Αντισυνταγματικές οι περικοπές σε όλους τους γιατρούς του ΕΣΥ κατά την Ολομ.ΣτΕ





Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με απόφασή της, έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των αποδοχών των γιατρών διευθυντών νοσοκομείων του ΕΣΥ που έγιναν αναδρομικά από 1 Αυγούστου 2012, σε εφαρμογή της μνημονιακής νομοθεσίας.
Παράλληλα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου ακυρωτικού Δικαστηρίου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι ανάγονται στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση, έκρινε ότι, θα λάβουν αναδρομικά τις διαφορές των αποδοχών τους και θα επανέλθει το μισθολογικό καθεστώς τους στο προ της 1ης Αυγούστου 2012 καθεστώς, μόνο για όσους έχουν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στα Διοικητικά Πρωτοδικεία της χώρας.
Αναλυτικότερα, την Ολομέλεια του ΣτΕ, με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Θεόδωρο Αραβάνη, την απασχόλησε ως πρότυπη δίκη σύμφωνα με το νόμο 3900/2010, η αίτηση τεσσάρων διευθυντών κρατικών νοσοκομείων του ΕΣΥ, οι οποίοι ζητούσαν να ακυρωθούν οι μισθοδοτικές καταστάσεις τους, καθώς οι αποδοχές τους μειώθηκαν δραστικά σε εφαρμογή τόσο της μνημονιακής νομοθεσίας (νόμοι 4093/2012 και 4046/2012), όσο και της από 14.11.2012 απόφασης του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών. Παράλληλα, ζητούσαν να επανέλθουν οι αποδοχές τους στο προ του Αυγούστου 2012 καθεστώς.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκανε δεκτή την αίτηση των τεσσάρων γιατρών διευθυντών του ΕΣΥ, κρίνοντας ότι τόσο οι μνημονιακοί νόμοι όσο και η επίμαχη υπουργική απόφαση με τις οποίες αναδρομικά από 1.8.2012 μειώθηκαν οι αποδοχές τους «αντίκειται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος», όπως και στις αρχές: α) της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των γιατρών του ΕΣΥ, β) της αναλογικότητας και γ) της ισότητας στα δημόσια βάρη.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι μόνιμοι γιατροί του ΕΣΥ τελούν σε ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς σε σχέση προς τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους και τελούν σε ειδικές συνθήκες από την άποψη εισόδου και εξελίξεως στην δημόσια υπηρεσία σε σχέση με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, καθώς, μεταξύ των άλλων, εισέρχονται στο Δημόσιο τομέα σε μεγαλύτερη ηλικία, είναι αποκλειστικής απασχόλησης, κ.λπ.
Επίσης, κατά την απόφαση της Ολομέλειας (431/2018) η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των διευθυντών νοσοκομείων του ΕΣΥ, σε τέτοιας φύσεως και εκτάσεως μείωση των αποδοχών τους, η οποία επιφέρει ανατροπή του ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην λειτουργία του ΕΣΥ, καθώς και αν η μείωση ήταν αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ.
  • Όπως διευκρινίστηκε αργότερα από το Συμβούλιο της Επικρατείας η απόφαση της Ολομέλειας (υπ΄ αριθμ. 431/2018) δεν αφορά μόνο τους γιατρούς διευθυντές του ΕΣΥ, αλλά όλους τους γιατρούς του ΕΣΥ. Η μόνη διαφορά είναι ότι όσοι γιατροί έχουν προσφύγει στην Δικαιοσύνη θα λάβουν αναδρομικά τις διαφορές των αποδοχών τους από 1η Αυγούστου 2012, ενώ για τους υπόλοιπους γιατρούς του ΕΣΥ οι αποδοχές θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν στα επίπεδα του 2012 από εδώ και στο εξής.

ΠΗΓΗ: http://www.kathimerini.gr/950758/article/epikairothta/ellada/antisyntagmatikes-oi-perikopes-se-oloys-toys-giatroys-toy-esy-dieykrinizei-to-ste
--------------------------------------------------------

ΟλΣτΕ 431/2018

·        
Άσκησης προσφυγής ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), υπηρετούντων σε νοσοκομεία (ν.π.δ.δ.) κατά  μισθοδοτικών καταστάσεων («βεβαιώσεων αποδοχών») με αίτημα την ακύρωσή τους, για τον λόγο ότι οι αποδοχές τους μειώθηκαν δραστικά από 1.8.2012 κατ' εφαρμογή των διατάξεων της περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και της αποφάσεως οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 του Αναπλ. Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017), οι οποίες- κατά τους ισχυρισμούς τους, αντίκεινται στο Σύνταγμα, την Ε.Σ.Δ.Α. και το Διεθνές Σύμφωνο του Ο.Η.Ε. για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα.
·        
Αίτηση των προσφευγόντων να εισαχθεί η προσφυγή προς εκδίκαση στο ΣτΕ με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης, η οποία έγινε δεκτή με την πράξη 5/23.3.2015 της κατ' άρθρο 1 παράγρ. 1 του ν. 3900/2010 Τριμελούς Επιτροπής, για να κριθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της συνταγματικότητας (προσβολή των άρθρων 2, 4, 5, 21, 22, 25 και 106 του Συντάγματος), και της συμφωνίας με το άρθρο 1ο του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, των ανωτέρω διατάξεων του ν. 4093/2012, με τις οποίες επήλθαν περικοπές στον μηνιαίο μισθό των τεσσάρων πρώτων προσφευγόντων.
·        
Παρέμβαση στη δίκη τρίτου διαδίκου, ιατρού Νοσοκομείου, που ήδη διατελεί διάδικος σε εκκρεμή δίκη, και συγκεκριμένα, έχει ασκήσει αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία τίθεται το αυτό θέμα της συνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων του ν. 4092/2012. Παραδεκτή η παρέμβαση, κατ’ άρθρο 113 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

ΚΡΙΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

(Α) Οι πληττόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν από το καθ’ ου νοσοκομείο που αποτελεί ν.π.δ.δ. και αφορούν την ενεστώσα μισθολογική κατάσταση των προσφευγόντων ιατρών, είναι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται παραδεκτώς με προσφυγή ουσίας (βλ. ΣΕ 3402/2014 Ολομ., σκ. 8, 612/2012 Ολομ., σκ. 28).
(Β) Περαιτέρω η προσφυγή ασκείται με έννομο συμφέρον από τους τέσσερις πρώτους προσφεύγοντες ιατρούς που υπηρετούν στο καθ’ ου νοσοκομείο και οι οποίοι παραδεκτώς ομοδικούν [άρθρο 115 παράγρ. 3 του Κ.Δ.Δ., όπως η παράγρ. αυτή προστέθηκε με το άρθρο 11 παράγρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παράγρ. 2 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24)], δεδομένου ότι οι ένδικες απαιτήσεις είναι ομοειδείς και ερείδονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση, για όλες δε τις προσβαλλόμενες πράξεις αρμόδιο κατά τόπο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
(Γ)Κατά τα λοιπά, η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη εφ’ όσον δεν προκύπτει κοινοποίηση ή γνώση των προσβαλλομένων μισθοδοτικών καταστάσεων από τους προσφεύγοντες σε χρόνο πέραν των 60 ημερών από την κατάθεσή της, ενώ εξ άλλου μόνη η είσπραξη του μισθού εκ μέρους του ενδιαφερομένου δεν αποδεικνύει άνευ ετέρου πλήρη γνώση του περιεχομένου της αντίστοιχης μισθοδοτικής καταστάσεως, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των καταστάσεων αυτών δεν είναι πάντοτε ευχερώς κατανοητό λόγω του τεχνικού χαρακτήρα των (βλ. ΣΕ 1895/1994 7μ.).
ΚΡΙΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Επειδή, από τις παρατεθείσες διατάξεις που αναφέρονται στην υπηρεσιακή εξέλιξη των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (σκέψεις 8 - 9), σε αντιπαραβολή προς τις αντίστοιχες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, συνάγεται ότι οι μόνιμοι ιατροί του Ε.Σ.Υ τελούν υπό ιδιαίτερο υπηρεσιακό καθεστώς εν σχέσει προς τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Ειδικότερα, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία όχι μόνο στον εισαγωγικό βαθμό του κλάδου τους, όπως προβλέπεται, κατ' αρχήν, για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους [βλ. Υ.Κ., ν. 2683/1999 (Α΄ 19) άρθ. 79, ν. 3528/2007 (Α΄ 26) άρθ. 80, βλ. και άρθ. 6 ν. 4024/2011 (Α΄ 226) [Ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο]), αλλά και σε βαθμό ανώτερο αυτού, ακόμη και απευθείας στο βαθμό του Διευθυντή του Ε.Σ.Υ., ανάλογα με τα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα, μετά από προκήρυξη της οικείας θέσης και απόφαση των αρμοδίων συμβουλίων. ….. Περαιτέρω, για τον διορισμό τους στο Ε.Σ.Υ. λαμβάνεται υπόψη όλη η προηγούμενη ιατρική υπηρεσία τους, ποσοτική και ποιοτική, σε νοσοκομεία, δημόσια ή ιδιωτικά, σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, ελεύθερο επάγγελμα κ.λπ., η δε εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την προϋπηρεσία αυτή και το ιατρικό και επιστημονικό έργο που παρήγαγαν κατά τη διάρκειά της, αξιολογούνται κατά την κρίση και την επιλογή τους για την κατάληψη της θέσεως για την οποία είναι υποψήφιοι [βλ. αποφάσεις Υπ. Υγείας Πρόνοιας 17653/1984 (Β΄ 849) και 13α/οικ. 39832/1997 (Β΄ 1088)]. Τέλος, για την βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος υπηρεσίας τους στο Ε.Σ.Υ. και ο βαθμός της θέσης τον οποίο κατέχουν. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι μόνιμοι γιατροί του Ε.Σ.Υ. τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη εισόδου και εξελίξεως στη δημόσια υπηρεσία σε σχέση προς τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, αφού εισέρχονται σ’ αυτήν σε μεγαλύτερη ηλικία, αξιολογείται δε κατά τον διορισμό τους, από τα αρμόδια όργανα επιλογής, όλη η μέχρι τότε ιατρική προϋπηρεσία τους, ανεξαρτήτως αν έχει προσφερθεί σε δημόσια ή ιδιωτικά νοσοκομεία, στα οποία είναι δυνατόν να έχουν διανύσει μεγάλο μέρος ή και το σύνολο της ιατρικής προϋπηρεσίας τους (ΣΕ 1292/2003, βλ. και 4519/2011). Περαιτέρω, από τις παρατεθείσες διατάξεις που αφορούν τη μισθολογική εξέλιξη των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (σκ. 10, βλ. και σκ. 11 - 12), προκύπτει ότι ο νομοθέτης επεφύλαξε διαχρονικώς στους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση, με αποδοχές προβλεπόμενες ειδικώς στο νόμο και ύψους αναλόγου προς την σημασία του λειτουργήματός τους, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, των ιδιαίτερων απαιτήσεων του ιατρικού επαγγέλματος, όσον αφορά το χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, των ιδιαιτέρων ευθυνών που απορρέουν από την άσκησή του, του καθεστώτος πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, του μεγαλύτερου χρόνου γενικής εκπαίδευσης εν σχέσει με άλλους επιστήμονες, της πολυετούς μεταπανεπιστημιακής μετεκπαίδευσής τους για ειδίκευση αλλά και της ανάγκης για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους (βλ. ΣΕ 78/2003, 3115/2002, 3901, 2215/2001, 2440/2000, 2/1998, 5624/1996, 3613, 3582/1996 7μ., βλ. επίσης ΣΕ 2398/2013, 1594/2009 κ.ά.). H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν ταυτίζεται με εκείνη των άμεσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, ειδικότερα, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, το οποίο επιτάσσει ευθέως την χορήγηση σ’ αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους. Η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ. απορρέει εμμέσως από την κατά το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3) υποχρέωση του Κράτους για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς όλους τους πολίτες, την οποία υλοποιούν κατ’ εξοχήν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., και εγγυάται τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους με κριτήρια συναπτόμενα όχι μόνο προς τον βαθμό και τα καθήκοντα της θέσεώς τους, αλλά και προς τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους (κίνδυνοι εκθέσεως σε μολυσματικούς παράγοντες κλπ), ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους, συγχρόνως δε για να αποτρέπεται η εξωϋπηρεσιακή τους απασχόληση, και δη σε τομείς της ιδιωτικής οικονομίας που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την ιατρική τους ιδιότητα (προμήθειες υλικών, χορήγηση σκευασμάτων, συνεργασία με ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας κλπ), καθώς και οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους αυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς (πρβλ. ΣΕ 2192 - 2194/2014 Ολομ., βλ. και αιτιολογική έκθεση του ν. 1397/1983 σελ. 8). Η υποχρέωση τηρήσεως από τον κοινό νομοθέτη της εν λόγω αρχής αποτελεί μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του Ε.Σ.Υ. μέσω της ενισχύσεως του ηθικού του ιατρικού προσωπικού του, αλλά και δικαίωμα των ιατρών, λόγω των απαγορεύσεων και περιορισμών, στους οποίους υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους. Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού και των επιδομάτων των ιατρών του Ε.Σ.Υ., δεδομένου μάλιστα ότι από καμία αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους (ΣΕ Ολομ. 3177/2014 σκ. 8, 2192/2014 σκ. 12, απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 7.5.2013, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος σκ. 33 κ.ά.), όμως η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των εν λόγω δημοσίων λειτουργών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην λειτουργία του Ε.Σ.Υ., καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει, κατ’ αρχήν, για κάθε σημαντική μείωση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση των ιατρών του Ε.Σ.Υ., υπέρ των οποίων ο νομοθέτης, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υποχρεούται κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του λειτουργήματός τους, καθώς και την κατ’ αρχήν αποκλειστική αφιέρωση στο λειτούργημα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους. Στο αρμόδιο δε δικαστήριο επιφυλάσσεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων από την άποψη της λήψεως υπόψη από τον νομοθέτη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των ως άνω νομίμων κριτηρίων και όχι άλλων προδήλως απροσφόρων, έλεγχος πάντως που είναι οριακός (πρβλ. ΣΕ 2192 - 2194/2014 Ολομ., πρβλ. ΣΕ 3443/1998 Ολομ., 119, 545/2001, 1333/2000).

Επειδή, από τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 - 37 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ΣΕ Ολομ. 668/2012, 1116, 2192 - 96/2014), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Εξ άλλου, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικά μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. ΣΕ Ολομ. 4174/2014, 2192 - 2196/2014). Κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου, τη μείωση των χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α΄ Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων και τέλος την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας. Ειδικότερα, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων ιατρών του Ε.Σ.Υ., μειώσεις (άνω του 10%) στον μηνιαίο βασικό μισθό των Συντονιστών Διευθυντών, των Διευθυντών και των Επιμελητών Α΄, ενώ οι μειώσεις επί των προαναφερθέντων επιδομάτων κυμάνθηκαν άνω του 10% για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών. Άνω του 10% ήταν και η μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ., καθώς και του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Συντονιστές Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α΄ Ζώνης, με συνέπεια την δραστική μείωση των αποδοχών των προσφευγόντων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους και αντισταθμίσματος για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους (πρβλ. ΣΕ 2192 - 96/2014 Ολομ.). Όπως δε εκτέθηκε ήδη, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται ανίσως τις άνισες καταστάσεις. Η τεκμηρίωση αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών, θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαίδευσης των ιατρών εν σχέσει προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η λόγω της αδυναμίας εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές, συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του 
ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, ούτε τέλος από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα ανωτέρω στοιχεία, εν όψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι εκ των μειώσεων επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το προκύπτον οικονομικό όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012, οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με τον νόμο αυτό, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών τους (ν. 3833/2010 μείωση κατά 12% και ν. 3845/2010 μείωση κατά 8% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, ν. 4002/2011 μείωση κατά 20% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, ν. 4052/2012 μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού και μείωση του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α΄ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ.), καθώς και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των προσφευγόντων ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Εν όψει τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Η πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Και τούτο διότι αφ’ ενός η συμμετοχή των ιατρών στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. είναι προαιρετική, αφ’ ετέρου δε, όπως έχει γίνει δεκτό, η αμοιβή για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντιστάθμισμα για μία επί πλέον παροχή υγείας προς τους πολίτες, εν πάση δε περιπτώσει πρόκειται για επιτρεπόμενη επαγγελματική δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την εργασία που παρέχουν οι ιατροί ως δημόσιοι λειτουργοί κατά τη διάρκεια του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων, και η οποία δεν θίγει το υφιστάμενο σύστημα των γενικών εφημεριών τους (βλ. ΣΕ 2113/2014 Ολομ., σκ. 7 και 11). Τέλος, η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», δεν έχει πάντως την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (ΣΕ 4741/2014 Ολομ. σκ. 23, 2192/2014 Ολομ. σκ. 21 κ.ά.). Για τους λόγους αυτούς, που προβάλλονται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις, μηνός Σεπτεμβρίου 2014, των τεσσάρων πρώτων προσφευγόντων ιατρών, οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων που είναι ανίσχυρες καθ’ ο μέρος προβλέπουν νέα μείωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., η δε υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στη Διοίκηση προς διενέργεια των δεόντων σύμφωνα με τα κριθέντα με την παρούσα απόφαση.
ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ

Επειδή, μειοψήφησε ο Αντιπρόεδρος Αθ. Ράντος ο οποίος, αναφερόμενος στην μειοψηφία της αποφάσεως ΣτΕ 4741/2014 Ολομ. (σκ. 24), διατύπωσε την εξής γνώμη: Τα επίδικα μέτρα αποβλέπουν στην άμεση περιστολή των δημοσίων δαπανών προς αντιμετώπιση της σοβούσας οικονομικής κρίσεως, ήτοι σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αφορούν κατηγορία λειτουργών αμειβομένων με «ειδικό μισθολόγιο», ήδη ευνοϊκότερο από αυτό των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων, με τη θέσπιση του οποίου πληρούται κατ’ αρχήν η υποχρέωση για «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή» τους, και δεν θίγουν υπέρμετρα τους προσφεύγοντες ούτε θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή τους διαβίωση, εν όψει και των προβλεπομένων από το νόμο επιδομάτων και προσαυξήσεων αποδοχών για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών ασκήσεως του επαγγέλματός των και της δυνατότητας πρόσθετης, πέραν του νομίμου ωραρίου, απασχολήσεως των ιατρών, έναντι αμοιβής, στις μονάδες υγείας του Ε.Σ.Υ. Με τα δεδομένα δε αυτά δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, κατά την εκφεύγουσα του οριακού δικαστικού ελέγχου ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, και συνεπώς οι κρίσιμες διατάξεις του ν. 4093/2012 και της υπουργικής αποφάσεως 2/83408/022/14.11.2012 δεν αντίκεινται σε καμία διάταξη ή αρχή του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Μειοψήφησε επίσης ο Αντιπρόεδρος Χρ. Ράμμος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Από καμία συνταγματική διάταξη (ούτε και από την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, που ορίζει ότι το κράτος οφείλει να μεριμνά για την υγεία των πολιτών) ή συνταγματική αρχή, δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση του κράτους, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται μόνο σε δικαστικό έλεγχο ορίων (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3177/2014, Ολομ. 2192 - 2196/2014, Ολομ. 668/2012, ΣτΕ 1372 - 1373/2012 7μ. σκ. 5, 2672/2009 σκ. 3). Και ναι μεν στην περίπτωση των ιατρών του Ε.Σ.Υ. η φύση των ως άνω καθηκόντων και της αποστολής τους επιτάσσει την υποχρέωση εξασφάλισης των απαραιτήτων προϋποθέσεων απρόσκοπτης άσκησης του λειτουργήματός τους, ως εγγύηση για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου, που περιλαμβάνει και την υποχρέωση για «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή τους». Η υποχρέωση όμως, του νομοθέτη για «ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή τους» δεν επιβάλλει την εξομοίωσή τους με άλλες κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ 574, 575/2014). Κατά συνέπεια, οι εξαιρούμενοι από το ενιαίο μισθολόγιο δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, για τους οποίους καθιερώνονται με νόμο «ειδικά μισθολόγια» αποτελούν διαφορετικές μεταξύ τους κατηγορίες, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή. Ειδικότερα, για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., με την πρόβλεψη «ειδικού μισθολογίου», ευνοϊκότερου έναντι του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων για την αντιμετώπιση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης), καθώς και με την πρόβλεψη αμοιβής για την πραγματοποίηση των απαραιτήτων για την λειτουργία του Ε.Σ.Υ. εφημεριών, πληρούται η υποχρέωση της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, ο δε νομοθέτης δεν δεσμεύεται να καταργεί ή να μεταβάλλει το νομοθετικό καθεστώς που αφορά στις αποδοχές τους, δεδομένου ότι, όπως ήδη εξετέθη, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή, αλλά ούτε από το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372/2015, 2192 - 2196/2014, 668/2012 σκ.34, Ε.Δ.Δ.Α. VilhoEskelinen και λοιποί κατά Φινλανδίας της 19.4.2007 σκ. 94). Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν εκτίμηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, μεταξύ των οποίων και κατηγοριών για τις οποίες προβλέπονται «ειδικά μισθολόγια», λόγω της ανάγκης άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Στις περιπτώσεις αυτές το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, καθώς και του πληθυσμού της χώρας εν γένει. Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι, στην κρινόμενη περίπτωση, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης αποφάσισε, μεταξύ άλλων, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» λειτουργών και υπαλλήλων ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης κάλυψης οικονομικών αναγκών της Χώρας, όσο και στην βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ ΣτΕ Ολομ. 3372/2015 σκ. 17, 3177/2014 Ολομ σκ. 8, 668/2012 Ολομ. σκ. 35) δυναμένους να δικαιολογήσουν την λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που προβλέπουν περαιτέρω μείωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., δεν αντίκεινται, κατά την μειοψηφήσασα αυτή άποψη, στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, διότι και μετά τη νέα αυτή, αναγκαία κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, μείωση των αποδοχών τους, πληρούται η υποχρέωση της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, εφόσον οι αποδοχές τους προβλέπονται από «ειδικό μισθολόγιο», ευνοϊκότερο έναντι του ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, και χορηγούνται επιπλέον σε αυτούς ειδικά επιδόματα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους και αμοιβές για τις πραγματοποιούμενες από αυτούς εφημερίες. Άλλωστε, η επίμαχη μείωση αποδοχών, που έγινε στο πλαίσιο της αναρρύθμισης του βασικού μισθού όλων των λειτουργών που αμείβονται με «ειδικά μισθολόγια», ήταν η πρώτη που αφορούσε τον βασικό μηνιαίο μισθό της συγκεκριμένης κατηγορίας δημοσίων λειτουργών, ενώ οι λοιπές προσφάτως προηγηθείσες μειώσεις αφορούσαν περικοπή μόνο επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών εφημεριών. Το δε προκύπτον μετά την επιχειρηθείσα τελευταία μείωση (μείωση στις ακαθάριστες αποδοχές εκάστου προσφεύγοντος ιατρού μηνιαίως κατά 759,57 €, 759,57 €, 710,69 € και 343,52 € αντίστοιχα) τελικό ύψος των συνολικών καθαρών αποδοχών των προσφευγόντων ιατρών (μηνιαίως 1833,48 €, 1947,70 €, 1835,85 € και 1520,47 € αντίστοιχα), αν και όντως διαμορφώνεται σε μη ικανοποιητικά επίπεδα, δεν εξικνείται, πάντως, σε σημείο που να διακυβεύεται το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης αυτών (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος της 7.5.2013), εν όψει των σημερινών εν γένει οικονομικών συνθηκών της χώρας, ή να καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η άσκηση των σημαντικών καθηκόντων του λειτουργήματός τους. Περαιτέρω, η μείωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 4093/2012, η οποία, κατά τα ανωτέρω, ευρίσκεται εντός των πλαισίων της ελευθερίας του νομοθέτη να διαμορφώνει το μισθολόγιό τους, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση του κράτους, ενόψει του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού δημοσίου συμφέροντος, δεν στερείται προδήλως εύλογης βάσης, δεδομένου ότι λόγω της φύσης του το μέτρο αυτό συμβάλλει αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Εν όψει τούτων, εφόσον η επίμαχη μείωση αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. δεν είναι απρόσφορη ή μη αναγκαία για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου σκοπού (πρβλ ΣτΕ Ολομ. 668/2012 σκ. 35, ΣτΕ 1210/2010 σκ. 24), και ότι η ως άνω μείωση αποδοχών δεν είναι τέτοιου ύψους, ώστε να θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των προσφευγόντων, επιπλέον δε και ότι η αναδρομική εφαρμογή του εν λόγω μέτρου αφορά σε περιορισμένο χρονικό διάστημα διάρκειας τριών (3) περίπου μηνών πριν από τη δημοσίευση του νόμου (12.11.2012), ενώ η παρακράτηση αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2012, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. οικ.2/83408/022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, δεν λαμβάνει χώρα εφ άπαξ αλλά τμηματικώς, σε μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τις αποδοχές του μηνός Ιανουαρίου 2013, δεν παραβιάστηκε η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγόντων και, κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καθώς και της υπ’ αριθ. οικ.2/83408/022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν αντίκεινται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012 σκ. 34). Τέλος, οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος (που ορίζει ότι οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους), αλλά ούτε και στο άρθρο 25 παρ. 4 αυτού (που ορίζει ότι το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης), διότι ο νομοθέτης αποφάσισε με αυτές, μεταξύ άλλων, την περαιτέρω μείωση και των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, για τον προαναφερθέντα σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς και όλων των κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων που αμείβονται με «ειδικά μισθολόγια» καθώς και άλλων κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων. Αποτελούν, εξ άλλου, οι περικοπές αυτές αποδοχών ένα από περισσότερα μέτρα, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων είναι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, αναγκαία, εν όψει των συντρεχουσών περιστάσεων, για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας περί των οποίων αναλυτικά οι διάφορες περιπτώσεις της παραγράφου Γ, υποπαραγράφου Γ1, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, σύμφωνα με την γνώμη αυτή, οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καθώς και της υπ’ αριθ. οικ.2/83408/022/ 14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν προσκρούουν σε καμία διάταξη του Συντάγματος, αλλά ούτε και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ.Δ.Α., και, κατά συνέπεια, νομίμως εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις, η δε κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Με την νέα διάταξη εδόθη η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως (βλ. ΣΕ Ολομ. 4446/2015). Τα αυτά και για τους ίδιους λόγους δέον αναλογικώς να ισχύσουν και επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας, που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του νέου δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης (βλ. ΣΕ Ολομ. 4741/2014 σκ. 25, 2288/2015 σκ. 25, πρβλ. ΔΕΚ C-43/75 της 8.4.1976 Defrenne κατά Sabena και C-262/78 της 17.5.1990 Barber).

20. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της περιπτώσεως 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., και των διατάξεων της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικά από 1.8.2012, θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των αποδοχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνο στους προσφεύγοντες (για το χρονικό διάστημα από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και εντεύθεν), αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη (βλ. έγγραφα Α2α/Γ.Π.οικ/23.11.2015 του Υπουργείου Υγείας και 2/70311/ΔΠΓΚ/ 20.11.2015 του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δικαστήριο, κατά τα οποία στο τέλος του έτους 2014 υπηρετούσαν στο Ε.Σ.Υ. συνολικά 21.300 ιατροί, βλ. και όμοιο έγγραφο ΓΠΒ1β/87044/17.11.2015 του Υπουργείου Υγείας, κατά το οποίο το σύνολο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην επικράτεια, χωρίς την 4η και 5η Υ.Πε, για τις οποίες δεν υπάρχουν στοιχεία, ανερχόταν τον Σεπτέμβριο του 2015 σε 18.019). Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της αποφάσεώς του επί της κρινόμενης προσφυγής. Οίκοθεν νοείται ότι για τους τέσσερις πρώτους εκ των προσφευγόντων και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αξιώσεων άλλων ιατρών του Ε.Σ.Υ. που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, ή για τη θεμελίωση αιτημάτων επιστροφής των περικοπεισών αυτών αποδοχών, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της εκδοθησόμενης επί της κρινόμενης προσφυγής αποφάσεως. Η άποψη αυτή δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, ούτε με τα άρθρα 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφ’ ενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρυθμίσεως, αφ’ ετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφ’ όσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣΕ 4741/2014 Ολομ. σκ. 26, 2288/2015 σκ. 25). Κατά την γνώμη, όμως, του Συμβούλου Ηλία Μάζου, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία προσδιορισμού των έναντι των τρίτων αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης επί της κρινομένης προσφυγής αποφάσεώς του. Και τούτο διότι για τον περιορισμό των δικαιωμάτων των διοικουμένων, τον οποίο συνεπάγεται η άσκηση της εξουσίας αυτής, όπως δέχεται η πλειοψηφήσασα άποψη, απαιτείται σχετική πρόβλεψη στον νόμο, η δε διάταξη του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ/τος 18/1989, η οποία επιτρέπει τον περιορισμό της αναδρομικότητας των συνεπειών αποφάσεως επί αιτήσεως ακυρώσεως, δεν είναι δεκτική αναλογικής εφαρμογής και στην περίπτωση άλλου ενδίκου βοηθήματος, όπως εν προκειμένω, και μάλιστα εις βάρος των συμφερόντων τρίτων.

ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ

Ακυρώνει τις …. μισθοδοτικές καταστάσεις («βεβαιώσεις αποδοχών») των τεσσάρων πρώτων προσφευγόντων,

Ορίζει ως χρονικό σημείο επελεύσεως των αποτελεσμάτων της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητος της περιπτώσεως 17 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 τον χρόνο δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως,

Σχετικά με τον συντάκτη της ανάρτησης:

Η ιστοσελίδα μας δημιουργήθηκε το 2008.
Δείτε τους συντελεστές και την ταυτότητα της προσπάθειας. Επικοινωνήστε μαζί μας εδώ .

κανένα σχόλιο

Leave a Reply