Γεώργιος Σουρής 1853 – 1919 (Βίος - Σατιρικά ποιήματα)





Έλληνας σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Ο Ρωμηός, την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το 1918.
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας. Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Το 1881 νυμφεύτηκε τη χιώτισσα Μαρή Κωνσταντινίδου, με την οποία απέκτησε τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.

Στις 2 Απριλίου 1883 εξέδωσε τον Ρωμηό, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.
Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον Ρωμηό και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918. Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής:
Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,
πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..
Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή. Ο Φασουλής και ο Περικλέτος («ο καθένας νέτος σκέτος»), οι δύο λαϊκοί τύποι που δημιούργησε, σχολίαζαν με εύθυμη διάθεση και πνευματώδη δηκτικότητα τα σπουδαιότερα γεγονότα της εβδομάδας. Οι δυο ήρωές του εκπροσωπούσαν την κοινή γνώμη και το αναγνωστικό κοινό του Ρωμηού χαιρόταν το κέφι, την εξυπνάδα και τον πατριωτισμό τους. Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.
Εκτός από το Ρωμηό, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900. Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα:
Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνω
και τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη,
αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνω
θάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.
Είχε εξαιρετική ευκολία στη στιχουργία, ιδιοφυΐα στην εύρεση του κωμικού, αδιάπτωτο κέφι και καλοπροαίρετη σατιρική διάθεση. Χτυπώντας τη φαυλότητα όπου την έβρισκε και στο λαό και στους άρχοντες νουθετούσε και δίδασκε, χωρίς να υβρίζει και να δημιουργεί εχθρούς.
Να πώς σατιρίζει το ρωμηό σ' ένα ποίημά του:
Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένος
Του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
Και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
Κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,
Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνο
Τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!
Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
Κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
Και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Η καλόκαρδη σάτιρα του Σουρή στρέφεται συχνά και στον ίδιο τον εαυτό του. Να μερικά τετράστιχα από το ποίημα Η ζωγραφιά μου:
Mπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.
Kούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.
Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.
Mακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Xριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.
Mούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.
Kανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.
Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.
Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου». Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας. Ονομαστό ήταν το φιλολογικό του σαλόνι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της εποχής του.
Ο Γεώργιος Σουρής πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού. Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.

----------------------------------


Νὰ ἤμουν παππούς

«Ἂχ ἔλεγε ὁ Κοκός,
παπποὺς νὰ ἤμουν τώρα,
νὰ κάνω τὸ σοφό,
νὰ βήχω νὰ ρουφῶ
ταμπάκο ὅλη τὴν ὥρα.
Ἄσπρα νὰ ἔχω γένια,
ποτὲ νὰ μὴ διαβάζω,
σχολειὸ νὰ μὴν πηγαίνω,
στὸ σπίτι μου νὰ μένω
κι ὅλο νὰ νυστάζω.
Νὰ παίζω κάθε μέρα
μὲ κάποιο κομπολόγι,
νὰ μὴ μοῦ λένε γιὰ δουλειά,
καὶ νὰ φορῶ γυαλιά,
καὶ νἄχω καὶ ρολόγι.
Νὰ λέω παραμύθια
ἐπάνω ἀπὸ τὸ στρῶμα,
κι ὅλοι τους στὴ μιλιά μου,
νὰ στέκουνε μπροστά μου
μ᾿ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα.
Νὰ μοῦ φιλοῦν τὸ χέρι,
εὐχὲς πολλὲς νὰ δίνω
καὶ πάντα καθιστὸς
καὶ σ᾿ ὅλους σεβαστός,
νὰ τρώγω καὶ νὰ πίνω.
Νἄχω καὶ μιὰ μαγκούρα,
νὰ κάνω τὸν κακό
κι ἄμα θυμὸς μὲ πάρει
ν᾿ ἀρχίζω στὸ στειλιάρι
καὶ τὸν τρελλὸ-Κοκό».
Ἐτοῦτα κι ἄλλα λέει
μὲ γνώση παιδική,
γιατὶ ὁ Κοκὸς δὲν ξέρει
πὼς θέλουν κι ὅλοι οἱ γέροι
νὰ γίνουνε Κοκοί...

Ὁ παιχνιδιάρης

Μοῦ ἔλεγε ὁ πατέρας μου
πὼς σὰν γενῶ μεγάλος,
ὅλα μου τὰ παιχνίδια
θὰ ρίξω στὰ σκουπίδια
καὶ θἆμαι τότε ἄλλος.
Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω
πὼς θὲ νὰ μεγαλώσω,
μὰ καὶ παπποὺς ἂν γίνω
ποτὲς δὲν θὰ τ᾿ ἀφήνω
κι ἂν μ᾿ ὅλους πιὰ μαλώσω.
Ἐμπρός, λοιπὸν παιχνίδια,
στὰ ὅπλα! σᾶς φωνάζω...
Ἀπ᾿ τὰ κουτιά σας βγεῖτε
καὶ στὴ γραμμὴ σταθεῖτε,
ἐγὼ σᾶς τὸ προστάζω.
Σεῖς εἶστε κι ἡ χαρά μου
κι ἡ μοναχή μου ἔγνοια.
Ἄχ! πῶς σᾶς καμαρώνω!
Μὲ σᾶς θὰ μεγαλώνω,
μὲ σᾶς θὰ βγάνω γένια.
Μὰ κι ὁ μπαμπὰς σὰν βλέπει
πὼς ἔχω καὶ μουστάκια
καὶ παίζω κι ὁλοένα,
τότε κι αὐτὸς μαζί μου
θ᾿ ἀρχίσει παιχνιδάκια.

Τὸ παραπαῖον γῆρας

Τὰς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆς
σκοπὸν τὰς ἔχουν προσβολῆς
κι εἰν᾿ ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας
τὸ παραπαῖον γῆρας.
Ὅπου τὸ πόδι μου σταθεῖ
καὶ ὅπου περπατήσω
σιγὰ-σιγὰ μ᾿ ἀκολουθεῖ
ὁ χάρος ἀπὸ πίσω.
Αὐτὸ τὸ ἔρημο κορμὶ
τὸ τριγυρίζουν σκύλοι
καὶ «χόρτασες κι ἐσὺ ψωμί»
μοῦ λὲν ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
Ὡς φάσμα τρέχω τῆς νυκτὸς
μακράν του δρῶντος κόσμου
καὶ ὅπου τάφος ἀνοικτὸς
μοῦ φαίνεται δικός μου.

Και Ὅμως!

Καὶ ὅμως ἐνῷ πλέον
ἐσάπισα παλαίων
εἰς τῆς ζωῆς τὴ πάλη
τὸ γῆρας τὸ μισῶ
καὶ θέλω καὶ λυσσῶ
νὰ γίνω νέος πάλι.

Τεμπελιά

Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.
Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.

Στὸν ἴσκιο μου

Βρὲ ἴσκιε μου γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Δὲ μ᾿ ἀφήνεις μόνο μου νὰ τρέχω;
Βρὲ ἴσκιε μου, δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς,
πρέπει κι ἐσένα σύντροφο νὰ ἔχω;
Πότε στραβὸ σὲ βλέπω πότε ἴσο,
πότε μακρὺ σὰ σούβλα, πότε νᾶνο,
τὴ μιὰ πηγαίνεις μπρός, τὴν ἄλλη πίσω
σὲ ἀπαντῶ ἐδῶ, ἐκεῖ σὲ χάνω.
Χωρὶς νὰ βλέπεις, πιάνεις ὅτι πιάνω,
μὲ ὁδηγεῖς ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁδηγῶ.
Καὶ τέλος πάντων κάνεις ὅτι κάνω
καὶ εἶσαι ἄλλος, δεύτερος, ἐγώ.
Βρὲ ἴσκιε μου, γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Βρὲ ἴσκιε μου δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς...
Σὲ ἀπαντῶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο
καὶ μοῦ γεννᾷς πολλὲς φορὲς τὸν τρόμο.

Οἱ Ἥρωες

Μέσα σε βόλια κι ὀβίδων κρότους
ἔπεσαν νιάτα μὲς στὸν ἀνθό τους.
Πᾶνε λεβέντες, πᾶνε κορμιὰ
κι ἄγνωστα τά ῾θαψαν στὴν ἐρημιά.
Κανεὶς δὲ ξέρει ποὺ τά ῾χουν θάψει,
κανεὶς δὲ πῆγε γιὰ νὰ τὰ κλάψει,
κανεὶς δὲν ἔκαψε γι᾿ αὐτὰ λιβάνι,
κανεὶς δὲν ἔπλεξε γι᾿ αὐτὰ στεφάνι.
Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι,
κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει,
μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη,
σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι.
Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια
κυλοῦν σὲ τάφους ποὺ κάποια μέρα
θὰ γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
καὶ φάροι Νίκης γιὰ μία μητέρα.

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο

Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;
Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!
Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις...
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι...
Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!
Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!
Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή...
Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις...
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!

Ὁ Φασουλῆς φιλόσοφος

Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ...
τί ἄνθρωπος τᾠόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ἂν κι ἦτο Βασιλέως Κραταιοτάτου θρέμμα
ἐμούντζωσε τὸν θρόνον, ἐμούντζωσε τὸ στέμμα,
καὶ τὰ βουνὰ ἐπῆρε μὲ ἱερὰν μανίαν
κι ἐδίδασκε τὸν κόσμον ἀγάπnν αἰωνίαν.
Κι ἐμόναζε ρεμβάζων αὐτὸς ὁ Ἡγεμὼν
πότε παρὰ τὸν Γαγγην ἡ ἄλλον ποταμόν,
καὶ πότε εἰς χειμάρρους κι ὑπὸ σκιὰν συκῆς,
ἀκούων ἁρμονίας ἀγνώστου μουσικῆς,
κι ἐφούντωναν ὡς δάσος τὰ μαῦρα του μαλλιὰ
κι ἐφώλιαζαν ἀπάνω λογῆς-λογῆς πουλιά.
Τροφή του ἦσαν μόνη τὰ χόρτα κι αἱ ὀπώραι
καὶ πρὸς τὰ ὕψη στρέφων καθ᾿ ἑαυτὸν ἐλάλει,
κι ἐφάνησαν ἐμπρός του τῆς Ἡδονῆς αἱ κόραι,
παγίδας νὰ τοῦ στήσουν μὲ τὰ γυμνά των κάλλη,
καὶ τῶν σαρκῶν τὸ σφρῖγος πολὺ τὸν ἐσκανδάλιζε
κι ἐκείνη τὸν ἐφίλει κι αὕτη τὸν ἐγαργάλιζε.
Ὅμως ὁ μέγας Βούδδας, κατανικῶν τὰ πάθη,
στοὺς δόλους τῆς μαγείας ἀτρόμητος ἐστάθη,
καὶ πρὶν στὸν δόλον φθάσουν τῆς Ἡδονῆς τὸν ἔννατον
καὶ εἶδαν πὼς ἐκεῖνος δὲν χάνει τὰ πασχάλια του,
μ᾿ ἀφροὺς θυμοῦ καὶ λύσσης ἐπῆραν τὰ βρεμμένα των
καὶ ἄφησαν τὸν Βούδδα νὰ κάθεται στὰ χάλια του.
Ἐγὼ αὐτὸν τὸν Βούδδα τὸν ἐκτιμῶ πολύ...
τί ἄνθρωπος τῳόντι καὶ ποία κεφαλή!
Ν᾿ ἀνθέ᾿ εἰς τόσα κάλλη τὴν ράχη νὰ γυρίση;
νὰ μὴ τοῦ φέρῃ ρῖγος καὶ τῆς σαρκὸς τὸ χνούδι; . . .
δόξα πολλὴ στὸν Βούδδα, μὰ νὰ μὲ συγχωρήσῃ
ἂν τοῦ εἰπῶ μὲ σέβας πὼς εἶναι λίγο βούδι.
Κι ἐμπρός μου εἶχαν ἔλθει μία φορὰ
γυναῖκες πονηραὶ νὰ μὲ τρελλάνουν,
ποὺ ἦσαν σὰν τὰ κρύα τὰ νερά,
καὶ ἄρχισαν τὰ μάγια νὰ μοῦ κάνουν.
Ἐστάθησαν ὁλόρθαις ἐμπροστά μου
κι ἐσκόρπιζαν ἀρώματα καὶ μύρα,
κι ἐπέμεινα κι ἐγὼ μὲ τὰ σωστά μου
νὰ δείξω σὰν τὸν Βούδδα χαρακτῆρα.
Μὰ μόλις εἶδα κάποιας λίγο πόδι
κι ἡ ἄλλη τὅνα χέρι ξεμανίκωσε,
ὁ Βούδδας μοῦ ἐφάνη τότε βώδι
κι ὁ διάβολος μ᾿ ἐπῆρε καὶ μὲ σήκωσε.
Κι ἂν ὁ Βούδδας πρὸ τῶν νεύρων
ἠγωνίζετο τὴν δρᾶσιν,
μὰ δὲν ζῇ κανεὶς εἰξεύρων
ποίαν ἄρα εἶχε κρᾶσιν.
Ἀλλ᾿ ἂν ἦτο σὰν κι ἐμένα
τὸν ἀχρεῖον, τὸν κανάγια,
δὲν θὰ πήγαιναν χαμένα
τῆς ἀγάπης τόσα μάγια.

Λίγο Μελάνι...

Ἀφιέρωμα τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1878,
στὴ μετέπειτα γυναῖκα του Μαρία.

Λίγο μελάνι καὶ χαρτὶ καὶ λίγοι πάλι στίχοι
εἶναι τὸ μόνο δῶρο μου ὁποὺ θὰ σοῦ χαρίσω...
Καλὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε κι αὐτοὺς ἡ ἀκριβή μου τύχη,
γιατὶ ἀλλιῶς δὲ θά ῾ξερα πῶς νὰ σὲ χαιρετήσω.
Ὡς τώρα ἄλλο τίποτα ἀπ᾿ τὸ δικό μου χέρι,
παρὰ πολλοὺς νερόβραστους καὶ κρύους στίχους εἶδες.
Ἀλλὰ κι οἱ στίχοι ποῦ καὶ ποῦ, καμμιὰ φορά, ποιὸς ξέρει,
ἂν ἔχουν δῶρα ζηλευτὰ καὶ ζωντανὲς ἐλπίδες.
Οἱ εὐτυχίες πού ῾ψαλλα τόσες φορὲς γιὰ σένα
ἂν ἔξαφνα φτερούγιζαν μὲ τὴν αὐγὴ μπροστά σου,
θὰ ἔβλεπες τί εἴχανε οἱ στίχοι μου κρυμένα
κι ἄλλη χαρὰ δὲ θά ῾θελε στὸ κόσμο ἡ καρδιά σου.

Στὴ γυναῖκα μου

Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἂν μὲ σὲ κακιώνω στὴ κακή μου ὥρα
κι ἀρχινᾷ μουρμούρα καὶ κακογλωσσιά,
μοῦ ἀρέσει νά ῾χω καὶ ὀλίγη μπόρα,
μοῦ ἀρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.
Δίχως πεῖσμ᾿ ἀγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δὲν ἀξίζει διόλου καὶ δὲν ἔχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναῖκα, μοῦτρα σοβαρὰ
καὶ κλωστὴ σοῦ κόβω, κάκια σοῦ κρατῶ,
ἐπειδὴ νομίζω πὼς καμμιὰ φορά
κι η πολλὴ μπουνάτσα φέρνει ἐμετό.
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ γέλια, μὰ καὶ θυμωμένη
κι ἂν ποτὲ γυρίζω νὰ ἰδῶ καμμιά,
πάντα ὅμως κτῆμα ἰδικό σου μένει
ἡ καρδιά μου ὅλη καὶ ...ἡ ἀσχημιά.

Εἰς τὰ θεμέλια τοῦ φρενοκομείου

(Τὸ φρενοκομεῖο χτίστηκε μὲ κληροδότημα τοῦ Χίου
φιλάνθρωπου Τζωρτζῆ Δρομοκαΐτη (ποὺ πέθανε τὸ
1880) ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κοντὰ στὴ Μονὴ Δαφνίου,
γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ τὸ λένε καὶ «Δαφνί». Ὁ Σουρῆς δὲν
ἄφησε τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ ῾δινε τὸ γεγονὸς καὶ τὸ
...καυτηρίασε δεόντως... Ἀπρίλης 1884)

Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν... Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα!
Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης
νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα
μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης».
Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,
ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες.
Φρενοκομεῖο κτίζεται καὶ στὴ σοφὴν Ἑλλάδα!
ἄ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζὴ
καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴ τόση πρασινάδα
θὰ βρίσκουμε παρηγοριὰ κι ἡ μνήμη του θὰ ζεῖ.
Ὢ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων!
Ὢ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων!
Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης,
παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς!...
Εὑρέθη μὲς στοὺς Χιώτηδες, μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης,
κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς
πῶς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα,
Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνει πρῶτα-πρῶτα.

Ἀρχηγοί

Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα...
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;... πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;... θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.

Παράπονα Φαντάρου

Μὲς ᾿στὸ παλάτι γίνεται χορός,
κι᾿ ἐγὼ ἀπ᾿ ἔξω στέκομαι φρουρός.
Μιὰ ὥρα, τριγυρίζω ἐδῶ πέρα,
κι᾿ ἐγὼ θαρρῶ πὼς εἶμαι ὅλη ᾿μέρα.
Γιᾶ σᾶς ὁποὺ πηδᾶτε ῾στὸ χορό,
περνοῦνε καὶ οἱ ὥρες στὸ φτερό.
Γιὰ τὸ φτωχὸ φαντάρο ποὺ φυλάγει,
θαρρεῖς πὼς καὶ ἡ ὥρα πίσω ᾿πάγει.
Στὸν πόλεμο σὰν εἶσαι καὶ νὰ κρυώνῃς,
καθόλου δὲν σὲ μέλλει, δὲν θυμώνεις.
Μὰ νὰ χορεύῃ ὅλη ἡ Ἑλλάς,
καὶ σὺ μὲ τόσο κρύο νὰ φυλᾷς;
Ὄρσε λοιπὸν εἰς ὅλο τὸ ντουνιᾶ,
τὸν ἄδικο, τὸν ψεύτη, τὸν φονιᾶ.
Ἄλλος νὰ τρώῃ κόταις καὶ καπόνια,
καὶ νἄχῃ κάθε ᾿λίγο καὶ γαλόνια.
Καὶ ἄλλος μὲς στὴν νύκτα νὰ παγώνη,
χωρὶς νὰ πιῇ κρασὶ μισὸ γαλόνι!
Ἂς ἤμουν δυνατὸς σὰν τὸν Σαμψῶνα,
ν᾿ ἀγκάλιαζα ἐκείνη τὴν κολῶνα!
Νὰ γκρεμνισθοῦν κορώνες καὶ παλάτια,
κι᾿ εὐθὺς ἂς ἐγινόμουνα κομμάτια.
Χορεύετε καὶ πίνετε καὶ τρῶτε,
κομψοί μου γαλονάδες καὶ ἱππόται.
Καθόλου τὰ καλά σας δὲν ζηλεύω,
καὶ οὔτε νύφες πλούσιες γυρεύω.
Ἐγὼ μιὰ μόνο ἔχω συλλογή,
πότε θὲ νὰ φωνάξω -Ἀλλ... αγή!

Ὁ σκαρτάδος

Ἕνας σκαρτάδος Βρεττανὸς προχθὲς ἀνέβη μόνος
ἀπάνω ᾿στὴν Ἀκρόπολι τὴ δόξα μας νὰ ᾿δῇ,
κι᾿ ὅσο τὰς στήλας ἔβλεπε τοῦ θείου Παρθενῶνος,
ἐσυγκινεῖτο κι᾿ ἔκλαιε σὰν τὸ μωρὸ παιδί.
Τὸν ἔπιασε ντελίριο, τὸν ἔσφιξ᾿ ἡ καρδιά του,
κι᾿ ἐστάλαζαν ᾿στὰ μάρμαρα ζεστὰ τὰ δάκρυά του.
Κι᾿ ἀμέσως τότε ἔγραψε μὲ φοῦρκα ᾿στὸ Λονδῖνο
῾στὴν Ἄνασσα Βικτώρια ὀπίσω νὰ μᾶς δώσῃ
τὰ ὅσα ἐσουφρώθησαν ἀπ᾿ τὸν γνωστὸ Ἐλγῖνο,
γιατὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὲ νὰ τὸ μετανιώσῃ.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔγραψε ὁ κύριος σκαρτάδος,
χωρὶς γι᾿ αὐτὸ τὴν ἄδεια νὰ πάρῃ τῆς Ἑλλάδος.
Τί διάβολο;... κάθε τρελλὸς σ᾿ ἐμᾶς θὰ ξεθυμαίνῃ;
ποιὸς τοὖπε τούτου τοῦ μουρλοῦ γιὰ μάρμαρα νὰ γράψῃ;
καὶ ἂν γυμνὸς ὁ Παρθενῶν κι᾿ ἐρημωμένος μένῃ,
θαρρῶ κανένας Ἕλληνας γι᾿ αὐτὸ πὼς δὲ θὰ κλάψῃ.
Ἐμεῖς ἐσυνειθίσαμε σὲ τέτοια καὶ δὲν κλαῖμε,
κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔκλεψαν ὀπίσω δὲν τὰ θέμε.
Κι᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀκούσῃς, Ἄνασσα τῶν Βρεττανῶν, κι᾿ ἐμένα,
τὸ λάμπον Μεγαλεῖόν σου θερμῶς παρακαλῶ,
νὰ μὴ μᾶς στείλῃ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τὰ κλεμμένα,
καὶ νὰ βουλώσῃ τὸ αὐτὶ γιὰ τοῦτο τὸν τρελλό.
Σὲ βεβαιῶ, Παντάνασσα, πὼς διόλου δὲ μᾶς μέλλει,
κανεὶς δὲν τοὖπε τίποτα, κανένας δὲν τὰ θέλει.
Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.
Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα...
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα.
Καὶ στεῖλε ᾿στὴ Βικτώρια ἄλλο καινούριο γράμμα,
καὶ πές της γιὰ τὸ χάλι μας καὶ τὴν κακή μας μοίρα,
καὶ παρακάλει την καὶ σὺ μὲ πόνο καὶ μὲ κλάμμα
νὰ στείλῃ ἀντὶ μάρμαρα κανένα κιούπι λίρα,
κανένα παλῃοκάνονο, κανένα παλῃοστόλο,
κι᾿ ἂν τὸ θέλῃ, τῆς χαρίζουμε τὸν Παρθενῶνα ὅλο.


Οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες τοῦ 1896
μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ «Ρωμηοῦ»

Κείμενα καὶ σχόλια τοῦ παρόντος τμήματος ἐστάλησαν στὸν ἱστοτόπο ἀπὸ ἀναγνώστη, ὁ ὁποῖος τὰ ἔλαβε ...ἄνευ ἀδείας... ἀπὸ τὸν ἐξαιρετικοῦ περιεχομένου δικτυακὸ τόπο www.sarantakos.com τοῦ Νίκου Σαραντάκου, μὲ τὴν πλούσια συλλογὴ κειμένων νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Τὰ σχόλια στὸ ποιητικὸ κείμενο παρατίθενται καὶ στὸ μονοτονικὸ σύστημα, ὅπως ἐγράφησαν ἀπὸ τὸν Ν.Σ.

Ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής δεν απέβλεπε στην υστεροφημία. Τρομερά εύκολος στο γράψιμο, επί 35 συναπτά χρόνια (από το 1883 έως το 1918) έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο σήμερα, ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της! Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η ιστορία αυτών των 35 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων.
Ας δούμε λοιπόν, πώς περιέγραψε ο Σουρής στο Ρωμηό τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.


Βρισκόμαστε στα τέλη του 1894, ένα χρόνο μετά το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Παρά τη σταθερή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, η κυβέρνηση Τρικούπη είναι αναγκασμένη να επιβάλει επαχθείς φόρους για να αντεπεξέλθει στην υπερχρέωση της χώρας. Στο φύλλο 486 του Ρωμηού (12 Νοεμβρίου 1894), ο Φασουλής και ο Περικλέτος, φιγούρες από το κουκλοθέατρο και μόνιμοι ήρωες του Ρωμηού, σχολιάζουν το μέγα θέμα της επικαιρότητας, την απόφαση για τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Ελλάδα.


Η ανάθεση

-- Θάρρος, καημένε Περικλῆ, κι ἡ μέρα ξημερώνει
ποὺ θὰ ξυπνήσουν τὴν ἠχὼ τῶν λόφων τῶν ἐρήμων
παιᾶνες νέων ἀθλητῶν καὶ παλαιστῶν ἀλκίμων,
ἀπὸ παντοῦ τῆς ράτσας μας θὰ φθάσουν θιασῶται,
προσπάθησε δέ, Περικλῆ, νὰ ζήσῃς ἕως τότε
κι ὅλων τῶν ζῴων τοὺς ὀροὺς νὰ πίνεις μονορούφι,
ἀλλιῶς καθένας θὰ σὲ πεῖ μισέλληνα μαγκούφη,
ποὺ βρῆκες τὴν περίσταση γιὰ νὰ τὰ κακαρώσεις
πρὶν τῶν ἰοστεφάνων μας τὶς φέστες καμαρώσεις.
-- Θὰ κάνω κούρα, Φασουλῆ, μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει
γιὰ νὰ προφθάσω ζωντανὸς τὸ ἐνενηνταέξη
-- Ἦλθε κι ὁ φίλος Κουβερτέν, ὁ Γάλλος ὁ Βαρόνος,
καὶ στοῦ Συλλόγου «Παρνασσοῦ» ἐφώναξε τὸ βῆμα
πὼς τὴν Ἐλλάδ᾿ ἀθάνατος τὴν περιμένει χρόνος
κι οἱ δόξες θάβγουν οἱ παλιὲς μέσ᾿ ἀπὸ κάθε μνῆμα.
Κι ἐγὼ ποὺ λὲς ἐστάθηκα στὸν ρήτορα καρσὶ
κι αὐτὸς μιλοῦσε, μάτια μου, τὰ Γαλλικὰ φαρσί,
κι ἐγὼ ποὺ τὸ κατάφερα νὰ μὴν τὸν καταλάβω
ἐφώναξα μὲ τοὺς λοιποὺς «Βαρόνε, μπράβο, μπράβο»,
καὶ λόγ᾿ ἠκούσθησαν θερμοὶ στομάχων κεχηνότων
κι ὅλοι τὸν χειροκρότησαν οἱ Μαραθωνομάχοι,
γιὰ νἆναι δέ, βρὲ Περικλῆ, φιλέλλην ἐκ τῶν πρώτων
Ἑλληνικὰ χρεώγραφα πιστεύω πὼς δὲν θἄχη.
(...)
Καὶ μὴ νομίζῃς Περικλῆ, πὼς μπόλικον Ἀργύρη
προθύμως θὰ ξοδέψωμε γι᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι.
Γιὰ τοὺς ἀγῶνες μηδεμιὰ δὲν θὰ γενῆ θυσία,
μὲ χρήματα τὴν δόξα τῶν δὲν θὰ τὴν κηλιδώσωμε,
καὶ τούτους θὰ τοὺς βγάλωμε εἰς τὴν δημοπρασία
κι ὅποιος τοὺς πάρει πιὸ φτηνὰ σ᾿ ἐκεῖνον θὰ τοὺς δώσωμε.
Ἡ μὲν Ἑλλὰς τὸ Στάδιον προσφέρει τῶν προγόνων
κι ἂς δώσουν ἄλλοι τὸν παρᾶ πρὸς πέρας τῶν ἀγώνων.


και ο Σουρής φαντάζεται τους αγώνες:
πάλιν ὁ Λόρδος προχωρεῖ ἐκ μέσου τῶν ὁμίλων
κι ὅπως ὁ περιβόητος Κροτωνιάτης Μίλων
φορτώνεται τοὺς δανειστὰς ἀντὶ βωδιῶν στὸν ὦμο
κι ἀμέσως παίρνει δρόμο
καὶ τρεῖς φορὲς τὸ Στάδιον μὲ τούτους φέρνει γύρα
κι ὅλοι φωνάζουν «ἐλελεῦ, ἀθάνατε Σωτῆρα»
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ μουφλούζηδες κοιτάζω λεγεῶνας
ποὺ παίζουν Καραΐσκο,
νὰ βγαίνουν πρῶτοι νικηταὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας
προπάντων δὲ στὸν Δίσκο.
(...)
Ἀλλ᾿ ὅμως καὶ κολυμβητῶν παράποτε σπανίων
κατέρχεται φουσᾶτο,
ὁ δὲ Τρικούπης κολυμπᾷ εἰς πέλαγος δανείων
χωρὶς νὰ βρίσκει πάτο.

Οικονομικά προβλήματα


Όσο κι αν η διοργάνωση εκείνων των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σπαρτιατική σε σύγκριση με τον σημερινό γιγαντισμό, το οικονομικό κόστος ήταν υπερβολικό για την ελληνική οικονομία. Μια λύση (που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα!) αποτελούσαν οι ευεργέτες. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος απευθύνει επιστολή στον Αβέρωφ, ο οποίος προσφέρεται να καλύψει τα έξοδα για την επιμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου, και ο Φασουλής του Σουρή σατιρίζει στο φύλλο 507 του Ρωμηού (8 Απριλίου 1895).

Πρὸς τὸν Ἀβέρωφ ἐπιστολὴ
τοῦ κακομοίρη τοῦ Φασουλῆ Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
νὰ κουτουλήσ᾿ ἡ δόξα μας μὲ τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ
κι ὅταν κοτζὰμ Διάδοχος σοῦ γράφῃ κοπλιμέντα
κι ὅλος Ὑμέτερος πρὸς σὲ διὰ παντὸς πὼς μένει,
ἄνοιξε τὸ κεμέρι σου χωρὶς πολλὴ κουβέντα
κι ἂς εἶναι κάθε λέξις του ἀκριβοπληρωμένη.
Τοῦ κράτους τὴν ὑπόληψιν θέλεις δὲν θέλεις, σῶσε,
ἂν δὲ καὶ γράμμα δεύτερον σοῦ στείλουν ὡς τὸ πρῶτον,
ἂς πάει τὸ παλιάμπελο κι ὅ,τι κι ἂν ἔχεις δῶσε
πρὸς χάριν τῶν Ἀγώνων μας καὶ τῆς μητρὸς τῶν φώτων.
Κι ἂν τῶν Ἀγώνων ἡ πομπὴ καὶ σὲ χρεωκοπήσει
ἀλλ᾿ ὅμως μυριόστομος, Ἀβέρωφ, θὰ σαλπίσει
κι εἰς Δύσιν κι εἰς Ἀνατολὴν ἡ φήμη τ᾿ ὄνομά σου
καὶ θὰ καυχᾶσαι διαρκῶς γιὰ τὸ κατόρθωμά σου.
Κι ἂν καταντήσῃς νὰ μᾶς λὲς μὲ τὸν ντορβᾶ στὸν ὦμο
«δῶστε στὸν εὐεργέτη σας δυὸ ψίχουλα ψωμιοῦ»
ἀλλ᾿ ὅμως θὰ σὲ δείχνωμε μ᾿ εὐλάβεια στὸν δρόμο
κι ἔτσι τὸ στόμα θὰ μιλεῖ τοῦ καθενὸς Ρωμηοῦ:
«Βλέπεις αὐτὸν τὸν φουκαρᾶ,
ποὺ μὲ ντορβᾶ γυρίζει
καὶ κρυφομουρμουρίζει
γιὰ τὴν κακὴ κατάντια του
καὶ τὸν πικρὸ καημό του;...
Κροῖσος ἐλέγετο ποτὲ κι εἶχ᾿ εὐεργέτου πόζα,
ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Διάδοχος τὸν πῆρε στὸν λαιμό του
μὲ γράμματα Βασιλικὰ πολὺ κοπλιμεντόζα,
κι ἀπεμαρμάρωσε λαμπρῶς τὰ Στάδια προγόνων
καὶ θῦμ᾿ ἀπέμειν᾿ ἔνδοξον ἀρχαϊκῶν ἀγώνων.»
Ἀμάν, Ἀβέρωφ, σῶσε μας καὶ βοηθὸς γενοῦ
... νὰ σκούξωμ᾿ ἔξω νοῦ
Ἡ ψωροκώσταινα πατρὶς καὶ πάλιν κοκορεύεται,
ἄσβεστος κρύπτεται πυρὰ στῆς δόξης τὸ καμίνι,
καὶ Στάδια μαρμάρινα κι ἀγῶνας ὀνειρεύεται
ἂν κι ἐκ τῆς πείνας μάρμαρο προώρισται νὰ μείνει.


Στο μεταξύ, η κυβέρνηση Τρικούπη έχει πέσει και την εξουσία έχει αναλάβει ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Η κατάσταση της οικονομίας προχωρεί προς το χειρότερο, και ο Σουρής αναφέρεται εν παρόδω συχνά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως στο φ. 524 (21 Οκτωβρίου 1895), όπου εμφανίζει τον βασιλέα της Πορτογαλίας να λέει τα ακόλουθα στον βασιλέα Γεώργιο:

Φαντάζομαι τὸ κράτος σου
Παράδεισον ἐπίγειον
καὶ δίχως ἰσοζύγιον
σφοδρὸς δὲ πόθος, ἀδελφέ,
μὲ διαφλέγει τώρα
νὰ φύγω ἀπ᾿ ἐδῶ
καὶ τὴν φυλὴν νὰ δῶ,
ποὺ δὲν χαλᾷ τὸ κέφι της
τῶν δανεικῶν ἡ ψώρα,
κι Ἀγῶνας Ὀλυμπιακοὺς
στὸ μέλλον ἑτοιμάζει,
ἀλλὰ κι ἐκείνους δανεικοὺς
κι ὁ κόσμος τὴν τρομάζει.


Οι αγώνες


Φτάνει επιτέλους η μέρα της έναρξης των Αγώνων, η 25η Μαρτίου 1896. Παρά τη μικρή αριθμητικά συμμετοχή τους, οι Αμερικανοί κατακτούν τα περισσότερα χρυσά μετάλλια, ενώ η Ελλάδα έρχεται δεύτερη. Σχολιάζει ο Σουρής στο φύλλο 547 του Ρωμηού (30 Μαρτίου 1896):

Ὕμνους ἀναξιφόρμιγγας, βρὲ Περικλῆ, θὰ ψάλω
καὶ δι᾿ Ἀγῶνας διεθνεῖς τὸν σβέρκο μου θὰ βγάλω.
Τίνα μεγάλον ἥρωα, τίν᾿ ἄνδρα κελαδήσομεν;
ἐλᾶτε βάρη ν᾿ ἄρωμεν, ἐλᾶτε νὰ πηδήσωμεν,
καὶ νὰ παρακαλέσωμεν μὲ δίσκους εἰς τὸ χέρι
Ἀβέρωφ τὸν περίδοξον νὰ λύσει τὸ κεμέρι,
κι ὁλάκερο τὸ Στάδιο μαρμάρινο νὰ κάνει
γιὰ ν᾿ ἁλωνίζουν Κόννολυ καὶ Φλὰκ κι Ἀμερικάνοι.
(...)
Ποία ῥώμη, ποῖον νεῖκος!...
θέλεις ἅλμα κατὰ μῆκος,
θέλεις ἅλμα κατὰ πλάτος;
πρῶτος καὶ τὰ δυὸ τὰ κάνει
καὶ κερδίζει τὸ στεφάνι
Θοδωρὴς ὁ κορδονάτος.
(...)
Ἂν ρωτᾷς καὶ γιὰ τὴ σφαῖρα
πρῶτος εἶναι κι ἐκεῖ πέρα,
κι ὅταν δανεισταὶ τὸν δοῦν
εἰς τὸ χέρι νὰ τὴν πάρει,
τρέμουν μὴν τὴν ἀμολάρει
καὶ τὰ γένεια των μαδοῦν.


Πιο κάτω, ο Σουρής σατιρίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τους αγώνες ο μέσος Έλληνας:

Ἀγῶνες, ποὺ ξετίναξε καθένας τὰ χαλιά του
καὶ ξένους ἐπερίμενε τὴν τύχη του νὰ κάνει,
Ἀγῶνες, ποὺ παραίτησε καθένας τὴ δουλειά του
καὶ μὲ πηλάλες δυνατὲς στὸν Μαραθῶνα φθάνει.
Ἀγῶνες, ποὺ κατήντησε ἡ τῶν προγόνων δόξα
γιὰ τοὺς συγχρόνους λόξα,
Ἀγῶνες, ποὺ μᾶς ζούρλανε τὸ τόσο μας ὀνόρε
καὶ κόσμος πάει κι ἔρχεται στῆς Ἀθηνᾶς τὸ φιόρε,
Ἀγῶνες, ποὺ δὲν βρίσκεται κανεὶς νὰ σωφρονίσει
τῆς ράτσας τῆς Ρωμαίικης τ᾿ ἀκράτητα παιδιά,
Ἀγῶνες, ὁποὺ νόμισαν καὶ στὸ Βαθρακονήσι
πὼς θὰ νοικιάσουν κάμαρες δυὸ λίρες τὴν βραδυά.
Ἀγῶνες, ὁποὺ πίστεψαν πολλοὶ μὲς στὴν Ἀθήνα
ὅτι μονάχα τό῾ν᾿ αὐγὸ θὰ πάει μία στερλίνα,
Ἀγῶνες, ποὺ πτερώνεται τὸ φρόνημα τοῦ γένους
κι οἱ γάτες κάνουν ἅλματα ψηλὰ στὰ κεραμίδια,
Ἀγῶνες, ὁποὺ φύλαξαν καμπόσοι γιὰ τοὺς ξένους
τὰ ψάρια των, τὰ χάβαρα, τὶς πίνες καὶ τὰ μύδια.
Ἀγῶνες, ποὔδειξε μικρὸ τὸν κάθε κουνενὲ
ἡ γῆ μας ἡ μεγάλη
κι ὁ Πύργος διεσπάθισε τὸν Γάλλον Περρονὲ
μεθ᾿ ὅσης τέχνης ἄλλοι
διασπαθίζουν φανερὰ
τῶν φουκαράδων τὸν παρᾶ.
Ἀγῶνες, ποὺ κουνήθηκε καὶ τοῦτο τὸ ρημάδι,
ποὺ πρῶτος ὁ Καρασεβντᾶς ἐβγῆκε στὸ σημάδι,
κι εἰς ὅλους ἄναψε σεβντᾶ τὸ γέρας τοῦ κοτίνου
κι ἂς βάλῃ τὸ χεράκι της ἡ Παναγιὰ τῆς Τήνου.
(...)
Ἀγῶνες, ποὺ μὲ σώματα παρέστημεν ἀκμαῖα
κι ἐθάμβωσε μισέλληνας ἡ πάγκαλος ἀλκή μας,
μὰ πάντ᾿ Ἀμερικάνικη σηκώνετο σημαία
μ᾿ ἐλπίδα πὼς θὰ σηκωθεῖ στὸ μέλλον κι ἡ δική μας.
Ἀγῶνες, ὁποὺ λύσσαξαν τὰ ξένα τὰ σκυλιὰ
καὶ τὸν μπελᾶ μας βρήκαμε μὲ τοὺς Ἀμερικάνους,
μὰ βάλαμε τῆς φίλης μας Εὐρώπης τὰ γυαλιὰ
καὶ τοὺς δευτέρους πήραμε περιφανεῖς στεφάνους.



Παρά τα πολλά ελληνικά χρυσά μετάλλια, οι θεατές ήσαν απογοητευμένοι επειδή δεν είχαμε κερδίσει καμιά πρώτη νίκη σε αγωνίσματα στίβου. Στο τελευταίο αγώνισμα, τον Μαραθώνιο, ήρθε ο θρίαμβος του Σπύρου Λούη να αναπτερώσει το φρόνημα όλων, και ο Σουρής προλαβαίνει να τυπώσει στην τελευταία σελίδα του ίδιου φύλλου τη χαρμόσυνη είδηση:

Ὁ μαραθώνιος

Τελευταία ὥρα
μὲ μεγάλη φόρα
Τὸν νικητήριον χορὸν καὶ σύ, «Ῥωμηέ» μου, σῦρε...
τὸν δρόμον τὸν περίδοξον, ποὺ χίλιους δούλους κάνει,
Ἁμαρουσιώτης κρατερός, ὁ Λούης τὸν ἐπῆρε,
κι ὁλόκληρον τὸ Στάδιον φρενῆρες ἐξεμάνη.
Ὕμνους Πινδάρου σήμερον ὁ Λούης ἂς ἀκούσῃ...
Ζήτω τὸ Γένος, ὁ Λαός, τὸ Στέμμα, τὸ Μαρούσι.

Οι Αγώνες πέρασαν γρήγορα, μόλις και μετά βίας διάρκεσαν 10 μέρες. Κατά σύμπτωση, την ίδια σχεδόν στιγμή των πανηγυρισμών για τη νίκη του Λούη, φτάνει στην Αθήνα η είδηση του θανάτου του Χαριλάου Τρικούπη στις Κάννες. Μετά την ήττα του στις εκλογές, ο μεγάλος πολιτικός είχε εγκαταλείψει απογοητευμένος την Ελλάδα. Η πρώτη σελίδα του επόμενου φύλλου (548) του Ρωμηού κοσμείται ολόκληρη από την εικόνα του εκλιπόντος μέσα σε μαύρο πένθιμο πλαίσιο. Ωστόσο, οι εσωτερικές σελίδες σχολιάζουν τον απόηχο της νίκης του Λούη, που δεν έχει ακόμα κοπάσει...
...μὰ τώρα νενικήκαμεν καὶ δὲν μὲ μέλει δράμι
ἂν μία γιὰ πάντα τῆς Βουλῆς κλεισθεῖ τὸ Παρλαμέντο
κι ἂν κάνωμ᾿ ἑκατὸ φορὲς καινούργιο φαλιμέντο.
--Μέσα σε τούτη τὴν κοινὴ Μαραθωνομανία,
ὁποὺ καθεὶς φρενιάζει,
κι ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει,
ἂν πᾶν οἱ παλιό-Βούλγαροι μὲς στὴν Μακεδονία.
Ἐμπρὸς στὸν Μαραθώνιον Βουλγάρους ποιὸς κοιτᾷ;
κι ἂν νέος Ξέρξης στρατιᾶς στὸν Μαραθῶνα στείλει,
ἀλλ᾿ ὅμως κάποιος θὰ βρεθεῖ μὲ πόδια δυνατὰ
νὰ σπεύσει τὴν ἐπιδρομὴν ἐγκαίρως ν᾿ ἀναγγείλει.


και πιο κάτω, ο Σουρής απευθύνεται στον Λούη, λέγοντάς του:

Ψάλλω κι ἐγὼ εὐγνώμων
τὸν ΜαραθωνοδρόμονὮ νικητῶν ἀπόγονε κι Ἁμαρουσίου θρέμμα,
ἔστεψε τοὺς θριάμβους σου τὸ θριαμβεῦον Στέμμα,
Διάδοχοι καὶ Πρίγκηπες σ᾿ ἐπῆραν ἀγκαλιά,
ξένες περιηγήτριες σ᾿ ἐχόρτασαν φιλιά,
κι ἴσως, λεβέντη χωρικὲ καὶ πρῶτο παλληκάρι,
καμμία Μὶς παράξενη θελήσει νὰ σὲ πάρει.
(...)
μὰ σὺ γι᾿ αὐτὰ κι αὐτὰ
μὴ δίνεις δυὸ λεφτά.
Ἄκου μὲ φλέγμα στωικὸν τὸ τί καθείς σου ψάλλει
καὶ μὴν ἀφήνεις τὸ τσαπὶ
γιὰ ν᾿ ἀποδείξεις, τσελεπῆ,
πὼς ἔχεις σὰν τὰ πόδια σου γερὸ καὶ τὸ κεφάλι.


Το κάθε θάμα τρεις ημέρες και το μεγάλο τέσσερις, λέει ο λαός μας. Έτσι, τόσο η νίκη του Λούη, που έγινε και παροιμιώδης έκφραση, όσο και ο θάνατος του Τρικούπη, έφυγαν μοιραία από το προσκήνιο της επικαιρότητας και από τις σελίδες του Ρωμηού. Έναν χρόνο αργότερα, η χώρα γνώριζε την ατιμωτική ήττα του 97. Οι Αγώνες δεν ήταν πανάκεια για όλα τα προβλήματα...

Ἀνθολογία τῆς Φωτιᾶς ἢ Πυροσβεστικὴ Ἀνθολογία

Ἐλήφθη ἀπὸ τὴν σελίδα τοῦ Νίκου Σαραντάκου http://www.sarantakos.com
Ἄρθρο τοῦ Ἀντιπυράρχου Χρήστου Κων. Μητροπέτρου στὸ περιοδικὸ τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος
Ἀπὸ τότε ποὺ πέρασα, πρὶν εἰκοσιπέντε χρόνια, τὸ κατῶφλι τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος ἄρχισα νὰ συγκεντρώνω, μὲ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, κάθε μορφῆς ἔντυπο ὑλικὸ ποὺ σχετίζεται μὲ σημαντικὰ γεγονότα τῆς πορείας τοῦ Σώματος, τὸ ὁποῖο ἔχω τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ νὰ ὑπηρετῶ, τοὺς λειτουργούς του Πυροσβέστες καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς δουλειᾶς μας. Καὶ νιώθω βαθιὰ συγκίνηση κάθε φορὰ ποὺ ἡ τύχη μὲ βοηθᾷ ν᾿ ἀνακαλύψω κάποιο σημαντικὸ στοιχεῖο ποὺ φωτίζει τὰ περασμένα μας1.
Σημαντικὴ θέση καὶ ἔκταση, στὴν πλούσια αὐτὴ ἀρχειακὴ συλλογή μου, καταλαμβάνουν ἑκατοντάδες ποιητικὰ δημιουργήματα, εὔθυμα καὶ σοβαρά, ποὺ γράφηκαν, κατὰ καιροὺς ἀπὸ τοὺς νεότερους ὁμότεχνους τοῦ Ὁμήρου, γιὰ τὴ φωτιὰ καὶ τοὺς πολέμιούς της Πυροσβέστες. Στὸν ποιητικὸ αὐτὸ θησαυρὸ συμπεριλαμβάνονται στίχοι ἀπὸ τὶς ἀστραφτερὲς γραφίδες καταξιωμένων ποιητῶν, ποιητικὲς ἀπόπειρες συναδέλφων μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζουν - πολλὲς φορὲς συγκλονιστικὰ - τοὺς καημούς, τὰ βάσανα, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς δουλειᾶς μας καὶ ἁπλοϊκὰ στιχουργήματα, μὲ τὰ ὁποῖα συνάνθρωποί μας ἐκφράζουν τὴν ἄπειρη εὐγνωμοσύνη τους στοὺς Πυροσβέστες σωτῆρες τους καὶ ὑμνοῦν τὶς τιτάνιες προσπάθειές τους σὲ κατασβέσεις πυρκαγιῶν καὶ διασώσεις, ἀτόμων καὶ ἀγαθῶν, ποὺ συγκλόνισαν τὸ Πανελλήνιο.
Ἐπειδὴ πιστεύω πὼς εἶναι, τουλάχιστον, ἐγωιστικὸ ὅτι γνωρίζει ἢ κατέχει κανεὶς νὰ τὸ κρατᾷ σφαλισμένο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, θεώρησα χρέος μου νὰ κάνω γνωστά, στοὺς συναδέλφους μου Πυροσβέστες καὶ τοὺς φίλους τοὺς ἀναγνῶστες μας, στὰ πλαίσια αὐτοῦ τοῦ σημειώματος - μὲ τὴ συνοδεία τῶν ἀπαραίτητων γιὰ τὴν κατανόηση τῶν σχολίων καὶ πληροφοριῶν γιὰ τοὺς δημιουργούς τους - μερικὰ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ πιὸ χαρακτηριστικὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν, ὡς τώρα, γιὰ τὸ σινάφι μας καὶ τὰ ἀντικείμενα τοῦ λειτουργήματός μας.
Θὰ ξεκινήσω τὴν παρουσίαση αὐτὴ παραθέτοντας τὸ ποίημα, «Χριστὲ καὶ Παναγιὰ καρσί μας πυρκαγιά» τοῦ μεγαλύτερου ἕλληνα σατιρικοῦ ποιητῆ Γεωργίου Σουρῆ, (Ἑρμούπολη Σύρου 1853 - Ἀθήνα 1919), μὲ τὸ ὁποῖο περιγράφει τὶς καταστροφικὲς συνέπειες μιᾶς πυρκαγιᾶς σὲ ξυλουργεῖο ποὺ ἔλαβε χώρα, τὸ Μάιο τοῦ 1883, στὴν περιοχὴ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Στὸ τέλος τοῦ ποιήματος, ὁ Σουρῆς, ἐπιβεβαιώνοντας ὅτι ἡ ποίηση εἶναι ἡ πιὸ ἱερὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς, κάνει ἔκκληση στοὺς Ἀθηναίους φιλάνθρωπους νὰ βοηθήσουν τὸν ἄτυχο βιοτέχνη.


ΧΡΙΣΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΡΣΙ ΜΑΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑ2


Πᾶν τοῦ Ῥωμιοῦ τὰ σύνορα, μὰ πᾶν κι οἱ τορναδόροι!
Ἐκάηκε τὸ μαγαζὶ τοῦ ξυλουργοῦ Δημώρη.
Τώρα θὰ συνορεύουμε μ᾿ Ἁγίους Θεοδώρους,
κι ἀντίκρυ μας θὰ ἔχουμε καμένους τορναδόρους.
Ἄλλ᾿ ὅμως ἂς ἀφήσουμε αὐτὰ τὰ κολοκύθια...
πρέπει σ᾿ αὐτὸν τὸν δυστυχῆ νὰ γίνει μία βοήθεια.
Εἰς τὰ καλὰ καθούμενα ὁ ἄνθρωπος ἐχάθη,
καὶ δὲν φοβᾶται συμφορὰ χειρότερη νὰ πάθει.
Ὅλα του τἄφαγ᾿ ἡ φωτιά, δὲν τ᾿ ἄφησε σανίδα,
καὶ τώρα κλαίει ὁ πτωχὸς χωρὶς καμμιὰ ἐλπίδα.
Κι ὅταν κανένας χάνεται, πρὸ πάντων φαμελίτης,
πρέπει καθεὶς νὰ βοηθεῖ ἀληθινὸς πολίτης.
Ἐμπρός, στὴν τόση συμφορὰ ἁπλώσετε τὸ χέρι,
καὶ ὁ Ῥωμιὸς ὁ φουκαρὰς ὅ,τι μπορεῖ προσφέρει.
Μάιος 1883
Ὁ Γεώργιος Σουρῆς ἦταν πολὺ δημοφιλὴς στὸ κοινό της ἐποχῆς του, κυρίως, χάρη στὴν ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα ὁ Ρωμιός, στὴν ὁποία δυὸ τύποι - δημιουργήματά του, ὁ Φασουλῆς καὶ ὁ Περικλέτος σχολίαζαν καὶ διᾳκωμωδοῦσαν γεγονότα, πολιτικὰ καὶ ἄλλα, τῆς ἐποχῆς. Ὁ Θαυμασμὸς τῶν συγχρόνων του ὑπῆρξε πολὺ μεγάλος, θεωρήθηκε καὶ πολὺ σωστὰ ὡς «ὁ νέος Ἀριστοφάνης» προτάθηκε μάλιστα, τὸ 1906, γιὰ τὸ βραβεῖο Νόμπελ.
Ὁ σατιρικὸς ποιητικὸς διάλογος, μεταξὺ Φασουλῆ καὶ Περικλέτου ποὺ ἀκολουθεῖ, ἔχει ὡς ἀφορμὴ μία πυρκαγιὰ ποὺ ἐκδηλώθηκε, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1884, στὸ Παλάτι3 καὶ ἔδωσε ἀφορμὴ στὸ Σουρῆ νὰ ἐκδηλώσει, γιὰ μία ἀκόμη φορά, τ᾿ ἀντιβασιλικά του αἰσθήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχε ὑποστεῖ πολλὲς διώξεις. Διάχυτη στοὺς πικάντικους στίχους του ἡ ἐκτίμηση καὶ ὁ θαυμασμός του γιὰ τοὺς προδρόμους μας σκαπανεῖς τῆς Διλοχίας Σκαπανέων ποὺ ἐκτελοῦσαν τότε πυροσβεστικὰ καθήκοντα.


ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ4


Φασουλῆς καὶ Περικλέτος,
ὁ καθένας νέτος σκέτος
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οὔφ! ἄφησε μέ, Περικλῆ, καὶ σοῦ ῾χω μία λύπη!
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, βρὲ κουτέ; ἐσένα τί σοῦ λείπει;
ἔχεις τὰ παραδάκια σου, ἔχεις κι ἐμένα φίλο,
πηγαίνεις καὶ στὸ Φάληρο, τρῷς κάποτε καὶ ξύλο...
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μὰ δὲν ἀφίνεις, Περικλῆ αὐτὰ τὰ χωρατά σου,
δὲν ἔρχεσαι γιὰ μία στιγμὴ καὶ λίγο στὰ σωστά σου;
Ἐδῶ ὁ κόσμος καίεται...
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Τί καίεται, βρέ, πάλι;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Νάτα! λοιπὸν στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἤσουν τὴν μεγάλη;
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ποιὰ πυρκαγιά;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τοῦ Παλατιοῦ.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ἐκάη τὸ Παλάτι;
Πάλι σὲ τρώει, φαίνεται, ἡ ἔρημή σου πλάτη.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μὰ πῶς, μωρέ; στὴν πίστη σου δὲν πῆρες σὺ χαμπάρι;
Ἐδῶ ὁ κόσμος σύσσωμος σηκώθη στὸ ποδάρι
καὶ ἔτρεχε ξεσκούφωτος στὸ ντάλα μεσημέρι,
καὶ ὅλοι ἐβαστούσανε κι ἕναν κουβᾶ στὸ χέρι.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Πάλι τὰ ἴδια μ᾿ ἄρχισες καὶ θὰ σὲ μπαγκλαρώσω.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Βρὲ ἄφησέ με μία μικρὴ ἰδέα νὰ σοῦ δώσω
γι᾿ αὐτὸ τὸ φοβερὸ κακό, ποὺ πάλι μᾶς συνέβη,
γιατί ἐμένα ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ σαλεύει.
Ἄκου λοιπόν.... ἐφύσαγε ἕνα μελτέμι πρώτης,
ὅταν ἐμπρός μου πέρασε δρομαῖος στρατιώτης.
Γειά σου τοῦ λέω, ἀδελφέ, μὰ στάσου καὶ κομμάτι,
πολλὰ τὰ ἔτη μ᾿ ἁπαντᾶ .... φωτιὰ εἰς τὸ Παλάτι!
Τότε κι ἐγώ, βρὲ Περικλῆ, διόλου καιρὸ δὲν χάνω,
τὸ βάζω εἰς τὰ τέσσερα καὶ στὸ παλάτι φθάνω,
καὶ τί νὰ δῶ, βρὲ μάτια μου;....σπίθες, καπνό, φαντάρους,
καὶ τὸν Τρικούπη στὴ σκεπὴ μὲ δυὸ ψηλοὺς κολλάρους,
καὶ νὰ σοῦ πῶ, βρὲ Περικλῆ, τὸν θαύμασα στ᾿ ἀλήθεια...
Εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος, ποὔχει ζωὴ στὰ στήθια.
Μπορεῖ καὶ τὸν Κουταλιανὸ ὁλάκερο νὰ φάει.
αὐτὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, αὐτὸς καὶ ποῦ δὲν πάει;
στὶς πυρκαγιές, στὰ δάνεια, στὶς Τράχωνες, στὰ δάση
στοὺς φόρους, στοὺς προβιβασμοὺς κι ὅπου ἀλλοῦ προφθάσει.
Προφθαίνει καὶ στὸ θέατρο ἀκόμη τοῦ Φαλήρου....
Αὐτὸς εἶν᾿ ἄνδρας τοῦ πυρός, καθὼς καὶ τοῦ σιδήρου,
γιατὶ σὲ τοῦτο τὸν καιρὸ ὅλ᾿ ἡ Ἑλλὰς ἀνάβει,
καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς γιατί καὶ πῶς νὰ καταλάβει.
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε αὐτὸν κι ἂς ἔλθουμε καὶ πάλι
στὴ φοβερὴ τὴν πυρκαγιὰ καὶ τὴν ἀνεμοζάλη.
Λοιπὸν κοντὰ στὸν Πρόεδρο στεκόταν ὁ Μαμούρης,
εἰς τὸν Μαμούρη δὲ κοντὰ στεκόταν ὁ Μπουντούρης,
εἰς τὸν Μπουντούρη δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Σοῦτσος,
καὶ εἰς τὸν Σοῦτσο δὲ κοντὰ στεκότανε ἕνας μοῦτσος,
καὶ εἰς τὸν μοῦτσο δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Λέλης,
καὶ εἰς τὸν Λέλη δὲ κοντὰ στεκόταν ὁ Γουβέλης,
καὶ στὸ Γουβέλη δὲ κοντὰ στεκότανε ὁ Λάγγες,
καὶ εἰς τὸν Λάγγες δὲ κοντά, ἕνα φουσάτο μάγγες,
καὶ εἰς τοὺς μάγγες δὲ κοντὰ καμπόσοι λωποδύτες,
καὶ πυροσβέστες ἄπειροι ἀπάνω στὶς σοφίτες,
καὶ ὁ Πηνειός, ὁ Τσέρνοβιτς, ὁ Σέκερης, ὁ Πάλλης,
ἀκόμη κι ὁ Γενήσαρλης, ὁ Λάμπρος ὁ Μιχάλης,
καὶ μὲ τὸ σκύλο του μαζὶ ὁ Φὼν Κολοκοτρώνης,
ὁ Γιώργης τῆς Δημήτραινας κι ὁ Σπύρος ὁ Πομόνης...
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ τέλος τί ἀπέγινε;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί ἤθελες νὰ γίνει
μέσα σὲ τέτοιο φλογερὸ καὶ ἄσβεστο καμίνι;
Πρῶτα ἐπήρανε φωτιὰ ἄξαφνα οἱ κουζίνες,
ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ καὶ οἱ κουρτίνες,
ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ κι οἱ καναπέδες,
ἔπειτα πῆραν ἄξαφνα φωτιὰ κι οἱ λακέδες,
κοντὰ σ᾿ αὐτοὺς τὸ θέατρο, μαζὶ κι ἡ ἐκκλησία,
καὶ τέλος πάντων ἔγινε ἑσπερινὴ θυσία.
Καὶ ὅταν πιὰ ἐπήρανε φωτιὰ καὶ τὰ φουγάρα,
ἀπελπίσθηκαν ὅλοι των καὶ ἄναψαν τσιγάρα.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ πές μου, τούτη τὴ φωτιὰ ποιὸς νὰ τὴν ἔχει βάλει;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Καὶ θέλει ρώτημα κι αὐτό, μωρὲ στραβὸ κεφάλι;
Τί ἄνθρωπος! ... αἰώνια ζητᾷ νὰ μὲ πειράζει!...
Σοῦ εἶπα ὅλες τί φωτιές, πὼς ὁ Μελᾶς τὶς βάζει.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπόν;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Λοιπὸν ἐκάηκαν καμπόσοι στρατιῶται,
μὰ παλληκάρια τῆς φωτιᾶς κι ἀληθινοὶ ἱππόται,
ποὺ βασιλιὰς γιὰ μία στιγμὴ λαχτάριζα νὰ γίνω,
νὰ τοὺς φορέσω στέφανο, καὶ Φασουλῆς νὰ μείνω.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ ποιοὶ ἀκόμη τὄδειξαν;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οἱ σκαπανεῖς κι οἱ ναῦτες,
κι οἱ ἄλλοι ὅλοι ἤτανε σπουδαῖοι μυϊγοχάφτες.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ λὲς ἡ νέα πυρκαγιά, νὰ ἔχει σημασία,
ἡ λὲς κι αὐτὴ πὼς ἔγινε γιὰ τὴ φωτοχυσία;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἔ! ὅταν βλέπεις σκαπανεῖς καὶ μέσα στὸ Παλάτι,
καὶ βασιλεῖς μὲ βασιλεῖς καὶ κράτη ἐπὶ κράτη,
καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἀνάβει καὶ ὁ θρόνος,
αὐτὸ θὰ πεῖ, συντέλεια, πὼς ἦλθε τοῦ αἰῶνος.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ ἡ ζημία πόσο λὲς νὰ εἶν᾿ ἀπάνω κάτω;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ὅσα περίπου ἔχασε, θαρρῶ τὸ Συνδικᾶτο.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ τώρα τούτη τὴ ζημιὰ ποιὸς λὲς θὰ τὴν πληρώσει;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Στὴ ράχη σας ὁ βασιλιὰς κι αὐτὴ θὰ τὴν φορτώσει.
Καὶ τίποτα παράξενο ν᾿ ἀκούσεις σὲ κομμάτι
καινούργιους φόρους γιὰ φωτιὲς ποὺ βάζουν στὸ Παλάτι.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ ὕστερα ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ βασιληᾶς τί κάνει;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τοῦ τηλεγράφησαν, θαρρῶ, καὶ μὲ τὸ πρῶτο φθάνει.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς αὐτὸς δὲν τὸ κουνάει διόλου
κι ἂν ὅλο τὸ Παλάτι του πάει κατὰ διαβόλου.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς θἄρθη...
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω σκάσε.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ἐγὼ σοῦ λέω πὼς θὰ ῾ρθῆ καὶ νὰ μοῦ τὸ θυμᾶσαι.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μὰ σὺ τὸ παραξίλωσες μ᾿ αὐτό σου τὸ γινάτι...
ὄρσε λοιπὸν δυὸ τρεῖς σβερκιὲς καὶ σῦρε στὸ Παλάτι.

Ἰούλιος 1884


Θα συνεχίσουμε καὶ θὰ τελειώσουμε τὴν ἀναφορά μας στὸν ἀνεπανάληπτο Σουρῆ, ποὺ μὲ τοὺς στίχους του μαστίγωνε τὴν Κοινωνία τῆς ἐποχῆς του, μ᾿ ἕνα ποίημά του ποὺ ἐμπνεύστηκε ἀπὸ πυρκαγιὰ ποὺ συνέβη, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1884, στὴν κεντρικὴ Ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν.


ΑΣ ΡΙΞΩΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ - ΣΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΜΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ5


Κοντὰ στὴ μιὰ καταστροφὴ καινούργια μᾶς προφθάνει,
κοντὰ στὶς τόσες συμφορὲς καὶ στὶς πολλὲς θυσίες,
δὲν ξέρω τίνος βάλθηκε παντοῦ φωτιὲς νὰ βάνει
καὶ κάθε βράδι νἄχουμε φρικτὲς φωτοχυσίες.
Καὶ δός του νέα πυρκαγιὰ καὶ κάτω στὸ παζάρι,
καὶ μέσα στὴ σαρακοστὴ ἐκάη τὸ χαβιάρι.
Ἐκάηκαν τὰ βούτυρα, τὰ μῆλα καὶ τ᾿ ἀχλάδια,
οἱ μπάμιες τὰ πετρέλαια, τὰ ραζακιὰ σταφύλια,
οἱ λεμονάδες, οἱ ἐλιὲς τὸ γιάτσο καὶ τὰ λάδια,
ἡ ζάχαρη καὶ ὁ καφές, λουμίνια καὶ φυτίλια.
Γιατ᾿ ἦλθαν χρόνια δίσεκτα, καταραμένα χρόνια,
νὰ ψήνονται στὴν ἀγορὰ καὶ τ᾿ ἄγουρα πεπόνια
Ἦτο σχεδὸν μεσάνυχτα καὶ λίγο περασμένα,
ὁ Ταβουλάρης ἔπαιζε στὸ θέατρο ἀκόμα,
ὅταν μπὰμ μποὺμ ἀκούσθηκαν στὰ ὕψη σκορπισμένα,
κι ὅλος ὁ κόσμος φώναξε ἀμέσως μ᾿ ἕνα στόμα:
Συναθροισθῆτε, σκαπανεῖς, ὁρμήσετε φαντάροι,
ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χαλασμός... φωτιὰ καὶ στὸ παζάρι.
Κι ἰδοὺ μὲ σκούφους ναυτικούς, μὲ νυχτικὰ φουστάνια,
γυναῖκες κι ἄνδρες ὤρμησαν μέσα στοὺς δρόμους ὅλοι,
μὲ στάμνες, μὲ πλατύσταμνα, καὶ μὲ τὰ γιαταγάνια,
κι ἔβλεπες σὰν στρατόπεδο τῶν Ἀθηνῶν τὴν πόλη.
Ἐν τούτοις μὲς στὴν ταραχὴ πολὺ παρετηρεῖτο,
πὼς μόνον ὁ πρωθυπουργὸς στὴν πυρκαγιὰ δὲν ἦτο.
Ὡς τὰ ἑπτὰ οὐράνια ἀνέβαιναν οἱ φλόγες,
κι ἐφώτιζαν τὰ τέσσερα τῆς πόλεως σημεῖα,
σὰν σκάγια ἐσκορπίζονταν τῶν σταφυλιῶν οἱ ρόγες,
καὶ πέριξ διεχέετο μεγάλη εὐθυμία.
Κοκκίνζ᾿ ἡ Ἀκρόπολις ἀπ᾿ τὴν πολλὴ χαρά της,
ποὺ ἔβλεπε νὰ καίεται τὸ δῶρον τοῦ Ἐλγίνου,
γιατί αὐτὴ δὲν ξέχασε ἀκόμη τὰ παλιά της,
πῶς θαῦμα ἔγιν᾿ ἄλλοτε τοῦ κλέφτη της ἐκείνου.
Ἂν τὸ ξεχνοῦνε οἱ Ρωμιοί, οἱ πέτρες δὲν ξεχνοῦνε
μὲ ποιοὺς ἐζοῦσαν ἄλλοτε καὶ τώρα μὲ ποιοὺς ζοῦνε.
Ὢ τόσων ἀναμνήσεων καημένο μου παζάρι,
μὲ τ᾿ ἀκριβά σου κρέατα, τὰ βρώμια σου τὰ ψάρια,
τὶς ξύλινες παράγκες σου, τὸν κάθε μακελάρη,
τὶς ζυγαριὲς τὶς ξύγκικες, τὰ ξύγκικα καντάρια,
αἰώνια στὴ μνήμη του κανεὶς θὰ σὲ φυλάττει
καὶ γαῖαν ἔχεις ἐλαφράν, ὦ Ἀγορὰ φιλτάτη.

Αὔγουστος 1884


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔγγραφα αὐτὰ στοιχεῖα, ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ σὲ ἄρθρα καὶ σημειώματά μου ποὺ ἔχουν δημοσιευθεῖ στὸ παρὸν περιοδικό. Ἐπιθυμία μου εἶναι τὸ ἀρχειακὸ αὐτὸ ὑλικὸ νὰ κατατεθεῖ στὸ Ἱστορικὸ Πυροσβεστικὸ Ἀρχεῖο ποὺ εἶναι ἀνάγκη νὰ δημιουργηθεῖ στὸ Πυροσβεστικὸ Σῶμα.
2. Γεωργίου Σουρῆ, Ἅπαντα, Ἱστορικὲς Ἐκδόσεις Λογοτεχνίας, Τόμος 5ος, σελ. 47.
3. Βλέπε σχετικά, Ἱστορία τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος, Ἔκδοση Διεύθυνσης Μελετῶν Ἀρχηγείου Πυροσβεστικοῦ Σώματος, Ἀθήνα 1980, σελ. 16.
4. Ὅπως προηγούμενη σημείωση 2, Τόμος 2ος, σελ. 144 - 147.
5. Ὅπως προηγούμενη σημείωση 2, Τόμος 5ος, σελ. 37

Ἀνθολογία τῆς Οἰκονομίας

συλλεγέντα καὶ ἀναρτηθέντα ἐπὶ τῇ πανηγυρικῇ ἐλεύσει τοῦ ΔΝΤ

Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;
Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;

* * *

Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.

* * *

Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

* * *

Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.

* * *

Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.

* * *

Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!

* * *

Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.

* * *

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.

* * *

Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.

* * *

Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

* * *

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply