Toυ Χ.Ε. Μαραβέλια
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ (επιμ.)
Ο ασάλευτος χρόνος
της Ελληνικής Δικαιοσύνης
εκδ. Καλλιγράφος, Αθήνα 2017,
σελ. 620
Η φράση είναι κοινότοπη, αλλά παραπλανητική: «Αν νομίζετε ότι αδικείσθε, να προσφύγετε στη Δικαιοσύνη». Με την αφηρημένη λέξη εννοείται απλά ο κρατικός μηχανισμός των δικαστηρίων. Ο Γ. Φιλάρετος (στα 1885) μιλάει για τη μηχανική της εν Ελλάδι Δικαιοσύνης που έχει «ανάγκην ελαίου ίνα κινηθή». Δισσός ο λόγος. Διότι, όπως κάθε θεσμός του νεοελληνικού κράτους, κουβαλάει κι αυτός αμαρτίες κολοκοτρωνέικες.
Ενας Σύμβουλος της Επικρατείας, ήτοι μέλος του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας του θεσπισμένου για να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων (και παραλείψεων) του ελληνικού Κράτους, ο επιμελητής του τόμου κ. Π. Κ. Τσούκας, είχε τη λαμπρή ιδέα να συλλέξει και συνεκδώσει μία σειρά από κείμενα που ασχολούνται με τα προβλήματα της Δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Συγκρότησε λοιπόν έναν επιβλητικό τόμο με 116 σχετικά κείμενα από τον 19ο αιώνα ώς τις μέρες μας. Τα κείμενα αυτά, επιλεγμένα προφανώς ανάμεσα σε εκατοντάδες, δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη λεγόμενη νομοθετική παραγωγή ή τη «νομοτεχνική ατζαμοσύνη του Ελληνα νομοθέτη» (Π. Τσούκας, Εισαγωγή), όσο με την «τριγωνική» σχέση δικαστών, εισαγγελέων και δικηγόρων, κλάδων που εμπλέκονται στα της απονομής του δικαίου. Πολλά από τα επισημαινόμενα προβλήματα δεν είναι δυστυχώς καθόλου σημερινά, μερικά μάλιστα είναι υπεραιωνόβια. Ανεξίτηλα τεκμήρια του συντηρητισμού μας.
Ο Δημ. Γούναρης σε κείμενο του έτους 1907 μιλάει για την «αχαλίνωτον κατάχρησιν του δικαιώματος της μεταθέσεως» των δικαστών. Οταν όμως το κράτος είναι φαύλο, «τις ο λόγος να ασκή την αρετήν ο δικαστής»; Ωστόσο, πολύ συχνά ακούμε δικαστές και δικηγόρους σε συνελεύσεις τους να επικαλούνται αυτάρεσκα «τις παραδόσεις του σώματος». Ποιες είναι όμως αυτές οι παραδόσεις; Ο Δημ. Τσεβάς (1982), ενώ δέχεται την ύπαρξη μεμονωμένων δικαστικών φυσιογνωμιών, επισημαίνει ότι το σώμα, ως τέτοιο, στερείται παραδόσεων «εν τη εννοία της διαδοχικής, μέσω δικαστικών γενεών, μεταβιβάσεως αντιλήψεων και αρχών». Και να φανταστεί κανείς ότι ξεκινήσαμε με Πολυζωΐδη και Τερτσέτη. Τα αυτά πιστεύουν και διαπρεπείς δικηγόροι για τον δικό τους κλάδο. Λ.χ. Πέτρος Γ. Ζήσης (1952): «Από δικηγόρων τα φαύλα». Πώς βλέπουν λοιπόν τα προβλήματα της Δικαιοσύνης στη χώρα μας δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι, πολιτικοί, αλλά και κάποιοι σοβαρώς δημοσιολογούντες πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα; Το συμπέρασμα είναι ότι η αντιμετώπισή τους είναι στερεότυπα συντεχνιακή/συνδικαλιστική: οι μεν δικαστές ζητούν μονίμως αύξηση μισθών και οργανικών θέσεων, οι δε δικηγόροι προσπαθούν να διατηρήσουν ως κόρην οφθαλμού τη διαβόητη δικηγορική ύλη. Πρόκειται λοιπόν για τα στενά επαγγελματικά συμφέροντα δύο τάξεων; Για γενικευμένα συμπτώματα συνδικαλιστικής κοινωνίας; Ο επιμελητής του τόμου είχε το σθένος να ταχθεί υπεύθυνα κατά της απεργίας των δικαστών. Διότι δυστυχώς χρειάζεται σθένος για να θυμίσει κανείς μέσα σε συνδικαλιστικά περιβάλλοντα δικαστών, αυτά που λέει το Σύνταγμα. Εις εμοί μύριοι, θα σημείωνε ο (διόλου) σκοτεινός Εφέσιος.
Ο επιμελητής χαρακτηρίζει τον χρόνο της ελληνικής Δικαιοσύνης «ασάλευτο». Ευρηματικός ο τίτλος. Θέλει να δηλώσει ότι στη χώρα που «έδωσε τα φώτα του πολιτισμού», οι δίκες δεν τελειώνουν ποτέ· ή σχεδόν ποτέ. Είναι ακίνητες, όπως και ολόκληρη η Γη στον Μεσαίωνα.
Ο Αριστοτέλης το έχει επισημάνει έγκαιρα: «Ουδέν όφελος γίγνεσθαι μεν δίκας περί των δικαίων, ταύτας δε μη λαμβάνειν τέλος» (Πολιτ. 1322a). Λέγεται ότι στη νομοθεσία του Καρλομάγνου, αν ο δικαστής καθυστερούσε την έκδοση απόφασης, ο ενάγων εγκαθίστατο στο σπίτι του και τρωγόπινε και κοιμόταν εκεί με έξοδα του δικαστή.
Τρόμος καταλαμβάνει κάθε ξένο που ανήκει σε πολιτισμικά σοβαρότερες έννομες τάξεις προ του κινδύνου να εμπλακεί σε δίκες στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και οι εμπλεκόμενοι σε «διεθνείς» υποθέσεις φροντίζουν προκαταβολικά ώστε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο η ελληνική δικαιοδοσία (jurisdiction), η οποία εν πολλοίς θεωρείται εξωευρωπαϊκή. Για «ατελεύτητον επί γενεάς παρέλκυσιν των δικών» κάνει λόγο ο νομομαθής Γ. Μπαλής (1923) θεωρώντας τους δικαστές και τους δικηγόρους τους «κύριους παράγοντες της δικαιοδοτικής κακοδαιμονίας παρ’ ημίν». Ο δε μέγας Νικ. Δημητρακόπουλος θεωρούσε «τον δόλον και το ψεύδος ως θεμελιώδες άρθρον της δικηγορικής καθηκοντολογίας». Ο Κων. Ν. Νικολετόπουλος (1927) καταφέρεται ανελέητα κατά «βουκοίνως γνωστών ως ανικάνων δικαστών» και ζητεί τον «ανασκολοπισμόν του όλου δικονομικού συστήματος».
Είμαστε λοιπόν ένας λαός που «πληρώνει φόρους διά να μη έχη Δικαιοσύνην;». Αν, όπως έλεγε ο δαιμόνιος Εμμ. Ροΐδης, η θεολογία είναι επιστήμη αποδεικνύουσα την ανυπαρξίαν Θεού και την ύπαρξιν θεολόγων, στην Ελλάδα νόμοι και νομική επιστήμη χρησιμεύουν μόνο για ν’ αποδεικνύουν «την ανυπαρξίαν Δικαίου και Δικαιοσύνης και την ύπαρξιν μόνο δικηγόρων και δικαστών» (Ανώνυμος, 1931).
Είναι αλήθεια ότι κατά τα τελευταία χρόνια, ιδίως υπό την πίεση των δανειστών μας, έχουν γίνει κάποιες, σπασμωδικές δυστυχώς, απόπειρες για επιτάχυνση των δικών και για παρεμβολή (ταξικής συνήθως, ως μη έδει, φύσεως) εμποδίων προσφυγής στα δικαστήρια. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι μάλλον αμφίβολα. Διότι του Ελληνος ο βαλκανασιατικός τράχηλος ταχύτητες δεν αντέχει. Θεωρούμε την εμμονή στα παλιά και την αντίδραση στο νέο περίπου σαν αντίσταση. Αντιστεκόμαστε στην πρόοδο, θεωρώντας συνάμα εαυτούς προοδευτικούς. Ο χρόνος της ελληνικής Δικαιοσύνης είναι ασάλευτος, γιατί, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Κων. Κεραμεύς, «η Δικαιοσύνη είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό μας» (1982). Πώς λοιπόν ο ωκύπους ευρωπαϊκός Αχιλλεύς θα ξεπεράσει τη γκαστρωμένη δικανική χελώνα, κατά το γνωστό παράδοξο του Ζήνωνα; Των πραγμάτων ούτως εχόντων, όπως λένε οι λόγιοι, ένας κόσμος ολόκληρος βγάζει έτσι το ψωμί του (και όχι μόνο). Aλλά μια κοινωνία δεν μπορεί έτσι να ελπίζει σε καμία πρόοδο. Το ερώτημα συνεπώς είναι: η νεοελληνική κοινωνία (δηλαδή εμείς!) θέλει μιαν αποτελεσματική Δικαιοσύνη; Και αν ναι, πώς τόσα προβλήματα σέρνονται από χρόνο σε χρόνο και από γενιά σε γενιά; Γιατί η επαφή με τη νεοελληνικής υφής Δικαιοσύνη αποτελεί συνήθως μια τραυματική εμπειρία για τον καλόπιστο πολίτη; (Ο αχρείος βέβαια μια χαρά το βρίσκει το σύστημα).
Τα κείμενα που συναπαρτίζουν τον και εκδοτικά άψογο τόμο, έχουν κάτι εντελώς διαφορετικό να πουν έξω από τα ακίνδυνα, γλυκερά, και συνεπώς διαιωνιστικά, στερεότυπα. Είναι κείμενα εξ-αιρετικά. Δεν «ηθικολογούν αδιάντροπα», αλλ’ αντίθετα θέτουν τον δάκτυλο πάνω στο καταφαγωμένο ήπαρ του αλυσοδεμένου Προμηθέα. (Μερικά μάλιστα είναι υπέρτερα των συντακτών τους). Υπ’ αυτή την έννοια δεν απηχούν ποσώς τον επίσημο λόγο των εμπλεκομένων κλάδων, ούτε του μανδαρινάτου της πολιτικής.
Αποτελούν τα κείμενα αυτά φωνές βοόντων εν τη ερήμω; Ή ίσως λιτανεία υπέρ βροχοπτώσεως σε μια εποχή επικίνδυνα παρατεταμένης ξηρασίας; Θα πρέπει ίσως να ευγνωμονούμε τον επιμελητή του τόμου για τον μόχθο που κατέβαλε να μας προσφέρει αυτά τα ριζοσπαστικά γραφτά ή να απαιτήσουμε την τιμωρία του γιατί, σαν άλλος Φρύνιχος, μας υπενθύμισε οικεία κακά (Ηρόδ. 6.21.11) χαλνώντας την ανατολίτικη ραστώνη μας; Οπως και να ’χει, αποτελούν απελπιστική παρηγορία στις διαβρωτικά υποβαθμισμένες μέρες που ζούμε.
* Ο κ. Χ. Ε. Μαραβέλιας είναι δικηγόρος, Δ.Ν.
(Καθημερινή, 06.06.2017)
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.
κανένα σχόλιο