακελάκι, οι ανεπαρκείς υποδομές και οι ελλείψεις σε προσωπικό. Ακόμα και καθημερινές, απλές δραστηριότητες, γίνονται με τρόπο που δυσχεραίνει τη ζωή των εμπλεκομένων και τούς κοστίζει χρόνο και χρήμα.
Το εισιτήριο των 5€
Πολύ πριν καταργηθεί επισήμως την προηγούμενη εβδομάδα, το «εισιτήριο» των €5 δεν ήταν απαιτητό από τα δημόσια νοσοκομεία. Είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι, όσο αυτό ήταν νόμος του κράτους τα νοσοκομεία (των οποίων τη χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό περιέκοψε στο μισό ο κ. Κουρουπλής στις αρχές του Μαρτίου) παρανομούσαν αν δεν το εισέπρατταν, ενώ παράλληλα ο προϋπολογισμός έπεφτε έξω κατά το αντίστοιχο ποσό, σωρευτικά. Αλλά προφανώς αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν – όχι μεταξύ των ασθενών, αλλά μεταξύ των ιθυνόντων του οικονομικού επιτελείου.
Η συνταγογράφηση
Στα δημόσια νοσοκομεία δεν εκδίδονται ηλεκτρονικές συνταγές φαρμάκων. Ίσως ο φόρτος εργασίας τις ώρες της εφημερίας να είναι μία αιτιολογία, αλλά σίγουρα δεν είναι δικαιολογία. Ο γιατρός απλώς γράφει σε ένα έντυπο του νοσοκομείου την αγωγή.
Προσωπικά χρειαζόμουν φάρμακο για το οποίο απαιτείται ειδική αιτιολόγηση, χωρίς την οποία ο ασθενής δεν μπορεί κανονικά να το προμηθευτεί από το φαρμακείο, και γι αυτό έπρεπε είτε να πάω σε ιδιώτη γιατρό ή στον ΕΟΠΥΥ –όποτε υπήρχε διαθέσιμο ραντεβού– για ηλεκτρονική συνταγή και αιτιολόγηση.
Δεν εκδίδονται όμως ηλεκτρονικές συνταγές ούτε στα ιδιωτικά νοσοκομεία, ακριβώς επειδή είναι ιδιωτικά! Ο ασφαλισμένος ασθενής, που πληρώνει πανάκριβα για να έχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δεν μπορεί να πάρει ηλεκτρονική συνταγή αν αρρωστήσει ξαφνικά– χρειάζεται σε κάθε περίπτωση είτε να πληρώσει ιδιώτη γιατρό, είτε να βρει γιατρό του ΕΟΠΥΥ, είτε να πληρώσει το σύνολο του κόστους της αγωγής από την τσέπη του.
Στο φαρμακείο
Στην ελληνική πραγματικότητα όμως, το παράδοξο αυτό έρχεται να λύσει το φαρμακείο. Όλοι ξέρουμε ότι οι φαρμακοποιοί κάνουν τα στραβά μάτια και εύκολα ο ασθενής μπορεί να πάρει σχεδόν οποιοδήποτε φάρμακο χωρίς συνταγή. Το σύστημα βολεύει όλους: ο ασθενής ξεκινά άμεσα μία θεραπεία (σε πολλές περιπτώσεις χωρίς να έχει δει καθόλου γιατρό), το φαρμακείο κάνει τζίρο (και μάλιστα με προδιαγεγραμμένο ποσοστό κέρδους), το σύστημα υγείας δεν επιβαρύνεται με το κόστος του φαρμάκου ή/και του γιατρού. Αν θέλει ο ασθενής μπορεί να «γράψει» τα φάρμακα αργότερα και το φαρμακείο θα του επιστρέψει εκ των υστέρων ό,τι δικαιούται, αφού αφαιρεθεί η συμμετοχή του ταμείου και η δική του.
Η ευκολία αυτή για τον ασθενή/πελάτη, που είναι εντελώς χαρακτηριστική για την ελληνική πραγματικότητα, θα περιοριστεί βεβαίως αν, όπως σχεδιάζεται, η κυβέρνηση υποκύψει στις παράλογες απαιτήσεις του συνδικαλιστικού οργάνου των φαρμακοποιών και περιορίσει το ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων. Ο ασθενής δεν θα μπορεί τις περισσότερες ώρες να πηγαίνει στο φαρμακείο όπου τον γνωρίζουν και τον εξυπηρετούν «εκτός κανόνων», αλλά θα πρέπει να αναζητά μακριά το διημερεύον ή διανυκτερεύον.
Με τις προθέσεις τις κυβέρνησης θα εκλείψουν επίσης αρκετές θέσεις εργασίας φαρμακοποιών. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που απασχολεί ιδιαίτερα του υπουργούς, καθώς τα φαρμακεία στο σύνολό τους ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Σημειώνεται πάντως ότι, κόντρα στις συνδικαλιστικές επιδιώξεις, ένας μεγάλος αριθμός φαρμακείων αξιοποιεί ήδη στην πράξη, πρόθυμα και αποτελεσματικά, το διευρυμένο ωράριο.
Το πλήθος των δισκίων. Η σπατάλη που γίνεται στα φάρμακα είναι τεράστια και δεν αφορά μόνο την πολυφαρμακία για την οποία διακρινόμαστε. Για παράδειγμα, αν μία αγωγή απαιτεί τη λήψη 14 δισκίων και το σκεύασμα κυκλοφορεί σε συσκευασίες των 12, ο ασθενής αναγκάζεται να προμηθευτεί δύο συσκευασίες και πετάει (ανακυκλώνει;) ένα κουτί σχεδόν ολόκληρο. Τα ασφαλιστικά ταμεία όμως χρεώνονται με δύο ολόκληρα κουτιά. Γιατί δεν γίνεται το πολύ απλό, να μπορούν οι φαρμακοποιοί να δίνουν μόνο όσα χάπια απαιτούνται για τη συγκεκριμένη θεραπεία του κάθε ασθενούς και να πληρώνουν όλοι ανάλογα;
Ο γιατρός εργασίας
Πολλοί εργαζόμενοι σε μεγάλες επιχειρήσεις έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του γιατρού εργασίας. Εκεί συμβαίνει το εξής παράδοξο: ο γιατρός αυτός, του οποίου η παρουσία στην επιχείρηση είναι υποχρεωτική και πληρώνεται γι’ αυτήν, δεν μπορεί να εκδώσει ηλεκτρονική συνταγή αν δεν πληρωθεί από τον εργαζόμενο/ασθενή, καθώς κάθε συνταγή πρέπει απαραιτήτως να αντιστοιχεί σε απόδειξη –αλλιώς, σε περίπτωση ελέγχου από την εφορία, ο γιατρός είναι έκθετος και καλείται να πληρώσει πρόστιμο. Το εκ του νόμου ελάχιστο το οποίο πρέπει να πληρώσει ο εργαζόμενος/ασθενής είναι €10. Και με αυτά τα χρήματα επιβαρύνεται εντελώς αδικαιολόγητα το σύστημα υγείας, ενώ πλουτίζουν αδικαιολόγητα οι συγκεκριμένοι γιατροί (έστω κι αν δε φέρουν ευθύνη για τη συγκεκριμένη ρύθμιση).
Η αναρρωτική άδεια
Σε αντίθεση με τα φάρμακα, αναρρωτικές άδειες μπορούν να γράφουν τόσο γιατροί του Δημοσίου, όσο και ιδιώτες. Αλλά πρέπει ο ίδιος ο ασθενής ή κάποιος δικός του άνθρωπος με πολύ ελεύθερο χρόνο, να πάει εντός τριών ημερών από τη λήψη της άδειας και βεβαίως σε εργάσιμες ώρες Δημοσίου στο ασφαλιστικό ταμείο να τη δηλώσει.
Γιατί δεν μπορεί να γίνει η πολύ απλή αυτή διαδικασίαηλεκτρονικά, αφού η ταυτοποίηση του γιατρού και του ασθενούς είναι πολύ εύκολη; Ακόμα και ένα email του γιατρού στο ταμείο θα αρκούσε, ή ένα σύστημα όπως αυτό της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Μήπως όλοι αυτοί που έχουν σχεδιάσει τις διαδικασίες θεωρούν ότι ο χρόνος που οι ασφαλισμένοι και οι συγγενείς τους μπορούν να αφιερώνουν σε γραφειοκρατικές διαδικασίες με το Δημόσιο είναι απεριόριστος;
Μικρές, απλές παρεμβάσεις στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα υγείας, μπορούν να φέρουν μεγάλα αποτελέσματα στα πεδία της εξοικονόμησης χρόνου και χρήματος για όλους τους εμπλεκόμενους. Πεδίο δόξης λαμπρόν, με άμεσα αποτελέσματα για όποιον το επιχειρήσει.
(Athens Voice, 08.04.2015)
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.
κανένα σχόλιο