Ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (+1779)
Iσαπόστολος, φωτιστής του υπόδουλου Γένους, θαυματουργός όσιος, ένδοξος και λαοφιλής ιερομάρτυς.
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλο Δένδρο της Αιτωλίας περί το 1714. Αφού έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, ήλθε για ανώτερη μόρφωση στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου είχε για δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο και τον Ευγένιο Βούλγαρη.
Αναφέρεται επίσης να μαθήτεψε στη Σιγδίτσα Παρνασίδος, κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, και στο Ελληνομουσείο της Αγίας Παρασκευής Γούβας Αγράφων. Δίδαξε στο σχολείο Λομποτινάς Ταξιάρχη και στα σχολεία των γύρω χωριών.
Το 1759 εκάρη μοναχός στη μονή Φιλόθεου «και εις τους πόνους της μοναδικής ζωής εχώρησε προθυμότατα». Κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και χρημάτισε εφημέριος της μονής του. Η φλόγα όμως που καθημερινά έκαιγε στην ταπεινή του καρδιά, για τη διάδοση του ευαγγελίου στους υπόδουλους αδελφούς του, τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πριν είχε ασκηθεί επί δεκαεπτά έτη, όπως λέγει ο ίδιος σε μία διδαχή του, στο Άγιον Όρος. Ζήτησε την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β’ και τις συμβουλές του αδελφού του δασκάλου Χρύσανθου. Έλαβε θεϊκή πληροφορία για το έργο του και την προς τούτο ευλογία έμπειρων Αγιορειτών Γερόντων. Έτσι άρχισε τη μεγάλη κι εθνοσωτήρια ιεραποστολική του δράση.
Με φλογερή αγάπη προς τον Χριστό και βαθύ ζήλο για το Γένος πραγματοποίησε τέσσερις μεγάλες περιοδείες, διαβαίνοντας όλη σχεδόν την Ελλάδα, που προκαλούν κατάπληξη και θαυμασμό. «Όπου αν επήγαινεν ο τρισμακάριστος, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, και άκουαν μετά κατανύξεως, και ευλαβείας την χάριν και γλυκύτητα των λόγων του, και ακολούθως εγίνετο και μεγάλη διόρθωσις, και ωφέλεια ψυχική»”.
Η διδασκαλία του ήταν «απλούστατη, ωσάν εκείνη των αλιέων ήταν γαλήνιος, και ησύχιος, όπου εφαίνετο καθολικά, να ήναι γεμάτη από την χαράν του ιλαρού, και ήσυχου Αγίου Πvεύματoς».
Η επίδραση του στον λαό ήταν τεράστια. Πλήθη λαού συγκεντρώνονταν ν’ ακούσουν τον θεόπνευστο ιεροκήρυκα. Επειδή καμμία εκκλησία δεν τους χωρούσε, αναγκαζόταν να κηρύττει στην ύπαιθρο, στήνοντας ένα σταιυρό κι ανεβαίνοντας σ’ ένα σκαμνί, γιατί ήταν και κοντός. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις κι έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του. Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας το κήρυγμα του έδωσε πολλούς καρπούς: «τους αγρίους ημέρωσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους άσπλάγχνους και ανελεήμονας έδειξεν ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας, και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος».
Τά κηρύγματα του συνόδευαν θαύματα και προφητείες. Οι καταπληκτικές προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του Γένους, στο μέλλον προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος και στις εφευρέσεις της επιστήμης. Πολλές από αυτές εκπληρώθηκαν με πιστή ακρίβεια.
Παντού ίδρυε εκκλησίες και σχολεία και με πάθος ενδιαφερόταν για τη μόρφωση των υποδούλων. Τους πλουσίους έβαζε ν’ αγοράζουν κολυμβήθρες για τις βαπτίσεις των χριστιανών, βιβλία, σταυρούς και κομποσχοίνια, που τα μοίραζε στους πιστούς ως ευλογία.
Ο άγιος Κοσμάς απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους Τούρκους, οι όποιοι ήταν ακροατές των διδαχών του και δωρητές του. Τον μισούσαν όμως θανάσιμα οι Εβραίοι, επειδή μετέφερε τα παζάρια των χριστιανών από την Κυριακή στο Σάββατο. Τον συκοφάντησαν στις τουρκικές αρχές και με πολλά χρήματα προς τον Κούρτ Πασά του Βερατίου κατόρθωσαν να επιτύχουν τη θανάτωση του. Ο άγιος με χαρά άκουσε την καταδίκη του.
Τον κρέμασαν από ένα δένδρο στο χωριό Κολικόντασι και το λείψανο του το έριξαν στα νερά του πόταμου Άψου. Παρά την πέτρα που του είχαν δέσει στον λαιμό, το λείψανο επέπλεε. Βρέθηκε από τον ιερέα Μάρκο κι ενταφιάσθηκε στη μονή της Θεοτόκου Αρδονίτσας Β. Ηπείρου, όπου και ανευρέθη.
Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεως του ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20.4.1961. Ακολουθία και βίο του έγραψαν ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Σαπφείριος Χριστοδουλίδης, ο Θωμάς Πασχίδης και ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Πολλοί νεώτεροι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τον βίο και το έργο του μεγάλoυ αγίου. Πλήθος εικόνων, χαλκογραφιών, ζωγραφιών και σχεδίων φανερώνουν την τιμή και την ευγνωμοσύνη του Γένους για τον λαμπρό αστέρα του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αύγουστου.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΜΩΥΣΕΩΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΥΓΔΟΝΙΑ
http://www.impantokratoros.gr/41F01526.el.aspx
——
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γέροντας του σκλαβωμένου γένους
Αρχιμανδρίτου Λ.Μ.Γ.
Α’.
Κάποτε ο Κύριός μας, παρατηρώντας το πλήθος του λαού που τον ακολουθούσε, τους συμπόνεσε, καθώς τους είδε να είνε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Γιατί πρόβατα χωρίς ποιμένα μένουν αφρόντιστα, νηστικά και διψασμένα, απροστάτευτα από κινδύνους και επιθέσεις λύκων. Και τότε στους μεν μαθητάς του είπε «Παρακαλέστε τον Κύριο να βγάλη εργάτες για τον θερισμό του» (Ματθ. 9,36-38), ο ίδιος δε «άρχισε να διδάσκη πολλά πράγματα» τον λαό, και τέλος φρόντισε και για την υλική διατροφή τους στο έρημο εκείνο μέρος που βρίσκονταν (Μάρκ. 6,34 κ.ε.).
Ο Χριστός, ο δημιουργός και σωτήρας μας, φροντίζει πάντοτε για όλους. Όταν ήταν στη γη, φρόντιζε ο ίδιος αυτοπροσώπως· εν συνεχεία, από της αναλήψεώς του στους ουρανούς και εξής, ανέθεσε τη φροντίδα αυτή στους αγίους αποστόλους, και αυτοί πάλι στους διαδόχους των.
Έτσι ο Κύριος, διά της Εκκλησίας του και των απεσταλμένων του, συνεχίζει απαύστως να φροντίζη για όλη την ανθρωπότητα, για όλα τα πλάσματά του. Φροντίζει δε για τον όλο άνθρωπο, και ως ψυχή και ως σώμα, αφού με την ενανθρώπησί του τον ανέλαβε ολόκληρο. Τον φωτίζει με την αλήθεια που του αποκαλύπτει, τον κατευθύνει με τις εντολές που του δίνει, τον οδηγεί με το παράδειγμα του επί γης βίου του, τον θεραπεύει από τις ασθένειές του με την θαυματουργό χάρι που του χορηγεί, τον παιδαγωγεί και τον παιδεύει όταν παρεκκλίνη από το δρόμο του, τον προστατεύει με τη σκέπη των αγγέλων του. Εκείνος είνε ο κατ’ εξοχήν φροντιστής και οδηγός, και στα ίχνη του Κυρίου ακολουθούν έπειτα οι εντολοδόχοι του, οι απόστολοι, οι πατέρες και οι διδάσκαλοι, όλοι οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Η ιστορία μαρτυρεί, ότι ήλθαν περίοδοι που ορισμένοι εργάτες της Εκκλησίας, όταν το εκάλεσε ειδική και επείγουσα ανάγκη, πέρα από το καθαρώς πνευματικό έργο ανέλαβαν και τη φροντίδα να σώσουν το λαό από δεινές περιστάσεις, εκτεινόμενοι θα έλεγε κανείς πέρα των αυστηρώς εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων τους (λ.χ. ο ι. Χρυσόστομος ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και ο επίσκοπός του Φλαβιανός όταν έγινε εκεί η καταστροφή των ανδριάντων και μεσολάβησαν να αποτραπή η σκληρή τιμωρία από τον αυτοκράτορα, ή ο πατριάρχης Σέργιος στην Κωνσταντινούπολι όταν έλειπε ο Ηράκλειος και κινδύνευε η Πόλις και ενίσχυσε την άμυνα, κ.ά.).
Και αργότερα, όχι σπανίως αλλά πολύ συχνά, κληρικοί πρωτοστάτησαν σε εθνικούς αγώνες (όπως ο Παπαφλέσσας στο Μοριά, ο Αθανάσιος Διάκος στη Ρούμελη, ο Ρωγών Ιωσήφ στο Μεσολόγγι, ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης στο Μακεδονικό αγώνα, ο Χρυσόστομος Σμύρνης στη Μικρασιατική καταστροφή, ή επί των ημερών μας ο Σεβαστιανός Κονίτσης για τα δίκαια της Β. Ηπείρου). Κάποτε μάλιστα ωρισμένοι ιεράρχαι ανεδέχθησαν και εθναρχικά ακόμη καθήκοντα (όπως λ.χ. ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ κατά την τουρκοκρατία ή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλεύς Δαμασκηνός επί γερμανικής κατοχής), δυστυχώς όμως όχι πάντοτε προσωρινά (όπως ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος επί αγγλικής κατοχής). Στις περιπτώσεις αυτές μπορούμε να πούμε, ότι η ποιμαίνουσα Εκκλησία, υπερβαίνουσα τα όρια της αποστολής της, που είνε να οδηγή τις ψυχές στην οδό προς την ουράνιο πατρίδα, ή κάποτε και εκτρεπομένη από αυτήν, υπέστη χάριν του ποιμνίου της μίαν «κένωσιν», όπως έλεγε ο αείμνηστος μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Επρεπε άραγε να γίνη αυτό; Αν ο άνθρωπος έχη και υλικές – βιοτικές ανάγκες, δεν μπορεί ο πνευματικός του πατέρας να αδιαφορήση γι’ αυτές, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου που μνημονεύσαμε. Το ότι τις περισσότερες φορές ήταν ανάγκη κληρικοί να παίξουν και αυτό το ρόλο, το ομολογούν εμμέσως ακόμη και εχθρικώς διακείμενοι προς την Εκκλησία. Μπορεί από το ένα μέρος να τους ακούτε να μιλούν για «διακριτούς ρόλους» και να θέλουν να περιορίσουν την Εκκλησία εντός των ι. ναών μόνο ή να εποφθαλμιούν την εκκλησιαστική περιουσία, από το άλλο όμως μέρος θα τους ακούσετε να της ζητούν πάντοτε να προσφέρη οικονομική βοήθεια και να απαιτούν να δίνη το παρών σε δύσκολες στιγμές της ζωής του λαού. Δεν έθεταν λ.χ. το ερώτημα «Πού ήταν η Εκκλησία τον καιρό της δικτατορίας;…»; Τι σημαίνουν αυτά; ότι σε τέτοιες ώρες επιθυμούν την παρέμβασί της και δεν θεωρούν ότι έτσι εξέρχεται των ορίων της.
Πάντως, εκτός από τις περιπτώσεις αναλήψεως θεσμικής εξουσίας (προέδρου δημοκρατίας ή αντιβασιλέως), που είνε σχετικώς λίγες, σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις κληρικοί ανέλαβαν τον άτυπο αλλά πολύ ουσιαστικό ρόλο του οδηγού του λαού, χωρίς καθόλου να εκτραπούν από την αποστολή τους αλλά «πληροφορούντες» μάλιστα την διακονία τους (Β’ Τιμ. 4,5). Αντιμετώπισαν τον άνθρωπο στην ολότητά του, όχι μόνο σαν άυλη ψυχή άλλα και ως σωματική ύπαρξι, έσκυψαν πάνω του με στοργή και ήλθαν αρωγοί σε όλες τις ανάγκες του, φροντίζοντας για όλες τις πλευρές της ζωής του.
Μία τέτοια αγνή, αγία και μαρτυρική εκκλησιαστική μορφή, που σπλαχνίστηκε όπως ο Κύριος τους αδελφούς του ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και ήσκησε το ανεκτίμητο έργο της καθοδηγήσεως του λαού μας στα δύσκολα χρόνια της μακράς δουλείας υπό τους Οθωμανούς, είνε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τον οποίο τιμά σήμερα όλη η Όρθοδοξία και ιδιαιτέρως η ι. αυτή μονή, που σεμνύνεται επ’ ονόματί του, πανηγυρίζει τη μνήμη του, και φιλοξενεί το Η’ τούτο Πνευματικό Συμπόσιο με θέμα «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γέροντας του Γένους, τότε και σήμερα».
Β’.
Το Γένος μας, μέσα στη μακροχρόνια εκείνη σκλαβιά, ζητούσε κυβέρνησι να το διοίκηση, ζητούσε δασκάλους να το φωτίσουν, ζητούσε παπάδες να το αγιάσουν, ζητούσε οπλαρχηγούς να το ελευθερώσουν. Κυρίως όμως του χρειαζόταν ένας άγιος Γέροντας, ν’ άνάψη φως μπροστά του, ν’ αναλάβη όλη τη φροντίδα του, να το κατευθύνη· αυτός να το ξυπνήση από το λήθαργο, να το πάρη σαν μικρό παιδί από το χέρι, να το βάλη κάτω από το πετραχήλι του και να το ειρηνεύση, να του ανοίξη τα μάτια με το Ευαγγέλιο, να το διδάξη με τη σοφία του και να το παιδαγωγήση με την πείρα του. Και η θεία Πρόνοια έστειλε τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό· που δεν ήταν βέβαια ο μόνος (βλ. επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 200526, σελ. 34, σημ. 7), μπορούμε όμως να πούμε ότι ήταν ο κατ’ εξοχήν απεσταλμένος Της τότε για το λαό μας.
Ο άγιος Κοσμάς ήταν η απάντησι του Θεού στις προσευχές και τα αιτήματα, τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς των επί αιώνες σκλάβων. Ήταν ο Γέροντας που ζητούσαν.
Όταν λέμε Γέροντας, στην εκκλησιαστική γλώσσα, δεν εννοούμε τόσο τον γηραλέο, τον μεγάλο στην ηλικία -χωρίς ν’ αποκλείεται να συντρέχη και το στοιχείο τούτο. Στη μοναχική ειδικά ορολογία Γέροντας είνε ο ηγούμενος μιας αδελφότητος ή συνοδείας, αυτός που έχει τη γενική ευθύνη για όλη τη ζωή του κοινοβίου. Στο μοναστήρι ο Γέροντας είνε αυτός που προνοεί για τη διαποίμανσι των μοναχών (την εξομολόγησί τους, την εξαγόρευσι των λογισμών, την παρακολούθησι της πνευματικής πορείας τους, τον έλεγχο της ζωής και της καταστάσεως τους, την στήριξί τους με συμβουλές και οδηγίες στον αγώνα τους, την ενίσχυσι και παρηγοριά τους στις θλίψεις, τη θεραπεία τους από τα πάθη και τα ψυχικά τραύματα, την κατάρτισι και την πρόοδό τους κατά Χριστόν), αυτός δηλαδή που νοιάζεται για την αιώνια σωτηρία τους. Ο Γέροντας όμως δεν αδιαφορεί και για τις υλικές ανάγκες των μοναχών του, την τροφή και το ένδυμά τους, την ασφαλή διαβίωσί τους, την προστασία από κινδύνους, την σωματική υγεία ή τη θεραπεία τους από ασθένειες, πολλές φορές ακόμη και για ανάγκες οικείων και συγγενών τους.
Αλλά στην ορθόδοξο Εκκλησία ο όρος Γέροντας επεκτείνεται, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, και στους λαϊκούς που ζουν στον κόσμο, ακούνε την εντολή του Κυρίου «έσεσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48), και έχουν ζωντανό υπόδειγμα τη ζωή αγίων μοναχών, αφού κατά τον πατερικό λόγο οι μοναχοί είνε φως για το λαό όπως γι’ αυτούς φως είνε οι άγγελοι. Έτσι και σ’ εκείνους τους πιστούς που ζουν μεν στον κόσμο αλλ’ αποζητούν ανώτερα στάδια πνευματικής ζωής, χρειάζεται ένας Γέροντας. Ο γέροντας είνε κάτι παραπάνω από τον απλό εξομολόγο· είνε ο πνευματικός γεννήτωρ και τροφεύς, ο φροντιστής και κηδεμών, ο δάσκαλος και παιδαγωγός, ο ιατρός και θεραπευτής, ο έμπειρος οδηγός εκείνων που τον ακολουθούν.
Όλα λοιπόν αυτά ήταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για ολόκληρο το Γένος μας την εποχή εκείνη. Το βλέπει κανείς αυτό μελετώντας τον βίο και τη διδασκαλία του. Η αποστολή που ανέλαβε, όπως γράφει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος στο σχετικό γνωστό έργο του, ήταν «να πολεμήση τον Εωσφόρον, να πολεμήση το θηρίον εις τα ιδιά του κέντρα. Ν’ αφυπνίση συνειδήσεις βεβαρημένας. Να παρηγορήση. Να σπογγίση δάκρυα. Ν’ αναπτερώση το φρόνημα, να θερμάνη το συναίσθημα των πιστών, να σταματήση το κύμα του εξισλαμισμού, να υψώση κέρας χριστιανών Ορθοδόξων, να πέση επί τέλους μαχόμενος διά την Πίστιν» (Κ. 36-7).
Ο άγιος Κοσμάς, όπως είνε γνωστό, δεν εργάσθηκε σε μία μόνο περιοχή της πατρίδος, αλλά την διέτρεξε όλη με τις περιοδείες του. Κι αυτό όχι σε μία ειρηνική περίοδο αλλά μέσα στα μαύρα χρόνια της επί αιώνες παρατεινομένης οθωμανικής σκλαβιάς, που απειλούσε με αλλαξοπιστία, με πνευματικό θάνατο αλλά και με φυσικό – εθνολογικό αφανισμό τους Έλληνες. Πήρε απ’ το χέρι το γένος μας – το πνευματικοπαίδι του, και το έβγαλε απ’ το σκοτάδι στο φως της ζωής, στον ευλογημένο δρόμο του Χριστού, σ’ ένα νέο στάδιο εθνικού βίου. Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίζεται ως «ο Γέροντας του σκλαβωμένου Γένους». Αυτός σαν πατέρας το γέννησε εν Χριστώ, αυτός σαν γιατρός το γιάτρεψε, αυτός σαν δάσκαλος το μόρφωσε, αυτός σαν έμπειρος οδηγός το κυβέρνησε.
Γ’.
Διαβάζοντας λοιπόν τις Διδαχές του μπορεί κανείς να δη τους τομείς στους οποίους εκτάθηκε η μέριμνά του για το λαό.
Πρώτη φροντίδα του βέβαια ήταν να οδηγήση το γένος στην οδό της σωτηρίας. Κήρυττε τη μετάνοια. Καλούσε στην επίγνωσι του μόνου αληθινού εν Τριάδι Θεού και σε επιστροφή σ’ Αυτόν διά μετοχής στην εν Χριστώ απολύτρωσι. «Τι καρτερούμε, αδελφοί μου;» ρωτούσε· «σήμερον αύριον το τέλος του κόσμου· διά τούτο φροντίζετε να διορθωθήτε» (Κ. 272). Για τους βαρέως αμαρτήσαντας επρόβαλλε ως πρότυπο μετανοίας αγίους, όπως την οσία Μαρία την Αιγυπτία, και προέτρεπε επειγόντως· «Ανίσως και είνε κανένας από σας ωσάν την οσίαν Μαρίαν, αυτήν την ώραν να κλαύση και μετανοήση, τώρα όπου έχει καιρόν, και ας είνε βέβαιος ότι θα σωθή καθώς και η οσία Μαρία» (Κ. 142).
Τόνιζε τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, αποκλειστικής ταμιούχου της θείας χάριτος, καθώς και την υπεροχή της Ορθοδόξου πίστεως έναντι όλων των άλλων δογμάτων, θρησκευμάτων και πίστεων Ανατολής και Δύσεως (μωαμεθανών – εβραίων, πάπα – ορθολογιστών). Δεν προέβαλλε έναν αδογμάτιστο χριστιανισμό· καλλιεργούσε στους ακροατάς του την ομολογιακή ακρίβεια και την προσήλωσι στα ορθόδοξα δόγματα. «Να ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί», έλεγε, «και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος» (Κ. 132).
Σκοπός του ήταν να μορφωθούν οι ακροαταί του εν Χριστώ και ν’ αποκτήσουν γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Δεν περιωριζόταν στο να διαμορφώνη στις ψυχές τους μία επιφανειακή θρησκευτικότητα, αλλά ύψωνε τον πήχυ καλώντας τους σε ολοένα ανώτερη πνευματική ζωή.
Κέντρο της εν Χριστώ ζωής ώριζε το ναό με τις ακολουθίες του, συνδέοντας αχώριστα το κήρυγμά του με συμμετοχή στη λατρεία και τα ιερά μυστήρια. Γι’ αυτό καλούσε· «Να συμμαζωχθήτε εις τις οχτώ ώρες, να διαβάσωμεν τον Εσπερινόν μας, να ειπούμε και μίαν Παράκλησιν, να βάλωμεν την Δέσποινα μας την Θεοτόκον μεσίτρια, να μεσιτεύση εις τον Χριστόν, επειδή και ο Υιός της είνε ωργισμένος κατά πάνου μας από τις πολλές μας αμαρτίες και θέλει να μας καταποντίση» (Κ. 272). Και κάποια άλλη φορά, έχοντας μιλήσει για το δύσκολο θέμα του τριαδικού δόγματος, που λογικώς δεν κατανοείται, είπε· «Είνε και άλλος τρόπος να καταλάβετε την παναγίαν Τριάδα. Πώς; Να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα άχραντα μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν, και τότε θα σας φωτίση η χάρις του παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα…» (Κ. 107-8). «Με πόσην πίστιν ομιλεί περί της αγίας Τριάδος ο άγιος Κοσμάς!», παρατηρεί ο μητροπολίτης Αυγουστίνος που εξέδωκε τις Διδαχές του και τον έκανε ευρύτερα γνωστό. «Την διδασκαλίαν περί της αγίας Τριάδος θεωρεί θεμελιώδη αλήθειαν της Ορθοδόξου πίστεως. Δεν θέλει καμμίαν πνευματικήν επαφήν με αιρετικούς που δεν παραδέχονται την αλήθειαν ταύτην. Των τοιούτων θεός είνε ο… διάβολος!» (έ.α., σημ. 19).
Έτσι ο άγιός μας απεδείχθη απλανής οδηγός των ορθοδόξων στην πορεία προς τον παράδεισο.
Ωστόσο, βλέποντας την άγνοια που είχαν και το πνευματικό σκοτάδι που κυριαρχούσε, συγκατέβαινε και ερχόταν στο επίπεδο τους. Διότι είνε γεγονός ότι βρήκε τους Έλληνες σε χαμηλή πνευματική στάθμη. Γι’ αυτό άρχιζε από το άλφα, από τα στοιχειώδη, δι¬δάσκοντας ακόμα και πώς θα μπουν στην εκκλησία και πώς θα κάνουν το σταυρό τους. «Εμβαίνετε, αδελ¬φοί μου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την έκκλησίαν με φόβον και τρόμον και να μη κάμνετε κουβέντες· και να μη εμβαίνετε μέσα εις την έκκλησίαν διά να βλέπετε οι άνδρες τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άνδρας, αλλά να κάμνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τας αμαρτίας σας» (Κ. 213). Αλλού πάλι λέει πιο συγκεκριμένα· «Ακού¬σατε, αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει…», και εξηγεί τις κινήσεις του χεριού και τη σημασία τους (Κ. 155). Δεν έμενε όμως στα στοιχειώδη· προχωρούσε. Μυούσε, όλους αδιακρίτως, στη ζωή της προσευχής, της νήψεως και της ασκήσε¬ως λέγοντας· «Σας συμβουλεύω να κάμετε από ένα κομβολόγι (= κομποσχοίνι) μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε· Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου» (Κ. 154-5).
Εχοντας όμως ο άγιος Κοσμάς το βλέμμα στραμμένο στη βασιλεία των ουρανών δεν αδιαφορούσε για το ηθικό επίπεδο της επιγείου ζωής των συμπατριωτών του, αφού ως γνωστόν από την εδώ διαγωγή εξαρτάται η εκεί καταταγή. Έβλεπε πόση αξεστοσύνη και βαρβαρότης είχε επικρατήσει και, για να τους φέρη σε συναίσθησι, ρωτούσε· «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία;» (Κ. 150). Γι’ αυτό ο σοφός Γέροντας φρόντιζε και για τον εξευγενισμό των χαρακτήρων και την ειρηνική κοινωνική συμβίωσι των σκλάβων αδελφών του.
Πώς να μαλάξη τις σκληρές καρδιές; Ένας θεοδίδακτος τρόπος που χρησιμοποιούσε ήταν να ταπεινώνεται ο ίδιος μπροστά τους, δίδοντας έτσι το παράδειγμα. Ποιος μπορούσε να μείνη ασυγκίνητος όταν π.χ. τον άκουγε να λέη δημοσία «Με βλέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είνε γεμάτα υπερηφάνειαν, και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας»; (Κ. 117).
«Θαυμάζομεν εδώ», σημειώνει ο π. Αυγουστίνος, «όχι μόνον το βάθος της ταπεινώσεως του αγίου Κοσμά, αλλά και τον παιδαγωγικόν τρόπον, με τον οποίον καθοδηγεί τους ακροατάς του, ίνα ανακαλύψουν και τα τελευταία ίχνη της υπερηφάνειας, η οποία κατορθώνει να παρεισδύη παντού…» (Κ. 117, σημ. 21). Αλλά το ύψιστο υπόδειγμα ταπεινώσεως είνε ασφαλώς ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός· και ο άγιος Κοσμάς, όταν διδάσκοντας φθάνη στην εξιστόρησι του ιερού νιπτήρος την εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης, λέει· «Ο Κύριος …επήρε και έπλυνε τα πόδια των αγίων αποστόλων, διά να σου δείξη παράδειγμα και εσένα, και βασιλεύς να είσαι, πάντοτε να ταπεινώνεσαι και να τιμάς εκείνον τον πτωχόν…» (Κ. 267). Στηλίτευε την υπερηφάνεια και σκληροκαρδία λέγοντας· «Πρέπει να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμέν τινα ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον, μας φαίνεται ν’ ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλωμεν μέσα· και όταν ιδούμέν τινα υπερήφανον, τον βλέπομεν ως διάβολον, γυρίζομεν το πρόσωπόν μας εις άλλον μέ¬ρος να μη τον βλέπωμεν (Κ. 116-7). Πόση αλήθεια, πόση ψυχολογική πραγματικότητα κλείνουν τα λόγια αυτά!
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε ο άγιός μας για την καταλλαγή και συμφιλίωσι των πιστών μεταξύ τους. Τους προέτρεπε να αλληλοσυγχωρούνται δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. «Παρακαλώ σας, αδελφοί μου, να ειπήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς· Συγχωρήσατε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας (Κ. 133). Επιμένοντας στο δύσκολο τούτο ζήτημα, που δημιουργεί συχνά η αδικία μεταξύ συνανθρώπων, λέει πάλι αλλού·
«Να κλαύσης και να παρακάλεσης να σε συγχωρήση ο Θεός διά τας ιδικάς σου αμαρτίας. Ολοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος οπού τον αδίκησες» (Κ. 176). Στην ακραία δε και απευκτέα περίπτωσι που η διαφορά μεταξύ δύο ορθοδόξων αδελφών πρέπει να οδηγηθή σε δικαστήριο, ο άγιος Κοσμάς θεωρούσε μεγάλη αμαρτία οι Χριστιανοί να καταφεύγουν στους αλλόθρησκους κατακτητάς και συνιστούσε να καταφεύγουν στον επίσκοπο· «Αν σου πταίση ο αδελφός σου ή άλλος χριστιανός, πήγαινε τον εις τον δεσπότην και μη τον πηγαίνεις εις κρίσιν των Τούρκων, ότι μεγάλην αμαρτίαν έχεις και θέλεις κολασθή αιώνια» (Κ. 294).
Την προσπάθειά του για εξημέρωσι και εξευγενισμό του λαού συνοψίζει σε τρία σημεία λέγοντας· «Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είνε η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά· έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. [Το πρώτον είνε] να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των, και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτειάσουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, διά να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είνε οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου» (Κ. 201). Άλλοτε πάλι τον ακούμε να συνιστά ως αναγκαία τέσσερα πράγματα· εξομολόγησι, αγάπη, εκκλησιασμό, ελεημοσύνη (Κ. 291).
Πάσχιζε να περικόπτη την εγωιστική αυτάρκεια και τις διχαστικές διακρίσεις μεταξύ των συνανθρώπων, αλλά -και τούτο αξίζει να το προσέξουμε ιδιαιτέρως- χωρίς και να εξισώνη συγκρητιστικά την Ορθόδοξο πίστι με τα διάφορα θρησκεύματα, που «αλώνιζαν» τότε στην σκλαβωμένη πατρίδα. Έτερον εκάτερον. «Όλοι οι άνθρωποι», έλεγε, «είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί· μόνον η πίστις μας χωρίζει» (Κ. 128). Δηλαδή· συμβιώνουμε μεν ανεκτικά και με αλληλοσεβασμό όλοι μαζί στον παρόντα κόσμο -σιτάρι και ζιζάνια κατά την παραβολή του Κυρίου-, αλλά δεν ξεχνάμε ότι με κάποιους διαφέρουμε στην πίστι. Αλλοίμονο αν, εν ονόματι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως, είμαστε έτοιμοι να νοθεύσουμε, έστω και λίγο, την πίστι μας. Και αυτό που κήρυττε το εννοούσε και το τηρούσε. Αν δεν υπήρχε πράγματι αυτή η στερεά προσήλωσι στην Ορθόδοξο πίστι, ούτε ο ίδιος ο άγιος Κοσμάς θα ετιμάτο σήμερα ως ιερομάρτυς ούτε το πλήθος των άλλων νεομαρτύρων της τουρκοκρατίας θα είχαν αγιάσει. Θα μπορούσαν και εκείνοι, επικαλούμενοι τις όντως έκτακτες και αφόρητες συνθήκες, να επινοήσουν συναινετικές «φόρμουλες» και άγνωστα ως τότε θρησκευτικά σχήματα και μορφώματα, εκκλησιολογικώς αθεμελίωτα και αστήρικτα, ώστε να δικαιολογούν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, και να μη εμφανίζωνται στους κατακτητάς Οθωμανούς και στους κυριάρχους εβραίους ανυπότακτοι και στους ασύδοτους δυτικούς (παπικούς και προτεστάντες) αντιδραστικοί, διχαστικοί, ασύμβατοι με το κατεστημένο και τελικά οβελιστέοι, ήγουν άξιοι μαρτυρικού θανάτου.
Στα κοινωνικά ζητήματα ο άγιος Κοσμάς δίδασκε την ισότητα ανδρός και γυναικός και χτυπούσε τον αντρικό εγωισμό. «Ανίσως, αδελφοί μου», έλεγε, «και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς· ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν, τι μας ωφελεί;
Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ που περιπατώ και διδάσκω· είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και με ήκουσαν ευθύς» (Κ. 121). «Εδώ ο άγιος κτυπά τον ανδρικόν εγωισμόν και εξαίρει την ευσέβειαν της γυναικός, της οποίας η καρδία ευκολώτερον μαλακώνει και δέχεται τον λόγον του Θεού…», σημειώνει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης (Κ. 121, σημ. 22).
Μέσα όμως στην οικογένεια, σύμφωνα με τον θείο νόμο, συνιστά «να είναι ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζύρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν η κεφαλή και η γυναίκα ωσάν το σώμα» (Μ. 134). Διδάσκει τις γυναίκες να είνε ταπεινές, ολιγόλογες, σκεπασμένες με το φόβο του Θεού. «Αφήσατε την υπερηφάνειαν», τους έλεγε, «και κάμετε ταπεινοσύνην. Μη βάνετε εις την κεφαλήν σας ασήμια και μαλάματα και κόκκινα και κίτρινα μανδήλια, αμή άσπρα μανδήλια και νέες και γερόντισσσες και αρχόντισσες και πτωχές» (Κ. 294). «Να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα» (Κ. 124). Στον γάμο ομως εκήρυττε ότι η Εκκλησία οφείλει -μερίμνη του Ιερέως- να διασώζη την ελευθερία της γυναίκας· δεν πρέπει η γυναίκα να οδηγήται σε γάμο με κάποιον που αυτή δεν θέλει και της τον επιβάλλουν. Προέβαλλε θερμά την πολυτεκνία και εγκωμίαζε την ανεμπόδιστη τεκνογονία. Πολλά δίδασκε γύρω και από την χριστιανική διαπαιδαγώγησι των παιδιών.
Ήλεγχε την πλεονεξία και συνιστούσε την απλότητα, την αυτάρκεια και τον περιορισμό στα αναγκαία. Θερμά προέτρεπε στην ελεημοσύνη, που είνε έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον. Συχνά καυτηρίαζε τη φιλαργυρία λέγοντας· «Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η φιλαργυρία;… Εκαταλάβατε, αδελφοί μου, το νόημα, όποιος έχει το πάθος της φιλαργυρίας τι παθαίνει; Παθαίνει καθώς έπαθε και ο Ιούδας» (Κ. 271). Ο φιλόλογος Ιωάννης Μενούνος, που εξέδωκε τις Διδαχές του αγίου Κοσμά μετά από πολυετή επιστημονική μελέτη, γράφει· «Η ταπείνωση, που την επαινεί, και η περηφάνεια, που την καταδικάζει, είναι ένα ακόμη από τα θέματά του. Νομίζω ότι η συχνή αναφορά του σ’ αυτό το σημείο γίνεται για να χτυπηθούν οι πλούσιοι καθώς και οι αγέρωχοι κοτσαμπάσηδες και να εξυψωθεί από το άλλο μέρος το φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού που ζούσε φτωχικά» (Μ. 85).
Τέλος το ζήτημα της αργίας της Κυριακής, στο οποίο ο άγιος Κοσμάς επέμενε, τον έκανε μισητό στους Εβραίους. Με την επίδρασι του κηρύγματός του τα παζάρια έπαυσαν να γίνωνται Κυριακή -πράγμα που δείχνει και πόσο τον άκουγε ο λαός- και μεταφέρθηκαν το Σάββατο που οι Εβραίοι έχουν αργία. Αυτό όμως έπληττε τα συμφέροντά τους, και γι’ αυτό με τις διαβολές τους στους Τούρκους προκάλεσαν το μαρτυρικό θάνατο του. «Τις Κυριακές να μη δουλέψητε ολότελα. Μήτε να πωλήσετε μήτε να αγοράσητε, ούτε χωράφι ούτε αμπέλι να κοιτάζετε, μήτε να φωκαλίζετε τα αχούρια σας· μονάχα να διαβάζετε βιβλία, να μαθαίνετε το καλόν και το τέλος της ζωής μας, ότι όλοι θέλομεν αποθάνει καθώς το βλέπομεν καθ’ εκάστην» (Κ. 294).
Δεν πρέπει να παραλείψουμε την προσφορά του αγίου μας στην παιδεία του σκλαβωμένου Γένους. «Θερμός φίλος της μορφώσεως των Ελληνοπαίδων ήτο ο άγιος Κοσμάς», γράφει ο μητροπολίτης Αυγουστίνος. «Αλλ’ ως θεμέλιον της μορφώσεως αυτής έθετεν απαραιτήτως τον φόβον του Θεού, την καλλιέργειαν της ευσέβειας, της αρετής…» (Κ. 131, σημ. 25). Τα γράμματα τα έβλεπε άμεσα συνδεδεμένα με την πνευματική κατάρτισι και την εκκλησιαστική ζωή των Χριστιανών. «Καλύτερα», έλεγε, «να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν· το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Μ. 142, 209).
Είνε γνωστό ότι με δική του μέριμνα, όπως δείχνουν και οι σωζόμενες επιστολές, ιδρύθηκαν στην υπόδουλη πατρίδα πλήθος σχολεία για στοιχειώδη και μέση εκπαίδευσι. Αυτά λειτουργούσαν υπό την επίβλεψι επιτρόπων, που διώριζε εκείνος κατά τόπους, και αυτά καλλιέργησαν τα γράμματα, τη χριστιανική πίστι και την εθνική συνείδησι. Επιμόνως συνιστούσε, να μιλούν όλοι ελληνικά, δημοσίως και κατ’ οίκον. Προκειμένου να πείση τους Έλληνες να σταματήσουν να μιλούν αρβανίτικα, φθάνει στο σημείο να πη τούτο τον τολμηρό λόγο· «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνου να μου το ειπή, και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθη έως τώρα, και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουνε και να λάβη μίαν συγχώρεσιν, οπού, αν έδινε χιλιάδες πουγγιά, δεν την εματάβρισκε» (Μ. 207-8).
Μαζί με τη μέριμνά του για να έχουν οι υπόδουλοι σχολείο και δάσκαλο, ο άγιος Κοσμάς φρόντιζε και για τον ι. κλήρο. Διεζωγράφιζε το αγγελικό ύψος του λειτουργήματος της ιερωσύνης, την ασύγκριτη εξουσία του ιερέως να τελή τα ιερά μυστήρια και να συγχωρή αμαρτήματα, την απαιτουμένη καθαρότητά του, την άψογη προσωπική του ζωή και την υποδειγματική οικογενειακή του κατάστασι. Υπεδείκνυε κριτήρια για την επιλογή των καταλλήλων ως υποψηφίων για χειροτονία και την ανάγκη αυτοί να γνωρίζουν γράμματα.
Απέκλειε την αυτοπροβολή και τη σιμωνία. Στις ψυχές των κληρικών προσπαθούσε να αναζωπυρώνη το χάρισμα που είχαν λάβει, για να εκτελούν τη διακονία τους όχι ως αγγαρεία και βιοπορισμό αλλά με αγάπη στο ποίμνιό τους και όσο το δυνατόν περισσότερο αποδοτικά. Τους ήθελε φιλακόλουθους και εργατικούς, να λειτουργούν καθημερινώς. «Η αγία μας Εκκλησία», έλεγε, «είνε μία πηγή, και ποτίζει όλους τους διψασμένους· και πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς, διά να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώραν από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Κ. 298). Ως προς την εγκυρότητα, τέλος, των μυστηρίων που τελούν οι ιερείς, ο άγιος Κοσμάς, χωρίς να δικαιολογή και να αμνηστεύη προσωπικά τους αμαρτήματα, την αποσυνδέει από αυτά και την θεωρεί δεδομένη, όπως δείχνει το γνωστό παράδειγμα της βρύσης και του ψόφιου σκύλου.
Ήταν, τέλος, οδηγός και στην πορεία του Γένους προς την εθνεγερσία. Σ’ αυτό συνέβαλε όχι με άμεση ή επιτελική ανάμειξι σε πολεμικές επιχειρήσεις ούτε με ρητές αναφορές και προτροπές επ’ αύτού, αλλά εμμέσως· με την καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας του Γένους, με την υπενθύμισι της αξίας της χριστιανικής ιδιότητος και προ παντός με το ξύπνημα του πόθου για πνευματική απελευθέρωσι από τα πάθη. Ο μελετητής του αγίου μας Ιωάννης Μενούνος γράφει επ’ αυτού·
«Φαίνεται ότι ο Αιτωλός ενθάρρυνε με προφητείες τους υπόδουλους Έλληνες και έκανε λόγο για την απελευθέρωση, “το ποθούμενο”, όπως έλεγε συγκαλυμμένα, καθώς και ότι πρόβλεπε πως οι Χριστιανοί θα κυνηγήσουν τους αντίχριστους ως την Κόκκινη Μηλιά… Υποστηρίχθηκε, χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση, ότι ο Αιτωλός πήρε μέρος στην επανάσταση του 1770 και γενικά εμφανίζεται ως κήρυκας της εξεγέρσεως και της ελευθερίας. Το βέβαιο είναι ότι στις επιστολές δεν έγραψε και στις διδαχές δεν είπε τίποτα σχετικά, το αντίθετο μάλιστα, ενώ οι προφητείες κάνουν λόγο για απελευθέρωση στην τρίτη γενεά από την εποχή του. Φαίνεται δηλαδή πως συνιστούσε την υποταγή στην προσωρινή εξουσία των Τούρκων, πρόβλεπε όμως και προφήτευε την Επανάσταση στο μέλλον. Το βέβαιο είναι ότι οι διδαχές, καθώς και τα σχολεία που ίδρυσε, συγκράτησαν και τόνωσαν τη θρησκευτική και εθνική συνείδηση σ’ ένα μεγάλο μέρος των υποδούλων και μ’ αυτό τον τρόπο ο Κοσμάς έγινε πρόδρομος του ’21» (Μ. 86-7).
Μπορούμε να πούμε ότι, όπως το ευαγγελικό κήρυγμα του αποστόλου Παύλου, χωρίς να ωθή τους δούλους σε εξέγερσι κατά των κυρίων, κατήργησε ο¬ριστικά την κοινωνική δουλεία, έτσι και το αποστολικό κήρυγμα του αγίου Κοσμά, χωρίς να ωθή τους υπόδουλους Έλληνες να πάρουν αμέσως τα όπλα, ετοίμασε ουσιαστικά και θεμελίωσε βαθειά την εθνική τους απελευθέρωσι. Ο απόστολος Παύλος, διδάσκοντας κυρίους και δούλους ότι είνε αδελφοί εν Χριστώ, στην πραγματικότητα κατηύθυνε τη μεγαλύτερη κοινωνική επανάστασι· και ο άγιος Κοσμάς, οδηγώντας τους αδελφούς του στην εν Χριστώ ελευθερία από την άγνοια και τα πάθη, τους χάριζε πνευματική υπεροπλία με την οποία έφθασαν κατόπιν και στην εθνική ελευθερία. Γιατί οποίος δε νικά το μίσος και δεν υψώνεται στην αγάπη, δεν είνε άξιος της ελευθερίας. Το είπε και ο εθνικός ποιητής· «Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά» (Διον. Σολωμού, Ύμνος εις την ελευθερίαν, στροφή 147).
Η μεγάλη δύναμις δεν είνε στα όπλα και στο μακελλειό· η μεγάλη δύναμις βρίσκεται στην προστασία του Θεού, την οποία απολαμβάνουν αυτοί που την ελπίδα τους έχουν μόνο σ’ αυτόν. Σε ένα χαρακτηριστικό σημείο των Διδαχών του ο άγιος Κοσμάς ανοίγει εποπτικό διάλογο και λέει- «Δώσετε μου ένα χαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγένεια σου οπού βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Είπε την αλήθειαν: ο νους σου ευθύς που επήγε; -Εις την πιστόλα. -Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Είπε μου, τώρα οπού δεν βαστάς άρματα, ο νους σου που επήγε; -Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού.
-Λοιπόν έτσι και η ευγένεια σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν» (Μ. 272-3). Και αλλού λέει επίσης· «Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον· άλλος πάλιν, οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιον του, ας είνε και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον» (Κ. 125). «Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας» (Κ. 143). «Όστις έχει πίστιν εις τον Χριστόν μας και είνε καθαρός δεν παθαίνει κανέν κακόν» (Κ. 159).
Καλλιεργώντας λοιπόν την αγάπη, την πίστι και την ελπίδα στο Θεό, θωράκιζε τις ψυχές, ώπλιζε το φρόνημα, φώτιζε το νου και ενίσχυε τη θέλησι. Έτσι ετοίμασε, μακροπροθέσμως και με υπομονή, το έδαφος για την παλιγγενεσία. Όπως σημειώνει ο επίσκοπος Αυγουστίνος, οι προφητείες του αγίου Κοσμά, ιδίως οι αναφερόμενες στην απελευθέρωσι του Γένους, «εξήσκουν τεραστίαν επίδρασιν επί των πνευμάτων των υποδούλων, ανεπτέρωνον το ηθικόν αυτών και ως ζωγόνος ήλιος ελπίδων κατηύγαζον το Πανελλήνιον. Είνε δε γεγονός ότι οι ήρωες του 1821 ενεθαρρύνοντο εις τον υπέρ όλων αγώνα ενθυμούμενοι τάς προφητείας του Αγίου, και προς τον Θεόν της δικαιοσύνης απευθυνόμενοι τας πρεσβείας του αγίου Κοσμά επεκαλούντο διά την νικηφόρον έκβασιν του απελευθερωτικού των αγώνος, ως δεικνύει το δίστιχον τούτο·
“Βοήθα μας, άι Γιώργη, και συ, άγιε Κοσμά, να πάρουμε την Πόλι και την Άγια – Σοφιά”»
(Κ. 335).
Μέ ποιους τρόπους τώρα ο άγιος Κοσμάς ωδήγησε το Γένος στην αναγεννητική πορεία του; Πρώτα-πρώτα με το παράδειγμα της ζωής του, που την χαρακτήριζε η αγάπη για το Θεό και τον αδελφό, και την οποία βεβαίωνε με την αυταπάρνησί του. Έπειτα με το χαριτωμένο λόγο και την απλή διδαχή του. «Εκήρυττε τόσον απλά, ώστε και ένα παιδί ακόμη ηδύνατο να εννοήση.
Εκήρυττε με συναίσθησιν. Εκήρυττε με δάκρυα. Εκήρυττε κάτω από την σκιάν του Σταυρού. Έκοπτε τον πνευματικόν άρτον εις μικρά τεμάχια και τον διένεμεν εις όλους, όπως ο ιερεύς με το άγιον κοχλιάριον μεταδίδει την θείαν Κοινωνίαν, το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Όντως ιερουργίαν επετέλει κηρύττων το Ευαγγέλιον» (Κ. 38). Ως προς τον χρόνο, το σχέδιο και το περιεχόμενο των διδαχών, ο Ιωάννης Μενούνος λέει· «Το κήρυγμα γινόταν πρωινές ή βραδινές ώρες, πριν δηλαδή οι, χωρικοί συνήθως, ακροατές του αρχίσουν τις εργασίες τους ή μετά την επιστροφή από αυτές… Η πρώτη διδαχή γινόταν βράδυ. Θέμα της ήταν η δημιουργία των αγγέλων και του υλικού κόσμου, η πτώση των Πρωτοπλάστων, η έξωσή τους από τον Παράδεισο και η τιμωρία τους τόσο εδώ στη γη όσο και, μετά το θάνατο τους, στον άλλο κόσμο. Το πρωί που ακολουθούσε διδασκόταν η δεύτερη διδαχή. Περιεχόμενο της η διήγηση για τη γέννηση και τη ζωή της Παναγίας, η γέννηση και η ζωή του Χριστού ως τη Μ. Πέμπτη, η προδοσία και αυτοκτονία του Ιούδα. Το δεύτερο τέλος βράδυ ο Κοσμάς κήρυττε την τρίτη διδαχή. Το θέμα τώρα ήταν η Ανάσταση, το έργο των αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστης με κατάληξη τη Δευτέρα Παρουσία, όπου οι αμαρτωλοί τιμωρούνται και οι δίκαιοι αμείβονται. Με τους τρεις αυτούς τύπους διδαχών παρουσιαζόταν ολοκληρωμένη η ιστορία κατά τη χριστιανική διδασκαλία, που αρχίζει από τη δημιουργία του πνευματικού και υλικού κόσμου και καταλήγει στη “συντέλεια του αιώνος”» (Μ. 91-2). Το κήρυγμά του ο άγιος ζωντάνευε συχνά και με την προσωπική επικοινωνία ανοίγοντας διάλογο, όπως είδαμε ανωτέρω.
Γι’ αυτούς τέλος που ήταν μακριά του χρησιμοποιούσε και την αλληλογραφία απευθύνοντάς τους επιστολές, εκ των οποίων σώζονται αρκετές.
Μετά από αυτά ευνόητο είνε το πώς τον έβλεπε ο λαός. Ενώ οι Εβραίοι τον μισούσαν και οι Τούρκοι μόλις τον ανέχονταν, ο απλός λαός τον εμπιστευόταν, ενθουσιαζόταν, κρεμόταν απ’ το στόμα του και τον ακολουθούσε.
Γιατί; Διότι στάθηκε δίπλα στο λαό, όταν άλλοι είχαν φύγει μακριά του στη Δύσι. Ένιωσε τον πόνο και την ανάγκη του. Δεν εκώφευσε. Συγκακουχήθηκε και συγκακοπάθησε με τα σκλαβωμένα παιδιά του.
«Είχε σπλάγχνα πατρικά. Επόνει, συνέπασχε, συνεσταυρούτο με τον καθημερινώς σταυρούμενον επί μυριάδων σταυρών λαόν του Κυρίου. Ησθάνετο τας ανάγκας των χριστιανών, υλικάς και πνευματικάς, ως ιδίας ανάγκας, συνελάμβανε τους ήχους των πόνων των δυστυχούντων της εποχής και, συγκεκινημένος ο ίδιος εκ της θέας της ανθρωπίνης δυστυχίας, με τέχνην ωμίλει, έπληττε τας χορδάς των καρδιών των ακροατών του, προεκάλει την συμπάθειαν, διήγειρεν όσον ουδείς άλλος τα φιλάνθρωπα αισθήματα και με γιγαντιαίαν δύναμιν, την δύναμιν της θείας χάριτος, ώθει τον λαόν προς έργα κοινής αγαθοεργίας. Και τι δεν έπραξεν υπέρ του Γένους ο κοινωφελέστατος ούτος άνθρωπος!» (Κ. 42-3). Δίδαξε τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, οικογενειακή αγωγή, αγωγή πολίτου, οικολογική αγωγή, πολιτιστική αγωγή, τα πάντα.
Αν σήμερα η διδαχή του βρίσκη τόση ανταπόκρισι και μιλάη τόσο ζωντανά σ’ εμάς, φαντάζεται κανείς τι απήχησι είχε στους προγόνους και προπάτορές μας. Σαν ποθητή βροχή έπεφταν τα λόγια του και σαν διψασμένη γη τα ρουφούσαν οι ψυχές τους. Μετά τον απόστολο Παύλο και τον ι. Χρυσόστομο μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Κοσμάς είνε εκείνος που μίλησε και μιλάει στην καρδιά του λαού μας. Είνε πράγματι «ο Γέροντας του Γένους».
Δ’.
Αν το Γένος μας ξεχάση τις υποθήκες του αγίου Κοσμά, του Γέροντός του, θα διαπράξη μεγάλη αμαρτία και το περιμένουν δεινά παθήματα, ταλαιπωρίες και τιμωρίες. Αν τις φυλάξη, εκείνος θα συνεχίση να το οδηγή στον ασφαλή δρόμο. Διότι και σήμερα ο λαός μας έχει ανάγκη από Γέροντα, πνευματικό οδηγό και ένθεο εμπνευστή. Οι ορθολογισταί, οι οπαδοί της χειραφετήσεως και του απογαλακτισμού από την Εκκλησία, οι κήρυκες του εχθρικού χωρισμού κράτους και εκκλησίας και θιασώται του μοντέλου ενός λαϊκού κράτους μπορεί να διαφωνούν. Η άποψί τους όμως δεν βρίσκει ιστορική επιβεβαίωσι. Η ιστορία αντιθέτως μαρτυρεί ότι, όσες φορές ο λαός ελεήθηκε από το Θεό ώστε να έχη μπροστά του τέτοια αναστήματα, βγήκε από τον κλοιό, φωτίστηκε, ωρθοπόδησε, ανυψώθηκε, μεγαλούργησε.
[ι. μονή Αγ. Κοσμά του Αιτωλού Αρναίας - Χαλκιδικής
Κυριακή 23 Αυγούστου 2009]
Συντομογραφίες πηγών
Κ. = Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) – Συναξάριον -Διδαχαί – Προφητείαι – Ακολουθία, Πρόλογος – σημειώ-σεις επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου μητροπολίτου Φλωρίνης, εκδ. «Σταυρός», Αθήναι 200526 (σσ. 426).
Μ. = Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές – Φιλολογική μελέτη – Κείμενα, εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1979 (σσ. 319).
Απολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, διδασκαλία, κατεκόσμησας, την Εκκλησίαν, ζηλωτής των Αποστόλων γενόμενος· και κατασπείρας τα θεία διδάγματα, μαρτυρικώς τον αγώνα ετέλεσας, Κοσμά ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Ως φωστήρ νεόφωτος την Έκκλησίαν, καταυγάζεις άπασαν, Ευαγγελίου διδαχαίς, Κοσμά Χριστού Ισαπόστολε· διό αξίως γεραίρει την μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ως ο Παύλος πάτερ περιελθών, πόλεις και χωρία, ταις καρδίαις των ευσεβών πίστεως την φλόγα, ανήψας της αγίας, και έφλεξας της πλάνης, άπαν ζιζάνιον.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
http://www.impantokratoros.gr/41F01526.el.aspx
Αρχιμανδρίτου Λ.Μ.Γ.
Α’.
Κάποτε ο Κύριός μας, παρατηρώντας το πλήθος του λαού που τον ακολουθούσε, τους συμπόνεσε, καθώς τους είδε να είνε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Γιατί πρόβατα χωρίς ποιμένα μένουν αφρόντιστα, νηστικά και διψασμένα, απροστάτευτα από κινδύνους και επιθέσεις λύκων. Και τότε στους μεν μαθητάς του είπε «Παρακαλέστε τον Κύριο να βγάλη εργάτες για τον θερισμό του» (Ματθ. 9,36-38), ο ίδιος δε «άρχισε να διδάσκη πολλά πράγματα» τον λαό, και τέλος φρόντισε και για την υλική διατροφή τους στο έρημο εκείνο μέρος που βρίσκονταν (Μάρκ. 6,34 κ.ε.).
Ο Χριστός, ο δημιουργός και σωτήρας μας, φροντίζει πάντοτε για όλους. Όταν ήταν στη γη, φρόντιζε ο ίδιος αυτοπροσώπως· εν συνεχεία, από της αναλήψεώς του στους ουρανούς και εξής, ανέθεσε τη φροντίδα αυτή στους αγίους αποστόλους, και αυτοί πάλι στους διαδόχους των.
Έτσι ο Κύριος, διά της Εκκλησίας του και των απεσταλμένων του, συνεχίζει απαύστως να φροντίζη για όλη την ανθρωπότητα, για όλα τα πλάσματά του. Φροντίζει δε για τον όλο άνθρωπο, και ως ψυχή και ως σώμα, αφού με την ενανθρώπησί του τον ανέλαβε ολόκληρο. Τον φωτίζει με την αλήθεια που του αποκαλύπτει, τον κατευθύνει με τις εντολές που του δίνει, τον οδηγεί με το παράδειγμα του επί γης βίου του, τον θεραπεύει από τις ασθένειές του με την θαυματουργό χάρι που του χορηγεί, τον παιδαγωγεί και τον παιδεύει όταν παρεκκλίνη από το δρόμο του, τον προστατεύει με τη σκέπη των αγγέλων του. Εκείνος είνε ο κατ’ εξοχήν φροντιστής και οδηγός, και στα ίχνη του Κυρίου ακολουθούν έπειτα οι εντολοδόχοι του, οι απόστολοι, οι πατέρες και οι διδάσκαλοι, όλοι οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Η ιστορία μαρτυρεί, ότι ήλθαν περίοδοι που ορισμένοι εργάτες της Εκκλησίας, όταν το εκάλεσε ειδική και επείγουσα ανάγκη, πέρα από το καθαρώς πνευματικό έργο ανέλαβαν και τη φροντίδα να σώσουν το λαό από δεινές περιστάσεις, εκτεινόμενοι θα έλεγε κανείς πέρα των αυστηρώς εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων τους (λ.χ. ο ι. Χρυσόστομος ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και ο επίσκοπός του Φλαβιανός όταν έγινε εκεί η καταστροφή των ανδριάντων και μεσολάβησαν να αποτραπή η σκληρή τιμωρία από τον αυτοκράτορα, ή ο πατριάρχης Σέργιος στην Κωνσταντινούπολι όταν έλειπε ο Ηράκλειος και κινδύνευε η Πόλις και ενίσχυσε την άμυνα, κ.ά.).
Και αργότερα, όχι σπανίως αλλά πολύ συχνά, κληρικοί πρωτοστάτησαν σε εθνικούς αγώνες (όπως ο Παπαφλέσσας στο Μοριά, ο Αθανάσιος Διάκος στη Ρούμελη, ο Ρωγών Ιωσήφ στο Μεσολόγγι, ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης στο Μακεδονικό αγώνα, ο Χρυσόστομος Σμύρνης στη Μικρασιατική καταστροφή, ή επί των ημερών μας ο Σεβαστιανός Κονίτσης για τα δίκαια της Β. Ηπείρου). Κάποτε μάλιστα ωρισμένοι ιεράρχαι ανεδέχθησαν και εθναρχικά ακόμη καθήκοντα (όπως λ.χ. ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ κατά την τουρκοκρατία ή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλεύς Δαμασκηνός επί γερμανικής κατοχής), δυστυχώς όμως όχι πάντοτε προσωρινά (όπως ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος επί αγγλικής κατοχής). Στις περιπτώσεις αυτές μπορούμε να πούμε, ότι η ποιμαίνουσα Εκκλησία, υπερβαίνουσα τα όρια της αποστολής της, που είνε να οδηγή τις ψυχές στην οδό προς την ουράνιο πατρίδα, ή κάποτε και εκτρεπομένη από αυτήν, υπέστη χάριν του ποιμνίου της μίαν «κένωσιν», όπως έλεγε ο αείμνηστος μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Επρεπε άραγε να γίνη αυτό; Αν ο άνθρωπος έχη και υλικές – βιοτικές ανάγκες, δεν μπορεί ο πνευματικός του πατέρας να αδιαφορήση γι’ αυτές, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου που μνημονεύσαμε. Το ότι τις περισσότερες φορές ήταν ανάγκη κληρικοί να παίξουν και αυτό το ρόλο, το ομολογούν εμμέσως ακόμη και εχθρικώς διακείμενοι προς την Εκκλησία. Μπορεί από το ένα μέρος να τους ακούτε να μιλούν για «διακριτούς ρόλους» και να θέλουν να περιορίσουν την Εκκλησία εντός των ι. ναών μόνο ή να εποφθαλμιούν την εκκλησιαστική περιουσία, από το άλλο όμως μέρος θα τους ακούσετε να της ζητούν πάντοτε να προσφέρη οικονομική βοήθεια και να απαιτούν να δίνη το παρών σε δύσκολες στιγμές της ζωής του λαού. Δεν έθεταν λ.χ. το ερώτημα «Πού ήταν η Εκκλησία τον καιρό της δικτατορίας;…»; Τι σημαίνουν αυτά; ότι σε τέτοιες ώρες επιθυμούν την παρέμβασί της και δεν θεωρούν ότι έτσι εξέρχεται των ορίων της.
Πάντως, εκτός από τις περιπτώσεις αναλήψεως θεσμικής εξουσίας (προέδρου δημοκρατίας ή αντιβασιλέως), που είνε σχετικώς λίγες, σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις κληρικοί ανέλαβαν τον άτυπο αλλά πολύ ουσιαστικό ρόλο του οδηγού του λαού, χωρίς καθόλου να εκτραπούν από την αποστολή τους αλλά «πληροφορούντες» μάλιστα την διακονία τους (Β’ Τιμ. 4,5). Αντιμετώπισαν τον άνθρωπο στην ολότητά του, όχι μόνο σαν άυλη ψυχή άλλα και ως σωματική ύπαρξι, έσκυψαν πάνω του με στοργή και ήλθαν αρωγοί σε όλες τις ανάγκες του, φροντίζοντας για όλες τις πλευρές της ζωής του.
Μία τέτοια αγνή, αγία και μαρτυρική εκκλησιαστική μορφή, που σπλαχνίστηκε όπως ο Κύριος τους αδελφούς του ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και ήσκησε το ανεκτίμητο έργο της καθοδηγήσεως του λαού μας στα δύσκολα χρόνια της μακράς δουλείας υπό τους Οθωμανούς, είνε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τον οποίο τιμά σήμερα όλη η Όρθοδοξία και ιδιαιτέρως η ι. αυτή μονή, που σεμνύνεται επ’ ονόματί του, πανηγυρίζει τη μνήμη του, και φιλοξενεί το Η’ τούτο Πνευματικό Συμπόσιο με θέμα «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γέροντας του Γένους, τότε και σήμερα».
Β’.
Το Γένος μας, μέσα στη μακροχρόνια εκείνη σκλαβιά, ζητούσε κυβέρνησι να το διοίκηση, ζητούσε δασκάλους να το φωτίσουν, ζητούσε παπάδες να το αγιάσουν, ζητούσε οπλαρχηγούς να το ελευθερώσουν. Κυρίως όμως του χρειαζόταν ένας άγιος Γέροντας, ν’ άνάψη φως μπροστά του, ν’ αναλάβη όλη τη φροντίδα του, να το κατευθύνη· αυτός να το ξυπνήση από το λήθαργο, να το πάρη σαν μικρό παιδί από το χέρι, να το βάλη κάτω από το πετραχήλι του και να το ειρηνεύση, να του ανοίξη τα μάτια με το Ευαγγέλιο, να το διδάξη με τη σοφία του και να το παιδαγωγήση με την πείρα του. Και η θεία Πρόνοια έστειλε τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό· που δεν ήταν βέβαια ο μόνος (βλ. επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 200526, σελ. 34, σημ. 7), μπορούμε όμως να πούμε ότι ήταν ο κατ’ εξοχήν απεσταλμένος Της τότε για το λαό μας.
Ο άγιος Κοσμάς ήταν η απάντησι του Θεού στις προσευχές και τα αιτήματα, τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς των επί αιώνες σκλάβων. Ήταν ο Γέροντας που ζητούσαν.
Όταν λέμε Γέροντας, στην εκκλησιαστική γλώσσα, δεν εννοούμε τόσο τον γηραλέο, τον μεγάλο στην ηλικία -χωρίς ν’ αποκλείεται να συντρέχη και το στοιχείο τούτο. Στη μοναχική ειδικά ορολογία Γέροντας είνε ο ηγούμενος μιας αδελφότητος ή συνοδείας, αυτός που έχει τη γενική ευθύνη για όλη τη ζωή του κοινοβίου. Στο μοναστήρι ο Γέροντας είνε αυτός που προνοεί για τη διαποίμανσι των μοναχών (την εξομολόγησί τους, την εξαγόρευσι των λογισμών, την παρακολούθησι της πνευματικής πορείας τους, τον έλεγχο της ζωής και της καταστάσεως τους, την στήριξί τους με συμβουλές και οδηγίες στον αγώνα τους, την ενίσχυσι και παρηγοριά τους στις θλίψεις, τη θεραπεία τους από τα πάθη και τα ψυχικά τραύματα, την κατάρτισι και την πρόοδό τους κατά Χριστόν), αυτός δηλαδή που νοιάζεται για την αιώνια σωτηρία τους. Ο Γέροντας όμως δεν αδιαφορεί και για τις υλικές ανάγκες των μοναχών του, την τροφή και το ένδυμά τους, την ασφαλή διαβίωσί τους, την προστασία από κινδύνους, την σωματική υγεία ή τη θεραπεία τους από ασθένειες, πολλές φορές ακόμη και για ανάγκες οικείων και συγγενών τους.
Αλλά στην ορθόδοξο Εκκλησία ο όρος Γέροντας επεκτείνεται, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, και στους λαϊκούς που ζουν στον κόσμο, ακούνε την εντολή του Κυρίου «έσεσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48), και έχουν ζωντανό υπόδειγμα τη ζωή αγίων μοναχών, αφού κατά τον πατερικό λόγο οι μοναχοί είνε φως για το λαό όπως γι’ αυτούς φως είνε οι άγγελοι. Έτσι και σ’ εκείνους τους πιστούς που ζουν μεν στον κόσμο αλλ’ αποζητούν ανώτερα στάδια πνευματικής ζωής, χρειάζεται ένας Γέροντας. Ο γέροντας είνε κάτι παραπάνω από τον απλό εξομολόγο· είνε ο πνευματικός γεννήτωρ και τροφεύς, ο φροντιστής και κηδεμών, ο δάσκαλος και παιδαγωγός, ο ιατρός και θεραπευτής, ο έμπειρος οδηγός εκείνων που τον ακολουθούν.
Όλα λοιπόν αυτά ήταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για ολόκληρο το Γένος μας την εποχή εκείνη. Το βλέπει κανείς αυτό μελετώντας τον βίο και τη διδασκαλία του. Η αποστολή που ανέλαβε, όπως γράφει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος στο σχετικό γνωστό έργο του, ήταν «να πολεμήση τον Εωσφόρον, να πολεμήση το θηρίον εις τα ιδιά του κέντρα. Ν’ αφυπνίση συνειδήσεις βεβαρημένας. Να παρηγορήση. Να σπογγίση δάκρυα. Ν’ αναπτερώση το φρόνημα, να θερμάνη το συναίσθημα των πιστών, να σταματήση το κύμα του εξισλαμισμού, να υψώση κέρας χριστιανών Ορθοδόξων, να πέση επί τέλους μαχόμενος διά την Πίστιν» (Κ. 36-7).
Ο άγιος Κοσμάς, όπως είνε γνωστό, δεν εργάσθηκε σε μία μόνο περιοχή της πατρίδος, αλλά την διέτρεξε όλη με τις περιοδείες του. Κι αυτό όχι σε μία ειρηνική περίοδο αλλά μέσα στα μαύρα χρόνια της επί αιώνες παρατεινομένης οθωμανικής σκλαβιάς, που απειλούσε με αλλαξοπιστία, με πνευματικό θάνατο αλλά και με φυσικό – εθνολογικό αφανισμό τους Έλληνες. Πήρε απ’ το χέρι το γένος μας – το πνευματικοπαίδι του, και το έβγαλε απ’ το σκοτάδι στο φως της ζωής, στον ευλογημένο δρόμο του Χριστού, σ’ ένα νέο στάδιο εθνικού βίου. Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίζεται ως «ο Γέροντας του σκλαβωμένου Γένους». Αυτός σαν πατέρας το γέννησε εν Χριστώ, αυτός σαν γιατρός το γιάτρεψε, αυτός σαν δάσκαλος το μόρφωσε, αυτός σαν έμπειρος οδηγός το κυβέρνησε.
Γ’.
Διαβάζοντας λοιπόν τις Διδαχές του μπορεί κανείς να δη τους τομείς στους οποίους εκτάθηκε η μέριμνά του για το λαό.
Πρώτη φροντίδα του βέβαια ήταν να οδηγήση το γένος στην οδό της σωτηρίας. Κήρυττε τη μετάνοια. Καλούσε στην επίγνωσι του μόνου αληθινού εν Τριάδι Θεού και σε επιστροφή σ’ Αυτόν διά μετοχής στην εν Χριστώ απολύτρωσι. «Τι καρτερούμε, αδελφοί μου;» ρωτούσε· «σήμερον αύριον το τέλος του κόσμου· διά τούτο φροντίζετε να διορθωθήτε» (Κ. 272). Για τους βαρέως αμαρτήσαντας επρόβαλλε ως πρότυπο μετανοίας αγίους, όπως την οσία Μαρία την Αιγυπτία, και προέτρεπε επειγόντως· «Ανίσως και είνε κανένας από σας ωσάν την οσίαν Μαρίαν, αυτήν την ώραν να κλαύση και μετανοήση, τώρα όπου έχει καιρόν, και ας είνε βέβαιος ότι θα σωθή καθώς και η οσία Μαρία» (Κ. 142).
Τόνιζε τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, αποκλειστικής ταμιούχου της θείας χάριτος, καθώς και την υπεροχή της Ορθοδόξου πίστεως έναντι όλων των άλλων δογμάτων, θρησκευμάτων και πίστεων Ανατολής και Δύσεως (μωαμεθανών – εβραίων, πάπα – ορθολογιστών). Δεν προέβαλλε έναν αδογμάτιστο χριστιανισμό· καλλιεργούσε στους ακροατάς του την ομολογιακή ακρίβεια και την προσήλωσι στα ορθόδοξα δόγματα. «Να ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί», έλεγε, «και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος» (Κ. 132).
Σκοπός του ήταν να μορφωθούν οι ακροαταί του εν Χριστώ και ν’ αποκτήσουν γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Δεν περιωριζόταν στο να διαμορφώνη στις ψυχές τους μία επιφανειακή θρησκευτικότητα, αλλά ύψωνε τον πήχυ καλώντας τους σε ολοένα ανώτερη πνευματική ζωή.
Κέντρο της εν Χριστώ ζωής ώριζε το ναό με τις ακολουθίες του, συνδέοντας αχώριστα το κήρυγμά του με συμμετοχή στη λατρεία και τα ιερά μυστήρια. Γι’ αυτό καλούσε· «Να συμμαζωχθήτε εις τις οχτώ ώρες, να διαβάσωμεν τον Εσπερινόν μας, να ειπούμε και μίαν Παράκλησιν, να βάλωμεν την Δέσποινα μας την Θεοτόκον μεσίτρια, να μεσιτεύση εις τον Χριστόν, επειδή και ο Υιός της είνε ωργισμένος κατά πάνου μας από τις πολλές μας αμαρτίες και θέλει να μας καταποντίση» (Κ. 272). Και κάποια άλλη φορά, έχοντας μιλήσει για το δύσκολο θέμα του τριαδικού δόγματος, που λογικώς δεν κατανοείται, είπε· «Είνε και άλλος τρόπος να καταλάβετε την παναγίαν Τριάδα. Πώς; Να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα άχραντα μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν, και τότε θα σας φωτίση η χάρις του παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα…» (Κ. 107-8). «Με πόσην πίστιν ομιλεί περί της αγίας Τριάδος ο άγιος Κοσμάς!», παρατηρεί ο μητροπολίτης Αυγουστίνος που εξέδωκε τις Διδαχές του και τον έκανε ευρύτερα γνωστό. «Την διδασκαλίαν περί της αγίας Τριάδος θεωρεί θεμελιώδη αλήθειαν της Ορθοδόξου πίστεως. Δεν θέλει καμμίαν πνευματικήν επαφήν με αιρετικούς που δεν παραδέχονται την αλήθειαν ταύτην. Των τοιούτων θεός είνε ο… διάβολος!» (έ.α., σημ. 19).
Έτσι ο άγιός μας απεδείχθη απλανής οδηγός των ορθοδόξων στην πορεία προς τον παράδεισο.
Ωστόσο, βλέποντας την άγνοια που είχαν και το πνευματικό σκοτάδι που κυριαρχούσε, συγκατέβαινε και ερχόταν στο επίπεδο τους. Διότι είνε γεγονός ότι βρήκε τους Έλληνες σε χαμηλή πνευματική στάθμη. Γι’ αυτό άρχιζε από το άλφα, από τα στοιχειώδη, δι¬δάσκοντας ακόμα και πώς θα μπουν στην εκκλησία και πώς θα κάνουν το σταυρό τους. «Εμβαίνετε, αδελ¬φοί μου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την έκκλησίαν με φόβον και τρόμον και να μη κάμνετε κουβέντες· και να μη εμβαίνετε μέσα εις την έκκλησίαν διά να βλέπετε οι άνδρες τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άνδρας, αλλά να κάμνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τας αμαρτίας σας» (Κ. 213). Αλλού πάλι λέει πιο συγκεκριμένα· «Ακού¬σατε, αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει…», και εξηγεί τις κινήσεις του χεριού και τη σημασία τους (Κ. 155). Δεν έμενε όμως στα στοιχειώδη· προχωρούσε. Μυούσε, όλους αδιακρίτως, στη ζωή της προσευχής, της νήψεως και της ασκήσε¬ως λέγοντας· «Σας συμβουλεύω να κάμετε από ένα κομβολόγι (= κομποσχοίνι) μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε· Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου» (Κ. 154-5).
Εχοντας όμως ο άγιος Κοσμάς το βλέμμα στραμμένο στη βασιλεία των ουρανών δεν αδιαφορούσε για το ηθικό επίπεδο της επιγείου ζωής των συμπατριωτών του, αφού ως γνωστόν από την εδώ διαγωγή εξαρτάται η εκεί καταταγή. Έβλεπε πόση αξεστοσύνη και βαρβαρότης είχε επικρατήσει και, για να τους φέρη σε συναίσθησι, ρωτούσε· «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία;» (Κ. 150). Γι’ αυτό ο σοφός Γέροντας φρόντιζε και για τον εξευγενισμό των χαρακτήρων και την ειρηνική κοινωνική συμβίωσι των σκλάβων αδελφών του.
Πώς να μαλάξη τις σκληρές καρδιές; Ένας θεοδίδακτος τρόπος που χρησιμοποιούσε ήταν να ταπεινώνεται ο ίδιος μπροστά τους, δίδοντας έτσι το παράδειγμα. Ποιος μπορούσε να μείνη ασυγκίνητος όταν π.χ. τον άκουγε να λέη δημοσία «Με βλέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είνε γεμάτα υπερηφάνειαν, και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας»; (Κ. 117).
«Θαυμάζομεν εδώ», σημειώνει ο π. Αυγουστίνος, «όχι μόνον το βάθος της ταπεινώσεως του αγίου Κοσμά, αλλά και τον παιδαγωγικόν τρόπον, με τον οποίον καθοδηγεί τους ακροατάς του, ίνα ανακαλύψουν και τα τελευταία ίχνη της υπερηφάνειας, η οποία κατορθώνει να παρεισδύη παντού…» (Κ. 117, σημ. 21). Αλλά το ύψιστο υπόδειγμα ταπεινώσεως είνε ασφαλώς ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός· και ο άγιος Κοσμάς, όταν διδάσκοντας φθάνη στην εξιστόρησι του ιερού νιπτήρος την εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης, λέει· «Ο Κύριος …επήρε και έπλυνε τα πόδια των αγίων αποστόλων, διά να σου δείξη παράδειγμα και εσένα, και βασιλεύς να είσαι, πάντοτε να ταπεινώνεσαι και να τιμάς εκείνον τον πτωχόν…» (Κ. 267). Στηλίτευε την υπερηφάνεια και σκληροκαρδία λέγοντας· «Πρέπει να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμέν τινα ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον, μας φαίνεται ν’ ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλωμεν μέσα· και όταν ιδούμέν τινα υπερήφανον, τον βλέπομεν ως διάβολον, γυρίζομεν το πρόσωπόν μας εις άλλον μέ¬ρος να μη τον βλέπωμεν (Κ. 116-7). Πόση αλήθεια, πόση ψυχολογική πραγματικότητα κλείνουν τα λόγια αυτά!
Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε ο άγιός μας για την καταλλαγή και συμφιλίωσι των πιστών μεταξύ τους. Τους προέτρεπε να αλληλοσυγχωρούνται δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. «Παρακαλώ σας, αδελφοί μου, να ειπήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς· Συγχωρήσατε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας (Κ. 133). Επιμένοντας στο δύσκολο τούτο ζήτημα, που δημιουργεί συχνά η αδικία μεταξύ συνανθρώπων, λέει πάλι αλλού·
«Να κλαύσης και να παρακάλεσης να σε συγχωρήση ο Θεός διά τας ιδικάς σου αμαρτίας. Ολοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος οπού τον αδίκησες» (Κ. 176). Στην ακραία δε και απευκτέα περίπτωσι που η διαφορά μεταξύ δύο ορθοδόξων αδελφών πρέπει να οδηγηθή σε δικαστήριο, ο άγιος Κοσμάς θεωρούσε μεγάλη αμαρτία οι Χριστιανοί να καταφεύγουν στους αλλόθρησκους κατακτητάς και συνιστούσε να καταφεύγουν στον επίσκοπο· «Αν σου πταίση ο αδελφός σου ή άλλος χριστιανός, πήγαινε τον εις τον δεσπότην και μη τον πηγαίνεις εις κρίσιν των Τούρκων, ότι μεγάλην αμαρτίαν έχεις και θέλεις κολασθή αιώνια» (Κ. 294).
Την προσπάθειά του για εξημέρωσι και εξευγενισμό του λαού συνοψίζει σε τρία σημεία λέγοντας· «Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είνε η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά· έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. [Το πρώτον είνε] να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των, και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτειάσουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, διά να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είνε οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου» (Κ. 201). Άλλοτε πάλι τον ακούμε να συνιστά ως αναγκαία τέσσερα πράγματα· εξομολόγησι, αγάπη, εκκλησιασμό, ελεημοσύνη (Κ. 291).
Πάσχιζε να περικόπτη την εγωιστική αυτάρκεια και τις διχαστικές διακρίσεις μεταξύ των συνανθρώπων, αλλά -και τούτο αξίζει να το προσέξουμε ιδιαιτέρως- χωρίς και να εξισώνη συγκρητιστικά την Ορθόδοξο πίστι με τα διάφορα θρησκεύματα, που «αλώνιζαν» τότε στην σκλαβωμένη πατρίδα. Έτερον εκάτερον. «Όλοι οι άνθρωποι», έλεγε, «είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί· μόνον η πίστις μας χωρίζει» (Κ. 128). Δηλαδή· συμβιώνουμε μεν ανεκτικά και με αλληλοσεβασμό όλοι μαζί στον παρόντα κόσμο -σιτάρι και ζιζάνια κατά την παραβολή του Κυρίου-, αλλά δεν ξεχνάμε ότι με κάποιους διαφέρουμε στην πίστι. Αλλοίμονο αν, εν ονόματι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως, είμαστε έτοιμοι να νοθεύσουμε, έστω και λίγο, την πίστι μας. Και αυτό που κήρυττε το εννοούσε και το τηρούσε. Αν δεν υπήρχε πράγματι αυτή η στερεά προσήλωσι στην Ορθόδοξο πίστι, ούτε ο ίδιος ο άγιος Κοσμάς θα ετιμάτο σήμερα ως ιερομάρτυς ούτε το πλήθος των άλλων νεομαρτύρων της τουρκοκρατίας θα είχαν αγιάσει. Θα μπορούσαν και εκείνοι, επικαλούμενοι τις όντως έκτακτες και αφόρητες συνθήκες, να επινοήσουν συναινετικές «φόρμουλες» και άγνωστα ως τότε θρησκευτικά σχήματα και μορφώματα, εκκλησιολογικώς αθεμελίωτα και αστήρικτα, ώστε να δικαιολογούν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, και να μη εμφανίζωνται στους κατακτητάς Οθωμανούς και στους κυριάρχους εβραίους ανυπότακτοι και στους ασύδοτους δυτικούς (παπικούς και προτεστάντες) αντιδραστικοί, διχαστικοί, ασύμβατοι με το κατεστημένο και τελικά οβελιστέοι, ήγουν άξιοι μαρτυρικού θανάτου.
Στα κοινωνικά ζητήματα ο άγιος Κοσμάς δίδασκε την ισότητα ανδρός και γυναικός και χτυπούσε τον αντρικό εγωισμό. «Ανίσως, αδελφοί μου», έλεγε, «και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς· ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν, τι μας ωφελεί;
Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ που περιπατώ και διδάσκω· είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και με ήκουσαν ευθύς» (Κ. 121). «Εδώ ο άγιος κτυπά τον ανδρικόν εγωισμόν και εξαίρει την ευσέβειαν της γυναικός, της οποίας η καρδία ευκολώτερον μαλακώνει και δέχεται τον λόγον του Θεού…», σημειώνει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης (Κ. 121, σημ. 22).
Μέσα όμως στην οικογένεια, σύμφωνα με τον θείο νόμο, συνιστά «να είναι ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζύρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν η κεφαλή και η γυναίκα ωσάν το σώμα» (Μ. 134). Διδάσκει τις γυναίκες να είνε ταπεινές, ολιγόλογες, σκεπασμένες με το φόβο του Θεού. «Αφήσατε την υπερηφάνειαν», τους έλεγε, «και κάμετε ταπεινοσύνην. Μη βάνετε εις την κεφαλήν σας ασήμια και μαλάματα και κόκκινα και κίτρινα μανδήλια, αμή άσπρα μανδήλια και νέες και γερόντισσσες και αρχόντισσες και πτωχές» (Κ. 294). «Να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα» (Κ. 124). Στον γάμο ομως εκήρυττε ότι η Εκκλησία οφείλει -μερίμνη του Ιερέως- να διασώζη την ελευθερία της γυναίκας· δεν πρέπει η γυναίκα να οδηγήται σε γάμο με κάποιον που αυτή δεν θέλει και της τον επιβάλλουν. Προέβαλλε θερμά την πολυτεκνία και εγκωμίαζε την ανεμπόδιστη τεκνογονία. Πολλά δίδασκε γύρω και από την χριστιανική διαπαιδαγώγησι των παιδιών.
Ήλεγχε την πλεονεξία και συνιστούσε την απλότητα, την αυτάρκεια και τον περιορισμό στα αναγκαία. Θερμά προέτρεπε στην ελεημοσύνη, που είνε έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον. Συχνά καυτηρίαζε τη φιλαργυρία λέγοντας· «Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η φιλαργυρία;… Εκαταλάβατε, αδελφοί μου, το νόημα, όποιος έχει το πάθος της φιλαργυρίας τι παθαίνει; Παθαίνει καθώς έπαθε και ο Ιούδας» (Κ. 271). Ο φιλόλογος Ιωάννης Μενούνος, που εξέδωκε τις Διδαχές του αγίου Κοσμά μετά από πολυετή επιστημονική μελέτη, γράφει· «Η ταπείνωση, που την επαινεί, και η περηφάνεια, που την καταδικάζει, είναι ένα ακόμη από τα θέματά του. Νομίζω ότι η συχνή αναφορά του σ’ αυτό το σημείο γίνεται για να χτυπηθούν οι πλούσιοι καθώς και οι αγέρωχοι κοτσαμπάσηδες και να εξυψωθεί από το άλλο μέρος το φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού που ζούσε φτωχικά» (Μ. 85).
Τέλος το ζήτημα της αργίας της Κυριακής, στο οποίο ο άγιος Κοσμάς επέμενε, τον έκανε μισητό στους Εβραίους. Με την επίδρασι του κηρύγματός του τα παζάρια έπαυσαν να γίνωνται Κυριακή -πράγμα που δείχνει και πόσο τον άκουγε ο λαός- και μεταφέρθηκαν το Σάββατο που οι Εβραίοι έχουν αργία. Αυτό όμως έπληττε τα συμφέροντά τους, και γι’ αυτό με τις διαβολές τους στους Τούρκους προκάλεσαν το μαρτυρικό θάνατο του. «Τις Κυριακές να μη δουλέψητε ολότελα. Μήτε να πωλήσετε μήτε να αγοράσητε, ούτε χωράφι ούτε αμπέλι να κοιτάζετε, μήτε να φωκαλίζετε τα αχούρια σας· μονάχα να διαβάζετε βιβλία, να μαθαίνετε το καλόν και το τέλος της ζωής μας, ότι όλοι θέλομεν αποθάνει καθώς το βλέπομεν καθ’ εκάστην» (Κ. 294).
Δεν πρέπει να παραλείψουμε την προσφορά του αγίου μας στην παιδεία του σκλαβωμένου Γένους. «Θερμός φίλος της μορφώσεως των Ελληνοπαίδων ήτο ο άγιος Κοσμάς», γράφει ο μητροπολίτης Αυγουστίνος. «Αλλ’ ως θεμέλιον της μορφώσεως αυτής έθετεν απαραιτήτως τον φόβον του Θεού, την καλλιέργειαν της ευσέβειας, της αρετής…» (Κ. 131, σημ. 25). Τα γράμματα τα έβλεπε άμεσα συνδεδεμένα με την πνευματική κατάρτισι και την εκκλησιαστική ζωή των Χριστιανών. «Καλύτερα», έλεγε, «να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν· το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Μ. 142, 209).
Είνε γνωστό ότι με δική του μέριμνα, όπως δείχνουν και οι σωζόμενες επιστολές, ιδρύθηκαν στην υπόδουλη πατρίδα πλήθος σχολεία για στοιχειώδη και μέση εκπαίδευσι. Αυτά λειτουργούσαν υπό την επίβλεψι επιτρόπων, που διώριζε εκείνος κατά τόπους, και αυτά καλλιέργησαν τα γράμματα, τη χριστιανική πίστι και την εθνική συνείδησι. Επιμόνως συνιστούσε, να μιλούν όλοι ελληνικά, δημοσίως και κατ’ οίκον. Προκειμένου να πείση τους Έλληνες να σταματήσουν να μιλούν αρβανίτικα, φθάνει στο σημείο να πη τούτο τον τολμηρό λόγο· «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνου να μου το ειπή, και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθη έως τώρα, και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουνε και να λάβη μίαν συγχώρεσιν, οπού, αν έδινε χιλιάδες πουγγιά, δεν την εματάβρισκε» (Μ. 207-8).
Μαζί με τη μέριμνά του για να έχουν οι υπόδουλοι σχολείο και δάσκαλο, ο άγιος Κοσμάς φρόντιζε και για τον ι. κλήρο. Διεζωγράφιζε το αγγελικό ύψος του λειτουργήματος της ιερωσύνης, την ασύγκριτη εξουσία του ιερέως να τελή τα ιερά μυστήρια και να συγχωρή αμαρτήματα, την απαιτουμένη καθαρότητά του, την άψογη προσωπική του ζωή και την υποδειγματική οικογενειακή του κατάστασι. Υπεδείκνυε κριτήρια για την επιλογή των καταλλήλων ως υποψηφίων για χειροτονία και την ανάγκη αυτοί να γνωρίζουν γράμματα.
Απέκλειε την αυτοπροβολή και τη σιμωνία. Στις ψυχές των κληρικών προσπαθούσε να αναζωπυρώνη το χάρισμα που είχαν λάβει, για να εκτελούν τη διακονία τους όχι ως αγγαρεία και βιοπορισμό αλλά με αγάπη στο ποίμνιό τους και όσο το δυνατόν περισσότερο αποδοτικά. Τους ήθελε φιλακόλουθους και εργατικούς, να λειτουργούν καθημερινώς. «Η αγία μας Εκκλησία», έλεγε, «είνε μία πηγή, και ποτίζει όλους τους διψασμένους· και πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς, διά να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώραν από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Κ. 298). Ως προς την εγκυρότητα, τέλος, των μυστηρίων που τελούν οι ιερείς, ο άγιος Κοσμάς, χωρίς να δικαιολογή και να αμνηστεύη προσωπικά τους αμαρτήματα, την αποσυνδέει από αυτά και την θεωρεί δεδομένη, όπως δείχνει το γνωστό παράδειγμα της βρύσης και του ψόφιου σκύλου.
Ήταν, τέλος, οδηγός και στην πορεία του Γένους προς την εθνεγερσία. Σ’ αυτό συνέβαλε όχι με άμεση ή επιτελική ανάμειξι σε πολεμικές επιχειρήσεις ούτε με ρητές αναφορές και προτροπές επ’ αύτού, αλλά εμμέσως· με την καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας του Γένους, με την υπενθύμισι της αξίας της χριστιανικής ιδιότητος και προ παντός με το ξύπνημα του πόθου για πνευματική απελευθέρωσι από τα πάθη. Ο μελετητής του αγίου μας Ιωάννης Μενούνος γράφει επ’ αυτού·
«Φαίνεται ότι ο Αιτωλός ενθάρρυνε με προφητείες τους υπόδουλους Έλληνες και έκανε λόγο για την απελευθέρωση, “το ποθούμενο”, όπως έλεγε συγκαλυμμένα, καθώς και ότι πρόβλεπε πως οι Χριστιανοί θα κυνηγήσουν τους αντίχριστους ως την Κόκκινη Μηλιά… Υποστηρίχθηκε, χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση, ότι ο Αιτωλός πήρε μέρος στην επανάσταση του 1770 και γενικά εμφανίζεται ως κήρυκας της εξεγέρσεως και της ελευθερίας. Το βέβαιο είναι ότι στις επιστολές δεν έγραψε και στις διδαχές δεν είπε τίποτα σχετικά, το αντίθετο μάλιστα, ενώ οι προφητείες κάνουν λόγο για απελευθέρωση στην τρίτη γενεά από την εποχή του. Φαίνεται δηλαδή πως συνιστούσε την υποταγή στην προσωρινή εξουσία των Τούρκων, πρόβλεπε όμως και προφήτευε την Επανάσταση στο μέλλον. Το βέβαιο είναι ότι οι διδαχές, καθώς και τα σχολεία που ίδρυσε, συγκράτησαν και τόνωσαν τη θρησκευτική και εθνική συνείδηση σ’ ένα μεγάλο μέρος των υποδούλων και μ’ αυτό τον τρόπο ο Κοσμάς έγινε πρόδρομος του ’21» (Μ. 86-7).
Μπορούμε να πούμε ότι, όπως το ευαγγελικό κήρυγμα του αποστόλου Παύλου, χωρίς να ωθή τους δούλους σε εξέγερσι κατά των κυρίων, κατήργησε ο¬ριστικά την κοινωνική δουλεία, έτσι και το αποστολικό κήρυγμα του αγίου Κοσμά, χωρίς να ωθή τους υπόδουλους Έλληνες να πάρουν αμέσως τα όπλα, ετοίμασε ουσιαστικά και θεμελίωσε βαθειά την εθνική τους απελευθέρωσι. Ο απόστολος Παύλος, διδάσκοντας κυρίους και δούλους ότι είνε αδελφοί εν Χριστώ, στην πραγματικότητα κατηύθυνε τη μεγαλύτερη κοινωνική επανάστασι· και ο άγιος Κοσμάς, οδηγώντας τους αδελφούς του στην εν Χριστώ ελευθερία από την άγνοια και τα πάθη, τους χάριζε πνευματική υπεροπλία με την οποία έφθασαν κατόπιν και στην εθνική ελευθερία. Γιατί οποίος δε νικά το μίσος και δεν υψώνεται στην αγάπη, δεν είνε άξιος της ελευθερίας. Το είπε και ο εθνικός ποιητής· «Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά» (Διον. Σολωμού, Ύμνος εις την ελευθερίαν, στροφή 147).
Η μεγάλη δύναμις δεν είνε στα όπλα και στο μακελλειό· η μεγάλη δύναμις βρίσκεται στην προστασία του Θεού, την οποία απολαμβάνουν αυτοί που την ελπίδα τους έχουν μόνο σ’ αυτόν. Σε ένα χαρακτηριστικό σημείο των Διδαχών του ο άγιος Κοσμάς ανοίγει εποπτικό διάλογο και λέει- «Δώσετε μου ένα χαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγένεια σου οπού βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Είπε την αλήθειαν: ο νους σου ευθύς που επήγε; -Εις την πιστόλα. -Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Είπε μου, τώρα οπού δεν βαστάς άρματα, ο νους σου που επήγε; -Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού.
-Λοιπόν έτσι και η ευγένεια σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν» (Μ. 272-3). Και αλλού λέει επίσης· «Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον· άλλος πάλιν, οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιον του, ας είνε και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον» (Κ. 125). «Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας» (Κ. 143). «Όστις έχει πίστιν εις τον Χριστόν μας και είνε καθαρός δεν παθαίνει κανέν κακόν» (Κ. 159).
Καλλιεργώντας λοιπόν την αγάπη, την πίστι και την ελπίδα στο Θεό, θωράκιζε τις ψυχές, ώπλιζε το φρόνημα, φώτιζε το νου και ενίσχυε τη θέλησι. Έτσι ετοίμασε, μακροπροθέσμως και με υπομονή, το έδαφος για την παλιγγενεσία. Όπως σημειώνει ο επίσκοπος Αυγουστίνος, οι προφητείες του αγίου Κοσμά, ιδίως οι αναφερόμενες στην απελευθέρωσι του Γένους, «εξήσκουν τεραστίαν επίδρασιν επί των πνευμάτων των υποδούλων, ανεπτέρωνον το ηθικόν αυτών και ως ζωγόνος ήλιος ελπίδων κατηύγαζον το Πανελλήνιον. Είνε δε γεγονός ότι οι ήρωες του 1821 ενεθαρρύνοντο εις τον υπέρ όλων αγώνα ενθυμούμενοι τάς προφητείας του Αγίου, και προς τον Θεόν της δικαιοσύνης απευθυνόμενοι τας πρεσβείας του αγίου Κοσμά επεκαλούντο διά την νικηφόρον έκβασιν του απελευθερωτικού των αγώνος, ως δεικνύει το δίστιχον τούτο·
“Βοήθα μας, άι Γιώργη, και συ, άγιε Κοσμά, να πάρουμε την Πόλι και την Άγια – Σοφιά”»
(Κ. 335).
Μέ ποιους τρόπους τώρα ο άγιος Κοσμάς ωδήγησε το Γένος στην αναγεννητική πορεία του; Πρώτα-πρώτα με το παράδειγμα της ζωής του, που την χαρακτήριζε η αγάπη για το Θεό και τον αδελφό, και την οποία βεβαίωνε με την αυταπάρνησί του. Έπειτα με το χαριτωμένο λόγο και την απλή διδαχή του. «Εκήρυττε τόσον απλά, ώστε και ένα παιδί ακόμη ηδύνατο να εννοήση.
Εκήρυττε με συναίσθησιν. Εκήρυττε με δάκρυα. Εκήρυττε κάτω από την σκιάν του Σταυρού. Έκοπτε τον πνευματικόν άρτον εις μικρά τεμάχια και τον διένεμεν εις όλους, όπως ο ιερεύς με το άγιον κοχλιάριον μεταδίδει την θείαν Κοινωνίαν, το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Όντως ιερουργίαν επετέλει κηρύττων το Ευαγγέλιον» (Κ. 38). Ως προς τον χρόνο, το σχέδιο και το περιεχόμενο των διδαχών, ο Ιωάννης Μενούνος λέει· «Το κήρυγμα γινόταν πρωινές ή βραδινές ώρες, πριν δηλαδή οι, χωρικοί συνήθως, ακροατές του αρχίσουν τις εργασίες τους ή μετά την επιστροφή από αυτές… Η πρώτη διδαχή γινόταν βράδυ. Θέμα της ήταν η δημιουργία των αγγέλων και του υλικού κόσμου, η πτώση των Πρωτοπλάστων, η έξωσή τους από τον Παράδεισο και η τιμωρία τους τόσο εδώ στη γη όσο και, μετά το θάνατο τους, στον άλλο κόσμο. Το πρωί που ακολουθούσε διδασκόταν η δεύτερη διδαχή. Περιεχόμενο της η διήγηση για τη γέννηση και τη ζωή της Παναγίας, η γέννηση και η ζωή του Χριστού ως τη Μ. Πέμπτη, η προδοσία και αυτοκτονία του Ιούδα. Το δεύτερο τέλος βράδυ ο Κοσμάς κήρυττε την τρίτη διδαχή. Το θέμα τώρα ήταν η Ανάσταση, το έργο των αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστης με κατάληξη τη Δευτέρα Παρουσία, όπου οι αμαρτωλοί τιμωρούνται και οι δίκαιοι αμείβονται. Με τους τρεις αυτούς τύπους διδαχών παρουσιαζόταν ολοκληρωμένη η ιστορία κατά τη χριστιανική διδασκαλία, που αρχίζει από τη δημιουργία του πνευματικού και υλικού κόσμου και καταλήγει στη “συντέλεια του αιώνος”» (Μ. 91-2). Το κήρυγμά του ο άγιος ζωντάνευε συχνά και με την προσωπική επικοινωνία ανοίγοντας διάλογο, όπως είδαμε ανωτέρω.
Γι’ αυτούς τέλος που ήταν μακριά του χρησιμοποιούσε και την αλληλογραφία απευθύνοντάς τους επιστολές, εκ των οποίων σώζονται αρκετές.
Μετά από αυτά ευνόητο είνε το πώς τον έβλεπε ο λαός. Ενώ οι Εβραίοι τον μισούσαν και οι Τούρκοι μόλις τον ανέχονταν, ο απλός λαός τον εμπιστευόταν, ενθουσιαζόταν, κρεμόταν απ’ το στόμα του και τον ακολουθούσε.
Γιατί; Διότι στάθηκε δίπλα στο λαό, όταν άλλοι είχαν φύγει μακριά του στη Δύσι. Ένιωσε τον πόνο και την ανάγκη του. Δεν εκώφευσε. Συγκακουχήθηκε και συγκακοπάθησε με τα σκλαβωμένα παιδιά του.
«Είχε σπλάγχνα πατρικά. Επόνει, συνέπασχε, συνεσταυρούτο με τον καθημερινώς σταυρούμενον επί μυριάδων σταυρών λαόν του Κυρίου. Ησθάνετο τας ανάγκας των χριστιανών, υλικάς και πνευματικάς, ως ιδίας ανάγκας, συνελάμβανε τους ήχους των πόνων των δυστυχούντων της εποχής και, συγκεκινημένος ο ίδιος εκ της θέας της ανθρωπίνης δυστυχίας, με τέχνην ωμίλει, έπληττε τας χορδάς των καρδιών των ακροατών του, προεκάλει την συμπάθειαν, διήγειρεν όσον ουδείς άλλος τα φιλάνθρωπα αισθήματα και με γιγαντιαίαν δύναμιν, την δύναμιν της θείας χάριτος, ώθει τον λαόν προς έργα κοινής αγαθοεργίας. Και τι δεν έπραξεν υπέρ του Γένους ο κοινωφελέστατος ούτος άνθρωπος!» (Κ. 42-3). Δίδαξε τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, οικογενειακή αγωγή, αγωγή πολίτου, οικολογική αγωγή, πολιτιστική αγωγή, τα πάντα.
Αν σήμερα η διδαχή του βρίσκη τόση ανταπόκρισι και μιλάη τόσο ζωντανά σ’ εμάς, φαντάζεται κανείς τι απήχησι είχε στους προγόνους και προπάτορές μας. Σαν ποθητή βροχή έπεφταν τα λόγια του και σαν διψασμένη γη τα ρουφούσαν οι ψυχές τους. Μετά τον απόστολο Παύλο και τον ι. Χρυσόστομο μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Κοσμάς είνε εκείνος που μίλησε και μιλάει στην καρδιά του λαού μας. Είνε πράγματι «ο Γέροντας του Γένους».
Δ’.
Αν το Γένος μας ξεχάση τις υποθήκες του αγίου Κοσμά, του Γέροντός του, θα διαπράξη μεγάλη αμαρτία και το περιμένουν δεινά παθήματα, ταλαιπωρίες και τιμωρίες. Αν τις φυλάξη, εκείνος θα συνεχίση να το οδηγή στον ασφαλή δρόμο. Διότι και σήμερα ο λαός μας έχει ανάγκη από Γέροντα, πνευματικό οδηγό και ένθεο εμπνευστή. Οι ορθολογισταί, οι οπαδοί της χειραφετήσεως και του απογαλακτισμού από την Εκκλησία, οι κήρυκες του εχθρικού χωρισμού κράτους και εκκλησίας και θιασώται του μοντέλου ενός λαϊκού κράτους μπορεί να διαφωνούν. Η άποψί τους όμως δεν βρίσκει ιστορική επιβεβαίωσι. Η ιστορία αντιθέτως μαρτυρεί ότι, όσες φορές ο λαός ελεήθηκε από το Θεό ώστε να έχη μπροστά του τέτοια αναστήματα, βγήκε από τον κλοιό, φωτίστηκε, ωρθοπόδησε, ανυψώθηκε, μεγαλούργησε.
[ι. μονή Αγ. Κοσμά του Αιτωλού Αρναίας - Χαλκιδικής
Κυριακή 23 Αυγούστου 2009]
Συντομογραφίες πηγών
Κ. = Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) – Συναξάριον -Διδαχαί – Προφητείαι – Ακολουθία, Πρόλογος – σημειώ-σεις επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου μητροπολίτου Φλωρίνης, εκδ. «Σταυρός», Αθήναι 200526 (σσ. 426).
Μ. = Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές – Φιλολογική μελέτη – Κείμενα, εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1979 (σσ. 319).
Απολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, διδασκαλία, κατεκόσμησας, την Εκκλησίαν, ζηλωτής των Αποστόλων γενόμενος· και κατασπείρας τα θεία διδάγματα, μαρτυρικώς τον αγώνα ετέλεσας, Κοσμά ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.
Ως φωστήρ νεόφωτος την Έκκλησίαν, καταυγάζεις άπασαν, Ευαγγελίου διδαχαίς, Κοσμά Χριστού Ισαπόστολε· διό αξίως γεραίρει την μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ως ο Παύλος πάτερ περιελθών, πόλεις και χωρία, ταις καρδίαις των ευσεβών πίστεως την φλόγα, ανήψας της αγίας, και έφλεξας της πλάνης, άπαν ζιζάνιον.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
http://www.impantokratoros.gr/41F01526.el.aspx
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .
κανένα σχόλιο