Το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, αποφαίνεται προσχέδιο ανάλυσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους με ημερομηνία 26 Ιουνίου 2015.
Σύμφωνα με την ανάλυση, το χρέος θα επανέλθει σε μονοπάτι βιωσιμότητας εάν η ελληνική κυβέρνηση επαναφέρει τις μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι εταίροι καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες τα προσεχή έτη. Διαφορετικά, θα καταστεί αναγκαίο ένα κούρεμα του χρέους.
Το ΔΝΤ επισημαίνει πως πρόκειται για ένα προσχέδιο που δεν έχει τεθεί ακόμη υπόψιν των έτερων συμβαλλόμενων μερών στις διαπραγματεύσεις, ενώ δεν έχει συζητηθεί ή εγκριθεί από το εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ. Σημειώνεται δε, ότι από όταν συντάχθηκε το προσχέδιο, οι ελληνικές αρχές έθεσαν τις τράπεζες σε αργία, επέβαλαν ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων και καθυστέρησαν την καταβολή πληρωμής δόσης προς το Ταμείο. Οι εξελίξεις αυτές ενδέχεται να έχουν δυσμενείς οικονομικές και χρηματοοικονομικές επιπτώσεις που δεν αποτυπώνονται στο προσχέδιο.
Πώς το ελληνικό χρέος κατέστη μη βιώσιμο
Το ΔΝΤ εξηγεί πως η τελευταία αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το Μάιο του 2014, έδειξε ότι αυτό επέστρεφε στο μονοπάτι που οδηγεί στη βιωσιμότητα, αν και παρέμενε εξαιρετικά ευάλωτο σε σοκ της οικονομίας.
Έως τα τέλη του καλοκαιριού του 2014 -με τα επιτόκια να έχουν υποχωρήσει περαιτέρω- όλα έδειχναν πως δεν θα χρειαζόταν επιπλέον ανακούφιση χρέους υπό το πλαίσιο που συμφωνήθηκε το Νοέμβριο του 2012, εάν και εφόσον το πρόγραμμα εφαρμοζόταν όπως είχε συμφωνηθεί. Έκτοτε, ωστόσο, πολύ σημαντικές αλλαγές στις πολιτικές –όπως τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και η υποτονική προσπάθεια μεταρρυθμίσεων που θα βάλει τροχοπέδη σε ανάπτυξη και ιδιωτικοποιήσεις- που οδηγούν σε νέες, σημαντικές χρηματοδοτικές ανάγκες. Σε συνδυασμό με το πρόβλημα του πολύ υψηλού υφιστάμενου χρέους, οι νέες, αυτές ανάγκες χρηματοδότησηςκαθιστούν μη βιώσιμη τη δυναμική του χρέους.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει είτε εάν κανείς εξετάσει το φορτίου του χρέους υπό το πλαίσιο της συμφωνίας του Νοεμβρίου του 2012, είτε εάν εστιάσει στην εξυπηρέτηση του χρέους ή τις μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες.
Το ΔΝΤ τονίζει ότι για να διασφαλιστεί πως το χρέος είναι βιώσιμο με υψηλή πιθανότητα, οι ελληνικές πολιτικές πρέπει να επιστρέψουν πίσω σε τροχιά υλοποίησης ή θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να παραταθεί σημαντικά η διάρκεια των υφιστάμενων ευρωπαϊκών δανείων και να παρασχεθεί παράλληλα νέα ευρωπαϊκή χρηματοδότηση που θα καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες τα προσεχή έτη με ανάλογους όρους παραχώρησης. Εάν όμως το εξεταζόμενο πακέτο μεταρρυθμίσεων αποδυναμωθεί περαιτέρω –ιδιαίτερα εάν μειωθούν περαιτέρω οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα και εξασθενίσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις –θα καταστεί αναγκαίο το κούρεμα του χρέους.
Βασικά σημεία της ανάλυσης του ΔΝΤ:
-Το Μάιο του 2014 (τελευταία αξιολόγησης της βιωσιμότητας του χρέους), η δυναμική του δημόσιου χρέους θεωρούνταν βιώσιμη αλλά πολύ ευάλωτη. Τότε προβλεπόταν ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρούσε, από το 175% του ΑΕΠ στα τέλη του 2013, σε περίπου 128% του ΑΕΠ το 2020 και σε 117% του ΑΕΠ το 2022.
-Εάν το πρόγραμμα είχε εφαρμοστεί κατά τα υπεσχημένα δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ανακούφιση από το χρέος. Τα πτωτικά επιτόκια βελτίωσαν τη δυναμική του χρέους, ενώ στην ίδια κατεύθυνση συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες, όπως η επιστροφή στο EFSF των εναπομεινάντων κεφαλαίων από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Εάν οι βασικοί στόχοι του προγράμματος παρέμεναν εφικτοί, το μεσοπρόθεσμο προφίλ του ελληνικού χρέους θα βελτιωνόταν έως και κατά 13% του ΑΕΠ.
-Σημαντικές αλλαγές στις πολιτικές αλλά και στις προοπτικές από τις αρχές του τρέχοντος έτους οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας. Συνολικά, με βάση το πακέτο μέτρων που πρότειναν οι Θεσμοί στις ελληνικές αρχές, οι ανάγκες αυτές προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν περίπου στα 50 δισ. ευρώ στο διάστημα Οκτώβριος 2015 –τέλη 2018, δημιουργώντας ανάγκη για ευρωπαϊκά δάνεια τουλάχιστον 36 δισ. ευρώ σε διάστημα τριετίας.
-Αστοχίες πολιτικής:
1) Το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο του 2014 υπολειπόταν κατά 1,5% του ΑΕΠ σε σχέση με το στόχο του προγράμματος. Επιπρόσθετα, η προτεινόμενη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 3% στο 1% του ΑΕΠ για το 2015, από το 4,5% του ΑΕΠ στο 2% για το 2016 και εν συνεχεία στο 3% το 2017, στο 3,5% το 2018 κ.ο.κ. θα προσέθετε αθροιστικά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις χρηματοδοτικές ανάγκες την περίοδο 2015-2018.
2) Χαμηλότερα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις: Τα προβλεπόμενα έσοδα βάσει του προγράμματος ήταν 23 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-22. Το ήμισυ των εσόδων αυτών θα προερχόταν από την πώληση της συμμετοχής του δημοσίου στις τράπεζες. Ωστόσο, δεδομένων των πολύ υψηλών και ολοένα αυξανόμενων επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα, το ΔΝΤ θεωρεί εξαιρετικά απίθανο να πραγματωθούν τα έσοδα αυτά. Όσο για τις υπόλοιπες αποκρατικοποιήσεις, το Ταμείο σημειώνει πως οι αρχές έχουν παράσχει μόνο αόριστες δεσμεύσεις και εκφράσει την αντίθεσή τους στην ιδιωτικοποίηση σημαντικών παγίων. Το ΔΝΤ θεωρεί συνετό και κατάλληλο να υιοθετηθεί μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση για το πόσα από τα προβλεπόμενα έσοδα αποκρατικοποιήσεων μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Το Ταμείο εκτιμά πως με την ολοκλήρωση των λιγότερο πολιτικά ευαίσθητων αποκρατικοποιήσεων και με δεδομένα τα σημάδια μείωσης των εσόδων, τα ετήσια έσοδα αποκρατικοποιήσεων θα ανέλθουν στα 500 εκατ. ευρώ τα προσεχή έτη. Η εκτίμηση αυτή αυξάνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες κατά περίπου 9 δισ. ευρώ στο διάστημα 2015-2018 σε σχέση με την τελευταία αξιολόγηση. Αν τυχόν τα έσοδα ξεπεράσουν τα επίπεδα που υποθέτει το ΔΝΤ, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή του χρέους, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά και την επενδυτική εμπιστοσύνη.
3) Βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη: έχει εξασθενίσει σημαντικά η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η δέσμευση για μεταρρυθμίσεις. Από την τελευταία αξιολόγηση, το ΔΝΤ υποβαθμίζει την πρόβλεψη για τη μακροπρόθεσμη, πραγματική οικονομικά ανάπτυξη κατά 50 μονάδες βάσης στο 1,5% και κάνει λόγο για ξεκάθαρο κίνδυνο καθοδικής απόκλισης.
4) Καταβολή ληξιπρόθεσμων οφειλών: σε ένα περιβάλλον σφιχτών χρηματοδοτικών συνθηκών, η κυβέρνηση συσσωρεύει καθυστερημένες οφειλές. Το τρέχον ποσό υπολογίζεται σε περισσότερα από 7 δισ. ευρώ και πρέπει να εκκαθαριστεί. Αυτό θα προσέθετε περί τα 5 δισ. ευρώ στις χρηματοδοτικές ανάγκες της περιόδου 2015-2018.
4)Καταβολή ληξιπρόθεσμων οφειλών: σε ένα περιβάλλον σφιχτών χρηματοδοτικών συνθηκών, η κυβέρνηση συσσωρεύει καθυστερημένες οφειλές. Το τρέχον ποσό υπολογίζεται σε περισσότερα από 7 δισ. ευρώ και πρέπει να εκκαθαριστεί. Αυτό θα προσέθετε περί τα 5 δισ. ευρώ στις χρηματοδοτικές ανάγκες της περιόδου 2015-2018. Σε συνδυασμό με το βραχυπρόθεσμο δανεισμών από φορείς της γενικής κυβέρνησης, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να αυξηθούν κατά 6,5 δισ. ευρώ σε σχέση με την τελευταία αξιολόγηση.
5) Αυξήθηκε το κόστος δανεισμού της χώρας σε σχέση με την τελευταία αξιολόγηση.
Χρηματοδοτικές ανάγκες
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας αναμένεται να ξεπεράσουν τα 50 δισ. ευρώ την τριετή περίοδο από τον Οκτώβριο του 2015 έως τα τέλη του 2018. Το ΔΝΤ υποθέτει ότι θα χρειαστεί έως το Σεπτέμβριο για τις ελληνικές αρχές να ολοκληρώσουν τα προαπαιτούμενα και να γίνουν τα αναγκαία βήματα για τη χρηματοδότηση και τη βιωσιμότητα του χρέους. Λαμβάνοντας υπόψιν τη συμφωνία με τους Ευρωπαίους, το ΔΝΤ σημειώνει ότι μέχρι τότε οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα μπορούσαν να καλυφθούν από τα ήδη συμφωνηθέντα ευρωπαϊκά κονδύλια, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής χρήσης των περίπου 6 δισ. ευρώ του ΤΧΣ. Για διάστημα 12 μηνών, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο του 2015, οι χρηματοδοτικές ανάγκες υπολογίζονται στα περίπου 29 δισ. ευρώ.
Το ΔΝΤ υποθέτει πως σε ευθυγράμμιση με τα προγράμματα στήριξης της Ευρωζώνης, οι Ευρωπαίοι εταίροι θα καλύψουν τουλάχιστον τα 2/3 των χρηματοδοτικών αναγκών.
Χρειάζεται μεγάλη παρέμβαση στο χρέος
Υψηλόβαθμος αξιωματούχος του ΔΝΤ σημείωσε ότι αυτό που έχει αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, είναι μια αξιοσημείωτη υποαπόδοση σε διάφορους τομείς της ελληνικής οικονομίας, μια αξιοσημείωτα ασθενής δημοσιονομική επίδοση, μια αξιοσημείωτη απόκλιση των στόχων ιδιωτικοποιήσεων και αυτά μεταφράζονται στην υποβάθμιση των στόχων όσο προχωράμε προς το μέλλον.
Όλα αυτά, ασφαλώς, οδηγούν σε αρκετά υψηλότερες χρηματοδοτικές ανάγκες, ομοίως λόγω της συνεχιζόμενης υποαπόδοσης των στόχων ιδιωτικοποίησης.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικά μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες από ό,τι εκτιμούσαμε το περασμένο έτος, τονίζει ο αξιωματούχος του ΔΝΤ, και με δεδομένο το ήδη υψηλό χρέος της, οι υψηλότερες χρηματοδοτικές ανάγκες μεταφράζονται σε συμπεράσματα για το χρέος που υποδηλώνουν ότι μια πιο ολοκληρωμένη "παρέμβαση στο χρέος" (debt operation) θα είναι απαραίτητη προκειμένου το χρέος να καταστεί βιώσιμο.
Τα κύρια συμπεράσματα της έκθεσης είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικά μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες, και δεύτερον, δεδομένου του μεγάλου χρέους της και της περιορισμένης ικανότητα της να απορροφήσει περισσότερο χρέος, αυτό μεταφράζεται σε ανάγκη για μεγαλύτερη debt operation, αναφέρει ο αξιωματούχος του ΔΝΤ.
Διευκρινίζει ωστόσο ότι δεν έχει λάβει χώρα μια λεπτομερής συζήτηση για την εν λόγω παρέμβαση, αλλά "δεν μπορούμε να πάμε στο δ.σ. μας για να ολοκληρώσουμε το review εκτός κι αν έχουμε ένα περιεκτικό πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που είναι βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, και αυτό απαιτεί από τη μια πλευρά η Ελλάδα να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν αξιόπιστα στους στόχους που έχουν τεθεί, και από την άλλη πλευρά οι Ευρωπαίοι να συμφωνήσουν σε μια debt operation που να βάζουν το χρέος σε ένα βιώσιμο μονοπάτι".
Διαβάστε παρακάτω ολόκληρη την έκθεση του ΔΝΤ στο αγγλικό πρωτότυπο:
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο