Αντώνης Οικονόμου (1785-1821) – Ένας ξεχασμένος ήρωας του ’21


OIKONOMOU-HYDRA.JPG

του Αλέξη Τότσικα 
Η ιστορική γνώση, η γνώση του παρελθόντος κάθε έθνους, είναι ασφαλής πηγή πληροφοριών, που οδηγούν σε συμπεράσματα χρήσιμα για τη χάραξη της μελλοντικής εθνικής πορείας. Η αντικειμενική καταγραφή του παρελθόντος είναι, βέβαια, αδύνατη. Συχνά, όμως, η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας δεν οφείλεται στην ανθρώπινη αδυναμία του ιστορικού, αλλά σε συνειδητή επιλογή, που στοχεύει στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπιμοτήτων.
Έτσι, με τη μέθοδο της αποσιώπησης, της παρανόησης ή της διαστρέβλωσης, κρίσιμα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα παρουσιάζονται αλλοιωμένα, ξένα από την πραγματική τους διάσταση ή αγνοούνται τελείως. Η ιστορία γίνεται μέσο ιδεολογικής προπαγάνδας. Από τη μοίρα αυτή δεν εξαιρεθήκαν ούτε οι κορυφαίες στιγμές της νεοελληνικής ιστορίας μας. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι παραδοσιακοί ιστορικοί της επανάστασης του 21 εξύμνησαν αφειδώς τον πατριάρχη Γρηγόριο και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, το Μαυροκορδἀτο και τον Γκούρα, τους Μαυρομιχαλαίους, τους Δεληγιανναίους και γενικά τους προύχοντες του Μοριά, και τόσα άλλα πρόσωπα αμφίβολης τουλάχιστον προσφοράς στην υπόθεση του Ελληνικού ξεσηκωμού; Αφιέρωσαν βέβαια λίγες σελίδες και στον Παπαφλέσσα [1], τον Αθανάσιο Διάκο, τον Καραϊσκάκη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τόσους άλλους γνήσιους αγωνιστές που έπεσαν ηρωικά στα πεδία της μάχης. Ίσως γιατί αυτοί σκοτώθηκαν νωρίς. Αγνόησαν όμως ή υποβάθμισαν την προσφορά του Αντώνη Οικονόμου και του Λυκούργου Λογοθέτη ή συσκότισαν το θάνατο του Καραϊσκάκη και τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, επιφύλαξαν τη μοίρα των ηττημένων σ’ όλους τους λαϊκούς αγωνιστές. Χρέος δικό μας η δικαίωση των αδικημένων, η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
Ένας αδικημένος και ξεχασμένος ήρωας του 21 είναι ο Υδραίος Καπετάνιος Αντώνης Οικονόμου, μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του Εικοσιένα, που η επίσημη ιστοριογραφία [2] του 19ου αιώνα τον είχε καταδικάσει σε αφάνεια.

Αντώνης Οικονόμου, «ο Οικονόμος κηρύττει εν Ύδρα την ελευθερίαν». Έργο του Βαυαρού ζωγράφου Πέτερ φον Ες (Peter Von Hess).
Αντώνης Οικονόμου, «ο Οικονόμος κηρύττει εν Ύδρα την ελευθερίαν». Έργο του Βαυαρού ζωγράφου Πέτερ φον Ες (Peter Von Hess).

Γεννήθηκε και έδρασε στην Ύδρα στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Την εποχή αυτή η Ύδρα, που πριν από 150 περίπου χρόνια ήταν ένα χωριό δυστυχισμένων προσφύγων της Αττικής, της Μεγαρίδας, της Αργολίδας και της Εύβοιας, που ζούσαν πρωτόγονη ζωή σε άθλια καλύβια πάνω στο άγονο νησί, είχε γίνει η πλουσιότερη πόλη της Ελλάδας χάρη στη ναυτιλία της. Ενώ ως τις αρχές του 18ου αιώνα δεν είχαν παρά λίγα πλοιάρια, με τα οποία έκαναν κοντινές μεταφορές ή πειρατεία, από τα μέσα του ίδιου αιώνα σχημάτισαν μαζί με τα άλλα Ελληνικά νησιά (Σπέτσες, Ψαρά κλπ) το μεγάλο Ελληνικό εμπορικό στόλο, που κυριάρχησε στις μεταφορές του ανατολικομεσογειακού χώρου [3].
Η ανάπτυξη αυτή οφείλεται σε δύο κυρίως γεγονότα της διεθνούς συγκυρίας: Στη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), με την οποία η Ρωσία απέκτησε το δικαίωμα να υπερασπίζεται τους ορθόδοξους Χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι Έλληνες ναυτικοί το δικαίωμα να ταξιδεύουν με ρωσική σημαία. Στη Γαλλική επανάσταση και τους πολέμους του Ναπολέοντα, στη διάρκεια των οποίων τα μεγάλα λιμάνια της Δύσης (Μασσαλία, Λιβόρνο, Γένοβα) είχαν αποκλεισθεί από τον Αγγλικό στόλο και άφησαν στην Ελληνική Εμπορική ναυτιλία το πεδίο ελεύθερο για δράση στην ανατολική Μεσόγειο. Οι Άγγλοι ήταν απασχολημένοι στον πόλεμο, οι Ολλανδοί δε ριψοκινδύνευαν, οι Γενοβέζοι και οι Βενετοί είχαν αποκλεισθεί και νεκρωθεί. Οι ριψοκίνδυνοι Υδραίοι, λοιπόν, εκμεταλλευόμενοι άλλοτε την προσωρινή απομάκρυνση των Αγγλικών πολεμικών και άλλοτε τη θαλασσοταραχή, που δεν επέτρεπε καταδιώξεις, κατόρθωναν να σπάζουν τον αποκλεισμό και να μεταφέρουν στους πεινασμένους των αποκλεισμένων λιμανιών σιτοφορτία από τον Εύξεινο, που πληρώνονταν με χρυσάφι. Είναι η περίοδος της μεγάλης ακμής της Ύδρας, που με τον εμπορικό της στόλο ενταγμένο στις υπηρεσίες της διεθνούς αγοράς, πέτυχε να συνδέσει τη Ρωσική παραγωγή με την Ευρωπαϊκή αγορά [4].
Η ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας ευκολύνθηκε και από λειτουργικούς παράγοντες: Το κεφάλαιο για την κατασκευή ή την αγορά του πλοίου σχηματιζόταν συνεταιρικά, κάθε πλοίο, δηλ. αποτελούσε μια εταιρεία. Με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά, που ήταν να ταξιδέψει ένα πλοίο, συγκεντρωνόταν ένα εταιρικό κεφάλαιο (σερμαγιά) για την αγορά του εμπορεύματος. Για τα κέρδη, λοιπόν, είχαν ενδιαφέρον πολλοί άνθρωποι, που τα μοιράζονταν με το σύστημα των μεριδίων. Η διαφορά όμως στη διανομή των μεριδίων ήταν μεγάλη και, μοιραία, δημιουργήθηκαν τάξεις. Στην πρώτη ανήκαν οι μεγάλοι πλοιοκτήτες, οι πρόκριτοι, που λέγονταν νοικοκυραίοι, στη δεύτερη οι πλοίαρχοι, οι λεγόμενοι καραβοκύρηδες, και ακολουθούσε ο λαός, από τον οποίο προέρχονταν τα πληρώματα των πλοίων [5].
Οι πλοιοκτήτες ήταν βαθύπλουτοι. Είχαν χτίσει στο νησί αρχοντικά σπίτια με μεγαλοπρέπεια και εσωτερικό πλούτο μεγάρων. Τα έπιπλα, τα υφάσματα για τα φορέματα των γυναικών, τα κοσμήματα, τα σκεύη, τα είδη χρήσεως, τη διακόσμηση των αιθουσών και των σπιτιών τα έφερναν από τα καταστήματα πολυτελείας των μεγάλων ευρωπαϊκών λιμανιών. Οι πλοίαρχοι είχαν μεγάλη μερίδα από τα κέρδη και οι ναύτες ζούσαν άνετα. Φτώχεια στο νησί δεν υπήρχε.
Οι καραβοκυραίοι κάτοχοι του μεγάλου κεφαλαίου, κρατούσαν στα χέρια τους όλη την κοινοτική διοίκηση, που τους είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος και βρισκόταν κάτω από την προστασία τού Καπουδάν-πασά, ο οποίος ασκούσε τη γενική επίβλεψη των νησιών. Είχε διαμορφωθεί έτσι στην Ύδρα ένα αριστοκρατικό ολιγαρχικό πολίτευμα: Οι κεφαλαιούχοι εξέλεγαν δώδεκα «γέροντες», που αποτελούσαν το κοινοτικό συμβούλιο και χωρίζονταν σε τρία τετραμελή τμήματα[6]. Κάθε τμήμα διοικούσε το νησί επί τέσσερις μήνες και συνεδρίαζε καθημερινά για να λύσει τα ζητήματα σε συνεργασία με το διοικητή, που τον εξέλεγαν οι προεστοί του νησιού, αλλά τον διόριζε ο Καπουδάν-Πασάς. Πρώτος διοικητής ορίστηκε την 27 Δεκεμβρίου 18Ο2 ο Γεώργιος Βούλγαρης, πατέρας του μετέπειτα πολιτικού Δημ. Βούλγαρη, και μετά το θάνατό του, τον Αύγουστο του 1812, διορίστηκε ο Νικόλαος Κοκοβίλας [7].

Άποψη της Ύδρας στα τέλη του 18ου αιώνα. Castellan “Lettres sur la Morée”, Paris 1808.
Άποψη της Ύδρας στα τέλη του 18ου αιώνα. Castellan “Lettres sur la Morée”, Paris 1808.

Ο Αντώνης Οικονόμου «ων πλοίαρχος και καταστάσεως υδραϊκής μεσαίας»[8], πλοίαρχος δηλ. που προερχόταν από τη μεσαία τάξη του νησιού, ξεχώριζε ανάμεσα στους μικρούς καραβοκύρηδες, που διατηρούσαν γερούς δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα, τους ναύτες και τους τεχνίτες. Φημιζόταν για την ευφυΐα του, τον ευθύ χαρακτήρα του και την παλικαριά του. Αψηφούσε τις μεγάλες φουρτούνες, γι’ αυτό και το τσούρμο τον αναγνώριζε ως σωστό θαλασσόλυκο. Είχε κατορθώσει να αποκτήσει και δικό του πλοίο.
Η μεγάλη ακμή όμως της Ύδρας, επειδή προήλθε από τη διεθνή συγκυρία, είχε προσωρινό χαρακτήρα. Η εμπορική ναυτιλία της, ταγμένη στην υπηρεσία των μεγάλων Ευρωπαϊκών συμφερόντων, γνώρισε βαθιά κρίση, όταν, με το τέλος του Ευρωπαϊκού πολέμου το 1815, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δε χρειάζονταν πια τις υπηρεσίες της [9]. Οι πόλεμοι ευνοούν τη ναυτιλία: Μεγαλώνουν οι ανάγκες μεταφορών και εισαγωγών, υψώνονται τα ναύλα, αυξάνει ο αριθμός πλοίων, πλοιάρχων και ναυτών. Όταν οι συνθήκες ομαλοποιηθούν, τα λιμάνια γεμίζουν δεμένα πλοία και ναύτες άνεργους στην προκυμαία. Το ίδιο συνέβη και τότε στην Ύδρα [10]. Οι έκτακτες μεταφορές μειώθηκαν, άρχισαν να κινούνται στη Μεσόγειο και άλλες εμπορικές σημαίες, τα ταξίδια των υδραίικων καραβιών λιγόστεψαν. Το 1820 και στις αρχές του 1821 βρίσκονταν στην Ύδρα άνεργοι πολλοί πλοίαρχοι και ναύτες. Οι 28.000 περίπου κάτοικοι του νησιού [11], από τους οποίους οι δέκα χιλιάδες περίπου ήταν ναύτες, είτε Υδραίοι, είτε προερχόμενοι από άλλα νησιά, αλλά εγκατεστημένοι στην Ύδρα για να βρουν δουλειά, αντιμετώπιζαν οξύ οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα.
Ο Αντώνης Οικονόμου λίγους μήνες πριν από την έκρηξη της επανάστασης ταξιδεύοντας στη Μεσόγειο βρήκε μεγάλη φουρτούνα και έχασε το καράβι του, που αποτελούσε και όλη την περιουσία του, σε ναυάγιο κοντά στα Γάδειρα, έξω από το Γιβραλτάρ. Παλεύοντας ώρες με τα κύματα κατόρθωσε να γλιτώσει και γύρισε στην πατρίδα του. Χρήματα δεν είχε και, δραστήριος άνθρωπος καθώς ήταν, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να βρει πιστώσεις και να αποκτήσει νέο πλοίο, αντί να μείνει στην Ύδρα με τη μοίρα του καραβοτσακισμένου.
Στην Κωνσταντινούπολη τότε έβραζαν τα πράγματα της Φιλικής Εταιρείας. Ο Οικονόμου [12] από τις πρώτες μέρες που έφτασε εκεί γνώρισε τον Παπαφλέσσα. Νέος, πατριώτης και με θερμή ιδιοσυγκρασία καθώς ήταν, παραδόθηκε στο κήρυγμα του κινητήριου νου της προεπαναστατικής προετοιμασίας: «Ήρθε ο καιρός να φύγει ο Τούρκος. Η πατρίδα θα ξεσηκωθεί σε λίγο με όλες τις δυνάμεις της. Όλοι οι αρχηγοί της Πελοποννήσου, της Στερεάς, της Μολδοβλαχίας, των Σπετσών, οι Έλληνες του Εξωτερικού έχουν μυηθεί στο κίνημα». Και στο τέλος η γνωστή επωδός της προεπαναστατικής σειρήνας: Η ενίσχυση της Ρωσίας.
Ο Παπαφλέσσας ήξερε τι έκανε. Ο Οικονόμου δεν ήταν οποιοσδήποτε. Ήταν Υδραίος. Και η Ύδρα δεν ήταν μέχρι τότε θερμή για τους μυητές της Φιλικής Εταιρείας. Αρκετοί υδραίοι πλοίαρχοι, που περνούσαν από το Βόσπορο, είχαν μυηθεί, αλλά οι πρόκριτοι του νησιού ήταν δύσκολοι. Ζητούσαν εγγυήσεις για τη σοβαρότητα του κινήματος. Όταν ο Αναγνωσταράς πήγε στην Ύδρα, επικοινώνησε με το Λάζαρο Κουντουριώτη, τον κορυφαίο πρόκριτο του νησιού, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Ο Κουντουριώτης άκουσε τον Αναγνωσταρά με συγκίνηση, αλλά στο τέλος ζήτησε από το Μωραΐτη οπλαρχηγό έγγραφο του Καποδίστρια ή μια έγκυρη βεβαίωση ότι ο Καποδίστριας ήταν αρχηγός της Επαναστατικής Εταιρείας. Ο Αναγνωσταράς, που αγνοούσε και ο ίδιος την Αρχήν της Εταιρείας, δεν ήταν σε θέση να δώσει στον Κουντουριώτη τέτοια πληροφορία και έφυγε από την Ύδρα άπρακτος.
Οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας έστειλαν στην Ύδρα τον Περραιβό, για να βολιδοσκοπήσει τους Κουντουριωταίους, αλλά ούτε αυτός μπόρεσε να αλλάξει τα φρονήματά τους. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αναγκάστηκε να γράψει στο Λάζαρο Κουντουριώτη «…Φίλε, δεν είναι καιρός να επιμένεις εις τοσούτον βαθύν λήθαργον… Τι στέκεις λοιπόν, Ποιον άλλον καιρόν προσμένεις,…» [13]. Στις αρχές του Φλεβάρη του 1821 τους ξανάγραψε ο ‘Αθιμος Γαζής «…Έφθασεν ο καιρός δια να λάμψει πάλιν ο σταυρός και να λάβει πάλιν η Ελλάς, η δυστυχής πατρίς μας, την ελευθερίαν της… Ο καιρός ήλθεν και πρέπει να ανάψετε την λαμπάδα του πατριωτισμού… Σας παρακαλεί η πατρίς, φίλοι, ετοιμασθήτε. Ετοιμασθήτε».
Κανένας όμως δεν έφερε αποτέλεσμα. Οι Κουντουριωταίοι και οι άλλοι προύχοντες σκέφτονταν πιο πολύ το πετσί τους και τις κάσες τους με τα τάληρά τους [14]. Οι προεστοί δεν ήθελαν την αλλαγή, γιατί θα ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν δαπάνες για τη μετατροπή των πλοίων τους σε πολεμικά, και μάλιστα για μια επιχείρηση επικίνδυνη και που δεν επρόκειτο να τους αποφέρει κέρδη [15]. Η έμφυτη ορμή του λαού όμως ζητούσε άμεση εξέγερση. Στους πεινασμένους και δυσαρεστημένους κάθε μεταβολή ήταν επιθυμητή, γι’ αυτό στο τέλος η δημοκρατική ανυπομονησία τσάκισε την απερισκεψία της αριστοκρατίας [16].
Μέσα σε τέτοιο κλίμα βρέθηκε ο Αντώνης Οικονόμου, όταν επέστρεψε από την Κωνσταντινούπολη στην Ύδρα φλεγόμενος από την ιδέα της επανάστασης και βρήκε πρόθυμα για προσηλυτισμό τα πνεύματα των πλοιάρχων και των ναυτών. Έδωσε τον επαναστατικό παλμό στην καρδιά του λαού της Ύδρας και οδήγησε την Ύδρα, τον δεξιό βραχίονα της Ελλάδας προς τη θάλασσα, πάνοπλη στον Αγώνα. Η δράση του είναι μια σημαντική σελίδα στην ιστορία του αγώνα. Ελληνική επανάσταση χωρίς τη συμβολή του πανίσχυρου υδραίικου ναυτικού ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία [17]. Ο μεγάλος υδραίικος στόλος δεν έσωσε μόνο τον ξεσηκωμένο Μοριά, αλλά έγινε βασικό στήριγμα του ναυτικού και του γενικού επαναστατικού αγώνα. Χωρίς την Ύδρα το Αιγαίο δε θα γινόταν Ελληνική λίμνη. Η τουρκική αρμάδα θα έκανε στενό αποκλεισμό και σε μικρό χρονικό διάστημα η επανάσταση στο Μοριά θα έσβηνε.
Χάρτης της Ύδρας σχεδιασμένος από τον γεωγράφο Αντώνιο Μηλιαράκη (19ος αιώνας)
Χάρτης της Ύδρας σχεδιασμένος από τον γεωγράφο Αντώνιο Μηλιαράκη (19ος αιώνας)
Αυτά φαίνεται σκεπτόταν ο Καπετάν Αντώνης, όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες ειδήσεις για την επανάσταση στην Πελοπόννησο, και άρχισε να στρατολογεί άνδρες κοινολογώντας ότι θα πάει μαζί τους στην Πελοπόννησο για να πάρει μέρος στον αγώνα. Οι πρόκριτοι της Ύδρας τον πίστεψαν και με τη σκέψη, ότι με αυτό τον τρόπο θα απαλλαγούν και από τον Οικονόμου και από τους ενοχλητικούς άνεργους ναύτες, δεν έφεραν δυσκολίες στη στρατολόγηση. Έτσι ο Οικονόμου κατόρθωσε να εξοπλίσει σώμα από 500 άνδρες. Στο μεταξύ οι πρόκριτοι όχι μόνο δεν είχαν σκοπό να συμπράξουν στον αγώνα, αλλά για να εμφανίσουν την Ύδρα αμέτοχη στην επανάσταση και να την απαλλάξουν από τον κίνδυνο αποβίβασης τουρκικού στρατού, έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη τους ναύτες, που υποχρεώνονταν να δίνουν κάθε χρόνο στον τούρκικο στόλο [18]. Τους ναύτες αυτούς τους περίμενε η σφαγή και ο πνιγμός στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, ευτυχώς, όταν έφτασαν στα Δαρδανέλια, πληροφορήθηκαν τις σφαγές που έκαναν οι Τούρκοι στην Πόλη και πρόλαβαν να γυρίσουν πίσω και να σωθούν [19].
Τα επαναστατικά μηνύματα, λοιπόν, έφταναν στην Ύδρα το ένα μετά το άλλο. Μετά την Πελοπόννησο οι Σπέτσες και τα Ψαρά ρίχτηκαν στον αγώνα. Κάθε μέρα έφταναν στην Ύδρα απεσταλμένοι από διάφορα μέρη   της Πελοποννήσου και ζητούσαν να βγει και η Ύδρα στον αγώνα. Οι πρόκριτοι όμως εξακολουθούσαν να συνεδριάζουν καθημερινά στην Καγκελαρία περιμένοντας να πεισθούν για τη σοβαρότητα του κινήματος και μετά να αποφασίσουν για τη συμμετοχή τους στον Αγώνα [20]. Ο Οικονόμου ανυπομονούσε. Δεν του έφτανε όμως ο λαός, που ήταν ήδη μαζί του. Είχε ανάγκη από όλα τα πλοία και από χρήματα, για να τα κινήσει. Και τα πλοία και τα χρήματα βρίσκονταν στα χέρια των προκρίτων.
Όταν είδε ότι δεν υπήρχε πια καιρός για συσκέψεις και εγγυήσεις, αποφασισμένος να τελειώσει το γρηγορότερο έκανε το πραξικόπημα. Αφού συμφώνησε με τους πιο πολλούς καπεταναίους και με τους απεσταλμένους από το Μοριά Πέτρο Μαρκέζη και Γεώργιο Αγαλόπουλο, προχώρησε σε λαϊκό κίνημα. Τη νύχτα της 28ης Μαρτίου 1821 η μεγάλη καμπάνα της εκκλησίας κτύπησε δαιμονισμένα: Ήταν το επαναστατικό σύνθημα. Αμέσως η αγορά πλημμύρισε από τους ένοπλους, που είχε οργανώσει ο Οικονόμου για τη δήθεν εκστρατεία στην Πελοπόννησο, και τελάληδες όρμησαν στους δρόμους της Ύδρας φωνάζοντας: Στα άρματα, όλοι στα άρματα.
Καθώς μετά την πρώτη έκπληξη οι πολίτες κατέβαιναν προς την αγορά και ρωτούσαν τι τρέχει, πετάχτηκαν από την ταβέρνα του Κουτσογιάννη, που βρισκόταν στο κέντρο της αγοράς, ο Αντώνης Οικονόμου με το Γκίκα, γιο του πρόκριτου Θεόδ. Γκίκα, που ήταν αντίθετος με το συντηρητικό πατέρα τους και μετείχε στο κίνημα. Τους περικύκλωσαν αμέσως ένοπλοι και πολίτες, και τότε ο Οικονόμου ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι και είπε [21]«Τα αδέρφια μας οι Μοραΐτες πήραν τ’ άρματα και χτυπούν τους Τούρκους και εμείς σαπίζουμε εδώ ακίνητοι γιατί οι προεστοί μας δε θέλουν την επανάσταση. Δεν είναι ντροπή να μένουμε εδώ, ενώ άλλοι σκοτώνονται; Οι αρχόντοι δε θέλουν να κινηθούν γιατί φοβούνται τον πόλεμο. θέλουν την ησυχία τους. Όμως εμείς θαλασσομαχούντες μαζέψαμε τα πλούτη στις στέρνες τους. Είναι σωστό να προτιμούνται τα πλούτη από την ελευθερία;…»
«-Ζήτω η επανάσταση. Στα άρματα.» Φώναζαν αμέσως όλοι οι συγκεντρωμένοι. Ο λαός της Ύδρας ήταν ώριμος για την επανάσταση. Όταν μάλιστα είδαν μαζί με τον Οικονόμου και το γιο του τρανού προύχοντα Γκίκα, ενθουσιάστηκαν και σήκωσαν στα χέρια το αρχοντόπουλο. Το συγκεντρωμένο πλήθος διευθυνόμενο από ανθρώπους του Οικονόμου έτρεξε στην παραλία, όπου υπήρχαν σωροί καυσόξυλα για φόρτωση. Πήραν τα ξύλα για ρόπαλα και γυρνούσαν στους δρόμους φωνάζοντας «λευτεριά ή θάνατος», «κάτω τα τζάκια». Οι οργανωμένοι ένοπλοι του Οικονόμου όρμησαν στα αγκυροβολημένα πλοία, που ήταν άδεια από ναύτες την ώρα της εφόδου, και τα κατέλαβαν. Η νύχτα πέρασε με ταραχή, χωρίς όμως να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα. Ανάμεσα στο λαό δεν υπήρχαν αντιφρονούντες. Οι πρόκριτοι, που την ώρα της εφόδου βρίσκονταν στην Καγκελαρία, κλείστηκαν έντρομοι στα σπίτια τους, αλλά κανείς δε σκέφτηκε να τους θίξει.
Την άλλη μέρα το πρωί τα πλοία είχαν καταληφθεί. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν οπλοφόροι και ροπαλοφόροι κραυγάζοντας υπέρ της επανάστασης. Το μεσημέρι ο Οικονόμου όρμησε στην Καγκελαρία, καθαίρεσε δια βοής του λαού το διοικητή Νικόλαο Κοκοβίλα και ανέλαβε ο ίδιος την πολιτική, στρατιωτική και ναυτική διοίκηση του νησιού με την έγκριση του λαού. Ο λαοπρόβλητος πλέον ηγέτης έβγαλε αμέσως διαταγή να σχηματισθούν ένοπλες περιπολίες και απαγόρεψε τις αντεκδικήσεις και βιαιοπραγίες. Άρχισαν επίσης αμέσως να συντάσσονται κατάλογοι για τη στρατιωτική κατάταξη. Άλλοι κατατάσσονταν στο σώμα για δράση στη στεριά και άλλοι εγγράφονταν ναύτες.
Αλλά για να κινηθούν τα πλοία χρειάζονταν χρήματα. Οι εθελοντές στρατιώτες και ναύτες έπρεπε να πάρουν μισθοτροφοδοσία και μια που θα έφευγαν έπρεπε να δοθεί και κάποιο επίδομα στις οικογένειές τους. Χρήματα όμως δεν υπήρχαν. Στο ταμείο της Καγκελαρίας βρέθηκε ένα μικρό ποσό, που δεν έφτανε ούτε για ν’ αγοράσουν είκοσι οκάδες μπαρούτι. Δημόσιο ταμείο δεν υπήρχε. Τα λεφτά βρίσκονταν στις στέρνες των προκρίτων.
Ο Οικονόμου τότε έστειλε τετραμελή επιτροπή στους πρόκριτους, που άλλοι βρίσκονταν στον πύργο του Λάζαρου Κουντουριώτη και άλλοι στο μοναστήρι, μέσα στο Κάστρο, και ζήτησε να ανοίξουν τις κάσες τους και να καταβάλουν τα έξοδα της επιστράτευσης. Οι πρόκριτοι, που δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα την έκταση του κινήματος και σκέπτονταν πώς θα αντιμετωπίσουν τις ταραχώδεις σκηνές της νύχτας και ποια απόφαση θα πάρουν τελικά για την επανάσταση, μόλις πληροφορήθηκαν την καθαίρεση του Κοκοβίλα και την ανάληψη της εξουσίας από τον επαναστάτη πλοίαρχο, βεβαιώθηκαν πως τα πλοία τους επιτάχτηκαν από το λαό και είδαν ότι είναι περικυκλωμένοι από ένοπλους, έστειλαν αναγκαστικά 30.000 τάληρα και έσπευσαν αμέσως να επιστρέψουν στα σπίτια τους «από τας οπισθίας εξόδους του οικήματος όπου συνεδρίαζαν [22]». Μα το ποσό αυτό ήταν λίγο και οι ένοπλοι κραύγαζαν απειλητικά έξω από τα σπίτια των πλουσίων προκρίτων: « – Θέλουμε και άλλα. Μην τα λυπάσθε. θα ξοδευτούν για την πατρίδα. Εμείς θαλασσοπνιγήκαμε τόσες φορές για να πλουτίσετε εσείς.»
Και έδωσαν και άλλα. Στις 31 του Μάρτη, μέσα σε τρεις μέρες δηλ., οι πλούσιοι καραβοκυραίοι άνοιξαν τις κάσες τους και συγκέντρωσαν 130.000 τάληρα. Το ποσό αυτό ήταν αρκετό για τις άμεσες ανάγκες του στόλου. Εξοπλίστηκαν αμέσως 92 μεγάλα πλοία και δόθηκαν σε κάθε ναύτη 8 τάληρα και από 50 τάληρα σε κάθε μια από τις οικογένειές τους.
Μετά απ’ αυτό τα πράγματα ηρέμησαν. Οι πρόκριτοι δε φάνηκαν διατεθειμένοι να αντιδράσουν κατά του Οικονόμου, ούτε κι εκείνος έδειξε εχθρική διάθεση εναντίον τους. Ζήτησε μάλιστα και τη σύμπραξη του Λάζαρου Κουντουριὡτη στη διοίκηση, αλλά ο υπερήφανος Υδραίος πρόκριτος με πληγωμένο τον εγωισμό του από το κίνημα αρνήθηκε. Δέχτηκε όμως να νομιμοποιήσει το νέο επαναστατικό καθεστώς και το αναγνώρισε με το παρακάτω έγγραφο της 31 Μαρτίου:

Δηλοποιεῖται διά τοῦ παρόντος κοινού ἐνσφραγίστου τε καί ἐνυπογράφου γράμματος, ότι συνελεύσεως κοινής γενομένης διά την καλήν σύστασιν της πατρίδος μας, ἐκρίναμεν άξιον διά ν’ άναδεχθή την φροντίδα της τοπικής διοικήσεως τόν τιμιὡτατον πατριὡτην μας κύριον καπετάν ‘Αντώνην Οἰκονόμου, τῷ ὁποίῳ δίδομεν πᾶσαν πληρεξουσιότητα εἰς τό νά διοικῇ μετά των κατά καιρόν συμψηφισθέντων προεστὡτων προκρίτων, κάτωθεν ύποσημειωμένων, τήν πολιτείαν τούτην, κρίνων και άνακρίνων πᾶσαν ἐπιτυχοῦσαν ύπόθεσιν πολιτικήν τε καί ἐμπορικήν.
‘Ο αναγορευθείς κοινή διοικητής κύριος καπετάν, Αντώνιος θέλει έχει μετ’ ἑαυτοῦ καί τέσσαρας ουμβούλους ἐκλεγομένους ὑπό αὐτοῦ. Οἱ μέν δύο θέλει ἔχουσιν είς πᾶσαν συνέλευσιν έλευθέραν τήν εἴσοδον καί τήν ψήφον ίσοδύναμον τοῖς κατά καιρόν προεστῶσι προκρίτοις. Οἱ δέ δύο μόνην τήν αύτοπρόσωπον παράστασιν πρός ήσυχίαν τοῦ λαού.
‘Ο ρηθείς διοικητής καπετάν Ἀντώνιος έχει άπόλυτον ἐξουσίαν, χρείας τυχούσης, νά ἐκστρατεύη διά ξηράς καί θαλάσσης, κατ’ άρέσκιαν, πᾶσαν άναγκαιοῦσαν δύναμιν, ἐπί κεφαλής τής όποίας δύναται ν’ άπέλθη καί ο ίδιος όψέποτε βουληθῇ. ‘Ημείς δέ οί κάτωθεν γεγραμμένοι προεστῶτες, οἱ φέροντες τό πρόσωπον τοῦ κοινού τούτου, ύποσχόμεθα ἑτοίμως και άναντιρρήτως προμηθεϋσαι τήν τοιαύτην δύναμιν καί τά έξοδα της τοιαύτης ἐκστρατείας.
‘Η άναγκαία κουστωδία τῆς πατρίδος θέλει νά είναι ὑπό τήν ἐξουσίαν του διοικητοϋ κυρίου καπετάν ‘Αντωνίου καί θέλει είναι είς χρέος δι’ αὐτῆς να διατηρήται ή εἰρήνη, διακαιοσύνη και καλή διαγωγή πάντων των κατοίκων, χωρίς να παραβλέπεται ή παραμικρά άταξία.
Οἱ κατά καιρόν προεστῶτες θέλουσιν είναι άνεξάρτητοι άπό τοϋ διοικητοϋ καπετάν ‘Αντωνίου. Ούτως ευχαριστήσει ήμῶν τελεία σινεφωνήθη, δι’ ό καί εἰς τήν περί τούτου ἔνδειξιν ύπογραψόμεθα αύτοχειρί πάντες. .
Ύδρα 31 Μαρτίου 1821
Οἱ κάτοικοι της Ύδρας

Ακολουθούσαν οι υπογραφές εξήντα επιφανών προκρίτων της Ύδρας [23], απ’ αυτούς που αποτελούσαν την ολιγαρχική παράταξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έγγραφο αυτό έφερε την υπογραφή «οι κάτοικοι της Ύδρας» και όχι «οι πρόκριτοι της Ύδρας», όπως γινόταν ως τότε. Η αριστοκρατική ηγεσία φαινόταν να έχει καταργηθεί και να έχει αντικατασταθεί από ένα λαϊκό πολίτευμα, ψυχή και νους του οποίου ήταν ο Αντώνης Οικονόμου[24].
Ο Οικονόμου υπήρξε τότε ο μόνος αρχηγός στην Ελλάδα που διέθετε ολόκληρη τη δύναμη του τόπου του. Το χέρι του κρατούσε παντοδύναμο όπλο: Το πλήθος των χωρίς εργασία δευτερευόντων πλοιάρχων και τους 10.000 άνεργους ναύτες, για τους οποίους «η κατάοχεσις της χρηματικής περιουσίας των εκπεσόντων προκρίτων θα ήταν η πλέον ευχάριστος πράξις [25]». Κύριος της Ύδρας, του στόλου και του πλούτου της, μπορούσε, στην αρχή τουλάχιστον του αγώνα, να γίνει και κύριος της κατάστασης σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ενώ όλοι αγωνιούσαν για την έξοδο της Ύδρας στον αγώνα, χωρίς την οποία ήταν χαμένοι, δεν είχε παρά να ζητήσει έναν αντιπρόσωπο από κάθε μεγάλη επαρχία και να σχηματίσει προσωρινή ελληνική κυβέρνηση υπό την εξουσία του. Δεν θα ήταν αναγκασμένος να καταλύσει άλλη ελληνική αρχή, αφού τέτοια δεν υπήρχε. Και ολόκληρη η Ελλάδα θα υπάκουε, γιατί είχε ανάγκη το στόλο. Αλλά ο Οικονόμου δε σκέφτηκε κάτι τέτοιο, γιατί δεν είχε ούτε τις φιλοδοξίες, ούτε την ιδιοσυγκρασία δικτάτορα. Ήταν ένας αγνός ιδεολόγος και τολμηρός πατριώτης.
Οι πρόκριτοι αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας επιχείρησαν να φύγουν κρυφά στη Ζάκυνθο, γιατί δεν ανέχονταν να μένουν υπό τον Οικονόμου, έναν απλό πλοίαρχο. Και εκείνος, αντί να τους αφήσει να φύγουν και να απαλλαγεί απ’ αυτούς, τους εμπόδισε. Αναγνώριζε ότι ο αγώνας είχε ανάγκη απ’ όλες τις δυνάμεις του Γένους και δεν αρνιόταν στους πρόκριτους τον πατριωτισμό, παρόλο που περίμενε την αντίδρασή τους και γνώριζε ότι δεν ήταν φίλοι του. Το κατάλαβε όταν ο Λάζαρος Κουντουριώτης αρνήθηκε να μετάσχει στη διοίκηση.
Για να εξασφαλίσει την εξουσία του ο Οικονόμου επιχείρησε να αντικαταστήσει τους πλοιάρχους των πλοίων, που ήταν αφοσιωμένοι στους πρόκριτους, με ανθρώπους της προσωπικής του εμπιστοσύνης. Συνάντησε όμως την αντίδραση των πλοιοκτητών και των πλοιάρχων [26]. Τότε, αντί να επιβάλει τη θέλησή του με τη βία σε ανθρώπους, που η εχθρότητά τους δε θα μειωνόταν, όσο φιλικά και αν τους φερόταν, αναγνώρισε το δίκιο τους και άφησε στους πλοιοκτήτες το δικαίωμα να έχουν στα πλοία τους δικούς τους ανθρώπους, αντί να κηρύξει το στόλο εθνικό και κτήμα του Αγώνα. Αν εγκαθιστούσε δικούς του πλοιάρχους, η εξουσία του θα ήταν στερεωμένη. Μπορούσε να φύγει σε εκστρατεία και να είναι βέβαιος ότι οι πρόκριτοι δε θα είχαν τη δύναμη να κάνουν το παραμικρό εναντίον του. Γιατί δύναμη της Ύδρας ήταν τα πλοία της. Και οι εχθροί του θα ήταν αφοπλισμένοι.
Αλλά ο Οικονόμου δε σκεπτόταν τίποτα άλλο, παρά μόνο πώς θα υπηρετήσει την πατρίδα. Του χρειάστηκαν 15 ημέρες για να ετοιμάσει τα πλοία και στις 16 Απρίλη 1821, Σάββατο της Διακαινησίμου, συγκεντρώθηκαν οι Υδραίοι όλων των τάξεων, έγινε δοξολογία και δέηση υπέρ του αγώνα και, ενώ από τα πλοία ερρίπτοντο κανονιοβολισμοί, υψώθηκε στο διοικητήριο η επαναστατική σημαία και η Ύδρα μπήκε επίσημα στον αγώνα Συντάχτηκε ταυτόχρονα το παρακάτω έγγραφο, που αποτελεί την πρώτη επαναστατική πράξη της Ύδρας, και με το οποίο αναγνωρίζονταν αρχηγός του Υδραίικου στόλου ο Ιάκωβος Τομπάζης:

Εν ονόματι του Θεού Παντοκράτορος.
Το Ελληνικόν Έθνος, βεβαρημἐνον πλέον ν’ αναστενάζη υπό τον σκληρόν ζυγόν, υπό του οποίου τέσσαρας περίπου αιώνας καταθλίβεται επονειδιστικώς, τρέχει με γενικήν και ομόφωνον ορμήν ή εις τα όπλα, δια να κατασυντρίψη τας βαρείας αλύσους, τας υπό των βαρβάρων Μωαμεθανών περιτεθείσας εις αυτό. Το ιερόν όνομα της Ελευθερίας αντηχεί εις όλα τα μέρη της Ελλάδος και πάσα ελληνική καρδία αναφλἐγεται από την επιθυμίαν του να επαναλάβη το ιτολύτιμον τούτο δώρον του Θεού, ή ν’ απολεσθή εις τον   υπέρ τούτου αγώνα.
Οι κάτοικοι της νήσου Ύδρας δέν θέλουσι μένει ολιγώτερον πρόθυμοι εις τον ευγενή τούτον αγώνα. Αλλά καταφρονούντες πάντα κίνδυνον, δια να καταστρέψουν τους τυράννους των, θέλουν μεταχειρισθή τούτο το μόνον μέσον, το οποίον η φύσις της τοπικής αυτών θέσεως δίδει εις αυτούς προς τον σκοπόν τούτον.
Ημείς οι προύχοντες, οι συγκροτούντες την διοίκησιν της νήσου ταύτης, επιτρέπομεν εις τον καπετάν-Γιακουμάκην Νικολάου Τομπάζην, του πλοίου ο Θεμιστοκλής, το οποίον έχει κανόνια δεκαέξ, και άλλα πολεμικά ξύλα υπό την ελληνικήν σημαίαν, να υπάγη μετά του πλοίου τούτου όπου ήθελε κρίνει ωφέλιμον και αναγκαίον εις τον κοινόν αγώνα και να ενεργή κατά των οθωμανικών δυνάμεων ξηράς τε και θαλάσσης παν ό,τι συγχωρείται εις νόμιμον πόλεμον, έως ου η ελευθερία και ανεξαρτησία του Ελληνικού Γένους ν’ αποκατασταθή με στερέωσιν.
Παρακαλούμεν τους άρχοντας των θαλασσίων και ηπειρωτικὡν δυνάμεων πασών των ευρωπαϊκών εξουσιών όχι μόνον να μην επιφέρωσι κανένα εμπόδιον εις το πλοίον τούτο και εις τας ενεργείας της αποστολής αυτού, αλλά και να προσφέρωσι πάσαν βοήθειαν και υπεράσπισιν συγχωρημένην από την ουδετερότητα αυτών. Τούτο ελπίζομεν εκ μέρους της γενναιότητος των πολιτισμένων εθνών. Και ήθελεν είσθαι ύβρις προς αυτούς εάν αμφιβάλλωμεν καν μίαν στιγμήν περί της προθύμου αυτών ευνοίας εις τούτον τον αγώνα μας, όστις γίνεται υπέρ των δικαιωμάτων της ανθρωπότητος.
Οι απόγονοι των ενδόξων εκείνων ανδρών, οίτινες ετίμησαν το ανθρώπινον γένος με τας υψηλάς αυτών αρετάς και εφώτισαν τον κόσμον, μάχονται υπέρ της ελευθερίας εναντίον εις τους τυράννους των, βαρβάρους απογόνους του βαρβάρου Οσμάνου, τους εξολοθρευτάς των επιστημών και τεχνών, και εχθρούς της ιεράς θρησκείας του Ιησού Χριστού. Τις θέλει .είσθαί ποτέ την περίστασίν μας, ή να μη εύχεται υπέρ ημών;
Εξεδόθη εις την Καγκελαρίαν της νήσου Ύδρας τη 16 Απριλίου 1821
Οι κάτοικοι της Νήσου Ύδρας

Την ημέρα αυτή ο Αντώνης Οικονόμου είχε πραγματοποιήσει το μεγάλο του σκοπό. Έδωσε την Ύδρα στον Αγώνα. Αλλά και οι πρόκριτοι εξετέλεσαν το καθήκον τους, έστω και αναγκαστικά. Στην προσπάθειά τους να υπερκεράσουν τώρα τον Οικονόμου πρόσφεραν πρόθυμα την ημέρα που κηρύχτηκε η επανάσταση νέα ποσά για την κίνηση του στόλου και έτσι η δημοτικότητά τους άρχισε να αποκαθίσταται. Και βέβαια ούτε ώρα δεν έπαψαν να συνωμοτούν.
Από την ημέρα εκείνη ο Οικονόμου δεν είχε παρά δυο δρόμους, αν ήθελε να τελειώσει την αποστολή του: Ή έπρεπε να παραιτηθεί από τη διοίκηση και να αρκεστεί στη δόξα ότι έβγαλε την Ύδρα στον αγώνα, ή όφειλε να πάρει ριζικά μέτρα για να στερεώσει την κυριαρχία του στην Ύδρα [27], να μεταβληθεί δηλ. σε πραγματικό δικτάτορα, αδυσώπητο και σκληρό προς τους αντιπάλους του. Αλλά δεν έκανε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της επανάστασης και ασχολείτο συνεχώς με τις ανάγκες του στόλου. Και οι πρόκριτοι, που ο εγωισμός τους δεν μπορούσε να ανεχθεί έναν δημαγωγό, όπως τον αποκαλούσαν, με συστηματικές ενέργειες κατόρθωσαν να κλονίσουν τη θέση του [28].
Στις 18 Απρίλη απηύθυνε προκήρυξη στα νησιά του Αιγαίου και καλούσε τους άλλους νησιώτες να επαναστατήσουν. Παρόμοια προκήρυξη απηύθυνε στους καθολικούς κατοίκους των Κυκλάδων, που αντιδρούσαν. Την επόμενη μέρα, 19 Απρίλη, σαν υπεύθυνος ευρωπαίος ναυτικός αρχηγός όριζε με διαταγή στους Έλληνες πλοιάρχους να σέβονται τις ουδέτερες σημαίες, να μην προκαλούν δυσαρέσκεια στους ευρωπαίους πλοιάρχους, να μην ενεργούν αδικαιολόγητες νηοψίες με τη βία, και γενικά να σέβονται τους όρους του διεθνούς δικαίου. Με το μέτρο αυτό ήθελε να περιορίσει τις πειρατικές διαθέσεις των Ελλήνων και να εμφανίσει νομιμόφρονα την ελληνική επανάσταση απέναντι στα ευρωπαϊκά κράτη [29].
Η ενέργεια αυτή του Οικονόμου δυσαρέστησε τους έλληνες ναύτες – οπαδούς του. Με τόσους αιώνες αναρχία στη θάλασσα είχαν αποκτήσει πειρατικές συνήθειες, που δεν μπορούσαν να κοπούν με ένα διάταγμα. Οι πρόκριτοι για να κερδίσουν τη συμπάθεια των ναυτών και να απομονώσουν τον Οικονόμου προπαγάνδιζαν ότι οι Τούρκοι πρέπει να περνούν από μαχαίρι χωρίς έλεος και ότι οι ναύτες που θαλασσοπνίγονται πρέπει να μοιράζονται τη λεία από τα τουρκικά πλοία [30]. Έτσι μετά από λίγες μέρες δυο υδραίικα καράβια κυρίευσαν ένα τούρκικο πλοίο, που μετέφερε τον πατριάρχη των Μουσουλμάνων και άλλους Τούρκους στη Μέκκα για προσκύνημα, τους έσφαξαν όλους με άγριο τρόπο πάνω στο κατάστρωμα [31] και επιστρέφοντας στην Ύδρα ήθελαν να οικειοποιηθούν και τα λάφυρα, που πήραν παραβιάζοντας όχι μόνο τη διαταγή του Οικονόμου, αλλά και τον παλαιότερο κανονισμό περί διανομής της λείας. Οι πρόκριτοι ζήτησαν από τον Οικονόμου να εφαρμόσει τον κανονισμό, αλλά όταν εκείνος ζήτησε να παραδοθεί η λεία για διανομή, οι ναύτες δεν υπάκουσαν, τον έβρισαν και τον απείλησαν. Έθιγε άγραφα δικαιώματα εκείνων που πριν από λίγο τον είχαν αποθεώσει. Οι πρόκριτοι πήραν το μέρος των ναυτών, για να τους αποσπάσουν από το κόμμα του Οικονόμου και έτσι έγιναν δημοφιλείς και απέκτησαν και πάλι δύναμη.
Ο Οικονόμου, λοιπόν, βρέθηκε απογυμνωμένος από το λαό. Δεν απέμειναν παρά ελάχιστοι πιστοί κοντά του. Η ώρα του τέλους έφτανε. Οι πρόκριτοι έφερναν εμπόδια σε κάθε πράξη του και εκείνος, όταν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε ελπίδα συμβιβασμό μαζί τους, άρχισε να φέρεται προκλητικά και απότομα. Κρατούσε μάλιστα κοντά του και τον Καλοδήμα, που την ημέρα του γάμου του Λάζαρου Κουντουριώτη είχε φονεύσει τον πατέρα του μέσα στην εκκλησία [32]. Οι συνωμοτικές ενέργειες των προκρίτων προχωρούσαν και, όταν παρουσιάστηκε η κατάλληλη ευκαιρία, γκρέμισαν τον Οικονόμου από την εξουσία.
Στις 12 Μάη 1821, όταν έλειπε από το λιμάνι ο στόλος με τους πιο πολλούς από τους οπαδούς του Οικονόμου, οι πρόκριτοι οργάνωσαν επιχείρηση για τη θανάτωσή του. Την εκτέλεση ανέλαβαν οι πλοίαρχοι Λάζαρος Παναγιώτας και Θεόφιλος Δρένιας μαζί με τον Αντώνη Κριεζή και δέκα ένοπλους, που όρμησαν στο Διοικητήριο, όπου βρισκόταν ο Οικονόμου με το γιο του, τον Καλοδήμα και δώδεκα σωματοφύλακες. Ο Οικονόμου, που κατάλαβε το σκοπό τους, πυροβόλησε πρώτος το Δρένια, αλλά αστόχησε. Τον πέτυχε όμως ο γιος του Οικονόμου και τον έριξε νεκρό. Ο Παναγιώτας τραυμάτισε τον Καλοδήμα, αλλά τραυματίστηκε κι αυτός από τους σωματοφύλακες [33] του Οικονόμου. Στο μεταξύ έφτασαν και άλλοι άνθρωποι του Κριεζή και ο Οικονόμου απομονωμένος κλείστηκε στο Διοικητήριο και άρχισε να καλεί σε βοήθεια από το παράθυρο. Έτρεξαν μερικοί να τον υπερασπίσουν και η συμπλοκή γενικεύτηκε.
Οι επιτιθέμενοι άρχισαν να πυροβολούν προς το διοικητήριο από τα διπλανά σπίτια του Βούλγαρη, του Μανώλη Τομπάζη, του Αναστάση Κριεζή και από τον ταρσανά, ενώ ο Γεώργιος Σαχτούρης και οι πλοίαρχοι άρχισαν να κανονιοβολούν το διοικητήριο από τα πλοία τους. Ο Οικονόμου βλέποντας τον κίνδυνο κατόρθωσε να διαφύγει από την πίσω πόρτα του διοικητηρίου και έτρεξε προς την ακτή καταδιωκόμενος από τον Κριεζή και τους ανθρώπους του. Έφτασε στη θέση Καμίνι, πήρε μια ψαρόβαρκα με λίγους δικούς του, ανέβηκε στη γολέττα του Τομπάζη, που βρισκόταν εκεί χωρίς ναύτες, και απέπλευσε για να διαφύγει. Τον καταδίωξαν όμως με άλλο πλοίο και κινδυνεύοντας αποβιβάστηκε στον Γιαλαμιδά, στα δυτικά του νησιού, και έτρεξε στα υψώματα, αλλά κυκλώθηκε από τους αντιπάλους του και αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Τον επιβίβασαν αμέσως σε μια βάρκα με 10 ναύτες, για να τον μεταφέρουν στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου και να τον θανατώσουν. Μεταξύ όμως των 10 ναυτών έτυχαν μερικοί συγγενείς του Οικονόμου, που απαίτησαν από τους άλλους να τον αφήσουν ελεύθερο [34]. Έτσι ο Αντώνης Οικονόμου σώθηκε και κατέφυγε στο Κρανίδι μαινόμενος κατά των συμπατριωτών του και φοβερίζοντας ότι θα επιστρέψει στην Ύδρα για να εκδικηθεί. Οι Κρανιδιώτες τον φιλοξένησαν, γιατί τον σέβονταν και τον θαύμαζαν.
Τότε όμως έφτασε στην Ύδρα ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος από την Πάτρα και ο Ναθαναήλ, ηγούμενος στο Μοναστήρι του Φονιά, για να ζητήσουν ναυτική υποστήριξη από τους Υδραίους για τον αποκλεισμό της Πάτρας, γιατί ο άγγλος πρόξενος των Πατρών, Γκρην, εφοδίαζε από τη Ζάκυνθο τους αποκλεισμένους Τούρκους. Οι πρόκριτοι τότε δε δίστασαν να εκβιάσουν την κατάσταση. Απάντησαν ότι όσο ο Οικονόμου βρίσκεται στην απέναντι ακτή της Πελοποννήσου «οχλαγωγών και απειλών [35]» δεν εγκρίνουν να απομακρυνθούν τα πλοία τους από το νησί, γιατί κινδυνεύουν. Ζήτησαν μάλιστα από το Θεοχαρόπουλο να συλλάβει και να φυλακίσει τον Οικονόμου, για να ησυχάσει το νησί, και τότε θα βοηθήσουν την επανάσταση. Οι Κρανιδιώτες, που είχαν αρνηθεί να απομακρύνουν τον Οικονόμου ή να τον παραδώσουν στους Πρόκριτους, πείστηκαν να τον παραδώσουν στο Θεοχαρόπουλο, ο οποίος τον μετέφερε και τον φυλάκισε στον μοναστήρι της Άγιας Βαρβάρας, στις Κλουκίνες Καλαβρύτων [36], όπου έμεινε απομονωμένος με λίγους συντρόφους του, υπό την προσωπική ευθύνη του Θεοχαρόπουλου υπενάντιο στους Υδραίους πρόκριτους.
Οι παλιοί συνεργάτες του Οικονόμου Γκίκας Θ. Γκίκας και Πέτρος Μαρκέζης διέφυγαν από την Ύδρα και με 300 οπαδούς τους, πήγαν στο στρατόπεδο των Τρικόρφων, όπου έγιναν δεκτοί από τον Κολοκοτρώνη και πήραν μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Γεώργιος Αγαλλόπουλος πήγε στο Μυστρά και έφτιαξε δικό του σώμα. Άλλοι οπαδοί του Οικονόμου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ύδρα και διασκορπίστηκαν σε διάφορα σώματα, που δρούσαν στην Ανατολική Πελοπόννησο. Ο Γκίκας Θ. Γκίκας μάλιστα έστελνε από τα Τρίκορφα γράμματα στους Πρόκριτους της Ύδρας, τους αποκαλούσε «ασπρολάτρας», δούλους του χρήματος δηλαδή, και «απόγονους του Ιούδα [37] και τους απειλούσε ότι θα εκστρατεύσει εναντίον τους με τον Κολοκοτρώνη και 10.000 άνδρες, αν δεν του στείλουν πολεμοφόδια που ζητούσε. Τη συνένωση και εκδίκηση όλων αυτών των ένοπλων Υδραίων υπό τον Οικονόμου φοβούνταν πάντα οι Πρόκριτοι του νησιού.
Στο μεταξύ ο Οικονόμου δεν άντεξε την απομόνωση στην Αγία Βαρβάρα. Έφυγε με τους κρατούμενους εκεί συντρόφους του και πήγε στο μοναστήρι του Φονιά, στο Φενεό, όπου ήταν ηγούμενος ο Ναθαναήλ, προς τον οποίο είχε κάποια εμπιστοσύνη. Όταν έμαθε τη δραπέτευσή του ο Θεοχαρόπουλος, που είχε δώσει το λόγο του στους Υδραίους πρόκριτους για την ασφαλή κράτησή του, έσπευσε με σώμα ενόπλων αποφασισμένος να τον επαναφέρει στην Αγία Βαρβάρα ή να τον σκοτώσει. Αλλά ο Οικονόμου έκλεισε την πύλη του μοναστηριού, τοποθέτησε τους άνδρες του στα τείχη της μονής και απείλησε ότι θα πυρπολήσει το μοναστήρι. Επενέβησαν τότε οι μοναχοί και έπεισαν το Θεοχαρόπουλο να αποχωρήσει με την υπόσχεση ότι αναλαμβάνουν αυτοί την προσωπική ευθύνη για την κράτηση του Οικονόμου, ο οποίος τους έδωσε το λόγο της τιμής του, ότι δε θα φύγει από το μοναστήρι μέχρι την άλωση της Τριπολιτσάς.
Έτσι ο Οικονόμου παρέμεινε στο μοναστήρι του Φονιά, από όπου επικοινωνούσε και αλληλογραφούσε με τους φίλους του. Ο μεγαλύτερος γιος του, που έμενε μαζί του τον περισσότερο καιρό και συχνά πήγαινε στην Τριπολιτσά, και οι συγγενείς του, που πηγαινοέρχονταν και τον έβλεπαν, τον πληροφορούσαν για τα διαδραματιζόμενα στην Ύδρα και τις επιτυχίες της επανάστασης. Όλες αυτές οι πληροφορίες ηλέκτριζαν τον ατίθασο Υδραίο, που δεν ήταν δυνατόν να ησυχάσει.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς κινήθηκαν από όλες τις πλευρές οι διαδικασίες για τη συγκρότηση της Α’ Εθνοσυνέλευσης. Οι αντιπρόσωποι όλων των επαρχιών συγκεντρώθηκαν στο Άργος, όπου μάλιστα στις 14 Δεκεμβρίου 1821 έγινε η έναρξη των εργασιών της Συνέλευσης με ένα είδος τελετής στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Ο Ν. Βάμβας εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο και οι πληρεξούσιοι ορκίστηκαν κατόπιν πίστη στην πατρίδα. Ο Οικονόμου αποφάσισε τότε να πάει στο Άργος με σκοπό να καταγγείλει τους Κουντουριωταίους και τους άλλους πρόκριτους της Ύδρας ότι καταλάβανε πραξικοπηματικά την εξουσία και ότι αυτός ήταν ο πραγματικός ηγέτης της πλειοψηφίας του λαού της Ύδρας [39]. Κατόρθωσε να εξοπλίσει Υδραίους συντρόφους του που ήταν μαζί του, έστειλε με το γιο του γράμμα στον Κολοκοτρώνη, με το οποίο τον ειδοποιούσε ότι έρχεται στο Άργος, έφυγε έφιππος με τους άνδρες του φέροντας και σημαία, που είχε φτιάξει στο μοναστήρι, και έφτασε στον Άγιο Γεώργιο Κορινθίας, μετόχι της μονής του Φονιά, όπου στάθμευσε.
Τη φυγή του Οικονόμου, όμως, πληροφορήθηκαν και οι πληρεξούσιοι των προκρίτων που βρίσκονταν στο Άργος. Ο εκτελών χρέη ηγουμένου στο μοναστήρι του Φονιά, Σαμουήλ, έστειλε αμέσως με έφιππο επιστολή στον ηγούμενο Ναθαναήλ, που βρισκόταν στο Άργος για τη συνέλευση, και του ανάγγειλε ότι ο κρατούμενος Υδραίος αρχηγός έφυγε με ένοπλο σώμα χωρίς να μπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μοναχοί. Ο Ναθαναήλ, που είχε εγγυηθεί προσωπικά για την κράτηση του Οικονόμου στο μοναστήρι του Φονιά, έδειξε έντρομος την επιστολή στο Σωτήρη Χαραλάμπη και εκείνος στους πληρεξούσιους των προκρίτων της Πελοποννήσου και της Ύδρας, που καταταράχτηκαν. Δεν ήξεραν με πόση δύναμη ερχόταν ο Οικονόμου και οι ημέρες ήταν πονηρές, λόγω των αντιθέσεων των προκρίτων με τους στρατιωτικούς και της συμπάθειας των στρατιωτικών προς τον Οικονόμου.
Οι πρόκριτοι μετά από σύσκεψη αποφάσισαν να στείλουν το Ναθαναήλ να συναντήσει τον Οικονόμου και να τον πείσει να επιστρέψει στο μοναστήρι του Φονιά ή τουλάχιστον να παραμείνει στον Άγιο Γεώργιο. Πράγματι ο Ναθαναήλ πήγε και συνάντησε τον Οικονόμου, αλλά μάταια προσπάθησε με παρακλήσεις, υποσχέσεις και υποδείξεις να τον μεταπείσει. Ο Οικονόμου δεν κρατιόταν πια. «Καλόγερε», είπε στο τέλος στο Ναθαναήλ, «δεν σε ακούω πια. Ως πότε θα με έχεις δεμένον;» Ο Ναθαναήλ ειδοποίησε αμέσως το Χαραλάμπη και τους άλλους πρόκριτους ότι δεν κατόρθωσε τίποτα και ότι ο Οικονόμου εντός ολίγου φεύγει κατευθυνόμενος προς το Άργος.
Οι Πελοποννήσιοι και Υδραίοι πρόκριτοι θορυβημένοι έκαναν συμβούλιο και αποφάσισαν να εξοντώσουν τον Οικονόμου πριν φθάσει στο Άργος. Αλλά, για να δοθεί επίσημος χαρακτήρας στην αποστολή εναντίον του Οικονόμου, χρειαζόταν και η υπογραφή του Δημήτρη Υψηλάντη, που έφερε ακόμα τον τίτλο του αρχιστράτηγου και μαζί με τη Γερουσία της Πελοποννήσου αποτελούσε την υπέρτατη αρχή [40]. Για να πείσουν τον Υψηλάντη να υπογράψει τη διαταγή χρησιμοποίησαν το Νεόφυτο Βάμβα. Ο Βάμβας ήταν στην Ύδρα, όταν ο Οικονόμου έκανε το κίνημα και έλαβε την εξουσία, και γνώριζε τον ορμητικό χαρακτήρα και την αποφασιστικότητα του Οικονόμου. Έτσι οι πληρεξούσιοι της Ύδρας εύκολα τον έπεισαν ότι οι πρόκριτοι του νησιού διέτρεχαν κίνδυνο και δημιουργούνταν περιπέτειες σε βάρος του αγώνα, αν άρχιζαν νέες ταραχές και εσωτερικές ανωμαλίες στην Ύδρα.
Τους φόβους του αυτούς ο Βάμβας μετάδωσέ στον Υψηλάντη και τον έπεισε να υπογράψει έγγραφο σύμφωνα με το οποίο στρατιωτικό σώμα θα πήγαινε να συλλάβει τον Οικονόμου και να τον φυλακίσει στο Μεγάλο Σπήλαιο. Δινόταν μάλιστα η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν όπλα εναντίον του Οικονόμου, αν δεν υπάκουε και αντιστεκόταν [41]. Ο Υψηλάντης υπέγραψε το έγγραφο, που δε διέφερε από θανατική καταδίκη, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο υπηρετεί τα συμφέροντα της πατρίδας. Σχηματίστηκε αμέσως σώμα από ένοπλους άνδρες του μεγαλοκοτζάμπαση της Βοστίτσας (Αιγίου) Ανδρέα Λόντου με επικεφαλής τον Ευθύμιο Ξύδη, το Σπύρο Ξύδη από τα Κράβαρα, το Γεώργιο Κοντοβαζενίτη και από μισθοφόρους το Σωτήρη Χαραλάμπη με τον υπασπιστή του Ιωάννη Φεϊζόπουλο και τον Ανδρέα Νικολόπουλο. Η δύναμη του σώματος ήταν 70 άνδρες και κινήθηκαν προς ανεύρεση του Οικονόμου.
Στο μεταξύ ο Κολοκοτρώνης, που πολιορκούσε τότε το φρούριο του Ναυπλίου, πήρε την επιστολή του Οικονόμου, πρόβλεψε τα δυσάρεστα και θέλησε να τα αποτρέψει. Παρήγγειλε λοιπόν στον Δημήτρη Τσώκρη, το στρατιωτικό διοικητή του Άργους, να σπεύσει να προφθάσει τον Οικονόμου, πριν μπει στο ‘Αργος και να τον πείσει να περιμένει μέχρι που να μπορέσει να πάει ο ίδιος να τον συναντήσει. Ο Κολοκοτρώνης σκόπευε, αφού κρατούσε ο Τσώκρης τον Οικονόμου έξω από την πόλη, να επέμβει και να τον συμφιλιώσει με τους Υδραίους πρόκριτους. Ο Τσώκρης αναχώρησε αμέσως έφιππος, για να εκτελέσει τη διαταγή του Κολοκοτρώνη.
Πρόλαβαν όμως οι δολοφόνοι των προκρίτων. Οι ένοπλοι του Λόντου και του Χαραλάμπη συνάντησαν τη μικρή ομάδα του Οικονόμοι μεταξύ Άργους και Κουτσοποδίου, στην περιοχή Κατσικάνι, «παρά τον Ξεριάν, εις μίαν θέσιν, όπου υπήρχε παλαιός τοίχος» [42]. Ο Οικονόμου είδε τους ένοπλους, αλλά δεν φαντάστηκε ότι έρχονταν εναντίον του, αλλιώς θα έσπευδε να φθάσει στον τοίχο και να οχυρωθεί. Ο Νικολόπουλος και οι Ξυδαίοι μόλις έφθασαν κοντά στον Οικονόμου του φώναξαν να διπλώσει τη σημαία του και να ρίξει κάτω τα όπλα του. Εκείνος δεν υπάκουσε και έτρεξε προς τον τοίχο, για να οχυρωθεί και να αμυνθεί. Ήταν αργά όμως. Τον πυροβόλησαν αμέσως άνανδρα και τον έριξαν νεκρό από το άλογό του. Οι σύντροφοί του διασκορπίστηκαν αμέσως και ταυτόχρονα έσπευσαν να φύγουν και εκείνοι που τον κτύπησαν εγκαταλείποντας τον Οικονόμου νεκρό [43].
«Ολίγην ώραν μόλις μετά τον φόνο του», σημειώνει ο Δ. Κόκκινος [44], «έφθασεν εκεί ο Δημήτρης Τσώκρης και ευρέθη προ του πτώματός του. Φρόντισε τότε δια την ταφήν του παρά τον τοίχο και επέστρεψε στο Άργος οργισμένος κατά των Υδραίων, τους οποίους συνάντησε στο σπίτι του Αναγνώστη Ιατρού και τους εκάκισε δια την πράξιν τους».
Η σύζυγός του πέθανε μετά από μια βδομάδα και η υπόλοιπη οικογένειά του μετακόμισε στις Σπέτσες [45], και οι υπόλοιποι οπαδοί του Οικονόμου αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ύδρα μετά την οριστική επικράτηση των Προκρίτων. Ο Γκίκας Θ. Γκίκας πέθανε την ίδια εποχή από λοιμική νόσο, που αναπτύχθηκε κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.
Με το αίμα του Οικονόμου οι Υδραίοι συμβιβάστηκαν με τους Μοραΐτες, το μέτωπο των ολιγαρχικών βγήκε σοβαρότατα ενισχυμένο και η ήττα των φιλικών ήταν οριστική [46]. Ο Υψηλάντης με τον Κολοκοτρώνη απογοητευμένοι φεύγουν για την Ακροκόρινθο, ενώ οι αγωνιστές γογγύζουν για την εγκατάλειψή τους από τους ηγέτες του. Και ήταν η στιγμή , που το λαϊκό κίνημα προδομένο βρισκόταν στη βράοη του. Ζητούσε τους ηγέτες του [47]. Οι ακατάπαυστες εξεγέρσεις έδειξαν τη ζωντάνια του, όταν οι Κωλέττηδες και οι Μαυροκορδάτοι ξεπουλούσαν τη χώρα. Αν ζούσε και αναπτυσσόταν πολιτικά ο Ανδρούτσος και ο Οικονόμου, το λαϊκό στρατιωτικό επαναστατικό μέτωπο θα δημιουργούσε την πολιτική βάση του. Ο Υψηλάντης θα εξελισσόταν δυναμικά σε πρώτης γραμμής ηγέτη. Ο Παπαφλέσσας θα ‘βρισκε το αγωνιστικό κλίμα του, οι πολιτικές του ικανότητες θα διοχετεύονταν στο κανάλι της λαϊκής αντίστασης ενάντια σε ξένους και ντόπιους. Μα είχαν όλοι τους άσχημο τέλος. Και ανάμεσα στους πρώτους μεγάλους παράγοντες του αγώνα ο Αντώνης Οικονόμου, ο άνθρωπος που κινητοποίησε την Ύδρα. Ένας πραγματικός ήρωας, πατριώτης και αγνός άνθρωπος, μια μεγάλη φυσιογνωμία του 21.

Το μνημείο του Αντώνη Οικονόμου στη γέφυρα του Ξεριά Άργους (1988).
Το μνημείο του Αντώνη Οικονόμου στη γέφυρα του Ξεριά Άργους (1988).
Ο πόθος, λοιπόν, των Ελλήνων, που συσπειρώνονταν στους Κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, για ανεξαρτησία και θεμελίωση ενός κράτους, που θα στηριζόταν στις εθνικές παραδόσεις και στις αρχές της ισοπολιτείας και της ελευθερίας, που είχε διαδώσει στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση, κατέληξε μετά από βαρύτατες θυσίες στη δημιουργία ενός κράτους μικρού σε έκταση, που δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες των αγωνιστών του 1821. Τα πάθη και η εξόντωση του Αντώνη Οικονόμου και άλλων λαϊκών αγωνιστών οδήγησαν το νεοσύστατο κράτος στην «προστασία» των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Η αντίπαλη προς τον Οικονόμου παράταξη δεν επικράτησε μόνο στη διάρκεια της επανάστασης του 21, αλλά καθόρισε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις τύχες του Ελληνικού κράτους για 150 χρόνια. Και επιφύλαξε σκληρή τύχη στους αδικοχαμένους αντίπαλους αγωνιστές. Τους καταδίκασε στην αφάνεια. Η επίσημη ιστοριογραφία όλα αυτά τα χρόνια αγνόησε τον Αντώνη Οικονόμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα φύλλα του Κώδικα, όπου καταχωρούνταν τα πρακτικά τον καιρό που είχε την εξουσία στην Ύδρα ο Αντώνης Οικονόμου είναι κομμένα με ψαλίδι!
Μόλις τα τελευταία χρόνια με πρωτοβουλία απλών ανθρώπων της Ύδρας αναζητήθηκαν στοιχεία, αποκαταστάθηκε η μνήμη και η τιμή του Αντώνη Οικονόμου στη γενέτειρά του, την Ύδρα, και στήθηκε η προτομή του δίπλα στους άλλους ήρωες του Αγώνα του 21. Και τον Απρίλη του 1988 στήθηκε ένα σημάδι θύμησης του Αντώνη Οικονόμου στην περιοχή που δολοφονήθηκε, στο Άργος. Με πρωτοβουλία της Ομοσπονδίας Εκδρομικών σωματείων Ελλάδας και τη συνεργασία του Δήμου Άργους τοποθετήθηκε στην είσοδο της πόλης του Άργους, αμέσως μετά τη γέφυρα του Ξεριά, μια μεγάλη πέτρα με την προσωπογραφία του Αντώνη Οικονόμου. Ένα σημάδι που κάνει τους περαστικούς να αναρωτιούνται για την ταυτότητα αυτού του «άγνωστου ήρωα». Μια απάντηση σ’ αυτά τα εύλογα ερωτήματα και παράλληλα μια προσπάθεια αποκατάστασης της μνήμης του Αντώνη Οικονόμου και της ιστορικής αλήθειας αποτελεί και το κείμενο αυτό.
Ο Αντώνης Οικονόμου, πρωτεργάτης της εξέγερσης της Ύδρας το 1821, αφού για δεκάδες χρόνια έμεινε ξεχασμένος, επιστρέφει την επικαιρότητα και καταλαμβάνει δικαιωματικά τη θέση που του αξίζει στις σελίδες της Ιστορίας. Οι άνθρωποι στάθηκαν διστακτικοί και άργησαν να τον αναγνωρίσουν. Σήμερα όμως, που η πάροδος του χρόνου επιτρέπει την ήρεμη και δίκαιη κρίση, αποκαθίσταται η ιστορική δικαίωση του φλογερού πατριώτη και η φυσιογνωμία του θα κοσμεί το πάνθεον των εκλεκτών ανδρών της πατρίδας.

Υποσημειώσεις

  1. Όταν ο Παπαφλέσσας έφτασε στο Μοριά, το Φλεβάρη του 1821, και προσπαθούσε να ξεσηκώσει του Έλληνες, οι Κοτζαμπάσηδες συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Λόντου στο Αίγιο, για να σκεφτούν με ποια μέτρα θα ματαιώσουν την εξέγερση (Συνέλευση της Βοστίτσας). Εκέι ο Π. Π. Γερμανός αποκάλεσε τον Παπαφλέσσα «άρπαγα, εξωλέστατον, αλιτήριον, ασυνείδητον» (Π. Π. Γ. Απομν. Σελ. 9). Ο Παπαφλέσσας όμως έμεινε ανένδοτος. (Η Επαν. Του 21, σελ 87).
  2. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού έθνους» (τόμος 7ος σελ. 493-494) αφιερώνει 15 ακριβώς σειρές για τον Αντώνη Οικονόμου και το κίνημά του και τον χαρακτηρίζει απερίφραστα «Εφήμερον δικτάτορα».
  3. Κρεμμυδά Β: Νεότ. Ιστορ. Σελ. 97-99.
  4. Κρεμμυδά Β: Εισαγωγή σε Ιστ. Νεοελ. Κοινωνίας σελ. 118-120.
  5. Δ. Κόκκινου: Ιστ. Ελλην, Επαν. σελ. 318. τομ. 1.
  6. Finley (τομ. 1 σελ 49). Ιστ. Ελλην, Επαν/σης.
  7. Μέχρι το 1770 την Ύδρα την κυβερνούσαν οι ιερείς. Με τα Ορλωφικά τοποθετήθηκε ως διοικητής Ρώσος αξιωματούχος και μετά την αποχώρησή του η εξουσία έμεινε αποκλειστικά στα χέρια των προκρίτων.
  8. Μαυροκεφάλου Αναστ. : «Διάλογοι αττικοί Δύο», Διάλογος Α’, σελ.4, Αθήνα 1863.
  9. Η κρίση αυτή ήταν μέρος μιας γενικότερης οικονομικής κρίσης στον Ελλαδικό χώρο, η οποία δεν αποκλείεται να επιτάχυνε την έκρηξη της Επανάστασης του 1821.
  10. Δ. Κόκκινου ο.π., σελ. 322.
  11. Ο σημερινός πληθυσμός της Ύδρας είναι 2.538 κάτοικοι (απογραφή 1971).
  12. Δ. Κόκκινου ο.π. σελ 321.
  13. Φιλήμονος : Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελλην. Επαναστάσεως, τ. Α’, σελ. 318-320.
  14. Κορδάτου Γ. Μ. Ιστ. Ελλάδας, τομ. 10ος, σελ 229.
  15. Finley ο.π. σελ 235.
  16. Μέντελσον-Μπαρτόλδυ, Επίτομη Ιστ. Ελλην. Επαναστάσεως σελ. 79.
  17. Την ναυτική δύναμη της Ελλάδας στα 1821 δίνει ο παρακάτω πίνακας:
Ύδρα 115 μεγάλα πλοία
Σπέτσες 60 μεγάλα πλοία
Ψαρά 40 μεγάλα πλοία
Κάσος 15 μεγάλα πλοία
Τρίκερι 30 πλοία διάφορων μεγεθών
Γαλαξίδι 60 πλοία διάφορων μεγεθών
Τα σκάφη με εκτόπισμα από 60 έως 100 τόνους υπολογίζεται ότι έφτασαν τα 200 σ’ όλη την Ελλάδα. Σ’ όλους αυτούς τους αριθμούς δεν υπολογίζονται καΐκια που υπήρχαν σε κάθε νησί ή λιμάνι. (, ο.π. τομ. Α’. Σημείωση στη σελ. 232).
  1. Η Ύδρα έπρεπε να δίνει κάθε χρόνο 300 ναύτες, αλλά τα τελευταία χρόνια, επειδή οι Σπέτσες και τα Ψαρά δεν μπορούσαν να καλύψουν τις δικές τους υποχρεώσεις προς την Πύλη, ο αριθμός των 800 Ελλήνων που απαιτούσε ο Σουλτάνος συμπληρωνόταν από τους Υδραίους.
  2. Κατά το Σπ. Τρικούπη (Ιστ. Ελλην. Επαναστάσεως Τομ. Α’, σελ 121) τους ναύτες αυτούς τους πρόλαβαν άνθρωποι του Οικονόμου στην Μήλο, τους εμπόδισαν και του γύρισαν πίσω και έτσι γλίτωσαν τη σφαγή (βλ. Και Μ. Οικονόμου Ι.Ε.Επ. σελ 165).
  3. Δημογέροντες εκείνη την τετραμηνία ήταν ο λάζαρος Κουντουριώτης, ο Θ. Γκίκας-Γκιώνης, ο Δημήτρης Τσαμαδός, και ο Βασίλης Μπουντούρης. Κυβερνήτης διορισμένος από τον Καπουδάν πασά, ο Νικόλαος Κοκοβίλας.
  4. Κορδάτου Γ: Μ.Ι.Ε. τομ. 10 σελ. 230.
  5. Δ. Κοκκίνου, ο.π. τ. 1, σελ.326.
  6. Υπογράφουν οι παρακάτω:
Λάζαρος Κουντουριώτης (Τ.Σ.) – Δημήτρης Τσαμαδός – Θοδωρής Γκίκας – Γεώργιος Γκιώνης – Νικόλαος Οικονόμου -Σταμάτης Ν. Μπουντούρης – Αναγνώστης Παπαμανόλης – Φρατζέσκος Βούλγαης – Γεώργιος Κηβοτός – Αναστάσιος Θεοδωράκης – Δημήτρης Κριεζής – Αντώνιος Βόκου – Αναγνώστης Γιουρδής – Γεώργιος Κουντουριώτης – Γιακουμάκης Τουμπάζης – Καπετάν Λάζαρος Λαλεχού – Αλέξανδρος Δημητρίου – Γιάννης Δημητρίου Ζάκα – Λάζαρος Παπαμανόλης – Κωνσταντής Μεθενίτης – Λάζαρος Νικολάου Κριεζή – Καπετάν Δημήτρης Βόκου – Νικόλας Παντελή – Γιάννης Γκέλης – Αναγνώστης Κριεμάδης – Καπετάν Θεοφάνης Βόκου – Λευτέρης Χατζή Γκιόνη – Σάβας Ανδρέα Σάβα – Γιάννης Φραντζέσκος Δοντάς – Αντώνιος Γεωργίου Κριεζή – Ηλίας – Γιάννης Μπητζηλής – Γιάννης Δοκός – Πολυχρόνιος Ιωάννου – Γεώργιος Δημητρίου Νέγκα – Αντρέας Γιάννη Θεοδόση – Αναστάσης Σερφιότης – Παντελής Γιάννη Γκίκα – Βασίλειος Ν. Μπουντούρη – Γιώργος Χατζή Γκιόνη – Ιωάννης Ορλάνδος (Τ.Σ.) – Μανόλης Τουμπάζης – Ανδρέας Δ. Βόκου-Μιαούλης – Γιάννης Βούλγαρης -Λάζαρος Πηνότσης – Γεώργιος Σαχτούρης – Βαγγέλης Δημητρίου – Ιωάννης Αναγνώστου – Γεώργιος Ιωάννου Κριεζή – Αντώνιος Δημητρίου – Νικολός Βόκου -Καπετάν Νικόλας Ούνγκρας – Καπετάν Παντελής Πέτρου – Αναγνώστης Ραφελιάς – Αναγνώστης Αντωνίου Ρηνότζη – Δημήτριος Ανδρέα Βόκου.

  1. Ι.Ε.Ε. τομ. ΙΒ σελ 102.
  2. Δ. Κόκκινου, τ. 1, σελ 327
  3. Δ. Κόκκινου ο.π. σελ 328-329.
  4. Δ. Κόκκινου ο.π. σελ 331
  5. Ι.Ε.Ε. ο.π. σελ. 124.
  6. Δ. Κόκκινου ο.π. σελ. 332.
  7. Κορδάτου Γ. ο.π. σελ. 326.
  8. Finley ο.π. σελ. 239-240.
  9. Finley ο.π. σελ. 49.
  10. Δ. Κόκκινου ο.π. σελ. 333.
  11. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει ότι δεν ήταν συγγενείς του, αλλά μπράβοι που είχαν σκοπό να τον πνίξουν. Όταν όμως τον άκουσαν να μιλά και να τους καλεί στο καθήκον, ντράπηκαν, και δεν εκτέλεσαν την εντολή που είχαν. (ο.π. σελ. 236).
  12. Σπ. Τρικούπη ο.π. σελ. 186.
  13. Φωτάκου: Απομν. Ελλην. Επαν/σης τομ. Α’, σελ. 115.
  14. Δ. Κόκκινου ο.π. τομ. 4 σελ. 55.
  15. Μέντελσον-Μπαρτόλδυ ο.π. σελ. 99.
  16. Γ. Κορδάτου ο.π. σελ. 372.
  17. Δ. Κόκκινου ο.π. τομ. 4 σελ. 57.
  18. Σ. Τρικούπη ο.π. σελ. 99.
  19. Δ. Κόκκινου ο.π. τομ 4, σελ 58. ο μοναδικός παλαιός τοίχος, που υπήρχε στην περιοχή αυτή μέχρι πρόσφατα, ήταν ένα τμήμα Ρωμαϊκού υδραγωγείου (;) που ξεκινούσε από την περιοχή Καρανταναίικα, ανατολικά του Αγίου-Προκόπη στο Αεροδρόμιο Άργους, διέσχιζε ένα τμήμα του Ξεριά και κατέληγε απέναντι από το παλαιό λατομείο του Ξηνταρόπουλου στα 800 μέτρα του δρόμου Άργους-Καρυάς. Σε κάποιο σημείο αυτού του τοίχου, πιθανότατα στα Καρανταναίικα, σκοτώθηκε ο Οικονόμου. Το τμήμα του τοίχου, που περνούσε μέσα από τον Ξεριά, σώζεται και σήμερα στο 1οχιλιόμετρο του δρόμου Άργους-Καρυάς.
  20. κατά τον Μ. Οικονόμου (ιστορικά της Ελλη. Παλιγγενεσίας σελ. 167) ο Αντώνης Οικονόμου «εφονεύθη και γυμνωθείς αφέθει εκεί. Οι δε συνοδοιπόροι του απήχθησαν».
  21. Δ. Κόκκινου ο.π. τομ. 4 σελ. 58.
  22. Μ. Οικονόμου Ι.Ελ.Παλιγ. σελ. 167.
  23. Τ. Βουρνά, Ιστορ. Ν. Ελλ. Τόμος 1, σελ 107.
  24. Γ. Βαλέτα, Το Προδωμένο Εικοσιένα, σελ 72.
ΠΗΓΗ:
Περιοδικό Ελλέβορος, σελ. 96-117, τεύχος 6-7, Άργος 1990.




Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply