του Τάκη Φωτόπουλου
Το βάλτωμα της γεωργίας μετά την ένταξη
Οι μαζικές κινητοποιήσεις των αγροτών με τις μαύρες σημαίες στα τρακτέρ και τον αποκλεισμό των δρόμων έχουν πάρει πια τον χαρακτήρα ετήσιας «τελετουργίας», την οποία κάποτε χαλούν τα αστυνομικά κλομπ, οι συλλήψεις και οι δίκες, είτε έχουν «σοσιαλιστική» είτε «δεξιά» προέλευση. Οι ετήσιες όμως αυτές συγκρούσεις που φανερώνουν την διογκούμενη απελπισία των αγροτών αποτελούν απλώς την κορυφή του παγόβουνου. Η μαζική συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού και η ερήμωση της υπαίθρου δεν οφείλεται, όπως λένε τα παραμύθια των «εκσυγχρονιστών», στον δήθεν εκσυγχρονισμό της οικονομίας και τη στροφή των αγροτών μας σε άλλες ωφελιμότερες γι’ αυτούς απασχολήσεις. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, όπως έγινε πάντα στην Ιστορία, την παράλληλη μαζική επέκταση είτε του βιομηχανικού τομέα (όπως συνέβη στην βιομηχανική επανάσταση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών), είτε του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών (όπως γίνεται σήμερα με την πληροφορική επανάσταση).
Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε την ταυτόχρονη δραματική βελτίωση της αγροτικής παραγωγικότητας ώστε να συνεχίσει ο αγροτικός τομέας να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού. Στην Ελλάδα όμως (καθώς και τις άλλες χώρες της περιφέρειας και της ημι-περιφέρειας) τίποτα από αυτά δεν συνέβη.
Έτσι, ο υποτυπώδης βιομηχανικός τομέας που αναπτύχθηκε στον μεσοπόλεμο ήταν δασμοβίωτος και μόλις η Ελληνική οικονομία άρχισε, την μεταπολεμική περίοδο, να ενσωματώνεται στην διεθνοποιούμενη οικονομία της αγοράς μπήκε σε βαθιά κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν το φούντωμα της ανεργίας που συγκαλύφθηκε για ένα διάστημα με την μαζική μετανάστευση. Η ένταξη μας στην ΕΟΚ και το άνοιγμα των αγορών μας ολοκλήρωσε την διαδικασία αυτή και οδήγησε στην άνθιση ενός παρασιτικού τομέα υπηρεσιών που, το 1981, ήδη απορροφούσε το 40% του ενεργού πληθυσμού ―εξέλιξη που δεν είχε βέβαια καμία σχέση με την παράλληλα αναδυόμενη πληροφορική επανάσταση και την αντίστοιχη επέκταση ενός εξειδικευμένου τομέα υπηρεσιών στα καπιταλιστικά κέντρα. Στο μεταξύ, ο αγροτικός τομέας, παρά το γεγονός ότι λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας του δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο εισόδημα για πολλούς αγρότες, εξακολουθούσε μέχρι την ένταξη μας στην ΕΟΚ, το 1981, ν’ απασχολεί το 31% του ενεργού πληθυσμού, έναντι μέσου ποσοστού 6% στα μητροπολιτικά κέντρα (δηλαδή χωρίς τον Νότο) της ΕΟΚ.
Στην περίοδο όμως μετά την ένταξη σημειώνεται γενικό βάλτωμα της αγροτικής παραγωγής, παρά τις πολυδιαφημισμένες επιδοτήσεις από την ΚΑΠ (Κοινοτική Αγροτική Πολιτική). Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη πραγματική καθίζηση μεταξύ 1981 και 2001, αφού το ποσοστό των αγροτών στον συνολικό ενεργό πληθυσμό μειώθηκε στο μισό (μόνο στην τελευταία οκταετία 130.000 αγρότες, σχεδόν 20% των αγροτών, εγκατέλειψαν τη γη τους). Το ίδιο βέβαια συνέβη και στα μητροπολιτικά κέντρα, αλλά ενώ εκεί μιλάμε για ένα 3% του ενεργού πληθυσμού που έπρεπε να βρει (και βασικά βρήκε) απασχόληση στον επεκτεινόμενο σύγχρονο τομέα των υπηρεσιών, στην Ελλάδα μιλάμε για ένα ποσοστό σχεδόν 16% του πληθυσμού που αναγκάστηκε σε φυγή προς τις συνήθως αεριτζίδικες «υπηρεσίες» των αστικών κέντρων. Ακόμη, ενώ η μείωση του αγροτικού πληθυσμού στα μητροπολιτικά κέντρα δεν επηρέασε την αγροτική παραγωγή, που συνέχισε ν αυξάνει με γοργούς ρυθμούς, στην Ελλάδα βάλτωσε. Ενώ δηλαδή ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της αγροτικής παραγωγής στα μητροπολιτικά Ευρωπαϊκά κέντρα την προηγούμενη εικοσαετία πλησίαζε το 2%, το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό ήταν 0,2%! Και αυτό, ενώ την εικοσαετία πριν την ένταξη (1961-81) η αγροτική παραγωγή μας αυξανόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό σχεδόν 3%...
Το βάλτωμα της γεωργίας μας από τη στιγμή που μπήκαμε στην ΕΟΚ αντανακλάται και στο αγροτικό ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές για τρόφιμα, ποτά, καπνό, βαμβάκι, κατ. δέρματα), το οποίο παρουσιάζει δραματική επιδείνωση σε ολόκληρη την περίοδο μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το έλλειμμα στο αγροτικό ισοζύγιο (δηλαδή, το πόσα περισσότερα εισάγουμε από ο,τι εξάγουμε) έχει σχεδόν οκταπλασιαστεί μετά την ένταξη στην ΕΟΚ. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη γεωργία μας ακόμη απασχολείται υπερπενταπλάσιο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού σε σχέση με τα μητροπολιτικά Ευρωπαϊκά κέντρα, τα οποία όμως έχουν συνήθως πλεόνασμα στο αγροτικό τους ισοζύγιο. Είναι όμως χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα σημαντικό ότι το ίδιο συνέβαινε και στην χώρα μας πριν της ένταξη. Έτσι, στη περίοδο μετά την μεταπολίτευση και μέχρι την πλήρη ένταξη μας (1974-80), υπήρχε ένα υγιές πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο που έφθανε κατά μέσο όρο τα 45 εκ. δολλ. ετησίως. Την περίοδο όμως 1981-85 το πλεόνασμα μετετράπη σε σημαντικό ετήσιο έλλειμμα 254 εκ. δολλ., το οποίο έφθασε τα 1860 εκ δολλ. το 1997 (τελευταία χρονιά για την οποία δίνει επίσημα στοιχεία η Τράπεζα Ελλάδος). Από τότε, φαίνεται ότι το έλλειμμα αυτό έχει εκραγεί.[1] Που οφείλεται λοιπόν η προϊούσα καταστροφή της γεωργίας μας;
Τα αίτια της αγροτικής κρίσης
Τα πραγματικά αίτια της αγροτικής κρίσης δεν ανάγονται βέβαια, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ κ.λπ.) στις «κακές» πολιτικές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, δηλαδή την κακοδιαχείριση των επιδοτήσεων κ.λπ., αλλά στην «αγοραιοποίηση» της οικονομίας γενικά (δηλ. την βαθμιαία απελευθέρωση των αγορών) και της γεωργίας ειδικότερα, μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ. Έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 άρχισε η βαθμιαία άρση των εσωτερικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά των αγροτικών προϊόντων (προστατευτικοί δασμοί, επιδοτήσεις από τον Προϋπολογισμό, καθορισμός τιμών κ.λπ.). Αυτό συνέβη, πρώτα, στα χέρια της ΚΑΠ, η οποία ανέκαθεν καθοριζόταν με βάση τα συμφέροντα των ισχυρών «Βορείων» εταίρων μας και, σήμερα, στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς που, μέσω της ΠΟΕ (Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου), οδηγεί στη σταδιακή εξαφάνιση κάθε προστασίας της αγροτικής παραγωγής, είτε σε εθνικό είτε σε κοινοτικό επίπεδο. Η ΚΑΠ ήδη πνέει τα λοίσθια και η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ ενσωματώνεται σταδιακά στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.
Οι επιδοτήσεις επομένως της ΚΑΠ στον αγροτικό τομέα, για τις οποίες επαίρονται οι «εκσυγχρονιστές», ενώ οι «προοδευτικοί» διανοούμενοι οδύρονται διότι δεν τις εκμεταλλευθήκαμε κατάλληλα και επαναλαμβάνουν τα ευχολόγια για τις απαιτούμενες «διαρθρωτικές αλλαγές» μέσα στο σύστημα[2] έπαιξαν κατ' αρχήν τον ίδιο ακριβώς ρόλο που παίζουν γενικότερα οι μεταβιβάσεις της ΕΕ σε σχέση με την ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, συγκάλυψαν την προϊούσα καταστροφή της παραγωγικής μας δομής δημιουργώντας μια τεχνητή ευμάρεια —ιδιαίτερα ανάμεσα στους μεγαλοπαραγωγούς, δεδομένου ότι πάνω από το ένα τρίτο του αγροτικού πληθυσμού δεν δικαιούται επιδοτήσεις— μέσω της παροδικής αύξησης του αγροτικού εισοδήματος. Στη πραγματικότητα όμως οι επιδοτήσεις, ως τμήμα της ΚΑΠ και των περιορισμών που επέβαλε στο τι παράγουμε και πόσο παράγουμε, συνέβαλαν σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στην απόκρυψη της διαστρέβλωσης της παραγωγικής δομής μας που επέφερε η Κοινοτική πολιτική. Σήμερα, το τι και πόσο παράγουμε έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τις ανάγκες των εταίρων μας παρά με τις δικές μας ανάγκες σε αγροτικά προϊόντα. Η ΚΑΠ έθετε συνεχή όρια για τη φυτική και ζωική παραγωγή, για την μείωση εκτάσεων και αγροκαλλιεργειών, όχι μόνο για πλεονασματικά, αλλά ακόμη και για ελλειμματικά προϊόντα όπως ο καπνός και το βαμβάκι. Έτσι οι επιδοτήσεις, με την «βοήθεια» του άνισου σε βάρος των αγροτών μας ανταγωνισμού από τις ανταγωνιστικότερες μονάδες του Βορρά, «έπεισαν» τους αγρότες μας να ξεριζώσουν δεκάδες χιλιάδες σταφιδάμπελα στη Κρήτη και τη Πελοπόννησο, να συρρικνώσουν τη παραγωγή και ποσότητα εξαγωγών καπνού, να μειώσουν τη παραγωγή σκληρού σταριού για χάρη της ...Γαλλίας, να παράγουν οπωροκηπευτικά για τις «χωματερές» κ.λπ.
Όμως, η ΚΑΠ απλώς συνέβαλε στη διαστρέβλωση της αγροτικής μας δομής, με την μεταβίβαση του έλεγχου της αγροτικής παραγωγής σε εξωτερικά κέντρα. Η βασική αιτία που οδήγησε στη προϊούσα αποσύνθεση του αγροτικού τομέα είναι η μετενταξιακή προϊούσα «αγοραιοποίηση» του αγροτικού τομέα, δηλαδή η ανάθεση βασικά της τύχης του στις δυνάμεις της αγοράς —διαδικασία που ήδη εντείνεται δραστικά τα τελευταία χρόνια, μαθηματικά οδηγώντας σε συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών και της σταδιακής μείωσης των επιδοτήσεων, πράγμα που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση της αγροτικής παραγωγής και συνακόλουθα του αγροτικού πληθυσμού. Η αγοραιοποίηση αυτή σημαίνει ότι οι μόνοι που θα επιβιώσουν στον ανταγωνισμό είναι οι οικονομικά ισχυρότεροι, δηλαδή οι τεράστιες αγρό-επιχειρήσεις (agri-business) που εξαπλώνονται σήμερα παντού στον Βορρά και οι οποίες, με τη συγκέντρωση κεφαλαίου και καλλιεργούμενων εκτάσεων που διαθέτουν, είναι ασυναγώνιστες.
Παγκόσμιο φαινόμενο η καταστροφή των μικρο-αγροτών
Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια μόνον ελληνικό. Η διεθνοποίηση της αγροτικής οικονομίας, η οποία έχει οδηγήσει στον τριπλασιασμό του παγκοσμίου εμπορίου σε τρόφιμα από τότε που φούντωσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ήδη έχει οδηγήσει σε μια πελώρια συγκέντρωση. Η ίδια η αγροτική εκβιομηχάνιση, ως τμήμα της εντατικοποίησης της γεωργίας στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, σημαίνει μια τεράστια συγκέντρωση σε όλα τα στάδια (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση). Μια συγκέντρωση που καταλήγει αναπόφευκτα στον έλεγχο της τροφικής αλυσίδας από μια οικονομική ελίτ, δηλαδή τις πολυεθνικές που ελέγχουν τη παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, χημικών και μηχανημάτων, τις σουπερμάρκετ που ελέγχουν τη διανομή κ.λπ. Η συγκέντρωση αυτή ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της γενικότερης συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης που επιφέρει η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης πληθυσμιακής συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα. Η εκβιομηχάνιση αυτή σήμαινε ακόμη την σημαντική αύξηση της παραγωγής, εφόσον είχε συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας όσων απόμειναν στη γεωργία, αλλά και τη συνακόλουθη συμπίεση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Η συγκέντρωση και η παγκοσμιοποίηση έχουν συνέπεια ότι οι πολυεθνικές και οι μεγαλοαγρότες από τη μια μεριά και τα σουπερμάρκετ από την άλλη εκτοπίζουν τους μικρούς αγρότες, μέσω της συμπίεσης των τιμών που επιβάλλει ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Συγχρόνως, η εξάρτηση του αγρότη από τις πολυεθνικές για την προμήθεια των φυτοφαρμάκων, μηχανημάτων κ.λπ. δημιουργεί άλλο ένα παράγοντα εκτόπισης των μικρό-αγροτών. Για να επιβιώσει ο αγρότης πρέπει να ελαχιστοποιεί τα έξοδα παραγωγής και ο αγώνας αυτός είναι εντονότερος όσο πιο απορυθμισμένες είναι οι αγορές, Ο μέσος αγρότης στη Βρετανία για παράδειγμα παράγει σήμερα τρεις φορές περισσότερα τρόφιμα από ο,τι πριν 25 χρόνια αλλά το εισόδημα του είναι το μισό του τότε εισοδήματος του.
Ενδεικτικά της σημερινής συγκέντρωσης στον τομέα των τροφίμων είναι μόλις δημοσιευθέντα στοιχεία που φανερώνουν ότι 30 πολυεθνικές ελέγχουν ένα τρίτο των επεξεργασμένων τροφίμων, 5 ελέγχουν το 75% του διεθνούς εμπορίου σιτηρών, 6 διευθύνουν το 75% της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων, 2 ελέγχουν τις μισές πωλήσεις της παγκόσμιας παραγωγής μπανανών και 3 εμπορεύονται το 85% της παγκόσμιας παραγωγής τσαγιού, ενώ η Monsanto από μόνη της ελέγχει το 91% της παγκόσμιας αγοράς μεταλλαγμένων σπόρων. Γενικά, οι πολιτικές ελευθέρου εμπορίου που θεσμοποιούν το άνοιγμα και «απελευθέρωση» των αγορών —διαδικασία που είχε αρχίσει από κάτω στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση— οδήγησε σε μια πελώρια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των οικονομικών ελίτ που διαχειρίζονται την παγκόσμια οικονομία. Τόσο, άλλωστε, η ορθόδοξη όσο και η ριζοσπαστική οικονομική θεωρία μπορεί να δείξει ότι όταν δυο άνισα (σε όρους παραγωγικότητας, τεχνογνωσίας, οργάνωσης κ.λπ.) οικονομικά μέρη έρχονται σε ανταλλαγή μέσω του ελευθέρου εμπορίου, το ισχυρότερο μέρος θα επιβληθεί και θα θέσει τελικά εκτός αγοράς το ασθενέστερο: είτε με χαμηλότερες τιμές στην αρχή μέχρι να επιβληθεί στην αγορά, είτε με τα άλλα οικονομικά πλεονεκτήματα του και την δύναμη του να επιβάλλει τελικά τους «κανόνες του παιχνιδιού». Δεν είναι φυσικά συμπτωματικό ότι οι τιμές βασικών προϊόντων που εμπορεύονται οι πολυεθνικές (καφές, ζάχαρης κ.α.) έχουν μειωθεί πάνω από 50% τα τελευταία 20 χρόνια που έχει φουντώσει η παγκοσμιοποίηση. Ούτε είναι περίεργο ότι τον καιρό της ανάπτυξης τους τα σημερινά καπιταλιστικά κέντρα απέρριπταν το ελεύθερο εμπόριο και είχαν επιβάλλει σκληρά προστατευτικά μέτρα της παραγωγής τους.
Έτσι, το ελεύθερο εμπόριο επιδεινώνει την πελώρια και συνεχώς διογκούμενη ανισότητα και οδηγεί στο «παράδοξο» της αυξανόμενης πείνας ανάμεσα στην «αφθονία». Το γεγονός δηλαδή ότι μια χώρα παράγει περισσότερα τρόφιμα δεν σημαίνει ότι τρέφει καλύτερα τον πληθυσμό της. Στην ίδια την ηγεμονική δύναμη μέσα στην υπερεθνική ελίτ, τις ΗΠΑ, το γεγονός ότι παράγονται 40% περισσότερα τρόφιμα απ' όσα χρειάζεται ο πληθυσμός, δεν εμποδίζει 26 εκατ. Αμερικανούς να επιβιώνουν μόνο από τα υποτυπώδη δημόσια βοηθήματα και τις φιλανθρωπικές δωρεές. Αντίστοιχα, στην Ινδία, το πελώριο σιτικό πλεόνασμα των 59 εκατ. τόνων που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια συνυπάρχει με τον υποσιτισμό των μισών σχεδόν παιδιών, την πείνα δεκάδων εκατομμυρίων ενηλίκων και τις αυτοκτονίες πολλών εκατοντάδων φτωχών αγροτών. Συγχρόνως, τα τελευταία χρόνια, εκατομμύρια αγροτών εγκαταλείπουν τη γη τους, ιδιαίτερα στον Νότο, διότι αδυνατούν ν' ανταγωνιστούν τις μεγάλες αγρο-επιχειρήσεις του Βορρά, οι οποίες όχι μόνο απολαύουν οικονομιών κλίμακας και τεχνολογικών πλεονεκτημάτων, τεράστιων δικτύων διανομής κ.λπ. αλλά, κάποτε, ακόμη και άμεσων ή έμμεσων επιδοτήσεων.
Η αναπόφευκτη, επομένως, συνέπεια του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών, στην οποία εξαναγκάζει τους αγρότες η υπερεθνική ελίτ μέσω των διεθνών θεσμών που ελέγχει (ΔΝΤ, ΠΟΕ κ.λπ.), είναι η κατάρρευση των τοπικών αγορών. H συνέπεια δηλαδή της ενσωμάτωσης της γεωργίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, μέσω της συγκέντρωσης σε ολοένα μεγαλύτερες αγρό-μπίζνες που οδηγεί σε συμπίεση των εξόδων παραγωγής και παραπέρα μεγέθυνση της καλλιεργούμενης έκτασης, αναγκάζει τους παραγωγούς του Νότου σε άνισο ανταγωνισμό με τα αγροτικά συστήματα εντάσεως κεφαλαίου του Βορρά και επιφέρει την εξόντωση των μικροαγροτών, πέρα από την απώλεια της αυτοδυναμίας σε τρόφιμα. Και όλα αυτά, χωρίς ν’ αναφερθούμε στην αγοραιοποίηση της γεωργίας από την μεριά των μεθόδων παραγωγής (σπόροι, λιπάσματα κ.λπ.) που παράγονται στον Βορρά και αποτελούν άλλη μια σημαντική πηγή υπονόμευσης της αυτοδυναμίας των αγροτών μας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το ξερίζωμα από τη γη εκατομμυρίων αγροτών, ενώ αυτοί που απομένουν καταδικάζονται σε ένα συνεχή αγώνα επιβίωσης, όπου η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής συνοδεύεται από την παράλληλη συμπίεση των τιμών και των εισοδημάτων τους!
Συνέπειες της συγκέντρωσης στο περιβάλλον και την υγεία
Πέρα όμως από τις συνέπειες της διεθνοποίησης και της συνακόλουθης συγκέντρωσης στους ίδιους τους αγρότες, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τις συνέπειες στο περιβάλλον και στην υγεία γενικότερα. Η εντατική χρήση χημικών στη καλλιέργεια έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο στη ποιότητα των τροφίμων (π.χ. άγευστα φρούτα και λαχανικά) αλλά και στο έδαφος. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η εντατική καλλιέργεια και ιδιαίτερα τα λιπάσματα έχουν μολύνει τις υδατικές πήγες. Ακόμη, η μονοκαλλιέργεια, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εντατικής καλλιέργειας, έχει συνέπεια ότι τον περασμένο αιώνα εξαφανίστηκε το 75% της παγκόσμιας αγροτικής ποικιλότητας. Όσον αφορά τις συνέπειες της εκβιομηχάνισης σε σχέση με τα ζώα, είναι γνωστές οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης/συνωστισμού των ζώων μέσα σε κλουβιά, όπου τα γεμίζουν με αντιβιοτικά, με μοναδικό στόχο την ταχεία ανάπτυξη για το σφαγείο. Και όλα αυτά χωρίς ν’ αναφερθούμε στην τεραστία προσπάθεια της υπερεθνικής ελίτ, με προεξάρχον το Αμερικανικό τμήμα της, να επιβάλλει την καλλιέργεια μεταλλαγμένων, η οποία βέβαια αποτελεί άλλη μια μορφή εντατικοποίησης της γεωργίας, η οποία όχι μόνο έχει απροσδιόριστες συνέπειες στο περιβάλλον και την υγεία μας, αλλά αποτελεί επίσης άλλη μια προσπάθεια για την πλήρη ενσωμάτωση των αγροτών στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.[3]
Ας έλθουμε όμως συνοπτικά στις συνέπειες της αγροτικής εκβιομηχάνισης στην υγεία μας.[4] Δεν είναι βέβαια περίεργο ότι πολλά από τα χημικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται από την μεγάλης κλίμακας μονοκαλλιέργεια καταλήγουν στα τρόφιμα και το σώμα μας. Μια έρευνα της Αμερικανικής Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας, για παράδειγμα, βρήκε ότι το 80% των ενήλικων και το 90% των παιδιών έχουν μετρήσιμες ποσότητες εντομοκτόνων στα ούρα τους. Οι καρκίνοι γενικά έχουν αυξηθεί κατά 50% τον τελευταίο μισό αιώνα (με βάση στοιχεία κατά ηλικίες) και, σύμφωνα με τον καθηγητή περιβαλλοντικής ιατρικής S. Epstein του Παν. Ιλλινόις, η αιτία είναι ότι η παγκόσμια παραγωγή συνθετικών οργανικών χημικών αυξήθηκε από το 1940 κατά 600 φορές! Ούτε είναι εκπληκτικό ότι στη Βρετανία οι τροφικές δηλητηριάσεις πενταπλασιάστηκαν σε λιγότερο από 20 χρόνια. Ιδιαίτερα, όταν πάρουμε υπόψη ότι η χρήση αντιβιοτικών στα ζώα, με στόχο την επιτάχυνση της ανάπτυξης τους και την αντιμετώπιση των ασθενειών που δημιουργούν οι συνθήκες διαβίωσής τους, δεκαπενταπλασιάστηκε σε 30 χρόνια και ότι σήμερα περισσότερα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται από τα ζώα παρά από τους ανθρώπους. Αναπόφευκτα, οι ασθένειες που έχουν σχέση με τη διατροφή σκοτώνουν περισσότερους ανθρώπους στη δύση από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
Ο «συστημικός» χαρακτήρας της κρίσης και η διέξοδος
Είναι επομένως φανερό ότι η βαθιά αυτή κρίση είναι «συστημική», αφορά δηλαδή το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί με την στροφή στη καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων, ή γενικότερα την παραδοσιακή γεωργία, όπως προτείνουν ως πανάκεια οι οικολόγοι. Μια τέτοια επιστροφή απαιτεί ριζική αποκέντρωση στην παραγωγή και την κατανάλωση, δηλαδή την αντιστροφή της συγκέντρωσης που ιστορικά επέφερε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς ―πράγμα αδύνατο μέσα στο σύστημα αυτό. Γι’ αυτό και η προσπάθεια των οικολόγων για την εξάπλωση της βιολογικής καλλιέργειας στο υπάρχον σύστημα απλώς οδηγεί σε ένα νέο κοινωνικό διχασμό, που είναι εν εξελίξει στη Δύση, όπου τα μεν προνομιούχα κοινωνικά στρώματα καταφεύγουν στα βιολογικά προϊόντα για να μειώσουν τις συνέπειες στην υγεία τους, ενώ οι υπόλοιποι είναι αναγκασμένοι να καταναλώνουν τα «δεύτερα» της μαζικής αγροτικής «βιομηχανίας».
Εξίσου φανερό είναι ότι η διέξοδος από την κρίση αυτή, που αποτελεί τμήμα της σημερινής πολυδιάστατης οικονομικής, πολιτικής, οικολογικής και κοινωνικής κρίσης, δεν είναι δυνατό να βρεθεί μέσα στους υπάρχοντες θεσμούς. Στις συνθήκες λοιπόν που ανέφερα, οι προτάσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ κ.λπ.) για «αλλαγή της αγροτικής πολιτικής» με στόχο την αναδιάρθρωση της παραγωγής σε προϊόντα «ζήτησης», διασφάλιση της οικογενειακής εκμετάλλευσης, αύξηση της ανταγωνιστικότητας, εξασφάλιση ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο κ.λπ. αποτελούν ανώδυνα ευχολόγια που έχει κάνει βαρετά η διαρκής επανάληψή τους.
Η βραχυπρόθεσμη/μεσοπρόθεσμη λύση, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στη δημιουργία τοπικών αγροτικών αγορών, όπου οι ίδιοι οι αγρότες (ατομικά ή μέσω νέων συνεταιρισμών που θα μπορούσαν να συστήσουν) θα έρχονται σε άμεση επαφή με τους καταναλωτές, παραμερίζοντας τους χοντρεμπόρους και τα σουπερμάρκετ που τους συνθλίβουν. Ήδη παρόμοιες άτυπες αγορές δημιουργούνται στο εξωτερικό και η σύγχρονη τεχνολογία βοηθά σημαντικά στο να φέρνει σε επαφή αγρότες και καταναλωτές. Αυτό σημαίνει ότι οι αγρότες δεν θα παράγουν καθορισμένα από την ΕΕ προϊόντα και ποσότητες
[3] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, «Η εισβολή των μεταλλαγμένων και οι πολυεθνικές» Ελευθεροτυπία (10/1/2004).
[4] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Παναγιώτης Κουμεντάκης, Τα γενετικώς μεταλλαγμένα τρόφιμα: Άλλη μια όψη της Οικονομίας της Αγοράς περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τ. 5 (Νοέμβριος 2003).
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο