Από την ταινία «Δουνκέρκη» του Βρετανού σκηνοθέτη Κρίστοφερ Νόλαν. |
Του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*
Η «Δουνκέρκη», η ταινία του 47χρονου Βρετανού σκηνοθέτη Κρίστοφερ Νόλαν, αφηγείται μια αντι-ηρωική στιγμή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μεγάλο μέρος του βρετανικού στρατού ξηράς, το οποίο είχε αποβιβαστεί νωρίτερα στο γαλλικό έδαφος για να συνδράμει τους Γάλλους στη ναζιστική επίθεση που δέχονταν, βρίσκεται τον Μάιο του 1940 παγιδευμένο στις ακτές της Δουνκέρκης, με τον εχθρό να είναι σε απόσταση αναπνοής. Ο κίνδυνος είναι τεράστιος. Από φόβο να βγάλει στη Μάγχη ολόκληρη τη δύναμη του πολεμικού του ναυτικού, προκειμένου να μεταφέρει τον στρατό πίσω στο νησί, ο Τσώρτσιλ που έχει γίνει πρωθυπουργός μόλις λίγες ημέρες πριν, καταφεύγει σε μια απίστευτη λύση. Επιτάσσει ιδιόκτητα πλοιάρια απλών πολιτών με αποστολή να φθάσουν στις γαλλικές ακτές, κάτω από τις βόμβες των Μέσερμιτ, και να φέρουν πίσω «τα παιδιά μας». Κάπου 900 μικρά καΐκια και ιστιοπλοϊκά που μπορούν να μεταφέρουν μετά βίας 10-15 άτομα τη φορά, θα συνεισφέρουν στη μεγαλύτερη επιχείρηση εκκένωσης μετώπου στην ιστορία της ανθρωπότητας, παρότι θα βυθιστεί περισσότερο από το 1/4 αυτών. Περίπου 340.000 στρατιώτες θα αποβιβαστούν σώοι πίσω στην πατρίδα, με τους Γερμανούς να αναζητούν κατόπιν τους λόγους που έχασαν τέτοια ευκαιρία μέσα από τα χέρια τους.
Η επιχείρηση, παρά την αναπάντεχη διάσωση του βρετανικού στρατού, ήταν αναμφισβήτητα μια ήττα για τους Συμμάχους, και μάλιστα σοκαριστική. Επειτα από αυτήν, και την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στο Παρίσι, η Ευρώπη έμπαινε στην πιο μαύρη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας της. Θα ακολουθούσαν, όμως, τους επόμενους μήνες ακόμη δύο μεγάλες αμυντικές μάχες στη «σκοτεινή ήπειρο»: η Μάχη της Αγγλίας που διεξήχθη από αέρος και οδήγησε στην αποτυχία της χιτλερικής εισβολής στο νησί, και ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος του 1940-41. Και οι δύο αποτέλεσαν τις πρώτες ήττες του φασισμού μετά το αρχικό σοκ της αιφνιδιαστικής γερμανικής επέλασης.
Τη διάσημη επωδό του Τσώρτσιλ, τον Ιούνιο του ’40, «θα πολεμήσουμε σε ακτές, χωράφια, δρόμους και βουνά, αλλά ποτέ δεν θα παραδοθούμε», την υιοθέτησαν και οι Ελληνες το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου απέναντι στον Μουσολίνι. Μια δικιά τους συγκλονιστική μάχη δόθηκε τον Μάρτιο του 1941 στο Υψωμα 731, στα στενά της Κλεισούρας, όπου ο επικεφαλής ταγματάρχης Κασλάς διέταξε τους άνδρες του ότι «τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας». Δεν θα μπορέσει, τελικά, να διέλθει.
Εχει ειπωθεί πολλάκις ότι στον πόλεμο αυτό η ελληνική κοινωνία πήγε με μεγάλο ενθουσιασμό. Οχι από κάποιο εθνικιστικό πυρετό αλλά από αγνή πίστη στον δίκαιο αγώνα. Σκέπτομαι ότι ενώ ήταν η αγγλική κοινωνία που έσωσε τον στρατό της από βέβαιη καταστροφή, ήταν ο ελληνικός στρατός που έσωσε, από την πλευρά του, την τιμή μιας κοινωνίας που αισθανόταν τέτοια αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της, ώστε ήταν αδύνατον να δεχτεί την ταπείνωση μιας άνευ όρων κατάκτησης. Τους σύγχρονους πολέμους, ακόμη κι αυτούς των προηγμένων τεχνολογιών, τους κερδίζουν μόνον οι κοινωνίες που πιστεύουν στον εαυτό τους. Αλλωστε, σε τούτη την περίπτωση, το εντυπωσιακό είναι ότι οι Ελληνες στρατιώτες δεν έφταναν στο μέτωπο για να πεθάνουν ηρωικά και τιμημένα, αλλά για να νικήσουν. Και σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η διοικητική και στρατιωτική μηχανή είχε ετοιμάσει και εφάρμοζε ένα πολύ αποτελεσματικό σχέδιο επιστράτευσης και ανάπτυξης των ελληνικών δυνάμεων στο μέτωπο. Με απλά μέσα και τακτικές, αλλά και με εξοπλισμό καλύτερα προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά των ορεινών επιχειρήσεων, απέναντι σε έναν εχθρό υπέρτερο μεν αριθμητικά, αλλά όχι καλύτερα οργανωμένο και σίγουρα χωρίς την ίδια αποφασιστικότητα, ο Ελληνας στρατιώτης καταλάβαινε ότι συμμετείχε σε έναν αγώνα τον οποίο άξιζε να δώσει. Υπήρχε σχέδιο νίκης, δεν ήταν αυτές οι σύγχρονες «Θερμοπύλες του ελληνισμού», όπως λέγεται καμιά φορά με περίσσιο μελοδραματισμό από όσους ηδονίζονται κρυφά με τα «εθνικά δράματα». Το «Οχι» είναι συνεπώς μια μεγάλη στιγμή του ελληνικού 20ού αιώνα, όχι ως πράξη αντίστασης, αλλά ως πράξη εθνικής αυτοπεποίθησης. Και υπό αυτήν την έννοια πρέπει να κατανοήσουμε όσους υπερασπίζονται τον εθνικό εορτασμό του, διαφοροποιούμενοι από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που γιορτάζουν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και όχι την αρχή του. Στα καθ’ ημάς, άλλωστε, ο πόλεμος κράτησε έως το 1949.
Κι όμως, αυτή η κοινωνία του μεσοπολέμου ήταν που, με όλους τους νέους διχασμούς και τους αποκλεισμούς, σήκωσε εν συνεχεία στους ώμους της το θαύμα της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, ύστερα από τη μεγάλη καταστροφή της Κατοχής και του Εμφυλίου. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για ένα θαύμα που έχουμε την τάση να υποτιμάμε. Απαιτήθηκε κι εδώ κεντρικό σχέδιο, μια εκτεταμένη ξένη βοήθεια αλλά και αρκετός βολονταρισμός σε προσωπικό επίπεδο για να ξαναστηθεί η χώρα στα πόδια της.
Οπως το είχε θέσει γλαφυρά ο πολεοδόμος Κωνσταντίνος Δοξιάδης, που ήταν από τα πιο διακεκριμένα μέλη αυτής της γενιάς, υπήρξε μαθητής του Πικιώνη, είχε πολεμήσει το ’40, πήρε μέρος στην Αντίσταση και ηγήθηκε του έργου της Ανασυγκρότησης μέχρι το 1951: «Ημουν ειρηνιστής, στρατιώτης, σαμποτέρ, και χτίστης». Και ήταν αλήθεια όλα αυτά εκείνοι οι φοβεροί άνθρωποι.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».
("Η Καθημερινή", 22.10.2017)
Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:
Ο Αλέξανδρος Ντάσκας είναι Δικηγόρος Αθηνών και ένας από τους συνδιαχειριστές του ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ.
κανένα σχόλιο