Του Βασίλη Νέδου
Η ανακοίνωση, προ ολίγων ημερών, για προώθηση της παραγγελίας 24 μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 από την Αγκυρα έφερε στην επιφάνεια μια συζήτηση η οποία εξελίσσεται στο εσωτερικό των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) για αρκετά χρόνια: Πώς μπορεί η Ελλάδα να διατηρήσει την αποτρεπτική ισχύ της, χωρίς να χρειαστεί να μπει σε κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία, η οποία τα τελευταία χρόνια δαπανάει τεράστια ποσά, προκειμένου να αυξήσει και να εκσυγχρονίσει την πολεμική αεροπορία της και το πολεμικό ναυτικό της.
Στην Ελλάδα, οι κακές αναμνήσεις από το εξοπλιστικό «πάρτι» της δεκαετίας 1996-2005 και η διαρκώς επιδεινούμενη δημοσιονομική κατάσταση έχουν διακόψει κάθε ουσιαστική συζήτηση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Εξυπηρετούνται μόνον οι απολύτως ανελαστικές δαπάνες, ενώ προγράμματα τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί από τις Ε.Δ., όπως η αναβάθμιση των F-16, καθυστερούν. Μόλις την περασμένη Τέταρτη, ένα ακόμη F-16 τέθηκε εκτός μάχης έπειτα από πυρκαγιά στη Σούδα. Δεδομένου, δε, ότι έως αυτήν τη στιγμή η κυβέρνηση δεν έχει κατορθώσει να πείσει τους δανειστές για το πώς πρέπει να μειωθεί ο προϋπολογισμός του υπουργείου Αμυνας κατά 400 εκατ. ευρώ για το 2017, καθίσταται δύσκολα αντιληπτό πως οι απαραίτητες αναβαθμίσεις μαχητικών ή αργότερα η προμήθεια σύγχρονων εξοπλισμών θα γίνει δυνατή.
Η πρώτη παραγγελία
Ως προς το ζήτημα των τουρκικών F-35, πηγές ανέφεραν στην «Κ» ότι η Τουρκία ως συμπαραγωγός χώρα του προγράμματος JSF (Joint Strike Fighter) θα έπρεπε κάποια στιγμή να προχωρήσει στην πρώτη παραγγελία. Η παραγγελία των 24 πρώτων F-35 θα γίνει σε δόσεις των τεσσάρων και αργότερα έξι αεροσκαφών. Τα πρώτα 4-6 αεροσκάφη δεν θα παραδοθούν στην Τουρκία. Αντιθέτως, ένας αριθμός Τούρκων πιλότων θα μεταβεί στις ΗΠΑ, προκειμένου να εξοικειωθούν με το νέο μαχητικό και, ακολούθως, θα επιστρέψουν στη χώρα τους, προκειμένου να αποτελέσουν τον πρώτο πυρήνα εκπαιδευτών. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου προγράμματος, η Τουρκία έχει δεσμευθεί για την αγορά 100 αεροσκαφών με δυνατότητα επέκτασης σε ακόμη 16 (συνολικά 116). Στο πρόγραμμα JSF (το οποίο αναπτύσσεται από τη Lockheed Martin) συμμετέχουν ως κύριοι χρήστες οι ΗΠΑ (1.763 αεροσκάφη) και η Βρετανία (138) και ακολουθούν η Ιταλία (60), η Ολλανδία (37), η Αυστραλία (100), η Νορβηγία (52), η Δανία (30) και ο Καναδάς (65). Ως αγοράστριες χώρες, αλλά όχι συμπαραγωγοί, εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους, επίσης, το Ισραήλ (33), η Ιαπωνία (42) και η Νότια Κορέα (40).
Και η Ελλάδα;
Τις προηγούμενες εβδομάδες έγιναν αρκετές δημόσιες τοποθετήσεις για τη δυνατότητα που ενδεχομένως θα είχε η Αθήνα να αποκτήσει ένα αντίστοιχο αεροσκάφος. Ο κ. Πάνος Καμμένος το είχε υπονοήσει σε τοποθέτησή του στη Θεσσαλονίκη στις 14 Σεπτεμβρίου, ωστόσο έκτοτε οι πληροφορίες μάλλον κινούνται στη σφαίρα της επιθυμίας και όχι σε εκείνη της πραγματικότητας. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα είχε γίνει στο παρελθόν κρούση τρεις φορές προκειμένου να συμμετάσχει ως συμπαραγωγός, ωστόσο, για διάφορους λόγους, η Αθήνα δεν δέχθηκε. Ακόμη και αν η Ελλάδα αποφάσιζε σήμερα να προμηθευθεί F-35, αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνον διακρατικά, με επίσημο αίτημα, το οποίο θα πρέπει να εγκριθεί από το αμερικανικό Κογκρέσο και έπειτα να προχωρήσουν οι σχετικές παραγγελίες. Ολα αυτά έχουν μία και μοναδική προϋπόθεση: Να μπορέσει η Ελλάδα να διαθέσει τα χρήματα για να προχωρήσει στην παραγγελία. Αυτήν τη στιγμή το κόστος για την αγορά και μόνον ενός F-35 ανέρχεται περίπου στα 100 εκατ. δολάρια. Αν υποτεθεί ότι η Ελλάδα θα επιθυμούσε να προχωρήσει στην προμήθεια μιας μοίρας (15-20 αεροσκάφη), το συνολικό κόστος θα ανερχόταν σε περίπου 1,5 με 2 δισ. ευρώ. Ωστόσο, στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας επικρατεί αυτοσυγκράτηση, γι’ αυτό και προ ολίγων ημερών ανώτατες στρατιωτικές πηγές ανέφεραν ότι το 2021-22, οπότε υπολογίζεται ότι η πρώτη μοίρα τουρκικών F-35 θα είναι πλήρως επιχειρησιακή, η Ελλάδα θα μπορεί να αντιπαρατάξει τα αναβαθμισμένα F-16 (κόστος το οποίο υπολογίζεται σε περίπου 1,7 δισ. ευρώ). Το εξοπλιστικό σπριντ της Τουρκίας δεν περιορίζεται στους αιθέρες. Στη συνεδρίαση η οποία αποδέσμευσε την προώθηση της αγοράς των F-35, αποφασίστηκε να προχωρήσουν και ορισμένα προγράμματα που αφορούν το Πολεμικό Ναυτικό, την κυβερνοάμυνα και τον στρατό ξηράς.
Πέρα από την ανισορροπία ισχύος που πιθανότατα θα προκαλέσει στο Αιγαίο η προμήθεια αεροσκάφους πέμπτης γενιάς από την Τουρκία, στην Αθήνα υπάρχουν ανησυχίες και για άλλους τομείς των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως το Πολεμικό Ναυτικό. Και σε αυτό τον τομέα η αμερικανική προθυμία να βοηθήσει την Ελλάδα μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη. Πριν από λίγα χρόνια, κατά την απόσυρση των αμερικανικών φρεγατών τύπου «Oliver Hazard Perry», είχε απορριφθεί το ενδεχόμενο προμήθειας ορισμένων εξ αυτών. Κάτι που δεν έπραξε η Τουρκία, η οποία και παρέλαβε οκτώ από τις ΗΠΑ. Πλέον επανέρχεται αυτό το σενάριο, ενώ στην Αθήνα διερευνούν τις πιθανότητες η Ουάσιγκτον να είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στην αποδέσμευση κάποιου αντιτορπιλικού κλάσης «Arleigh Burke», τα οποία είναι πολύ πιο σύγχρονα από τις φρεγάτες «Oliver Hazard Perry» και θα μπορούσαν να ενισχύσουν ουσιαστικά τον ελληνικό στόλο επιφανείας. Πάντως, ανεξάρτητα από τι θα προχωρήσει το επόμενο χρονικό διάστημα σε σχέση με όλα αυτά, φαίνεται ότι ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Ευάγγελος Αποστολάκης προσπαθεί να αποδεσμεύσει υπάρχουσες δυνάμεις σε επιχειρήσεις που ενισχύουν το γόητρο του Π.Ν., κάτι που, όπως όλα δείχνουν, θα γίνει στην επιχείρηση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική Μεσόγειο (Sea Guardian).
Πηγές αναφέρουν ότι η προθυμία των ΗΠΑ να βοηθήσουν την Αθήνα στον τομέα των εξοπλισμών, με την προμήθεια παλαιού υλικού, εντάσσεται πλήρως στην αντίληψη της Ουάσιγκτον ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει ανεπηρέαστη από τη γεωπολιτική ταραχή της ευρύτερης περιοχής.
(Καθημερινή, 06.11.2016)
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.
κανένα σχόλιο